Οι γυναίκες

Παρόλο που πολλοί χριστιανοί ηγέτες θα προτιμούσαν να ζουν σε απολειστικά ανδρικό περιβάλλον, ήταν υποχρεωμένοι να διαχειρίζονται και το δύσκολο από κάθε άποψη θέμα της ύπαρξης των γυναικών. Ο Πέτρος μας άφησε μια απλή παραίνεση, στα πλαίσια της απλής εβραϊκής του παράδοσης (1): Ομοίως αι γυναίκες υποτασσόμεναι τοις ιδίοις ανδράσιν (…). Ο Παύλος όμως αφιέρωσε πολλές παραγράφους από τις επιστολές του στις γυναίκες, δηλαδή στη συμπεριφορά που οφείλουν να τηρούν οι γυναίκες μέσα στις εκκλησίες και τις κοινότητες, προκειμένου να μην παραβιάζουν το θέλημα του Θεού.

Γράφει προς τους Κορίνθιους (2): Ανήρ μεν γαρ ουκ οφείλει κατακαλύπτεσθαι την κεφαλήν, εικών και δόξα Θεού υπάρχων’ γυνή δε δόξα ανδρός εστιν. Ου γαρ εστιν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός’ και γαρ ουκ εκτίσθη ανήρ δια την γυναίκα, αλλά η γυνή δια τον άνδρα. (…) Εν υμίν αυτοίς κρίνατε’ πρέπον εστί γυναίκα ακατακάλυπτον τω Θεώ προσεύχεσθαι; ή ουδέ αυτή η φύσις διδάσκει υμάς ότι ανήρ μεν εάν κομά ατιμία αυτώ εστι, γυνή δε εάν κομά, δόξα αυτή εστιν; ότι η κόμη αντί περιβολαίου δεδοται αυτή. Πληροφορούμαστε επί της ευκαιρία ότι αν αφήνει ο άντρας μακριά μαλλιά είναι ατιμία και ντροπή του – ο Παύλος θα έστελνε ευθύς τους καρηκομόεντας αχαιούς του Ομήρου να κουρεύονται, όχι γιατί έτσι του αρέσει, αλλά γιατί, δήθεν, το διδάσκει στους ανθρώπους η φύση! Με την ίδια λογική (και την ίδια αξιοπιστία) που ο Παύλος ερμηνεύει τις διδαχές της φύσης, ερμηνεύει και διατυπώνει σε κανόνες και το θέλημα του Θεού.

Για τη συμπεριφορά των γυναικών μέσα στις εκκλησίες αναφέρει (3): Ως εν πάσαις ταις εκκλησίες των αγίων, αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίες σιγάτωσαν’ ου γαρ επιτέτραπται αυταίς λαλείν, αλλ’ υποτάσεσθαι, καθώς και ο νόμος λέγει. Ει δε τι μαθείν θέλουσιν, εν οίκω τους ιδίους άνδρας επερωτάτωσαν’ αισχρόν γαρ εστι γυναιξίν εν εκκλησία λαλείν.

Γράφει προς τους Εφεσίους (4): Αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν υποτάσσεσθε ως τω Κυρίω, ότι ο ανήρ εστι κεφαλή της γυναικός, ως και ο Χριστός κεφαλή της εκκλησίας, και αυτός εστι σωτήρ του σώματος. Αλλ’ ώσπερ η εκκλησία υποτάσσεται τω Χριστώ, ούτω και αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν εν παντί. Και προς τους Κολλασαείς (5): Αι γυναίκες υποτάσσεσθε τοις ανδράσιν, ως ανήκεν τω Κυρίω. Προς τον Τιμόθεο παραγέλλει (6): Γυνή δε ησυχία μανθανέτω εν πάση υποταγή’ γυναικί δε διδάσκειν ουκ επιτρέπω, ουδέ αυθεντείν ανδρός, αλλ’ είναι εν ησυχία. Αδάμ γαρ πρώτος επλάσθη, είτα Εύα’ και Αδάμ ουκ ηπατήθη, η δε γυνή απατηθείσα εν παραβάσει γέγονε’ σωθήσεται δε δια της τεκνογονίας, εάν μείνωσιν εν πίστει και αγάπη και αγιασμώ μετά σωφροσύνης. Το ενδιαφέρον έγκειται στην επιλογή των επιχειρημάτων που επικαλείται ο Παύλος: Ο Αδάμ επλάσθη πρώτος, η Εύα ηπατήθη και ο Αδάμ όχι! Με άλλα λόγια όλες οι προκαταλήψεις κατά των γυναικών της ανδροκρατικής εβραϊκής κοινωνίας μεταμφιέζονται από τους θεολόγους (και τον Παύλο) σε θεϊκές ενέργειες /εντολές / θέλημα και ιεροποιούνται. Οι δύστυχες γυναίκες δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν για την κοινωνική και προσωπική απαξίωση που τους επιβάλλεται, γιατί αυτήν την αξιώνει ο ίδιος ο Θεός! Οι άντρες απλώς εκφράζουν το θέλημά του…

Τέλος, ο Παύλος δεν παραλείπει να ασχοληθεί και με τις χήρες, στην ίδια πάντοτε ανδροκρατική λογική (7): Χήρα καταλεγέσθω μη έλαττον ετών εξήκοντα γεγονυία, ενός ανδρός γυνή, νεωτέρας χήρας παραιτού’ όταν γαρ καταστρηνιάσωσι του Χριστού, γαμείν θέλουσιν, έχουσαι κρίμα, ότι την πρώτην πίστην ηθέτησαν’ βούλομαι ουν νεωτέρας γαμείν, τεκνογονείν, οικοδεσποτείν, μηδεμίαν αφορμήν διδόναι τω αντικειμένω λοιδορίας χάριν. Μετά τους ερωτύλους, τους πόρνους, τους μαλακούς, τους αρσενοκοίτες και τις γυναίκες εν γένει, ήρθε και η σειρά της τρίτης ηλικίας να μπει σε τάξη, αναμένοντας τη σωτηρία… Αν μια νέα γυναίκα μείνει χήρα και θέλει να έχει σύντροφο ή άντρα, αυτό κατά τον Παύλο συνιστά κρίμα και αθέτηση της πρώτης πίστης. Ο Παύλος επικαλείται και την πολιτική σκοπιμότητα: τα λέω αυτά, αφήνει να εννοηθεί, όχι γιατί είμαι τόσο αυστηρός, αλλά για να μην δίνουμε αφορμή στους αντιπάλους μας να μας λοιδωρούν -ότι οι χήρες μας θέλουν άντρα. Λες και δεν πρόκειται για ζωντανούς ανθρώπους… Αλλά αυτά παθαίνει όποιος εμπιστεύεται τη σχέση του με το Θεό σε …θεολόγους και προφήτες.

Οι δούλοι

Εκτός από τις γυναίκες οι χριστιανικές κοινότητες περιλάμβαναν και άλλη μια πολυπληθή ομάδα ανθρώπων δευτέρας κατηγορίας, τους δούλους. Ο Πέτρος είναι σαφής (8): Οι ικέται υποτασσόμενοι εν παντί φόβω τοις δεσπόταις, ου μόνον τοις αγαθοίς και επιεικέσιν, αλλά και τοις σκολιοίς. Τούτο γαρ χάρις, ει δια συνείδησιν Θεού υποφέρει τις λύπας, πάσχων αδίκως, ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; αλλ’ ει αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε, τούτο χάρις παρά Θεώ. Εδώ, πέρα από την αναμενόμενη ιεροποίηση της δουλείας έχουμε και μια θεολογική εξιδανίκευση του …μαζοχισμού: Είναι, λέει, ευλογία από τον Θεό εάν σε χαστουκίζουν άδικα – και πρέπει όχι μόνο να κάνεις υπομονή, αλλά να είσαι και ευχαριστημένος, γιατί έτσι θα σωθείς. Η λογική αυτή έφτασε τόσο μακριά μέσα στο χρόνο, ώστε τα ίδια λόγια ακριβώς έλεγαν στον Κολοκοτρώνη και στους επαναστατημένους Έλληνες σκλάβους των Οθωμανών οι επίσκοποι της εποχής του – και αφόριζαν (δηλαδή συντελούσαν αποφασιστικά στον αφανισμό τους) τους ομογενείς τους που δεν έσκυβαν το κεφάλι, ως ευπειθείς δούλοι.

Ας γυρίσουμε όμως στον Παύλο (9): Έκαστος εν τη κλήσει ή εκλήθη, εν ταύτη μενέτω. Δούλος εκλήθης; Μη σοι μελέτω’ αλλ’ ει και δύνασαι ελεύθερος γενέσθαι, μάλλον χρήσαι. Με άλλα λόγια συνιστά στους δούλους να μην τους ενδιαφέρει η κατάσταση που βρέθηκαν, αφού καθένας πρέπει να παραμένει στην ίδια θέση, εκεί που τον έταξε ο Θεός (για όλα τα στραβά κουλούρια, φταίει ο Θεός…). Πάλι καλά που τους επιτρέπει, αν μπορούν να αποκτήσουν την ελευθερία τους, να το κάνουν – και να μην επιμένουν φορτικά να παραμείνουν δούλοι.

Ο δούλος πρέπει να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο, αν θέλει να είναι καλός χριστιανός (10): Οι δούλοι υπακούετε τοις κυρίοις κατά σάρκα μετά φόβου και τρόμου εν απλότητι της καρδίας ημών ως τω Χριστώ, μετ’ ευνοίας δουλεύοντες ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώποις. (…) Οι δούλοι υπακούετε κατά πάντα τοις κατά σάρκα κυρίοις, μη εν οφθαλμοδουλίαις, ως ανθρωπάρεσκοι, αλλ’ εν απλότητι καρδίας, φοβούμενοι τον Θεόν. (…) Όσοι εισίν υπό ζυγόν δούλοι, τους ιδίους δεσπότας πάσης τιμής αξίους ηγείσθωσαν, ίνα μη το όνομα του Θεού και η διδασκαλία βλασφημήται. Οι δε πιστούς έχοντας δεσπότας μη καταφρονείτωσαν, ότι αδελφοί εισίν, αλλά μάλλον δουλευέτωσαν, ότι πιστοί εισι και αγαπητοί οι της ευεργεσίας αντιλαμβανόμενοι. (…) Δούλους ιδίοις δεσπόταις υποτάσσεσθαι, εν πάσιν ευαρέστους είναι, μη αντιλέγοντας, μη νοσφιζομένους, αλλά πίστιν πάσαν ενδεικνυμένους αγαθήν, ίνα την διδασκαλίαν του σωτήρος ημών Θεού κοσμώσιν εν πάσιν.

Η σχέση του (ελεύθερου) πιστού με τον Θεό -Γιαχβέ, δεν διαφέρει σε τίποτα από τη σχέση αφέντη και δούλου. Η αναλογία μεταφέρεται τώρα, με μια φρικιαστική απλότητα, από τη θεολογική στην κοινωνική σφαίρα: ο δούλος πρέπει να υπακούει τον αφέντη του σα να ήταν Θεός – και να είναι και απολύτως ευχαριστημένος διότι υπακούει στο θέλημα του επουράνιου Θεού! Όλα αυτά γιατί η παρούσα ζωή δεν αξίζει τίποτα συγκρινόμενη με την αιώνια… Αν ένας χριστιανός δούλος έχει χριστιανό αφέντη να μην το εκμεταλλεύεται για να λουφάρει, αλλά να δουλεύει πιστός και χαρούμενος με μεγαλύτερο ζήλο, αντιλαμβανόμενος την ευεργεσία που του γίνεται!

Άραγε, ως που μπορεί να φτάσει η διαστροφή της ανθρώπινης σκέψης;


(1) Α’ Πέτρ. Γ’ 1(2) Α’ Κορ. ΙΑ’ 7-9 & 13-15

(3) Α’ Κορ. ΙΔ’ 34-35

(4) Εφες. Ε’ 22-24

(5) Κολ. Γ’ 18

(6) Α’ Τιμ. Β’ 11-15

(7) Α’ Τιμ. Ε’ 9, 11-12 & 14

(8) Α’ Πετρ. Β’ 18-20

(9) Α’ Κορινθ. Ζ’ 20-21

(10) Εφες Στ’ 5, 7, Κολας. Γ’ 22 & Α’ Τιμ. ΣΤ’ 1-2, Τιτ Β’ 9-10