Το κήρυγμα του Ιησού που καταγράφουν τα τρία Ευαγγέλια περιλαμβάνει αρκετές παραβολές, δηλαδή σύντομες αλληγορικές αφηγήσεις διδακτικού χαρακτήρα. Ο Ιωάννης, ο οποίος φαίνεται ότι βάζει στο στόμα του Ιησού το δικό του κήρυγμα, δεν καταγράφει καμία παραβολή -εκτός αν θεωρήσουμε ως τέτοια την αφήγηση περί του καλού ποιμένος – όπως και κανένα περιστατικό με εκβολή δαιμονίων[1]. Το σώμα των παραβολών βρίσκεται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά. Ο Ματθαίος καταγράφει τις παραβολές του σπορέως, του κόκκου σινάπεως, του ποιμένος, του βασιλέως και του κακού χρεώστη, του ιδιοκτήτη αμπελώνος και των εργατών, το περιστατικό με τη συκιά, των δύο υιών του αμπελουργού, του αμπελουργού και των κακών δούλων, των γάμων, του δούλου, των δέκα παρθένων και των ταλάντων. Ο Λουκάς διηγείται τις παραβολές των ασκών και του οίνου, της οικίας σε πέτρα και της οικίας σε άμμο, του σπορέως, του καλού σαμαρείτη, του πλουσίου, της συκιάς στον αμπελώνα, του καλού ποιμένος, του ασώτου, του οικονόμου, του πλουσίου και του Λαζάρου -και των ταλάντων.

Οι παραβολές δεν παρουσιάζουν το παραμικρό φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Όπως και το υπόλοιπο κείμενο των Ευαγγελίων, δεν ασχολούνται ποτέ με κάποιο μεγάλο οντολογικό ζήτημα, δεν θέτουν κανένα ερώτημα για την ύπαρξη, το είναι, την ελευθερία, την ουσία των όντων, το σύμπαν, τη φύση, την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου, την ψυχή, τη συνείδηση, τη φαινομενικότητα, το τραγικό και το παράλογο, το κάλλος, τις θεσμίσεις και τη θεατρικότητα του βίου, τη δικαιοσύνη, την ιστορία, την έρευνα, την έκφραση και τις διαφυγές του ανθρώπου – δεν ασχολούνται σοβαρά ούτε καν με το θάνατο και την αιώνια ζωή, ούτε με τη σχέση καλού και κακού, το αγαθόν και την αμαρτία (στα θέματα αυτά περιορίζονται σε αφελείς γενικότητες και κοινοτoπίες). Τα αντικείμενά τους υποστηρίζουν την ίδια απλοϊκή υπόθεση: η αμαρτία καταδικάζει τον άνθρωπο, ο ανθρωπος δεν είναι σε θέση να σωθεί, ο Πατήρ αποστέλλει τον Υιό για να σώσει τον κόσμο. Εστιάζονται σχεδόν όλες στη σχέση εξάρτησης των ανθρώπων με τον Θεό και στις υποχρεώσεις που έχουν οι άνθρωποι απέναντί του – υποχρεώσεις που συμπεριλαμβάνουν τους κανόνες της ηθικής, αλλά και της κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως τους αντιλαμβανόταν ο ευσεβής φανατικός εκείνης της εποχής[2].

Ορισμένες (π.χ. του ασώτου) παρουσιάζουν δραματουργικό ενδιαφέρον, άλλες όχι. Μερικές είναι γεμάτες εσωτερικές αντιφάσεις. Στην παραβολή των γάμων[3], για παράδειγμα, ο βασιλιάς προσκαλεί επανειλημμένως όσους εκείνος επιλέγει για τους γάμους του υιού του (οι γάμοι παραλληλίζονται με τη βασιλεία των ουρανών). Οι προσκαλεσμένοι αρνούνται να παραστούν, απασχολημένοι καθώς είναι με τις δουλειές τους. Τότε ο βασιλιάς προσκαλεί, μέσω των δούλων του, όσους κυκλοφορούν στους δρόμους και πράγματι ο γάμος γεμίζει κόσμο. Εισέρχεται τότε και ο βασιλιάς, βλέπει έναν φουκαρά που είχε έλθει χωρίς ένδυμα γάμου – και ιδού το αποτέλεσμα: τότε είπεν ο βασιλεύς τοις διακόνοις’ δήσαντες αυτού πόδας και χείρας άρατε αυτόν και εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον’ εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. Ο άνθρωπος πήγε επειδή τον προσκάλεσαν σε δωρεάν γλέντι – και βρήκε τον μπελά του. Εκτός από τον περίφημο κλαυθμό και βρυγμό των οδόντων, δηλαδή την κόλαση, την οποία οι θεολόγοι περιγράφουν εντελώς διαφορετικά[4], βλέπουμε ότι εγείρονται και άλλα προβλήματα: Δεν αρκεί να πας στους γάμους, δηλαδή να θέλεις να εισέλθεις στη βασιλεία των ουρανών, πρέπει να ακολουθήσεις και δεδομένο τυπικό, αλλιώς αποβάλλεσαι και τιμωρείσαι. Οι γάμοι, λοιπόν, δεν είναι ελεύθερη και χαρούμενη συνάντηση με τον Πατέρα και τον Υιό, αλλά καταναγκαστική, επίφοβη, υποχρεωτική και επικίνδυνη δοκιμασία για τους καλεσμένους. Δεν νοείται πλήρης ικανοποίηση των ευτυχούντων καλεσμένων, αν δεν συνυπάρχει ταυτόχρονη καταδίκη των άλλων. Το σχήμα αυτό θα το συναντήσουμε και πάλι, σε όλη του τη θλιβερή μεγαλοπρέπεια, λίγο παρακάτω, όταν θα ξεφυλλίσουμε την Αποκάλυψη του Ιωάννη.

Μια από τις παραβολές που σκιαγραφούν με χαρακτηριστικό τρόπο την εβραϊκή αντίληψη για τις σχέσεις Θεού και ανθρώπων είναι η παραβολή των ταλάντων[5]. Το πλούσιο αφεντικό αποδημεί και μοιράζει στους δούλους του την περιουσία του: ένας παίρνει πέντε τάλαντα, άλλος δύο και άλλος ένα, ανάλογα με την ιδίαν δύναμιν. Με την επάνοδο του αφεντικού γίνονται οι λογαριασμοί – και ο πρώτος και ο δεύτερος δούλος (εργαζόμενοι, τοκίζοντας, πιθανόν αδικώντας – αυτό δεν διευκρινίζεται) έχουν διπλασιάσει το κεφάλαιό τους. Το αφεντικό τους ανταμείβει λέγοντας: εύ δούλε αγαθέ και πιστέ! Επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω’ είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου. Προσέρχεται και ο τρίτος: προσελθών δε και ο το εν τάλαντον ειληφώς είπε’ κύριε, έγνων σε ότι σκληρός ει άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας’ και φοβηθείς απελθών έκρυψα το τάλαντό σου εν τη γη’ ίδε έχεις το σον. Αποκριθείς δε ο κύριος αυτού είπεν αυτώ’ πονηρέ δούλε και οκνηρέ! Ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα και συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα! Έδει ουν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω[6]. Όπως αναμενόταν, επιστρατεύονται η βία και ο τρόμος: και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον’ εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.

Ο τρίτος δούλος μίλησε σαν ελεύθερος άνθρωπος, με παρρησία: το αφεντικό θερίζει εκεί που δεν έσπειρε – εκεί που μόχθησαν οι δούλοι. Από την άλλη μεριά, δεν ήθελε πια να ζει δουλεύοντας σα σκλάβος, εκμεταλλεύτηκε την πολιτική δυνατότητα (την αποδημία του αφεντικού), έθαψε το τάλαντο και (δεν το λέει, αλλά το εννοεί) έζησε σαν άνθρωπος -ή, έστω, τεμπελιάζοντας. Ορίστε, λέει στο αφεντικό, πάρε ό,τι σου ανήκει. Η πολιτική ανωριμότητα του δούλου είναι προφανής και αναμενόμενη, όπως και η οργίλη αντίδραση του αφεντικού: Θυμωμένος που άκουσε την αλήθεια, όπως την καταλάβαινε ο δούλος, διέταξε να τον τιμωρήσουν με τον σκληρότερο τρόπο. Το αφεντικό δεν επιτρέπει την άλλη άποψη. Δεν συγχωρεί την ελεύθερη σκέψη. Δεν δέχεται την αυτόνομη βούληση των ανθρώπων. Οι άνθρωποι είναι δούλοι, που πρέπει να εκτελούν με προθυμία και χαρά τις εντολές και τις επιθυμίες του αφεντικού. Για τους πιστούς δούλους προβλέπεται η ανταπόδοση, αυτή που τόσο στεναχωρεί ως έννοια τους ημετέρους νεοφωτίστους – και την αποδίδουν ως παθογένεια στους προτεστάντες, ενώ πρόκειται για αυθεντική εβραϊκή αξία διδαγμένη από τα χείλη του ίδιου του Ιησού. Για τον απείθαρχο δούλο υπάρχει το σκότος το εξώτερον. Το κήρυγμα του Ιησού είναι και αυτή τη φορά σκληρό, ανελέητο και απάνθρωπο – έχει τα ακριβή χαρακτηριστικά του Γιαχβέ.

Το ότι δεν πρόκειται για τυχαίο γεγονός, αλλά για βαθιά ριζωμένη αντίληψη φαίνεται και από άλλα κηρύγματα του Ιησού, όπως[7]: Τις δε εξ υμών δούλον έχων αροτριώντα ή ποιμένοντα, ός εισελθόντι εκ του αγρού ερεί, ευθέως παρελθών ανάπεσε, αλλ’ ουχί ερεί αυτώ’ ετοίμασον τι δειπνήσω, περιζωσάμενος διακόνει μοι έως φάγω και πίω, και μετά ταύτα φάγεσαι και πίεσαι σύ; Μη χάριν έχει τω δούλω εκείνω ότι εποίησε τα διαταχθέντα; Ου δοκώ. Ούτω και υμείς, όταν ποιήσητε πάντα τα διατεχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμέν[8], ότι ό οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν.


[1] Είναι απλοϊκή η ερμηνεία ότι δήθεν ο Ιωάννης συμπληρώνει, γι’ αυτό και διαφέρει από τους άλλους. Η αίσθηση που δίνει είναι ότι έχει ριζικά άλλη αντίληψη για τον Ιησού και το κήρυγμά του.[2] Οι ευσεβείς Φαρισαίοι των ημερών μας κρατούν ό,τι τους βολεύει από τη βιβλική παράδοση και το κήρυγμα του Ιησού -και κάνουν το κορόιδο για τα υπόλοιπα.[3] Ματθ. ΚΒ’ 1-14

[4] Στα Ευαγγέλια περιγράφεται μια παραδοσιακή κόλαση με φρικώδη σωματικά βασανιστήρια. Βλέπε σχετικά και την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου (Λουκ. ΙΣΤ’ 19-31)

[5] Ματθ. ΚΕ’ 14-30

[6] Πώς να μην πιστεύουν μετά από αυτό οι θεοσεβούμενοι Αμερικάνοι καπιταλιστές ότι το τραπεζικό σύστημα δεν είναι ευλογημένο από τον Κύριο;

[7] Λουκ. ΙΖ’ 7-10

[8] Διαμαρτυρόταν ο Γιάννης Σκαρίμπας για την θεώρηση του ανθρώπου από τον χριστιανισμό ως ανάξιου δούλου: Ε, όχι! Εμ δούλος, εμ ανάξιος!