(τα κείμενα είναι αυθεντικά – δεν τα έγραψε ο θείος Ισίδωρος!)
400 ΧΡΟΝΙΑ ΑΓΩΝΕΣ
Α Παρουσιαστής : 1453 – «Εάλω η Πόλις»
Β Παρουσιαστής : Έπεσε η Κωνσταντινούπολη
(ήχοι από καμπάνες πένθιμες- μπαίνουν στη διάρκεια τα κορίτσια της χορωδίας με μαύρες μαντίλες – σχηματίζουν ημικύκλιο- στο κέντρο και λίγο μπροστά το σόλο)
ΤΡΑΓΟΥΔΙ 1ο : « Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα »
(Δίσκος «ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ» Εργαστήρι Παλιάς Μουσικής)
(αποχωρεί η χορωδία)
Α Παρουσιαστής : Αν μια φορά κινδύνεψε το ελληνικό έθνος να αφανιστεί αυτή ήταν
στα 400 χρόνια σκλαβιάς που ακολούθησαν την άλωση της Κων/λης
από τους Τούρκους.
Β Παρουσιαστής : Οι έλληνες υπέφεραν τα πάνδεινα από τους Τούρκους. Προσβολές,
ταπεινώσεις, φτώχια, βασανισμούς. Μα το χειρότερο απ’ όλα ήταν
το …. ΠΑΙΔΩΜΑΖΩΜΑ.
Α Παρουσιαστής : Οι Τούρκοι άρπαζαν ελληνόπουλα από τα σπίτια τους και αφού τα
άλλαζαν πίστη , τα αγόρια τα έκαναν Γενίτσαρους, άγριους στρατιώτες και τα κορίτσια τα έστελνα στα χαρέμια των πασάδων.
1ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ : « ΤΟ ΠΑΙΔΩΜΑΖΩΜΑ »
ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ
(Καθισμένη σε ένα ξύλινο καρεκλάκι η μητέρα διαβάζει την κόρη της κείμενα από το ψαλτήρι. Η κόρη κάθεται κάτω κι έχει ακουμπισμένο στο καρεκλάκι τον πίνακά της με το φτερό. Δίπλα η γιαγιά γνέθει μαλλί).
ΜΗΤΕΡΑ : Τελειώνεις πουλάκι μου ; όπου νάναι θάρθει ο Κωστής να σε πάρει για να πάτε στο σχολειό, σας περιμένει ο παπα-Κοσμάς στο μοναστήρι.
ΜΑΡΙΩ : Έτοιμη είμαι μάνα, να διαβάσω μια φορά ακόμη για τον Λεωνίδα γιατί είναι ο αγαπημένος βασιλιάς του παπα-Κοσμά και μας ρωτά συχνά γι’ αυτόν.
ΜΗΤΕΡΑ : Μα τι έκανε αυτός οοοο… πως τον είπες ;
ΜΑΡΙΩ : Λεωνίδας μαμά, Λεωνίδας!
ΜΗΤΕΡΑ : Ναι, Λεωνίδας. Τι έκανε αυτός ;
ΜΑΡΙΩ : Θυσιάστηκε μαζί με 300 Σπαρτιάτες για την πατρίδα του. Ήξερε ότι θα πεθάνει κι όμως έμεινε μαζί με τα παλικάρια του και πολέμησαν μέχρι το τέλος. Έτσι πρέπει να κάνουμε κι εμείς λέει ο παπα-Κοσμάς αν θέλουμε να λευτερωθεί η πατρίδα μας, να πολεμήσουμε τους Τούρκους.
ΓΙΑΓΙΑ : (Σηκώνεται ανήσυχη και κοιτάζει γύρω της) Πιο σιγά παιδάκι μου, πιο σιγά. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Δεν είδες τι έπαθε ο κυρ-Βαγγέλης. Ήρθαν τον πήραν οι Τούρκοι γιατί ο γιος του είναι κλέφτης στο βουνό, και δεν τον ματάδε κανένας.
ΜΑΡΙΩ : ( την πλησιάζει και την αγκαλιάζει) Φτάνει πια γιαγιάκα μου …φτάνει ο φόβος…ο θάνατος για την πατρίδα δεν είναι θάνατος είναι τιμή να πε θ….
(ακούγονται έντονα χτυπήματα στην πόρτα)
ΜΗΤΕΡΑ : Μα ποιος να ‘ναι ; (πλησιάζει προς την πόρτα ανήσυχη) Ποιος είναι ;
ΚΩΣΤΗΣ : Εγώ είμαι θεια, ο Κωστής…άνοιξε γρήγορα … γρήγορα..
(ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα ο Κωστής αναστατωμένος με κρεμασμένη στον ώμο την πάνινη σάκα του)
ΜΗΤΕΡΑ : Μα τι συμβαίνει παιδάκι ; Τι συμβαίνει ;
ΚΩΣΤΗΣ : (πανικόβλητος) Τούρκοι θεια, Τούρκοι στο χωριό κι έρχονται κατά δω. Γυρνάν όλα τα σπίτια και μαζεύουν κορίτσια για το χαρέμι του πασά. Να κρύψουμε τη Μαριώ … γρήγορα θεια ….
ΓΙΑΓΙΑ : Θεέ μου … Παναγία μου ….
ΜΗΤΕΡΑ : Μάνα, κρύψε τη Μαριώ στο υπόγειο, εσύ Κωστή μου πήδα από το πίσω παράθυρο και τρέχα να ειδοποιήσεις και τις άλλες κυράδες του χωριού.
(ακούγονται δυνατά χτυπήματα στην πόρτα, χτυπήματα από κοντάκι όπλου- στη βιασύνη της η Μαριώ ξεχνάει το κονδύλι της)
Γρήγορα μάνα, πάρε τα παιδιά από δω.
ΤΟΥΡΚΟΣ1 : Ανοίξτε γκιαούρηδες … ανοίξτε…
ΜΗΤΕΡΑ : Τώρα εφέντες μου, τώρα έρχομαι …. (κοιτάζει γύρω της και πάει να ανοίξει)
ΤΟΥΡΚΟΣ2 : Ανοίξτε γκιαούρηδες …(τα χτυπήματα γίνονται πιο έντονα) ανοίξτε γιατί θα σπάσουμε την πόρτα !
(ανοίγει η πόρτα και σπρώχνοντάς την μπαίνουν μέσα)
ΜΗΤΕΡΑ : Περάστε εφέντες μου, καθίστε … καθίστε … θέλετε να σας τρατάρω κάτι ; έχουμε μπρούσκο κρασί και γλυκά σύκα ….
ΤΟΥΡΚΟΣ1 : Δεν είναι καιρός για κεράσματα γκιαούρισσα , μάθαμε ότι έχει όμορφη κόρη και ο πασάς τη θέλει για το χαρέμι του.
ΜΗΤΕΡΑ : Αχ , αφέντη μου, είχα μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά , μα τη ζήλεψε ο χάρος και μου την πήρε, πάει ένας χρόνος τώρα. Είμαι μόνη μου η καψερή.
( ο δεύτερος Τούρκος ψάχνει το σπίτι – βλέπει το κοντύλι- το σηκώνει και πλησιάζει αγριεμένος )
ΤΟΥΡΚΟΣ2: Κι αυτό ποιανού είναι ; μήπως στα γεράματα μαθαίνεις γράμματα ; (την πιάνει από τα μαλλιά ) πες μου που είναι γιατί θα σου πάρουμε τώρα το κεφάλι.
ΜΗΤΕΡΑ : (με δυσκολία και με λυγμούς) Πέθανε σας λέω, πέθανε…είμαι μόνη η έρημη.
ΤΟΥΡΚΟΣ1: Ποιον πας να γελάσεις; Πες μας που την έχεις κρύψει γιατί αυτές θα οι τελευταίες σου στιγμές. (σηκώνει το σπαθί του κι ετοιμάζεται να τη σκοτώσει- εμφανίζεται τότε η Μαριώ)
ΜΑΡΙΩ : Όχι, μάνα μου, εδώ είμαι άπιστοι… αφήστε τη μάνα μου… (μάνα και κόρη αγκαλιάζονται)
ΜΗΤΕΡΑ : Γιατί ψυχή μου… Μαριώ μου (οι Τούρκοι της αποσπούν με τη βία τη Μαριώ)
ΜΑΡΙΩ : Αντίο μάνα μου … κάνε κουράγιο … κάποτε θα ξαναβρεθούμε …
(την πιάνουν και τη βγάζουν έξω- η μάνα καταρρέει σηκώνεται προσπαθεί να ακολουθήσει μα τη σταματάει η γιαγιά )
ΓΙΑΓΙΑ : Που πας καημένη, θέλεις να χαθείς κι εσύ ;
ΜΗΤΕΡΑ : Τι να την κάνω τη ζωή μάνα μου; Τι να την κάνω τη ζωή χωρίς τη Μαριώ μου;
ΓΙΑΓΙΑ : Υπομονή να κάνεις, υπομονή !
(ακούγονται φωνές και ένας πυροβολισμός- πετάγονται όρθιες)
Παναγιά μου , τι γίνεται ;( η μητέρα τρέχει στην πόρτα μα πριν προλάβει να βγει έρχεται ο Κωστής- κρατάει το μαντήλι της Μαριώς βαμμένο στο αίμα)
ΚΩΣΤΗΣ : Θεια – θεια ! (δυσκολεύεται να πει κάτι)
ΜΗΤΕΡΑ : Τι έγινε παιδάκι μου, τι έγινε …. μίλα …(βλέπει το ματωμένο μαντίλι και το αναγνωρίζει- το αρπάζει με αγωνία) η Μαριώ μου … μίλα παιδί μου , τι έγινε ;
ΚΩΣΤΗΣ : (κομπιάζοντας) Καθώς οι Τούρκοι περνούσαν κάτω από το μεγάλο πλάτανο δίψασαν κι έσκυψαν να πιουν νερό. Τότε η Μαριώ το έβαλε στα πόδια. Λίγο ακόμα και θα ‘φτανε στην εκκλησιά. Την είδε ο Τούρκος και την πυροβόλησε ο άτιμος … η σφαίρα την πήρε … έτρεξα δίπλα της…μα ήταν αργά … το μόνο που είπε πως πεθαίνει σαν… Ελληνίδα
( η μητέρα αφήνει τον Κωστή – προχωράει μηχανικά στη μέση της σκηνής)
ΜΗΤΕΡΑ : Στο καλό πουλάκι μου … στο καλό … δε θ’ αργήσω να έρθω κοντά σου.
Β Παρουσιαστής : Οι Έλληνες μην αντέχοντας τη σκλαβιά συχνά επαναστατούσαν
όπως έγινε κι εδώ στη Χαλκιδική, στην Ιερισσό.
Α Παρουσιαστής : Δυστυχώς οι επαναστάσεις αυτές ήταν τοπικές κι ανοργάνωτες κι
έτσι πνίγονταν στο αίμα, όπως έγινε και στην Ιερισσό, όπου οι κά-
τοικοι αφού μπήκαν σε μια γραμμή αποκεφαλίστηκαν όλοι από
τους Τούρκους. Σε ανάμνηση αυτής της συμφοράς οι Ιερισσιώτες
χορεύουν τον Καγκελευτό χορό.
(τα κορίτσια χωρίς τη μαύρη μαντίλα τραγουδάνε και χορεύουν τον καγκελευτό χορό)
ΤΡΑΓΟΥΔΙ 2ο : « Καγκελευτός »
Β Παρουσιαστής : Πολλοί Έλληνες μην αντέχοντας τις αδικίες , τα βάσανα και τη
σκλαβιά άφηναν τα σπίτια τους , ανέβαιναν στα βουνά κι από εκεί
πολεμούσαν τους Τούρκους. Ήταν οι περίφημοι κλέφτες και
αρματολοί.
2ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ « ΚΛΕΦΤΕΣ »
ΚΛΕΦΤΗΣ
(Δύο αγρότες γυρνούν κουρασμένοι από το κτήμα τους. Κουβαλούν στους ώμους από μισό σακί σιτάρι και στο χέρι έχουν ένα δρεπάνι. Κουρασμένοι κάθονται να ξαποστάσουν πάνω στα σακιά και να πιουν λίγο νερό. Συζητούν για τη σοδειά τους.)
Παναγής : Πώς πήγε η σοδειά εφέτος βρε Γιώργη ;
Γιώργης : Πώς να πάει, κύλησε όλη η χρονιά χωρίς βροχές. Λίγα πράγματα, ίσα
ίσα να ζήσει η φαμίλια μου το χειμώνα.
Παναγής : Κι εγώ τα ίδια. Αλλά εφέτος θα δυσκολευτούμε, έχω ένα στόμα ακόμη
να θρέψω. Η γυναίκα μου γέννησε πριν από λίγες μέρες ένα γιο.
Γιώργης : Να σου ζήσει, να σου ζήσει. Ένας ακόμη Έλληνας.
Παναγής : Ένας ακόμη σκλάβος Έλληνας θέλεις να πεις.(το έχει πει δυνατά και με
αγανάκτηση)
Γιώργης : (τρομαγμένος) Πιο σιγά βρε Παναγή, πιο σιγά. Ξέχασες ότι τριγυρνάει
στα μέρη μας ο Μεχμέτ Αλής. (κοιτάζει γύρω του φοβισμένος )Πέντε Έλληνες έκλεισε χτες στα μπουντρούμια της Καλαμάτας. Ξέρεις ότι
όποιος μπει εκεί ….. τον τρώει το μαύρο το σκοτάδι. (συνωμοτικά)
Ψάχνει να βρει τον καπετάν Νικήτα.
Παναγής : Μα βρε Γιώργη, σκοτάδι έχουμε κι εδώ, σκοτάδι δεν είναι να φοβάσαι
να μιλήσεις, να μη μπορείς να πας στην εκκλησία, να μαθαίνουν τα
παιδιά σου γράμματα κρυφά τη νύχτα στο μοναστήρι, να μη μπορείς
να βρεις το δίκιο σου ;
Γιώργης : (κοιτάζοντας γύρω του ανήσυχα) Πιο σιγά βρε Παναγή, πιο σιγά. Θέλεις
να μας κάψεις. Τρελάθηκες; Πάψε σου λέω …. Στις μέρες μας και οι
τοίχοι έχουν αυτιά.
Παναγής : (ακόμα πιο έντονα ) Δεν αντέχω άλλο βρε Γιώργη, ο πατέρας μου γεννή-
θηκε σκλάβος, εγώ σκλάβος, μα πίστευα ότι ο γιος μου θα γεννιόταν
ελεύθερος. Μα κι αυτός σκλάβος γεννήθηκε. Που θα πάει αυτό ;
(ακούγεται ποδοβολητό αλόγων- πυροβολισμοί- φωνές)
Γιώργης : Σώπασε …. (αφουγκράζεται) ακούγονται πολύ κοντά καβαλάρηδες ! Έλα
κάθισε …. και τσιμουδιά…. σκέψου την οικογένειά σου ! Έφτασαν …..
(κοιτάει έξω φοβισμένος και γυρνάει στο σακί ) Πρόσεχε σε παρακαλώ
τι θα πεις …. Μη μας πάρεις στο λαιμό σου ….
(Μπαίνουν τρεις Τούρκοι – δύο στρατιώτες και ένας αξιωματικός- ο
Γιώργης σκύβει υποτακτικά ενώ ο Παναγής κάθεται σκυμμένος στο σακί-
Ο αξιωματικός του κοιτάει περίεργα – το βλέμμα του σταματάει στον
Παναγή – τον πλησιάζει με αργά βήματα)
Μεχμέτ : Τι κάνετε εδώ βρε γκιαούρηδες ; ( ο Παναγής σηκώνεται) Τι είναι αυτά
που κουβαλάτε ;
Γιώργης : Από το χωράφι ερχόμαστε εφέντη μου. Μαζέψαμε ότι σιτάρι έμεινε
από την ξηρασία, να θρέψουμε τις φαμίλιες μας.
Μεχμέτ : Μήπως είδατε κανέναν γκιαούρη με όπλο να περνάει από εδώ-κυνηγάμε
εδώ και μέρες αυτό το σκύλο τον καπετάν- Νικήτα. Τον τουφεκίσαμε πιο
κάτω, τον πληγώσαμε αλλά μας ξέφυγε. Κάπου εδώ πρέπει να είναι
κρυμμένος.
Γιώργης : Όχι, εφέντη μου. Εμείς είμαστε ήσυχοι άνθρωποι, τη δουλειά μας κοιτάμε
μόνο. Δεν είδαμε κανένα.. καθίσαμε λίγο εδώ να ξαποστάσουμε…
Μεχμέτ : (απευθύνεται στον Παναγή ) Εσύ γκιαούρη δε μιλάς ε; σαν κάτι να μου
κρύβεις ! Λέγε …. Τι ξέρεις ….τον είδες ;
Γιώργης : Όχι πασά μου σου λέω δεν είδαμε τίποτε…Μίλα Παναγή…
Μεχμέτ : (Σπρώχνει τον Γιώργη και πιάνει από το λαιμό τον Παναγή και τον ταρα-
κουνάει ) Μίλα Γκιαούρη…τι μου κρύβεις … μίλα αν θέλεις να ζήσεις !
(τον σπρώχνει και τον πετάει κοντά στο σακί, δίπλα στο δρεπάνι – ο
Παναγής μένει εκεί πεσμένος – με το ένα χέρι του έχει πιάσει το δρεπάνι )
Μίλα Γκιαούρη … λέγε …. λέγε τι ξέρεις … (στους στρατιώτες ) πάρτε
το σιτάρι … να πεθάνουν τα παιδιά του από την πείνα ….. να μάθει ….
να μάθει πoιος είναι αφέντης και ποιος σκλάβος.
(οι στρατιώτες πλησιάζουν)
Τ/ρκος 1 : Δώστον σε μένα εφέντη μ’ και θα σου τον κάνω να μαρτυρήσει. ( ο αξιωματικός κάνει νόημα να τους πιάσουν)
Τ/ρκος1 : (πιάνει τον Παναγή από το στήθος και του δίνει δύο χτυπήματα) Λέγε γκιαούρη, μίλα, μίλα γιατί δε θα ξαναδείς το φως της ημέρας. Θα σε φάει το μαύρο το σκοτάδι.
Παναγής : Μα εφέντη μου ….
( ο ένα Τούρκος τον σπρώχνει στον άλλο)
Τ/ρκος 2 : Μίλα καταραμένε, μίλα …
( ο Παναγής πετάγεται με το δρεπάνι και χτυπάει στο στήθος τον ένα
στρατιώτη- πάει για τον άλλο )
Παναγής : Άτιμοι Τούρκοι….φτάνει πια ….
( ο Μεχμέτ έχει τραβήξει το πιστόλι του και τον πυροβολεί – τον πληγώ-
νει στο χέρι- ο Παναγής γονατίζει και πιάνει το χέρι του – το δρεπάνι
πέφτει κάτω – ο Γιώργης έχει τραβηχτεί πίσω)
Μεχμέτ : (έχει τραβήξει τη χατζάρα του – απευθύνεται στον Γιώργη) Και τώρα
η σειρά σου!
(ακούγεται ένας πυροβολισμός και πέφτει ο δεύτερος στρατιώτης-
μπαίνει μέσα ο Καπετάν-Νικητάς κρατώντας το σπαθί του)
Νικήτας : Με έψαχνες Μεχμέτ …. Νάμαι λοιπόν μπροστά σου …. Φυλάξου..
(επιτίθεται και μετά από λίγο σκοτώνει τον Τούρκο- πλησιάζει τον
Παναγή και τον σηκώνει)Καθώς ήμουν κρυμμένος πίσω από αυτό το
βράχο είδα και άκουσα όσα έγιναν. Παναγή είσαι παλικάρι, αλλά μετά
από αυτό που έκανες δεν μπορείς να γυρίσεις στο χωριό σου. Οι Τούρκοι
θα σε κυνηγήσουν και θα σκοτώσουν. Καλύτερα να έρθεις μαζί μου στο
βουνό… να γίνεις κλέφτης, ελεύθερος σαν κι εμάς.
Παναγής : (σκεφτικός) Ναι … μα η οικογένειά μου ; Ο γιος μου ;
Νικήτας : Μην ανησυχείς, θα δώσω διαταγή να τους προσέχουν οι άνθρωποί μου
στο χωριό…έλα λοιπόν γρήγορα … γιατί όπου νάναι θα φανούν και
άλλοι Τούρκοι.
Παναγής : Έρχομαι Καπετάν- Νικήτα. Γιώργη να προσέχεις και την οικογένειά μου
και να πεις στη γυναίκα μου να μου μεγαλώσει το γιο μου σαν ελεύθερο
Έλληνα γιατί από τώρα κι ύστερα ο πατέρας παύει να είναι σκλάβος . Κι
όταν μεγαλώσει να έρθει να με βρει, γιατί αισθάνομαι ότι πλησιάζει ο
καιρός που η πατρίδα μας θα σπάσει τα δεσμά της. (Φεύγουν)
Γιώργης : Στο καλό ….
Α Παρουσιαστής : Στα 400 χρόνια της σκλαβιάς έγιναν πολλά επαναστατικά κινήματα,
όλα όμως απέτυχαν. Έτσι οι Έλληνες κατάλαβαν ότι έπρεπε να
οργανωθούν.
Β Παρουσιαστής : Έτσι το 1814 ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία.
3ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ « Ο ΟΡΚΟΣ »
Ο ΟΡΚΟΣ
(Ξύλινοι κορμοί βαλμένοι ημικυκλικά θα χρησιμεύσουν σαν καθίσματα – οι γυναίκες κρατούν καλάθια μέσα στα οποίο θα αποσπυρίσουν καλαμπόκι – η μία έχει μαζί της και το μικρό παιδί της- μπαίνει πρώτη η Αργυρώ με το παιδί της )
ΑΡΓΥΡΩ : Μα που είναι οι άλλες, είχαμε συνεννοηθεί με το βασίλεμα του ήλιου να βρεθούμε στης Βασίλως, έχει πολύ καλαμπόκι εφέτος, αρρώστησε κι ο άντρας της και τον έχει στο κρεβάτι και είπαμε όλες να βοηθήσουμε. Κοίταξε παιδάκι μου, για βάλε μια φωνή….
ΠΑΙΔΙ : Θεια -Βασίλω … Θεια -Βασίλω….
ΒΑΣΙΛΩ : (Από πίσω) Εδώ είμαι, μια στιγμή κι έφτασα, να φτιάξω ένα τσάι στο νοικοκύρη μου ….. βολευτείτε ελόγου σας …. Ήρθαν οι άλλες οι γυναίκες ; (μπαίνει αναψοκοκκινισμένη – με τα μανίκια σηκωμένα και τη μαντίλα πεσμένη στους ώμους).Α… εσύ είσαι Αργυρώ μου …
ΑΡΓΥΡΩ : Όπου νάναι θα φανούν και οι άλλες ….πώς τα πάει ο Κωνσταντής ; Του πέρασε ο πυρετός ;
ΒΑΣΙΛΩ : Καλύτερα …καλύτερα είναι … τούδωσε ένα μαντζούνι η γριά η Μαγδάλω και αναστήθηκε ο καημένος…. Του κάνει και βεντούζες δυο φορές την εβδομάδα. Φοβήθηκα ότι θα τον έχανα …αλλά είναι γερός ο κύρης μου. Μα ποιο είναι αυτό το λουλούδι…έλα δω πουλάκι μου να σε ιδώ… (την πλησιάζει η Αννούλα)
ΑΡΓΥΡΩ : Η κόρη μου είναι η Αννούλα, η μόνη μου παρηγοριά μετά που μου πήρανε το Δημήτρη μου οι άτιμοι οι Τούρκοι, οκτώ χρονών ήτανε δεν ήτανε…πού νάναι άραγε τώρα το παλικάρι μου ….
ΒΑΣΙΛΩ : Πάνε τώρα δέκα χρόνια και ακόμα πονάς έρημη Αργυρώ…Μα να ακούγονται και οι άλλες…(μπαίνουν τρεις γυναίκες) καλώς τες … κοπιάστε…
ΔΕΣΠΟΙΝΑ : Αργήσαμε λίγο γιατί έχουμε άσχημα μαντάτα , ο Βελής του Τρικόρφου, μαζί με δυο τζοχατζαραίους φάνηκε να ανεβαίνει κατά το χωριό μας. Οι άντρες του χωριού είναι ανάστατοι…από κάτι μισόλογα που έπιασε το αυτί μου, κάποιος σπουδαίος κρύβεται στο χωριό μας…
ΜΑΡΙΩ : Κι εγώ παραξενεύτηκα με τα σούρτα-φέρτα των αντρών … μα πούναι το καλαμπόκι Βασίλω, εμπρός ας αρχίσουμε τη δουλειά, δεν έχουμε όλη τη νύχτα δικιά μας.
( Η Βασίλω φέρνει το καλαμπόκι και το βάζει στα καλάθια – οι γυναίκες καθισμένες ξεσπυρίζουν το καλαμπόκι και το ρίχνουν σε ένα μεγάλο ταψί που έχουν μπροστά τους – η πρώτη ξεκινάει ένα «μοιρολόγι» και ακολουθούν οι υπόλοιπες – η μικρούλα αποκοιμιέται σε μια γωνιά – η μητέρα της σηκώνεται και τη σκεπάζει με το σάλι της).
ΒΑΣΙΛΩ : (σηκώνεται – κρυφοκοιτάζει προς το δωμάτιο όπου είναι ο άρρωστος και λέει συνωμοτικά) Ακούστε γυναίκες, κι εγώ παραξενεύτηκα με τον Κωνσταντή μου αυτές τις μέρες. Δεν κοίταζε να γιάνει, μον’ γκρίνιαζε που αρρώστησε αυτό τον καιρό…λες και η αρρώστια πάει με το μήνα…
Πέρασε και τον είδε και ο Λάμπρος ,της Στάθαινας ο γιος, και όλο κάτι έλεγαν, για κάποιον παπά που θα έρθει στα μέρη μας.
(Εμφανίζεται ο Κωνσταντής, με σκούφο και κασκόλ)
ΒΑΣΙΛΩ : Μα τι κάνεις Χριστιανέ μου, τρελάθηκες, γιατί σηκώθηκες ;
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Ακούστε γυναίκες, τελειώστε τη δουλειά σας κι άντε σπίτια σας, θέλω λιγάκι να ησυχάσω. (απευθύνεται στη μικρή) Άντε πουλάκι μου στο σπίτι σου να γύρεις στο κρεβάτι σου…
ΒΑΣΙΛΩ : Μα Κωνσταντή μου …
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Άντε γυναίκα, γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου…
(Οι γυναίκες σηκώνονται και φεύγουν)
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Άκου, γυναίκα, (βήχει) περιμένω κάποιον από την πολιτεία σήμερα, ετοίμασε το γιατάκι των ξένων, σφάξε κι εκείνον τον κόκορα και βάλ’ τον στο τσουκάλι. Να δυναμώσει ο άνθρωπος, έρχεται από μακριά, και θάναι κουρασμένος.
ΒΑΣΙΛΩ : Μα άντρα μου ….
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Κάνε όπως σου λέω, και προσεχε… τσιμουδιά στις γειτόνισσες!
(Φεύγει )
Άμα τελειώσεις κάνε μου κι ένα φασκόμηλο … αυτός ο καταραμένος ο βήχας δε λέει να μου φύγει … διάλεξε βλέπεις και την εποχή …τώρα που …
(Βηματίζει ανήσυχος, κοιτάζει από το παράθυρο, μονολογεί)
Μα γιατί αργούν ; Με το σούρουπο έπρεπε να είναι εδώ!
(Βηματίζει- Ακούγονται συνθηματικά χτυπήματα στην πόρτα- πετάγεται γρήγορα να ανοίξει- μπαίνει μέσα ο Παπαφλέσσας μ’ έναν χωριανό)
ΧΩΡΙΑΝΟΣ : Κλείσε γρήγορα. Άσχημα τα πράγματα. Έμαθαν οι Τούρκοι ότι τριγυρνάει στα μέρη μας ο Παπάς και αλωνίζουν τον τόπο για να τον βρουν! Με χίλιες δυσκολίες φτάσαμε στο σπίτι σου.
(Ο Κωνσταντής φιλάει το χέρι του Παπαφλέσσα)
ΠΑΠΑΣ : Άκου Κωνσταντή, αν με βρουν εδώ κινδυνεύει όλη σου η οικογένεια, καλύτερα να φύγω.
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Παπά μου, χρόνια τώρα περιμένω νέα για το ξεσηκωμό κι εσύ τώρα μου λες ότι κινδυνεύω, μήπως και κάθε μέρα δεν κινδυνεύω ή είναι ζωή αυτή με τους Τούρκους στο κεφάλι μας. Έλα παπά μου, κάτσε και λέγε, τι νέα φέρνεις ;
ΠΑΠΑΣ : Μια στιγμή παιδί μου… τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά τώρα (διστάζει) αν μάθουν το παραμικρό οι Τούρκοι θα πάρουμε πολλούς ανθρώπους στο λαιμό μας.
ΧΩΡΙΑΝΟΣ : Παπά μου, ο Κωνσταντής είναι άξιο παλικάρι και πρέπει να τον εμπιστευτείς, πρέπει να μάθει …
ΠΑΠΑΣ : Από τα λόγια του κι εγώ αυτό κατάλαβα. Άκου παλικάρι μου, σε όλη την Ελλάδα γυρνάνε άνθρωποι μας και ετοιμάζουν τον ξεσηκωμό… μα … (Διστάζει)
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Λέγε Παπά μου, ξεροστάλιασα …
ΠΑΠΑΣ : Για να μάθεις περισσότερα παιδί μου πρέπει να δώσεις τον όρκο. Μα μόνο αν είσαι βέβαιος ότι αξίζει η πατρίδα πιο πολύ από τη ζωή σου.
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Τι να την κάνω τη ζωή μου αν είμαι σκλάβος, αν το παιδί μου και το παιδί του παιδιού μου γεννηθούν σκλάβοι ; Έλα παπά μου, είμαι έτοιμος από χρόνια γι’ αυτή τη στιγμή.
ΠΑΠΑΣ : ( βγάζει από την τσέπη του μια μικρή Βίβλο – τη φιλάει αυτός και ο χωριανός – κάνει νόημα στον Κωνσταντή να γονατίσει – ο Κωνσταντής βάζει το χέρι του πάνω στη Βίβλο- ο χωριανός ανάβει ένα κερί- ο Κωνσταντής επαναλαμβάνει τον όρκο μετά τον παπά )
Πατρίδα μου, ενώπιον του αληθινού θεού ορκίζομαι ότι θα αφιερωθώ ολόψυχα σε σένα, ότι θα μείνω πιστός στην Εταιρεία για πάντα και δεν θα φανερώσω ποτέ τα μυστικά της. Θα πολεμήσω του Τούρκους όπου κι αν του βρω. Κι αν παραβώ τον όρκο μου και δεν εκπληρώσω το χρέος μου στην πατρίδα, η τιμωρία μου ας είναι ο θάνατος.
Σήκω παιδί μου! (ο παπάς και ο χωρικός τον φυλάνε σταυρωτά) . Τώρα πια ανήκεις στην εταιρεία και να είσαι έτοιμος , πλησιάζει η ώρα που θα σε χρειαστεί η πατρίδα.
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Μα πώς παπά μου ;
ΠΑΠΑΣ : Άκου παιδί μου, στη Μάνη ήρθε ο Κολοκοτρώνης κι άλλοι πολλοί κλέφτες. Σε λίγο καιρό θα χτυπήσουν του Τούρκους στη Καλαμάτα και θα χρειαστούν
παλικάρια. Να ‘σαι έτοιμος. Όταν δεις στην πόρτα σου δύο πέτρες σε σχήμα σταυρού να κατέβεις στη Μάνη. Η πατρίδα , θα σε χρειάζεται παλικάρι μου !
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Θα ‘μαι εκεί παπά μου. Κι αλίμονο στους Τούρκους που θα βρεθούν μπροστά μου .
ΧΩΡΙΑΝΟΣ : Πρέπει να φύγουμε παπά μου. Έχουμε να δούμε κι άλλους δύο στο χωριό μας. Γεια σου Κωνσταντή!
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Μα παπά μου , μείνε λίγο να ξαποστάσεις, να φας κάτι…
ΠΑΠΑΣ : Δεν έχουμε καιρό , γεια σου λεβέντη(τον χτυπάει στον ώμο) βλέποντας παλικάρια σαν εσένα ξέρω πως δεν θα αργήσει η μέρα της λευτεριάς. Καλή αντάμωση παιδί μου.
(ο Κωνσταντής του φυλάει το χέρι – ο παπάς τον σηκώνει και τον φιλάει σταυρωτά – φεύγουν – μένει μόνος στρέφεται προς τον ουρανό)
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Παναγιά μου, ήρθε λοιπόν η ώρα, δώσε μου τη δύναμη να φανώ άξιος Έλληνας.
(Μπαίνει η γυναίκα του)
ΒΑΣΙΛΩ : Άκουσα φωνές, ποιος ήταν, ήρθε ο ξένος ;
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Ήρθε γυναίκα ήρθε, μα μαζί έρχεται και η ελευθεριά . Μα εσύ ούτε είδες , ούτε ξέρεις τίποτε. Πάμε γυναίκα να φάμε τον κόκορα. ( την παίρνει και φεύγουν). Σήμερα ήταν μια σπουδαία μέρα….
Β Παρουσιαστής : Το 1821 ήταν πλέον έτοιμοι να διώξουν τους Τούρκους.
Ορκίστηκαν στην Αγία Λαύρα , μπροστά στο Θεό ή να ελευθερω-
θούν ή να πεθάνουν « Ελευθερία ή Θάνατος» !
4ο ΘΕΑΤΡΙΚΟ « ΚΑΡΑΟΥΛΙ »
ΚΑΡΑΟΥΛΙ
(ΚΛΕΦΤΕΣ)
(Μια παρέα κλεφτών είναι καθισμένη γύρω από τη φωτιά- σιγοβράζει μια χύτρα που είναι κρεμασμένη από τρία ξύλα σε σχήμα τρίποδου, κάποιοι καθαρίζουν τα όπλα τους , άλλοι ακονίζουν τα σπαθιά τους και ένας φυλάει καρούλι -σε μια άκρη είναι καθισμένος ένα τραυματισμένος με δεμένο το κεφάλι του με επίδεσμο και μπανταρισμένο το πόδι του)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : (Σηκώνει το φλασκί με το κρασί που πίνει) Στην υγειά σας παλικάρια μου! (απευθύνεται στον τραυματία) Στην υγειά σου λεβέντη μου, καιρό θα κάνουν οι Τούρκοι να μας ξεχάσουν μετά το χτεσινό χτύπημα ! Στην υγειά σας, καλή λευτεριά!
ΠΡ/ΠΑΛΙΚΑΡΟ : (σηκώνοντας το τουφέκι του)Στην υγειά σου καπετάνιε, από το στόμα σου και στου θεού το αυτί.
ΟΛΟΙ : (σηκώνοντας τα όπλα και τα σπαθιά) Στην υγειά σου καπετάνιε!
ΔΗΜΟΣ : Παραλίγο να με φάνε οι άπιστοι καπετάνιε.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Η σφαίρα σε πήρε ξώφαλτσα, σε λίγο καιρό θα είσαι μαζί μας στα γιουρούσια. Είσαι γερό σκαρί, μοιάζεις του παππού σου του γερο-Δήμου, που
άκουγαν το όνομά του οι Τούρκοι και αμπάρωναν τις πόρτες τους. Με παλικάρια σαν εσένα δε θα αργήσει να έρθει η λευτεριά.
ΚΛΕΦΤΗΣ 1ος : Αργεί αυτή η ώρα καπετάνιο ; Τέσσερα χρόνια είμαι πάνω στο βουνό, άφησα γονείς και βιος, κοιμάμαι σε σπηλιές και λαγκάδια αγκαλιά με το τουφέκι μου, πόσο ακόμα;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Μη κιοτεύεις τώρα παλικάρι μου. Ξέρω ότι έχεις να κοιμηθείς σε στρώμα και να φας σπιτικό φαγητό πολύ καιρό, όμως η πατρίδα θέλει θυσίες. Και ο καιρός που θα ελευθερωθεί πλησιάζει. Χθες είχα
μαντάτα από το δεσπότη της Πάτρας πώς κάτι μεγάλο ετοιμάζεται και να είμαστε έτοιμοι να προστρέξουμε.
Μα ¨κάθε πράγμα στον καιρό του¨, πιάσε μωρέ Δήμο ένα σκοπό λεβέντικο να σηκωθεί λίγο η ψυχή μας. (ξεκινάει το τραγούδι ¨παιδιά της Σαμαρίνας¨) Άντε λεβέντες μου, σηκωθείτε να ρίξουμε μια γυροβολιά. (βγάζει ένα μαντίλι και ξεκινάει το χορό και μαζί του όλοι οι κλέφτες).
ΤΡΑΓΟΥΔΙ 3ο : «Παιδιά της Σαμαρίνας »
ΠΡ/ΠΑΛΙΚΑΡΟ : Στην υγειά σου καπετάνιο !
(μόλις τελειώσει ο χορός ακούγεται σφύριγμα κλέφτικο από το καραούλι)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ :Τι είναι μωρέ Οδυσσέα ;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : Καπετάνιο, κάτω στο μονοπάτι φάνηκε άνθρωπος, ανεβαίνει με βια τον ανήφορο.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Τι είναι μωρέ, Έλληνας ή Τούρκος ;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : Έλληνας μου φαίνεται, φέσι έχει στο κεφάλι, όχι σαρίκι. (απευθύνεται στον τσολιά που πλησιάζει) Στάκα στο τόπο ορέ. Πούθε πηγαίνεις ;
(Είναι λαχανιασμένος, έτοιμος να σωριαστεί, μιλάει με δυσκολία, σταματάει για να πάρει ανάσες)
ΠΑΝΑΓΗΣ : Τον καπετάν-Νικήτα ψάχνω, έχω μαντάτα για δαύτον.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : Τι τον θέλεις ορέ, μήπως είσαι βαλτός από τους Τούρκους;
ΠΑΝΑΓΗΣ : Όχι, αδελφέ μου, Έλληνας είμαι, μα πρέπει να τον δω γρήγορα, είναι μεγάλη ανάγκη.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Τι είναι ορέ Οδυσσέα ;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : Εσένα θέλει καπετάνιο, σου φέρνει μαντάτα λέει.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Στείλτον τότε, τι περιμένεις ; (ο Παναγής πλησιάζει με δυσκολία, ο καπετάνιος απευθύνεται σε έναν από τους κλέφτες)
Αυτός είναι έτοιμος να σωριαστεί μωρέ, δώστε του λίγο νερό να στυλώσει. Πιες παλικάρι μου και ύστερα μου λες τα μαντάτα. (Πίνει νερό βιαστικά, λίγο χύνεται πάνω του)
ΠΑΝΑΓΗΣ : Καπετάνιο… με έστειλε ο παπα-Φώτης να σου πω πως έγινε προδοσιά… και οι Τούρκοι έμαθαν που είναι το λημέρι σου. Κίνησαν την αυγή… όπου νάναι θα φανούν από δω. Εγώ έκοψα δρόμο μέσα από του Φαράγγι του Αϊ-Λιά και βγήκα μπροστά τους. Τους είδα από μακριά… είναι πολλοί καπετάνιο.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Τι λες ορέ.
(ακούγεται το καρούλι που έχει τους Τούρκους ν’ ανεβαίνουν)
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : Καπετάνιοοοο , ένα λεφούσι από σαρίκια ανεβαίνει κατά δω.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Στ’ άρματα λεβέντες μου. (όλοι οι κλεφτες σηκώνονται με τ’ άρματά τους και κυκλώνουν τον καπετάνιο- μόνο ο τραυματίας μένει στη θέση του)
ΠΑΝΑΓΗΣ : Δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί τους καπετάνιο, είναι ολόκληρο λεφούσι. Άλλωστε ο παπα-Φώτης σε περιμένει στην Κάτω Ρεματιά για να κινήσετε για την Αγία Λαύρα, οπού σας θέλει ο Δεσπότης.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : (έχει έρθει τρέχοντας) Καπετάνιο, να πάρουμε θέσεις στα μετερίζια, οι μεμέτηδες είναι κάτω στο διάσελο. Τώρα είναι ευκαιρία να τους ρίξουμε.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Όχι Οδυσσέα, δεν είναι η ώρα. Φορτώσου τον λαβωμένο και σεις παλικάρια μου τα όπλα σας. Φεύγουμε.
ΔΗΜΟΣ : Όχι καπετάνιο, εγώ θα μείνω! (ανοίγουν δεξιά κι αριστερά ο τραυματισμένος πλησιάζει σέρνοντας το πόδι του- στέκεται απέναντι από τον καπετάνιο – ο καπετάνιος πάει να αντιδράσει μα ο λαβωμένος συνεχίζει) Με μένα εμπόδιο θα σας φτάσουν οι Τούρκοι. Δώστε μου ένα όπλο κι αρκετά φουσέκια κι αφήστε με εδώ. Θα τους καθυστερήσω και δεν θα σας προλάβουν. Θα πάρω όσους μπορώ μαζί μου…. Μον’ πέστε της μάνας μου ότι πέθανα για την πατρίδα …όπως και ο πατέρας μου …
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : (έχει καταλάβει ότι δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά). Πάρε το δικό μου τουφέκι λεβέντη μου.(πάει να φύγει μα γυρνάει και τον
αγκαλιάζει- σκουπίζει ένα δάκρυ από τα μάτια του- με βραχνή φωνή ) Εμπρός παλικάρια …. (φεύγοντας τον αποχαιρετούν όλοι οι κλέφτες)
ΔΗΜΟΣ : (ταμπουρώνεται πίσω από ένα βράχο στην άκρη της σκηνής) Θεέ μου, βοήθησέ με να μη δειλιάσω! (στηρίζει το όπλο του και περιμένει)
(εμφανίζεται ο πρώτος Τούρκος στην άκρη της σκηνής-ακούγεται πυροβολισμός και πέφτει- ορμούν οι Τούρκοι-βγάζει ο κλέφτης το πιστόλι του και πυροβολεί- πέφτει κι άλλος βγάζει το σπαθί του και πάει να σηκωθεί- ένας τρίτος τον πυροβολεί και τον
τραυματίζει θανάσιμα- γέρνει πάνω στο βράχο- μπαίνει ο αρχηγός των Τούρκων- κοιτάζει γύρω του και πλησιάζει το νεκρό- στέκεται από πάνω του – σκύβει και σηκώνει το σπαθί του νεκρού- με το σπαθί
κατεβασμένο απομακρύνεται σκεπτικός – τον πλησιάζει ένας στρατιώτης)
ΤΟΥΡΚΟΣ 1 : Τι είναι εφέντη μ’ ;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Τι νάναι βρε Βελή. Βλέπεις το παλικάρι ; έμεινε για να γλιτώσουν οι άλλοι. Και πώς να πολεμήσεις κάποιον που δε φοβάται το θάνατο. Πώς να κρατήσεις σκλαβωμένο ένα λαό που δε φοβάται να πεθάνει για την πατρίδα του.
ΤΟΥΡΚΟΣ 1 : Τι ‘ ναι αυτά που λες εφέντη μου ; δεν καταλαβαίνω ;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Πάρτε το παλικάρι και αφού το πλύνετε να το παραδώσετε στους γονείς του να το θάψουν. Δεν κάνει μα τον Αλλάχ τέτοιο λεβέντη να τον φάνε τα σκυλιά ! Πάμε !
Β Παρουσιαστής : Ο αγώνας δεν ήταν εύκολος. Σκοτώθηκαν χιλιάδες Έλληνες. Όλος ο
κόσμος θαύμασε την παλικαριά και την αυτοθυσία των Ελλήνων.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ 4ο : « Άκρα του τάφου σιωπή »
Α Παρουσιαστής : Η επανάσταση άρχισε τέλη Ιανουαρίου του 1821 όμως την γιορτά
ζουμε σήμερα, στις 25 Μαρτίου γιατί θέλουμε να τιμήσουμε την
πίστη μας, γιατί αυτή κράτησε ζωντανό τον Ελληνισμό τα μαύρα
αυτά χρόνια. Η Παναγιά ήταν το αποκούμπι τους αυτά τα δύσκολα χρόνια. Ας ψάλουμε στην Παναγία Θεοτόκο που τον Ευαγγελισμό
της γιορτάζουμε σήμερα.
ΨΑΛΜΟΣ 1ος : « ΥΜΝΟΣ »
«ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ»
34 Σχόλια
Comments feed for this article
22 Μαρτίου, 2007 στις 8:07 μμ
Ασμοδαίος
Εξαιρετικό ανάγνωσμα. Συνίσταται για παιδάκια κάθε ηλικίας. Πέρα από κάποια -σκοπίμως παραβλεφθέντα(;)- λάθη που σπιλώνουν το κύρος του καλυβοκύρη (αναφέρουμε ενδεικτικά το τέλος* [‘Η επανάσταση άρχισε τέλη Ιανουαρίου του 1821 (…)’] ή το ότι οι Κλέφτες και οι Αρματολοί γράφονται με μικρό ‘κ’ και ‘α’ [!!!]) εγκρίνεται ως αρκούντως πατριωτικό για την επικείμενη γιορτή της καλύβας.
Ας αναφωνήσουμε τώρα όλοι μαζί ‘ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ!’
*Δεν είναι όλα τα ευρώ;
22 Μαρτίου, 2007 στις 8:18 μμ
Εωσφόρος
Τί λεει ο τραγουδι;»Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα »;
22 Μαρτίου, 2007 στις 8:38 μμ
Alcibiades (!??)
Τιιιι; Σεναριο ειναι αυτο; Eγω το βρισκω υποτονικο και ηπιο…Η πχ. Μαριω θα μπορουσε να εξουδετερωσει τους τουρκους που ειναι φυλετικως κατωτεροι και μαλθακοι με μερικα καιρια χτυπηματα στα χαμηλα, να εφαρμοσει την τρομερη λαβη της τιμημενης προγονου της Ζηνας, (αυτη που μπλοκαρει την αναπνοη-μορφωθειτε), να ξεφυγει με τριπλο αξελ και συνεπακολουθως να τεθει σε χαμηλη πτηση πανω απο τις κορυφες των δεντρων-πραγματα απλα, φυσιολογικα, αλλα που θα ανεβαζαν περισσοτερο το εθνικο φρονημα…Εχω κι αλλες βελτιωσεις για το σεναριο να συνεχισω;…
…Μετα ο Νικηταρας, (προγονος μου), αναλαμβανει την εκπαιδευση του νεου κλεφτη Παναγη στις πολεμικες τεχνες…
22 Μαρτίου, 2007 στις 8:52 μμ
noname
Tο ξαναβάζω γιατί με προκαλέσατε:
Ο Λιάκος ανέβηκε ξαφνικά στο πρώτο πάτωμα του παλατιού του Αλή Πασά, κρατώντας σφιχτά το γιαταγάνι του. Ο Μάρκος (Μπότσαρης) του’ χε δώσει εκεί ραντεβού για να φονεύσουν τον Αλή αλλά καθυστερούσε. Άνοιξε την πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά του και μπήκε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Μια γλυκιά γυναικεία φωνή είπε στα Γαλλικά «Μάρκος, εσείς είστε;» «Ουγί» απάντησε ο Λιάκος με χαμηλή φωνή και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Προχώρησε σκουντουφλώντας προς το κρεβάτι και ψαχουλεύοντας κατάλαβε ότι η γυναίκα ήταν γυμνή. Χωρίς καθυστέρηση εκάρφωσεν το μόριόν πιο φονικόν και από το γιαταγάνι του, ενώ τα τρυφερά χέρια της άρχισαν να παίζουν με τις μικρές μπαλίτσες που χρησιμεύουν για μάρτυρες της ερωτικής πράξης. Το χέρι της άγνωστης πασπάτεψε προσεκτικά τα καρύδια του Λιάκου> Ξάφνου έβγαλε μια φωνή και μ΄ ένα αναπήδημα του πισινού ξεπόρτισε τον νοικάρη της. «Μ’ εξαπατήσατε κύριε» φώναξε. «Ο εραστής μου τα έχει τρία». Από της δίκαιας αγανάκτησης φωνές της επλάκωσεν η φρουρά και έτσι απέτυχε η απόπειρα δολοφονίας του Αλή Πασά και καταστράφηκε το Σούλι.
(Ελεύθερη απόδοση προς το σεμνότερον και εθνικότερον του ιστορικού μυθιστορήματος του Απολιναίρ «11.000 βέργες ή οι έρωτες ενός οσποντάρ»
22 Μαρτίου, 2007 στις 9:08 μμ
μαθητριούλα
Από το βιβλίο μου της ΣΤ’ Δημοτικού
Σαν το μαύρο γιαταγάνι
Που ζηλεύει το σπαθί
Έτσι ο σκύλος του τσομπάνη
Λύκος θέλει να γενεί
Πάνω σε βουνά, ραχούλες
Δίχως άργητα να τρέξει
Και στους κάμπους να φωνάξει
Της ελευθεριάς τη λέξη
Ανελέητος να κτυπάει (ή άλλο ρήμα σε άει)
Νεαρές βεζυροπούλες
Κι άμα λάχει να φονεύει
Και πεντ’ έξι κατσικούλες
Αχ τι δίψα, αχ τι πόθος
Αχ τι αίσθημα μεγάλο
Πώς να κόψει το λουρί του
Που δεν το αντέχει άλλο
Έτσι και εσείς παιδάκια
Της ελευθεριάς τη λέξη
Σαν ακούτε να χυμάτε
Και να γίνεστε λυκάκια
22 Μαρτίου, 2007 στις 10:40 μμ
Μικρασιάτης
Ένα ακόμη σεντόνι πολυλογίας
22 Μαρτίου, 2007 στις 10:42 μμ
Μικρασιάτης
Μια και δεν πέρασε το παρακάτω στου θείου Ισίδωρου (λογοκρισία του θείου;) το προσθέτω εδώ, είναι σχετικό με το θέμα της 25ης Μαρτίου.
«Οι Πατριάρχες Θεόληπτος και Ιερεμίας Α΄ έκαναν για την σωτηρία του Γένους μας ψεύτικους όρκους. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος έβγαζε ψεύτικα αφοριστικά -στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου- για τον ίδιο λόγο. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αρχηγός της Φιλικής Εταιρέιας παρότι ήταν ευσεβέστατος δεν τα έλαβε καθόλου υπ’ όψιν του. Δεν ταράχτηκε. Ούτε κάκιωσε εναντίων του Πατριάρχη. Τον συμπόνεσε.
Ορίστε τι έγραφε στους Σουλιώτες:
«Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας σας στέλνει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρείται αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου». Αλλά και αργότερα, όταν το στράτευμά του είχε πλέον διαλυθεί, ο Αλ. Υψηλάντης όχι μόνο δεν απέδωσε την καταστροφή του στον αφορισμό αλλά με ημερήσιά του διαταγή 8.6.21 απεκύρηξε τους στρατιώτες του, που δεν επέμειναν στον αγώνα, να εκδικηθούν «το ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων «υπουργών» της θρησκείας: πατριαρχών (Γρηγορίου Ε΄ και Κυρίλλου ΣΤ΄), αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών» (Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, τόμος Α΄, σελ.128).»
Περισσότερες πληροφορίες για την υποτιθέμενη προδοσία στο
http://www.oodegr.com/neopaganismos/pateres/grigoriosE2.htm
και στο για τους αγωνιστές κληρικούς του 21
http://www.apologitis.com/gr/ethnic.htm
και για τον βίο του στο
http://www.oodegr.com/oode/synaxaristis/GrigoriosE1.htm
22 Μαρτίου, 2007 στις 11:54 μμ
Πάνος
Μικρασιάτη,
η wordpress όταν δει >2 λινκ, κρατάει το σχόλιο ως ύποπτο για σπαμ. Στο μεταξύ, ως τις 11.30′ περίπου δεν υπήρχε ρεύμα και τηλέφωνο (άρα και ίντερνετ) στην περιοχή μας, για να το δω και να το «ελευθερώσω».
23 Μαρτίου, 2007 στις 12:01 πμ
Enjoy The Silence
Πολυ εθνικισμος πεφτει τωρα τελευταία…τι γινετε σ αυτον τον κοσμο τελικα;!;!;!
23 Μαρτίου, 2007 στις 12:03 πμ
Πάνος
Χαμός.
Το λιγότερο!
23 Μαρτίου, 2007 στις 12:16 πμ
Satanas - Χαρος ΕΠΕ
O ημετερος συνεργατης και προσφιλεστατος φιλος, κος Χαρος, εις αναφοραν τινα προσφατον μοι ανεφερε επι λεξει:
Ερχιτι πουλι πραμα ναουμ!Ου τζιρς θαα αυξηθθ δρααματικα: χρειαζουντ καινουρια καζαν παραυτα! Ου Σποτ* διν θα προλαβαιν να καταγραφ τσι εισερχομενς κι ζητησι γραμματεα.
*Σποτ=Κερβερος
23 Μαρτίου, 2007 στις 12:23 πμ
Ασμοδαίος
Λάθος υπολογισμοί, κ. Χάρε!
Οι αποθανούμενοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία θα είναι όλοι χριστοδουλικοί ή τζιχαντιστές. Με άλλα λόγια, θα το κόψουν κατά Εδεμ μεριά. Λυπάμαι, αλλά με τα σάλια στο στόμα (για τη γραμματέα) θα μείνει ο Σποτ…
🙂
23 Μαρτίου, 2007 στις 12:27 πμ
Satanas - Χαρος ΕΠΕ
Απατασαι, απατασαι φιλτατε μικρε Ασμοδαιε, ουτοι ειναι και οι καλυτεροι πελαται ημων, διοτι αποθνησκουν ευρισκομενοι εις πλανην…
23 Μαρτίου, 2007 στις 12:32 πμ
Ασμοδαίος
Φίλτατε Satana,
ακριβώς γι’ αυτό νόμιζα ότι και μετά θάνατον εξακολουθούν να ζουνε στην κοσμάρα τους και γι’ αυτό δε μας καταδέχονται. Τι μαθαίνει, όμως, κανείς!
ΥΓ: Σου ‘φεξε, Σποτ!
23 Μαρτίου, 2007 στις 12:35 πμ
Satanas - Χαρος ΕΠΕ
Ααααα, η εργασια ειναι και η μονη απολαυσις του μικρου μας φιλου Σποτ…
23 Μαρτίου, 2007 στις 12:44 πμ
Ασμοδαίος
Αφού ο μικρός μας φίλος έχει γνωρίσει μόνο τον πεθερό και όχι το γαμπρό (και κάποιον άλλον μάλλον άσχετο κύριο), τι να κάνουμε;
23 Μαρτίου, 2007 στις 12:57 πμ
Ο θειος Ισιδωρος
μΙΚΡΑΣΙΑΤΗ,
δε μου λες, αυτα τα ΄μαθες στο ιδιοτικο κρυφο σκολειο που πηγαινες, διοτι στο φανερο σουχω ενα μαθημα ιστοριας sos.
Αντε διαβασε το να ξεστραβωθεις γιατι θαναι πρωτο θεμα στο προχειρο διαγωνισμα.
Πανο βαλε του ενα λινκ, στου «φευγατου τη μανα» (γιατι δεν ξερω πως μπαινει αυτη η μαλακια).
23 Μαρτίου, 2007 στις 1:17 πμ
Ασμοδαίος
Θείε, μέχρι να ξυπνήσει το πρωί οικογενειάρχης 😉 άνθρωπος ο καλυβοκύρης ποιος ζει, ποιος πεθαίνει… Τώρα που είναι και η κατάλληλη ώρα για το ιδιωτικό θα τον βάλω εγώ το σύνδεσμο.
Λοιπόν, ο κάθε ενδιαφερόμενος για τη μάνα του φευγάτου να κάνει κλικ στο γαλαζίζον από κάτω. (Ας ελπίσουμε ότι θα γαλαζίσει!)
http://tamystikatoukolpou.blogspot.com/2006/09/blog-post_115876786097540849.html
23 Μαρτίου, 2007 στις 2:18 πμ
Ασμοδαίος
Είπα και εγώ να βοηθήσω την κατάσταση μια φορά και φάνηκα άχρηστος…
Τεσπα, καλημέρα! (γιατί μάλλον θα ξυπνάει ο αναγνώσητς του σχολίου όταν το δει.)
23 Μαρτίου, 2007 στις 2:46 πμ
Alcibiades (!??)
Mια χαρα γαλαζιο ειναι…
23 Μαρτίου, 2007 στις 3:12 πμ
Ο θειος Ισιδωρος
Ενταξει, δουλευει.
23 Μαρτίου, 2007 στις 3:50 πμ
omadeon
Ρε μάγκες, δεν φέρνετε και κάναν Τούρκο προπαγανδιστή να μιλήσει στην Καλύβα? Πιο πολλές αλήθειες θα έλεγε από την εθνικιστική ελληνοχριστιανική προπαγανδιστική ιστοσελίδα που έδωσε το λινκ της ο γνωστός με–το-ζόρι
επιβληθείς παραποιητής δεδομένων.
Το ξέπλυμα του Γρηγορίου του πέμπτου είναι το ίδιο αναγκαίο με το λάσπωμα άλλων ως «γιουσουφάκια του Κεμάλ» και «μεταλλαγμένα υβρίδια Ανδρουλάκη-Κακαουνάκη».
Να τη χαίρεστε την καλυβοκρατία σας.
Γ.Σ.
23 Μαρτίου, 2007 στις 4:03 πμ
suigeneris
@
μαθητριούλα
επιτρεψε μου να σε συγχαρω θερμα για τις προδηλα εξαιρετικές επιδοσεις σου τόσο στην στιχουργία-όσο και στη διαπλαση και τόνωση του υγιούς εθνικοπατριωτικού φρονηματος που τόσο έχουμε αναγκη σημερα…
Πάντα τέτοια και συνεχισε τον σχολιό δρόμο της δημιουργιας με πάθος και όραμα…!
Υγιαινε κόρη μου!
@
Θειον,
Το συγγραφικο σου έργο κολοσσιαίο-η ευαισθησια σου απέναντι στην ανυποταχτο νεολαία συγκινητική-η διοικητικη σου μεριμνα unπαικταμπλ!
ΕΣΥ ρε είσαι σαν τον Αρκουδεα..!
«εσυ δεν εισαι ανθρωπος-είσαι μια ΙΔΕΑ!»
8)
@
αλκι
τι γινεται ρε;
σε καλεσε ο διευθυντης του ΙΘΙ εσενα και τον βιοαννη, αλλά ακόμα στην κοπάνα μου φαινεται εισαστε..
23 Μαρτίου, 2007 στις 4:08 πμ
suigeneris
Γιιωργαρε,
δεν έχεις δίκιο…
Νομιζω πως βοηθαμε το καημενο παιδι να δει 5 πραματακια ‘άλλα’ απο αυτα που [ΚΑΠΟΙΟΙ] του κραίνανε για να κοιμηθει τα δυσκολα βραδυα..
😉
Παρατα λοιπόν τα αρνητικά σχόλια και δωσε ΧΩΡΙΣ να πολυβολείς το μαγαζί τωρα που το συνεφεραμε τον καλο εαυτό σου.
Αντε μπράβο-κι ο Θειος ψαχνει για συνεργατη στο ΙΘΙ. Για τραβα ρωτα τον..
Κι έχουμε δουλειες με φουντες μερες που ‘ρχονται..!
23 Μαρτίου, 2007 στις 4:58 πμ
Alcibiades (!??)
sui γεια,
εδω ειμαι, αλλα εχω καταστησει εαυτον αορατον…
23 Μαρτίου, 2007 στις 9:49 πμ
omadeon
Επειδή η Εθνική Εορτή έχει σχέση και με θεμελιώδη θέματα που αφορούν μεγάλους Ελληνες δημιουργούς (Ελύτης, Θεοδωράκης, Ρίτσος, Σβορώνος) σαςε προσκαλώ για σχόλια στο δικό μου blog, για το σχολιασμό ενός βιβλίου (του Ακη Γραβιηλιδη) όπου κατηγορεί τον Ελύτη και το Θεοδωράκη για… νεκροφιλία. Οι ακραίες Εθνικιστικές απόψεις του Μικρασιάτη και του Μάρκου ΔΕΝ θα γίνουν δεκτές στη συζήτηση στο δικό μου blog. Κάθε άλλη άποψη και συνομιλητής ευπρόσκεδτος. Γνωρίζω αρκετά καλά τις παρανοήσεις του Γαβριηλίδη και τις απαντώ στο σημερινό μου άρθρο:
“Η Αθεράπευτη Νεκροφιλία του Ριζοσπαστικού Πατριωτισμού”: Παρανοήσεις και Διαμάντια:
http://omadeon.wordpress.com/2007/03/23/%ce%97-%ce%91%ce%b8%ce%b5%cf%81%ce%ac%cf%80%ce%b5%cf%85%cf%84%ce%b7-%ce%9d%ce%b5%ce%ba%cf%81%ce%bf%cf%86%ce%b9%ce%bb%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%a1%ce%b9%ce%b6%ce%bf%cf%83%cf%80%ce%b1%cf%83/
Επειδή υπερέβην το όριο που έθεσα εθελουσίως στα κείμενά μου (δύο ανά ημέρα) ΔΕΝ θα απαντήσω σε σχόλια μέσα στην Καλύβα παρά μόνο μετά τα μεσάνυχτα. Ευχαριστώ Πάνο
Γιώργος
23 Μαρτίου, 2007 στις 10:05 πμ
maestria
Άσε, βλέπω κι εγώ τ’ ανήψια μου τι γιορτές κάνουνε στα σχολεία! Θυμάμαι και τα δικά μας (που τα ‘χα – ηθελημένα μάλλον – ξεχάσει)!!!
Μανούλα μου!
Το θέμα είναι, κάποια στιγμή τα σχολειαρόπαιδα θα ξεπεράσουν αυτό το στάδιο και θα ψάξουν και λίγο βαθύτερα τα πράγματα – όπως π.χ. έκανα εγώ; – ή θα παραμείνουν σε τέτοια επίπεδα μια ζωή;
Για το δεύτερο το κόβω, για μια μεγάλη πλειοψηφία τουλάχιστον. Έτσι όπως βλέπω τα πράγματα …. Χμ.
23 Μαρτίου, 2007 στις 11:11 μμ
Μικρασιάτης
Πολύ καλό ήταν το σχόλιο φαίνεται γιατί πάνω στην ουσία τα σταλινόπουλα μηδέν.
Χαλάλι το πεντάλεπτο που μου πήρε μέχρι να να το γκουκλίσω.
23 Μαρτίου, 2007 στις 11:15 μμ
Μικρασιάτης
Μαεστρία τα γυμνασιόπαιδα με τέτοια βιβλία που τους σερβίρουν το μόνο που θα ψάξουν βαθύτερα θα είναι για μια γκόμενα η γκόμενο.
Μετά όταν μεγαλώσουν θα ψάξουν για μια θεσίτσα στο δημόσιο με αντάλλαγμα την ψήφο τους και μερικές διαδηλώσεις στην σχολή στον φάκελλό τους
Τι άλλο περιμένετε;
Το μήλο απ’την μηλιά θα πέσει…
23 Μαρτίου, 2007 στις 11:23 μμ
bioannis
Και το αχλάδι κάτω από την αχλαδιά … τα γκουγκλίζεις άριστα βλέπω τα κοινωνικά, ασιατόμικρε, από πείρα μιλάς ή από συνήθεια ??? Αλλά ξέρεις μια είναι η σωστή απάντηση… Κούνια που σε κούναγε και την αχλαδιά κουνούσε… ευρυμαθή μας!!
23 Μαρτίου, 2007 στις 11:36 μμ
Μικρασιάτης
Εσένα σκασμένο Ιωάννη σε΄χω σε βιολογική καραντίνα μετά την βρωμιά που έκανες στον καλυβάρχη.
Θέλω να δω πρώτα αν πολλαπλασιαθούν τα κολοβακτηρίδια.
23 Μαρτίου, 2007 στις 11:40 μμ
Πάνος
Μικρασιάτη,
το σφάλλειν ανθρώπινον. Ερμηνεία: μην ανακατεύεσαι σ’ αυτό το ζήτημα.
24 Μαρτίου, 2007 στις 12:43 πμ
bioannis
Τη περίπτωσή σου την έχω ερευνήσει, είς κλείδαν του Πανεπιστημείου της Οξπόρδης στο λήμμα ‘Έντομα»… με σαπροφυτικές ικανότητες και συμπεριφορά ιδιαζόντως απεχθή και εμετικήν: Δες τι βρήκα στη κλείδα
Phylum: Arthropoda
Subphylum: Mandibulata
Clase: Insecta
Subclase: Holometabola
Orden: Diptera
Suborden: Brachycera
Infraorden: Muscomorpha
Superfamilia: Muscoidea
Familia: Scathophagidae
Subfamilia: Scathophaginae
ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΩΣ!!!
SPECIE: Scatophaga stercoraria
Εχει και φωτογραφία αλλά η πορσε του Πάνου δεν μας το επιτρέπει… άσε που εχθές ή προχθές την έπλυνε… σε στεναχώρησε «η βρωμιά που έκανα στον καλυβάρχη» Δολοπλοκιξ (Scatophaga stercoraria) ε???
18 Μαρτίου, 2008 στις 1:33 πμ
Το μεγάλο αφιέρωμα της καλύβας στην 25η Μαρτίου « Η καλύβα ψηλά στο βουνό
[…] https://panosz.wordpress.com/2007/03/22/25martiou/ […]