Στο δρόμο
Η πανάκριβη τζιπούρα του Τζακ παίρνει μεγάλες κλίσεις στις στροφές, όταν πηγαίνει με τις μπάντες. Συνηθισμένος να οδηγώ χαμηλά αυτοκίνητα, κοντεύω να βγάλω τ’ άντερά μου – αλλά ο Τζακ δεν καταλαβαίνει τίποτα, βρίσκεται όπως πάντα στην κοσμάρα του. Κι αν κατεβαίνει κανείς απροντυμένος και πατημένος, όχ το βουνό; αναρωτιέμαι, ως άλλος Σολωμός και δριμύ ρίγος διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου. Δεν προλαβαίνω να απαντήσω στο τραγικό ερώτημα, νέα απορία αναδύεται: κι αν του ξεφύγει του μαλάκα – και πάμε κατά κρημνού; Πριν επεξεργαστώ το νέο αντικείμενο διαλογισμού, άλλο παλούκι: άντε και φτάνουμε σώοι και αβλαβείς -που δεν το βλέπω- στο μοναστήρι… Τι όργια θα κάνει εκεί ο Τζακ;
Αν οδηγούσα το δικό μου αμάξι σ’ αυτές τις ανηφορικές φουρκέτες, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα: οι τροχοί καρφωμένοι στην ξεφτισμένη άσφαλτο, οι κλίσεις μηδενικές, η αίσθηση πως κινείται τραίνο σε ράγες. Αχ, Πλειάδες – λέω και κλαίω… (Σουμπαρού – εις την Ιαπωνικήν, σημαίνει Πλειάδες). Αλλά δε φταίει μόνο η ανοικονόμητη τζιπούρα, φταίει και ο Τζακ, έτσι όπως ερωτεύεται και όπως οδηγεί. Ο ερωτύλος. Φταίω κι εγώ, που την είδα φίλος κι αδερφός, γιορτινιάτικα. ΠΡΟΣΕΧΕ ΡΕ, ΑΓΡΟΤΙΚΟΟΟΟ… Καλά, μαλάκας είσαι; Τι ρωτάω…
Εντάξει, ο Τζακ δεν είναι μαλάκας, είναι ερωτευμένος – που κάνει το ίδιο. Τουλάχιστο έχει τις ίδιες επιπτώσεις στη γρήγορη οδήγηση μ’ ένα τεράστιο, ψηλό αυτοκίνητο. Σκέψου θετικά λέω στον εαυτό μου, αλλά εκείνος απαντά μάλλον εκνευρισμένος καλός μαλάκας είσαι και συ… Εγκαταλείπω τον άγονο εσωτερικό διάλογο και προσπαθώ να ανοίξω κουβέντα με τον Τζακ – εν μέρει για να τον απασχολώ και να μην οδηγεί σαν αφιονισμένος.
«Θα μας δεχτούν ή θα γυρίσουμε άπραχτοι;»
«Θα μας δεχτούν… άσε, τα ξέρω εγώ τα κατατόπια…»
Πάντα έτσι μιλάει για το αμφίβολο – με απόλυτη σιγουριά. Έτσι έλεγε και το ’99 και με έπεισε να ρίξω στο Χρηματιστήριο ό,τι είχα και δεν είχα στην άκρη, ώσπου γίνανε καπνός… Αλλά πώς να του κρατήσω κακία; Τον ξέρω τόσα χρόνια, από το πανεπιστήμιο δηλαδή. Μαζί στη σχολή, μαζί στο στρατό, μαζί στο επάγγελμα, μαζί στο μπάσκετ, μαζί και στις γκόμενες.
Από γκόμενες, ψιλοχαλαστήκαμε τότε με την Αριάδνη, που του έκοψε και το μπάσκετ – αλλά πολύ γρήγορα η φιλία μας αποκαταστάθηκε. Και τώρα, τον έχει παρατήσει με το παιδί και γίνεται – λέει -καλόγρια. Ο Τζακ σπεύδει στο μοναστήρι, θέλει να είναι παρών στην κουρά, τάχαμ δήθεν. Φυσικά, δεν τον πιστεύω: θέλει να τα κάνει λίμπα και να την πάρει πίσω, έστω δια της βίας. Μου τηλεφώνησε πριν τρεις ώρες κι εγώ παράτησα τα πάντα (δηλαδή μια Σερραία παντρεμένη, που θα πηγαίναμε μαζί στο Τσεπέλοβο) για να του κάνω παρέα. Είναι για να τις χάνεις τέτοιες φάσεις; Η Σερραία πάντως μου το ξέκοψε: θα σε δω στο πλοίο, στις τριάντα δύο του άλλου του μηνός. Είναι μεγάλη θαυμάστρια του Τόλη και πολλές φορές ατακάρει κορυφαίους στίχους από τα τραγούδια του.
Σε ανύποπτο χρόνο, πετάγεται μπροστά μας μια κατσίκα, απρόμαυρη με στριφτά κέρατα. Ο Τζακ κόβει απότομα αριστερά για να την αποφύγει – και κάνει το λάθος να πατήσει φρένο. Η Μερτσέντες δεν είναι φτιαγμένη και προγραμματισμένη για τέτοια ακροβατικά, το ΑΒS το MDF, το MIT, το USA, το FBI, το USB και τα υπόλοιπα εκατόν ογδόντα έξι ηλεκτρονικά και ψηφιακά συστήματα τα παίζουν όλα μαζί, λες και ήταν συνενοημένα – και το όχημα βρίσκεται με τις δεξιές ρόδες στον αέρα, ενώ η επόμενη φουρκέτα πλησιάζει προς το μέρος μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Θεέ μου, αν υπάρχεις, δε φαντάζομαι να το παίξεις Βεληγκέκας… προλαβαίνω να σκεφτώ – αλλά ο Τζακ έχει φύλακα άγγελο τον μακαρίτη τον Άιρτον Σένα (ή οι Γερμανοί μηχανολόγοι είναι μάγοι…) και στο τσακ η τζιπούρα σκάει δεξιά, παίρνει μια φούρλα επιτόπου, σα να χορεύει τσάμικο, σβήνει η μηχανή και η ορμή (= βάρος Χ ταχύτητα) την οδηγεί αντίστροφα και αριστερά στο αντινώμι, – στο οποίο χώνει με φόρα τη μούρη της και την κάνει κώλο. Αν το ευγενές αυτοκίνητο είχε την έμπνευση να κατευθυνθεί δεξιά, θα είχαμε ταλαιπωρήσει τους άντρες των σωστικών συνεργείων να μας ανεβάζουν χριστουγεννιάτικα από το βάθος του γκρεμού, μέσα σε μαύρες πλαστικές σακούλες –
και τις επόμενες μέρες η μπλογκόσφαιρα γέμισε ποστ για τον άδικο (και εξαιρετικά πρόωρο) χαμό του δημοφιλούς καλυβάρχη, του γνωστού ανθρωπιστή, του πολλά υποσχόμενου (προ τριάντα ετών) λογοτέχνου.
Ο θείος Ισίδωρος είχε έρθει στην κηδεία, αψηφώντας τον κίνδυνο να τον αναγνωρίσουν οι καλυβίστας και να πάνε χαμένοι τόσοι αγώνες για περιφρούρηση της περσόνας. Ο π2 εκφωνούσε τον συγκλονιστικό επικήδειο με σπασμένη φωνή από τη συγκίνηση. Ο Σαραντάκος αναρωτιόταν φωναχτά τι σου είναι ο άνθρωπος και ο νικ-αθηναίος του απαντούσε ένα τίποτα είναι ο άνθρωπος, λύνοντάς του την απορία. Η σκουπίτσα δάκρυζε σιωπηλή στο πλευρό του βιογιάννη, αλλά είχε το νου της μήπως η άλλη ζυγώσει το θείο – και έριχνε συνεχώς πλάγια βλέμματα προς τη μεριά της Μαρίκας, η οποία, ωστόσο, είχε πιάσει (λέει) ψιλή κουβέντα με τον σχολιαστή και τον παπούλη. Οι τρείς τους είχαν κιόλας κατεβάσει από τέσσερα τσίπουρα στην υγειά του μακαρίτη και ήταν έτοιμοι να πιάσουν το πέντε Έλληνες στον Άδη, από ντο μαντζόρε. Ο Αθήναιος μοίραζε τα κόλυβα, φτιαγμένα από τον ίδιο με μια συνταγή της Αλεξανδρινής περιόδου, ενώ οι Πόντιοι και Αριστεροί (και οι τρεις, ταυτοχρόνως) αναλογιζόντουσαν συγκινημένοι ότι τέτοιος συνωστισμός είχε να παρατηρηθεί από τον καιρό της Καταστροφής της Σμύρνης, ενώ ο Ασμοδαίος μάταια προσπαθούσε να τους συνεφέρει. Βρίσκονται σε διαρκές παραλήρημα, είπε προς εαυτόν και έσπευσε να στηρίξει το θείο Ισίδωρο, που λόγω ηλικίας εμφάνιζε σημεία αστάθειας (κλυδωνισμού). Σε μια άκρη του νεκροταφείου, μισοκρυμένος πίσω από τα μνήματα, ο Ακατονόμαστος έσκυβε προς το μέρος της Μεγάλης Πληγής της Μπλογκόσφαιρας και ψιθύριζε: ήταν στυγνός λογοκριτής ιδεών, αλλά είχε και τις καλές του πλευρές, ο παλιάνθρωπος… Η ριτσμας κρατούσε σημειώσεις για να γραψει ένα κομμάτι στην εφημερίδα με τίτλο οι μπλογκερ πεθαίνουν όρθιοι – αν και εγώ είχα πεθάνει καθιστός, δεμένος με τη ζώνη και περικυκλωμένος από αερόσακους. Δεκάδες ιστολόγοι παρακολουθούσαν μ’ ένα κόμπο στο λαιμό το Γιάννη και τον Μάρκο να ψάλλουν μελωδικά το άμμωμοι εν οδώ, αλληλούια, ενώ ο περίεργος κερνούσε τη μακαρία και η…
(…το κόβω εδώ με την κηδεία διότι θα ξεχυλώσει – κυρίως, όμως, διότι είμεθα σοβαρό διήγημα και οφείλωμεν να κρατηθώμεν μακράν του μελό – τέρμα το διάλειμμα – σβήστε τα τσιγάρα και κλείστε τα κινητά – συνεχίζεται η αφήγησις)
Αλλά, όπως έγραψε κάποτε ο Ιωάννου ο σκιτσογράφος για τον Παπανδρέου (τον Ανδρέα, όχι τον ΓΑΠ) – bad dog has no death! Μόλις καταφέρνουμε να βγούμε, από την αριστερή πόρτα (η δεξιά είναι μισοφυτεμένη στα χώματα) χεσμένοι μεν, αλλά σώοι και αβλαβείς. Ο Τζακ με κοιτάζει χαμογελαστός.
«Είδες, ρε συ, ανοίξανε οι αερόσακοι!»
Τον φασκελώνω και δεν του απαντώ. Κοιτάζω το ρολόι μου: είναι τέσσερις, το μοναστήρι απέχει τουλάχιστον μια ώρα ακόμα (με αυτοκίνητο) όπου νάναι νυχτώνει και ο δρόμος είναι εντελώς έρημος. Τα κινητά δεν έχουν σήμα. Ωραία. Ωραία, εις τα ορέα τ’ αψηλά…
Πάνω στην ώρα ακούγεται θόρυβος από γέρικη ντιζελομηχανή. Η ελπίδα ζεσταίνει τις παγωμένες καρδιές μας (ποιητική νότα). Προυτ προυτ, ο ήχος γίνεται όλο και πιο δυνατός. Στην κούρμπα της αποκάτω φουρκέτας τον βλέπουμε κιόλας: είναι ο τύπος με το τέως οινοπνευματί (νυν: σκατί κι αποσκατί) Ντάτσουν, που κουβαλάει δυο τεράστια γουρούνια στην καρότσα του. Ο Τζακ τον έχει προσπεράσει προ ολίγου, θορυβωδώς: κλάξον, παίξιμο των φώτων, άγριο κόλλημα και το χειρότερο, μόλις περνούσαμε ξυστά από δίπλα, δεν παρέλειψε να φωνάξει μαλάκα βλάχοοοοο! και να του σερβίρει ένα ξεγυρισμένο φάσκελο, δια της δεξιάς χειρός.
Πως το λέει εκείνη η Κρητική μαντινάδα; Να καλοβλέπεις τους πεζούς όντε καβαλικεύγεις, για να σε χαιρετούν κι αυτοί όντε θα ξεπεζεύγεις… – ή κάπως έτσι. Αν η μαντινάδα ισχύει και για τους χοιροβοσκούς οδηγούς Ντάτσουν και την έχει υπόψη του ο συγκεκριμένος χοιροβοσκός οδηγός Ντάτσουν, μας βλέπω να το κουβεντιάζουμε με τους λύκους σε λίγο…
Την έχει; Μας βλέπει, κόβει ταχύτητα (από τα δεκαεννιά χιλιόμετρα την ώρα που πήγαινε, στα έντεκα) του κάνουμε νοήματα να σταματήσει. Τα γουρούνια αρχίζουν να γκουΐζουν παραπονεμένα (και φάλτσα). Κουνάει το κεφάλι, μας ζυγώνει στα τρία μέτρα, τσουλώντας. Βγάζει το κεφάλι από το παράθυρο για να θαυμάσει καλύτερα το μοναδικό θέαμα μιας θεόρατης Μερτσέντες φυτεμένης στον όχθο. Μιλάει: Θα σας ήπηρνα, άμα έχου ικείνα τα γέρημα τα ζουντανά στη γκαρότσα… Καλουβράδ’! Μαρσάρει και φεύγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, άνω των είκοσι δύο χιλιομέτρων την ώρα. Τα γουρούνια τρικλίζουν και σκούζουν γοερά, ο Τζακ σκούζει ακόμα δυνατότερα: Στα τσακίδια ρε βλάχοοοο… Πάρτα ρε ξεφτίλαααα! Ο χοιροβοσκός τον αγνοεί εντελώς και απομακρύνεται γοργά (τρόπος του λέγειν) από το πεδίο του δράματος.
Η άκαρπη συνάντηση με τον γνήσιο και αγνό εκπρόσωπο της καθ’ ημάς ανατολικής παράδοσης και η ασφυκτική πίεση του χρόνου κάνουν το μυαλό μου να δουλέψει ανάποδα: γιατί δε δοκιμάζουμε με την τραυματισμένη μας τζιπούρα; Γυρίζω το κλειδί στη μίζα – και ώ του θαύματος – η μηχανή (καύχημα του δυτικού υποδείγματος, ήτοι του καπιταλισμού στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης) βρυχιέται και δουλεύει! Ο ήχος της φτάνει στ’ αυτιά του απελπισμένου Τζακ που καπνίζει αγναντεύοντας με φιλοσοφική καρτερικότητα τα διάσελα και τις απέναντι ραχούλες και τον τινάζει ξαφνικά στα ύψη της ελπίδας. Πολύ πιο μπάσος από το κανονικό, τόσο χώμα πλακώνει το καπώ. Βάζω όπισθεν και γκαζώνω σιγά σιγά… Η μηχανή σβήνει. Ξανά, δουλεύει. Γκαζώνω δυνατά, το αμάξι ξεκολλάει και ελευθερώνεται. Χώματα και πέτρες πέφτουν δεξιά κι αριστερά. Βγαίνω.
Επιθεώρηση – πρόκειται για τη χαρά της αντιπροσωπείας: προφυλακτήρας, φανάρια, καπώ, παρμπρίζ, δεξί φτερό, δεξιά πόρτα και κολώνα, λάστιχα, ζάντες. Αυτά φαίνονται – σίγουρα έχουν γίνει θερινές και οι αναρτήσεις, το ψυγείο, η φρυγανιέρα, το τζακούζι, η ψηφιακή γαργαλίστρα και διάφορος άλλος εξοπλισμός. Ευτυχώς, υπάρχει μικτή ασφάλεια, οπότε ο ιδιοκτήτης του οχήματος δε χάνει καθόλου το κέφι του με τις αβαρίες. Διώχνουμε όπως όπως τα χώματα και κάθομαι στη θέση του οδηγού. Ο Τζακ δε φέρνει αντίρρηση – δεν τολμάει.
Το αμάξι τραβάει δεξιά και θέλει συνέχεια διόρθωμα με το τιμόνι, αλλά προχωράει. Ανεβάζω σιγά σιγά ταχύτητα, δέκα, είκοσι, τριάντα, σαράντα. Ως εκεί, δεν έχω νεφρό για παραπάνω. Οι δείχτες στο ταμπλώ αναβοσβήνουν σα δαιμονισμένοι, αλλά τους αγνοούμε, θέλοντας και μη. Σε λίγο, νάσου μπροστά μας το Ντάτσουν με τα γουρούνια. Το μάτι του Τζακ γυαλίζει. Άσε, καθαρίζω, του λέω. Κολλάω αποπίσω, η κόρνα χτυπά και ξαναχτυπά, τον ακουμπάω ελαφρά και τον τραντάζω (τώρα πια, τι να φοβηθεί η τζιπούρα;) τα γουρούνια διαμαρτύρονται εντόνως γαι την επικίνδυνη οδική συμπεριφορά και ο κτηνοτρόφος αναγκάζεται να σταματήσει δεξιά. Φρενάρω δίπλα του. Δικός σου! λέω στον Τζακ, που δεν κρατιέται. Δε μπορεί ν’ ανοίξει την πόρτα του, αλλά λούζει τον γουρουνοτρόφο με βρισιές, ανάκατες μάγκικες και Κοζανίτικες, που εκτοξεύονται σα ρουκέτες από το σπασμένο παράθυρο. Ξεκινάω και πάλι, σε λίγο ο δείχτης της θερμοκρασίας χτυπάει κόκκινο. Στάση, άνοιγμα του ψυγείου – είναι εντελώς άδειο και μας γεμίζει ως τα μπούνια με απελπισία.
Το Ντάτσουν μας φτάνει ξανά και σταματάει υποχρεωτικά γιατί δε χωρά να περάσει. Ο Τζακ τρέχει προς το μέρος του. Τα γουρούνια χαλάνε τον κόσμο, απηυδισμένα πλέον με αυτά τα εκνευριστικά σταμάτα -ξεκίνα. Ο χοιροβοσκός χάνει το χρώμα του (από σταχτής γίνεται μπλου σαξ) και τον βλέπω που ασφαλίζει την πόρτα. Με τα πολλά ο Τζακ τον πείθει πως δε θέλει το κακό του, λίγο νερό θέλει. Δεν έχου! φωνάζει ο άλλος, αλλά στην καρότσα υπάρχει ένα μισογεμάτο εικοσάκιλο πλαστικό μπιτόνι, για να πίνουν τα ζωντανά. Το αρπάζω και δροσίζω με το γουρουνόνερο τα πληγωμένα σπλάχνα της αριστοκρατικής μηχανής. Το λίγο που μένει δεν το επιστρέφω, το κρατάω στα πίσω καθίσματα. Ο χοιροβοσκός φωνάζει το μπετόνιμ! αλλά δεν επιμένει γιατί ο Τζακ του δείχνει παραστατικά τι σκοπεύει να του δώσει, έτσι και επιμείνει. Ξεκινάμε και πάλι. Η γουρουνίλα κατακλύζδει την καμπίνα, αλλά τέτοια ώρα – τέτοια λόγια…
Φτάνουμε, τη στιγμή που ήλιος βασιλεύει μεγαλόπρεπα – επί δικαίων, αδίκων και χοιροβοσκών με Ντάτσουν (δεύτερη ποιητική νότα!) Στο πλάτωμα, έξω από την αμπαρωμένη πόρτα, είναι παρκαρισμένα καμιά εικοσαριά αυτοκίνητα. Τσουλάμε και την ταλαίπωρη ML σε μια άκρη και κατεβαίνουμε.
Φτιαχνόμαστε όπως όπως, τινάζουμε από ρούχα και μαλλιά όσα χώματα μπορούν τιναχτούν και χτυπάμε το κουδούνι. Περιμένουμε, τίποτα. Χτυπάμε ξανά. Τζίφος. Μπροστά μας έχουμε μια θεόψηλη μάντρα με μια βαριά σιδερένια πόρτα σε χρώμα κυπαρισί, στολισμένη με μεταλλικούς δικέφαλους αετούς και σκουριασμένη κατά τόπους. Από ανθρώπους – ούτε ίχνος.
«Θα είναι όλοι στον εσπερινό…» συμπεραίνει ο Τζακ. «Δεν τρέχει κάστανο, θα πηδήξουμε τη μάντρα!»
Ακολουθεί μια σύντομη διαβούλευση, και επισκόπηση προς εντοπισμό του πλέον κατάλληλου σημείου. Κι αν έχει πάνω φυτεμένα γυαλιά ή αγκαθωτό σύρμα; αναρωτιέμαι δυνατά. Το μισοσκόταδο δε μας επιτρέπει να διακρίνουμε, η φόρα του Τζακ κόβεται, για λίγο. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή έρχεται ο από μηχανής θεός και δίνει τη λύση, όπως συμβαίνει κατά κόρον στις τραγωδίες του Ευριπίδη, που σηματοδότησαν (κατά το Νίτσε) τον ανεπανόρθωτο εκφυλισμό του κλασσικού θεάτρου. Στη δική μας ιλαροτραγωδία, ο από μηχανής θεός είναι ο ηρωικός χοιροβοσκός, που καταφθάνει με το σαραβαλιασμένο Ντάτσουν και τα γουρούνια του. Ενστικτωδώς κουρνιάζουμε στα πλαϊνά της πορτάρας, τον παρακολουθούμε αφανείς να σταματάει και να ξεπεζεύει.
Τα γουρούνια έχουν ησυχάσει, εξαντλημένα από το ταξίδι. Ίσως, πάλι, έχουν καταλάβει πως έφτασαν στο τέλος της διαδρομής του πρόσκαιρου και ψευδούς βίου – και κάνουν μια σύντομη και περιεκτική ανασκόπηση των πεπραγμένων (και των φαγωμένων, που υπήρξαν προαπαιτούμενο για τα πεπραγμένα). Ο χοιροβοσκός βγάζει το κινητό του και μιλάει. Ανάβει τσιγάρο και περιμένει. Πριν το καπνίσει ολόκληρο, η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται μια μαύρη σιλουέττα με αναμμένο φακό. Δεν είναι άλλη από την αδελφή Μακρίνα. Μπήγει μια δυνατή τσιρίδα καθώς μας βλέπει να ξεπροβάλουμε από το πηχτό σκοτάδι, αναμαλλιασμένοι και μαύροι από τη λασπουριά, κάνει μια να γυρίσει και να κλείσει τη βαριά πόρτα, αλλά ο Τζακ είναι πολύ πιο σβέλτος από τη μεσόκοπη καλόγρια, έχει προλάβει να εισχωρήσει. Μπαίνουμε μέσα, ενώ ο χοιροβοσκός ακολουθεί σύννους και κατηφής (υποθέτω, δεν τον είδα και καλά).
H Ηγουμένη Χρυσοστόμη
Δε μπορεί να κάνει διαφορετικά, θα μας δεχτεί. Ο Τζακ εξηγεί στην αδελφή Μακρίνα, η οποία έχει κατατρομάξει, πως δε σηκώνει κουβέντα: Ή θα μας δεχτεί αμέσως η Ηγουμένη ή θα κάνουμε το μοναστήρι ανάστα ο Κύριος. Η Μακρίνα σταματά να ψελλίζει δε γίνεται, δε μπορείτε, η γερόντισσα ξέρετε… όταν ο Τζακ της αναγγέλλει πως είναι ο άντρας της Αριάδνης, που πρόκειται να την κάνουν καλόγρια σε λίγο, στη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Περιμένετε εδώ, λέει και εξαφανίζεται.
Ανάβουμε τσιγάρα και προσπαθούμε να κατοπτεύσουμε το χώρο. Βρισκόμαστε από τη μέσα μεριά της πορτάρας, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν ξέρω. Μέσα στο σκοτάδι διακρίνουμε μονάχα σκοτεινούς όγκους και κάπου κάπου ένα αβέβαιο φως να τρεμοπαίζει. Η ομίχλη που πέφτει δεν διευκολύνει καθόλου την κατάσταση, καθώς προσθέτει εκνευρισμό. Ανάβουμε δεύτερα τσιγάρα. Και τρίτα. Αν δεν εμφανιστεί κανείς ή μάλλον καμιά μέχρι να το καπνίσω κι αυτό, θ’ αρχίσω να κλωτσάω τις πόρτες! δηλώνει ο Τζακ. Πριν τελειώσει τη φράση του φαίνεται ο κίτρινος φακός της Μακρίνας και αμέσως μετά ακούμε τα βαριά της βήματα στο πλακόστρωτο.
Απαγορεύεται το κάπνισμα εις τους χώρους της Ιεράς Μονής! μας λέει σε αυστηρό τόνο. Η Γερόντισσα θα σας δεχτεί, για λίγα λεπτά. Έχουμε Χριστούγεννα απόψε! Το πιάνουμε, με τη μία: αν η Μονή είχε σεκιούριτυ, θα κάναμε εδώ και ώρα παρέα με τα αγριογούρουνα του Παρνασσού, όξω από τη μάντρα. Δεν έχει – γι’ αυτό η Γερόντισσα θα μας δεχτεί, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη.
Κάθεται στο μικρό ξύλινο γραφείο της. Ο φωτισμός είναι χαμηλός. Είναι μια ηλικιωμένη, στιβαρή γυναίκα, με μπάσα φωνή – που έχει συνηθίσει να δίνει μόνο διαταγές (δε θυμάμαι από πού θυμάμαι αυτή τη φράση, αλλά ταιριάζει – οπότε τη βάζω).
«Καλώς ορίσατε. Από πού έρχεστε;»
«Θεσσαλονίκη»
«Τα ονόματά σας;»
«Ακούστε μαντάμ… συγνώμη, κυρία Ηγουμένη… Είμαι ο σύζυγος της Αριάδνης!»
Βλέπουμε πως το φρύδι της Ηγουμένης ανασηκώνεται ελαφρά.
«Αλήθεια;»
«Βεβαίως! Εγώ…»
«Η Αχίλλειος πτέρνα των ανθρώπων βρίσκεται στις πολλές κουβέντες και στις συζητήσεις. Θα το υποστούμε κι αυτό… Να μην θέλεις ποτέ τίποτε, παρά μόνο το Θέλημά Του και να δέχεσαι με αγάπη τα κακά που σού έρχονται. Δόξα Σοι, Κύριε… Εσείς κύριε Αγάθωνα έχετε χωρίσει με τη σύζυγό σας προ τριετίας. Προ έτους μάλιστα εξεδόθη και επισήμως το διαζύγιον…»
«Μα τι…»
«Μισό λεπτό! Αν κάτι ανάποδο μας συμβεί, καλύτερα να μη ρωτήσουμε ποίος φταίει. Γιατί μόνο εμείς φταίμε. Στην προσευχή μας, αν το ζητήσουμε, θα ανακαλύψουμε τον λόγο. Ή δεν αγαπήσαμε όσο έπρεπε, ή παραβήκαμε κάποιαν άλλην Εντολή, ή λάθος χειρισμό κάναμε, ή προηγηθήκαμε εκεί που δεν έπρεπε, ή βασιστήκαμε εκεί που δεν έπρεπε… Εξεδόθη το διαζύγιον και καταφέρατε να κερδίσετε την επιμέλεια του γιου σας, μετά από σκληρή δικαστική διαμάχη, κατά την οποία εκδηλώσατε εμπάθεια υψίστου βαθμού εις βάρος της τέως συζύγου σας… Αυτή βρήκε απελπισμένη καταφύγιο και παρηγορία στο Μοναστήρι μας. Μπορείτε να μου εξηγήσετε με ποιο δικαίωμα έρχεσθε εδώ, για να την ταράξετε την ώρα που αρχίζει μια καινούρια ζωή γι’ αυτήν; Και μάλιστα μ’ αυτήν την αξιολύπητη εμφάνιση, κι εσείς και ο κύριος που σας συνοδεύει… Καλά, δεν έχετε τον παραμικρό σεβασμό προς τα θεία. Αυτήν, την τέως γυναίκα σας εννοώ, γιατί την μισείτε τόσο πολύ;»
Η τελευταία φράση της Ηγουμένης κεντά σα βελόνα τον Τζακ – και τον ξεψαρώνει.
«Δεν είναι αυτό που λέμε, αλλά αυτό που ζούμε. Δεν είναι αυτό που κάνουμε, αλλά αυτό που είμαστε… Τη λατρεύω την Αριάδνη, κυρία μου!»
«Όποιος αγαπά δεν το νοιώθει. Όπως δε νοιώθει ότι αναπνέει. Περίεργος τρόπος για να δείχνετε το πάθος σας, δε λέω την αγάπη σας… και αγενής!»
«Σας λέω πως την αγαπάω! Δεν υπάρχω χωρίς αυτήν!»
«Για να φτάσεις στο δεν υπάρχω, αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς κι έτσι ταυτίζεσαι απόλυτα με τον Άλλο, τον εκάστοτε Άλλο, και τότε στο τέλος της ημέρας αναρωτιέσαι: Θέλω τίποτε; Όχι. Επιθυμώ τίποτε; Όχι. Μου λείπει τίποτε; Όχι… Αυτό είναι! Εσείς όμως θέλετε αυτά που σας υπαγορεύει το υπερτροφικό Εγώ σας. Με ποιο δικαίωμα ισχυρίζεσθε ότι αγαπάτε;»
«Κοιτάξτε, δε θέλω να μαλώσουμε. Είμαστε όλοι μορφωμένοι άνθρωποι…»
«Μία είναι η μόρφωση: το να μάθουμε πως να αγαπάμε τον Θεό. Μόνο όταν σταματήσει ο άνθρωπος τα διαβάσματα τα εκτός Ευαγγελίου, αρχίζει η πραγματική εσωτερική του πρόοδος. Τότε μόνο, ενωμένος με τον Θεό διά της Ευχής, μπορεί να ακούσει το Θείο Θέλημα… Λέτε πως την αγαπάτε. Και λοιπόν; Τι θέλετε;»
Ο Τζακ μένει για λίγο σκεφτικός.
«Να την δω, πριν μπει σ’ αυτήν την κόλαση…»
«Καλύτερα η Κόλαση εδώ, παρά στον Άλλο Κόσμο. Όχι!»
Ο Τζακ παίρνει ανάποδες.
«Και ποια είστε εσείς, που θα το απαγορεύσετε;»
«Υπάρχουν άνθρωποι που αγρυπνούν για μερικούς και υπάρχουν άνθρωποι που αγρυπνούν για όλους. Είμαι η Ηγουμένη αυτού του Μοναστηριού, κύριε Αγάθωνα και έχω κάθε πνευματικό και νομικό δικαίωμα φροντίζω για την ασφάλεια και την ησυχία των αδελφών εδώ πέρα. Σας καλώ να αποχωρήσετε αμέσως!»
Είναι η σειρά του Τζακ να δείξει το σκληρό του χαρακτήρα.
«Όχι!»
«Το όχι και κάθε άρνηση καταστρέφει την ενέργειά μας… Ωραία, θα καλέσω την αστυνομία…»
«Να την καλέσεις! Πολύ θα ήθελα μάλιστα να μας συλλάβουν, μετά από άγρια πάλη…»
(Τι λες, ρε ανοικονόμητε; αναρωτιέμαι – αλλά παραμένω ψύχραιμος και σιωπηλός μάρτυς)
«…θα ειδοποιήσω όλα τα κανάλια, ο Χαρδαβέλας και ο Τριανταφυλλόπουλος θα κάνουν μεγάλη χαρά όταν θα τους διηγηθώ με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία της Αριάδνης!»
«Στη ζωή μας, στην αρχή έχουμε ανάγκη από την παρουσία κάποιου άλλου προσώπου αγαπητού ή φιλικού. Όσο προχωρούμε, ο Ένας, ο Θεός, μάς γεμίζει με την Αγάπη και την Χαρά Του τόσο ώστε Κανένας να μην χρειάζεται πια. Όλα αυτά τα κάνει στην αρχή η ψυχή γιατί ακόμα δεν ξέρει Ποιον αγαπά και θαρρεί πως είναι εκείνος ο άνθρωπος… Επιμένετε;»
«Επιμένω!»
Η Ηγουμένη συνειδητοποιεί πως δε θα ξεμπλέξει εύκολα με τον κύριο Αγάθωνα. Στρέφεται προς τα μένα.
«Μη συσχετίσεις ποτέ τον άνθρωπο με τον κακό τρόπο που σου φέρεται. Να βλέπεις μέσα στην καρδιά του τον Χριστό»
«Συμφωνώ, ό,τι πείτε… Αλλά πρέπει να πάρετε μιαν απόφαση, αλλιώς θα μας φέρετε κι εμάς στην πολύ δυσάρεστη θέση να σας γίνουμε κακός μπελάς!»
Η Ηγουμένη αποστρέφει το βλέμμα της. Αντίθετα ο Τζακ με κοιτάει σα να μου λέει: Είσαι φίλος!
Η Ηγουμένη χτυπάει ένα καμπανάκι, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Μακρίνα.
«Ο Θεός όταν μας έκανε, μας έδωσε την Ζωή και μας εμφύσησε το Πνεύμα Του. Αυτό το Πνεύμα είναι η Αγάπη. Όταν μας εγκαταλείψει η αγάπη, τότε γινόμαστε πτώματα. Είμαστε νεκροί πια. Η αγάπη είναι μόνο πάνω στον Σταυρό… Αδελφή, ειδοποίησε σε παρακαλώ τη Χριστονύμφη πως είναι εδώ ο κύριος Αγάθων και ρώτησέ την αν θέλει να τον δει. Υπό μία προϋπόθεση: Θα μας υποσχεθεί ο κύριος ότι θα σεβαστεί την απόφαση της νέας μας αδελφής, ακόμα κι αν δεν του αρέσει!»
«Και πως θα ξέρω ότι τη ρωτήσατε – και δε με δουλεύετε;»
«Μερικοί άνθρωποι γίνονται δοχεία της Δυνάμεως του Σκότους κατά Παραχώρηση Θεού για ατομική μας δοκιμασία και πρόοδο! Επιτέλους, κύριε!»
«Να πάει κι αυτός μαζί με την αδελφή»
«Ο Άνθρωπος μία φορά παίρνει το μάθημά του. Άμα δεν το πάρει την πρώτη, θα πει ότι κάτι τρέχει στο υποσυνείδητό του που τον εμποδίζει. Είστε τρελός; Μου ζητάτε να επιτρέψω να μπει ένας άντρας στην πτέρυγα των κελιών που προσεύχονται αυτή τη στιγμή οι αδελφές;»
«Σωστά, θα τις αναστατώσει… είναι και εξαιρετικά αναστατωτικός, έτσι με τις λάσπες… Φωνάξτε την Αριάδνη κάπου έξω, αλλά θέλω οπωσδήποτε να ακούσει ο φίλος μου από το στόμα της αν δέχεται να με δει ή όχι»
«Και μετά, θα φύγετε!»
«Αν μιλήσω μαζί της, ναι. Αλλιώς θα μείνω και θα παρακολουθήσω την τελετή»
Η Χρυσοστόμη δεν απαντά, αλλά φαίνεται φουντωμένη. Κάνει νόημα στη Μακρίνα, σηκώνομαι από την ψάθινη καρέκλα μου και την ακολουθώ. Πριν κλείσει η πόρτα του ηγουμενείου πίσω μας, ακούω το Τζακ να αναρωτιέται δυνατά μα γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά; και την Ηγουμένη να απαντά:
«Ποτέ να μην λες γιατί περνώ αυτό; Ή όταν βλέπεις τον άλλο με τη γάγγραινα, τον καρκίνο ή την τύφλωση, να μη λες γιατί το περνά αυτό; Αλλά να παρακαλείς τον Θεό να σου χαρίσει το όραμα της άλλης όχθης… Τότε θα βλέπεις όπως οι Άγγελοι τα γινόμενα εδώ όπως πραγματικά είναι: ΟΛΑ στο σχέδιο τού Θεού. ΟΛΑ»
Συνεννόηση, υπό το μηδέν.
Ο φακός της αδελφής Μακρίνας προσπαθεί να φωτίσει το σκοτάδι και την ομίχλη. Η καλόγρια έχει διάθεση για κουβέντα και καταπατά χωρίς πολλά πολλά δύο αυστηρές εντολές για τις μοναχές: πρώτο να μη φλυαρούν ασκόπως και δεύτερο να μη μιλάνε με άντρα.
«Κάθε τόπος μπορεί να γίνει τόπος Ανάστασης. Φτάνει να ζεις την Ταπείνωση τού Χριστού»
«Η Αριάδνη, είναι σε καλή διάθεση;»
«Όποιος ζει στο Παρελθόν, είναι σαν τον πεθαμένο. Όποιος ζει στο Μέλλον με την φαντασία του, είναι αφελής, γιατί το Μέλλον είναι μόνον του Θεού. Η Χαρά του Χριστού βρίσκεται μόνο στο Παρόν. Στο Αιώνιο Παρόν του Θεού. Εκεί ζει τώρα η αδελφή μας και είναι ήρεμη, ευτυχής θα έλεγα…»
«Πειθαρχεί στα μοναστικά καθήκοντα;»
«Η ζωή της Εκκλησίας βρίσκεται πέρα από κάθε ηθική πειθαρχία ή θρησκευτικά καθήκοντα. Είναι υπέρβαση της Ηθικότητας στην Πνευματικότητα. Περιμένετε εδώ, σ’ αυτό το κελί»
Μπαίνω μέσα, αλλά κρατάω την πόρτα με το χέρι μου. Ώρες είναι να με κλειδώσει η Μακρίνα – και να την ξαναδώ όταν θα είναι πολύ αργά.
«Πρέπει να αγαπάμε τους ανθρώπους να τους αγκαλιάζουμε όπως μας τους φέρνει ο Θεός. Έτσι ορίζει ο Ίδιος ο Κύριος και η Ορθόδοξη Παράδοση» λέει η Μακρίνα σε ουδέτερο τόνο και εξαφανίζεται.
Μένω στο σκοτάδι, αλλά η όρασή μου έχει ήδη προσαρμοστεί. Ανάβω τον αναπτήρα και εξετάζω την παλιά λάμπα πετρελαίου που είναι κρεμασμένη από ένα καρφί στον τοίχο. Βγάζω προσεχτικά το λαμπόγυαλο, ξεφτιλίζω λίγο το φυτίλι και το ανάβω. Ευτυχώς έχει λίγο πετρέλαιο και τα σκοτάδια δίνουν τη θέση τους σ’ ένα φως γεμάτο σκιές που τρεμοπαίζουν (τώρα αυτό το σκηνικό δεν ξέρω αν είναι καλό – δραματουργικώς εννοώ. Θα δείξει).
Η Αριάδνη στο μισοσκόταδο
Η Μακρίνα έρχεται μπροστά και η Αριάδνη ακολουθεί, ντυμένη κι αυτή με μαύρο ράσο, μαύρο σκουφί και μαντήλι. Μπαίνουν στο κελί, η Μακρίνα ανάμεσά μας. Παραμερίζω, για να τη φωτίσει το φως της λάμπας καλύτερα και να δω το πρόσωπό της. Η Αριάδνη με ατενίζει για τρία δευτερόλεπτα και μετά χαμηλώνει τα μάτια.
«Ορίστε, η αδελφή θα σας πει πως δε θέλει να δει τον πρώην κύριο Αγάθωνα» είπε η Μακρίνα.
«Γεια σου, Αριάδνη…»
«Γεια σου…»
«Είσαι καλά;»
«Τι ωραίο που είναι το Μυστήριο του Αύριο!»
Η Μακρίνα ξεροβήχει: είμαστε εκτός θέματος.
«Λοιπόν;»
«Να του πεις πως δεν θέλω να τον δω! Αυτός μ’ έστειλε εδώ!»
«Αν σε έστειλε αυτός, κάνεις μεγάλο λάθος που…»
Η Μακρίνα βήχει δυνατά και αναγγέλλει αποφασιστικά πως η συνάντηση τελείωσε.
Θέλω να της μιλήσω, να τη ρωτήσω πολλά. Η Μακρίνα την πιάνει από τους ώμους και την κατευθύνει προς την πόρτα. Καθώς την αφήνει για να ανοίξει, η Αριάδνη στρέφει και με κοιτάζει, για δεύτερη φορά. Δε μπορώ να το περιγράψω εκείνο το βλέμμα, αλλά μου φαίνεται πως είδα μέσα του ολόκληρη τη γνωστή Αριάδνη. Ίδια και απαράλλαχτη. Μπορεί, πάλι, να έκανα λάθος.
Δεν έχω ακόμα αποφασίσει ούτε για το βλέμμα της Αριάδνης, ούτε προς τα πού πρέπει να κατευθυνθώ και η αδελφή Μακρίνα επιστρέφει.
«Ελάτε μαζί μου. Θα σας δείξω που θα κοιμηθείτε απόψε» λέει. «Θα ειδοποιήσω και τον κύριο Αγάθωνα»
Στο κελί της αναμονής
Ο Τζακ κάνει σαν το λιοντάρι στο κλουβί. Η ώρα είναι ακόμα εννέα, η λειτουργία των Χριστουγέννων θα αρχίσει στη μία. Του αφηγούμαι για πολλοστή φορά τη σύντομη συνάντηση με την Αριάδνη.
«Ώστε δεν έβγαλες κανένα συμπέρασμα…»
«Όχι»
«Να σε βράσω!»
«Ηρέμησε… Για να έχει φτάσει σε αυτό το σημείο σημαίνει πως το θέλει η ίδια, άρα τι ψάχνεις για ψύλλους στ’ άχυρα;»
«Δε θέλω να γίνει καλόγρια!»
«Έχεις τύψεις, ρε Τζακ;»
Ο Τζακ κοκαλώνει. Δεν το περίμενε αυτό.
«Να έχω τύψεις; Σοβαρολογείς;»
«Να, αυτό που είπε η Ηγουμένη για το διαζύγιο…»
«Για σιγά… Στα δικαστήρια τραβηχτήκαμε γιατί δεν ήθελα να έχει την επιμέλεια του παιδιού αυτή. Αλλά ξέρεις πολύ καλά γιατί!»
«Ξέρω…»
«Να μου λες λοιπόν πως είμαι ηλίθιος που δεν την αφήνω να πάει να κουρεύεται και να μην ασχοληθώ ξανά μαζί της, μάλιστα, να το δεχτώ. Το ξέρω πως κάνω μαλακία που βρίσκομαι εδώ, κόντεψα να σκοτωθώ κιόλας το απόγευμα…»
«Μαζί κοντέψαμε να σκοτωθούμε!»
«Γι’ αυτό είναι οι φίλοι. Σε πούλησα ποτέ εγώ, ρε συ;»
Η αλήθεια να λέγεται, είναι πάντα απίκο όποτε τον χρειάστηκα, είκοσι τόσα χρόνια τώρα. Αντίθετα εγώ νοιώθω πως του έχω κάνει λαδιά. Με την Αριάδνη, αλλά δεν είναι η κατάλληλη ώρα να το συζητήσουμε αυτό (ποτέ δεν ήταν – και ποτέ δε θα είναι, μου φαίνεται…)
«Καλά!»
«Έτσι. Πες με λοιπόν ηλίθιο, βλάκα, ανόητο – δε μ’ ενδιαφέρει. Μόλις άκουσα πως καλογερεύει τρελάθηκα – και ξέρεις γιατί»
«Γιατί την αγαπάς»
«Γιατί την αγαπάω! Αλλά όχι και να έχω τύψεις για τη συμπεριφορά μου απέναντί της, με όλα τα νούμερα που μου έκανε, η τσούλα!»
«Άσε το παρελθόν. Τώρα τι κάνουμε! Τι άλλο είπατε με την Ηγουμένη;»
«Μου τράβηξε ένα ρητό ακόμα στο δοξαπατρί, βγήκα από το ηγουμενείο και περίμενα ναρθείς. Άκου τι είπε, ρε συ: Τι ωραίο που είναι το Μυστήριο του Αύριο! Γιατί γελάς;»
«Γιατί μου το είπε και η Αριάδνη – παρέλειψα να το αναφέρω»
«Πάει, της έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου…»
«Λοιπόν;»
Ο Τζακ με κοιτάζει πολλή ώρα, στεναχωρημένος. Έχει φτάσει στα όριά του.
«Λοιπόν… τίποτα. Θα παρακολουθήσω την τελετή, θα τη δω να γίνεται καλόγρια και θα φύγουμε…»
«Είσαι σίγουρος;»
«Τι άλλο μπορώ να κάνω;»
Έχει δίκιο: Δε μπορεί να κάνει τίποτα, εκτός από το να παραμείνει σιωπηλός μάρτυρας, στο πιο αναπάντεχο φινάλε της ιστορίας του με την Αριάδνη. Κουρασμένος, γέρνω στο κρεβάτι και με παίρνει ο ύπνος, ενώ ο Τζακ εξακολουθεί να καπνίζει και να πηγαινοέρχεται.
Η κουρά
Μπαίνουμε στο καθολικό και αισθανόμαστε τα βλέμματα από τις δεκάδες καλόγριες να μας περιεργάζονται, στο μισοσκόταδο. Μπορεί να κάνουμε λάθος και να μας κοιτάζουν μονάχα επειδή είμαστε νεοφερμένοι και λασπουδεροί. Μπορεί να ξέρουν, μπορεί και όχι. Υποθέτω πως η Ηγουμένη έχει ενημερώσει κάποιες έμπιστές της, να είναι έτοιμες να αντιδράσουν – σε περίπτωση εκτρόπων. Προχωράμε σταυροκοπούμενοι μηχανικά και ψάχνουμε ελεύθερο στασίδι. Εντοπίζουμε ένα τριπλό ελεύθερο, πίσω και αριστερά από το αριστερό χοροστάσιο. Από τις θέσεις μας μπορούμε να παρακολουθούμε άνετα τα δρώμενα στο καθολικό. Παρακολουθούμε με ένταση, αλλά η Αριάδνη δεν έχει εμφανιστεί ακόμα. Ιερουργεί ένας ηλικιωμένος ιερομόναχος με καθαρή και βροντώδη φωνή, ο παπά Εφραίμ. Ξαφνικά φτάνει στα ρουθούνια μας μια γνώριμη μυρωδιά: ο χοιροβοσκός κάθεται στο κενό στασίδι, δεξιά μου. Πίκρα. Ή, μάλλον, βρώμα.
Μια καλόγρια κουβαλάει απ’ έξω ένα ξύλινο τρίποδο και το στήνει μπροστά στην εικόνα του Χριστού του τέμπλου. Μια δεύτερη που τη συνοδεύει στρώνει το αναλόγιο μ’ ένα πορφυρό βελούδο. Μια τρίτη, τοποθετεί πάνω στο αναλόγιο ένα μεγάλο αστραφτερό ψαλίδι ραπτικής. Κάποια στιγμή ο παπά Εφραίμ φέρνει το Ευαγγέλιο και το απιθώνει πάνω στο αναλόγιο.
Η Ηγουμένη αφήνει τη θέση της, καθώς ξεκινάει η Θεία Λειτουργία, και κατευθύνεται προς την είσοδο του ναού. Αφήνουμε για λίγο τις θέσεις μας, για να βλέπουμε – το ίδιο κάνουν και οι υπόλοιποι επισκέπτες. Η Ηγουμένη παίρνει την μέλλουσα μοναχή από τη θύρα του ναού, όπου την έχει φέρει από το κελί της η τυπικάρισσα. Τη βάζει, αφού κάνει μετάνοια στην είσοδο, να προσκυνήσει στο μέσο, στην Ωραία Πύλη, δεξιά κι αριστερά στα χοροστάσια. Μετά τη βάζει να κάνει τρεις μετάνοιες στην εικόνα του Χριστού, τρεις στην εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου και τρεις στην εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, επ’ ονόματι του οποίου τιμάται το καθολικό. Ύστερα η Αριάδνη βάζει μετάνοια στην Ηγουμένη και τον παπά Εφραίμ, φιλάει το χέρι τους και στέκεται στ’ αριστερά τους με σταυρωμένα χέρια. Η χαμηλοβλεπούσα Αριάδνη, προς το παρόν δε θυμίζει καλόγρια. Φοράει ένα ποδήρες λευκό ράσο, χωρίς ζώνη – και λευκές κάλτσες. Το κεφάλι είναι ακάλυπτο και τα πλούσια μαλλιά της ελεύθερα σκεπάζουν τους ώμους της.
Ψέλνονται τα χριστουγεννιάτικα τροπάρια καθώς και τα απολυτίκια του Αγίου Νεκταρίου, το όνομα του οποίου φέρει το καθολικό και τα διατεταγμένα αντίφωνα. Μετά ο παπά Εφραίμ αρχίσει να κατηχεί τη μέλλουσα μοναχή:
«Άνοιξον τα της καρδίας σου ώτα, Αδερφή, και άκουσον της φωνής του Κυρίου λεγούσης: Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς, άρατε τον ζυγόν μου αφ’ υμάς, και μάθετε απ΄ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών. Νυν ουν την προσείκουσαν απόκρισιν προς εκάστην των ερωτήσεων, μετά φόβου και χαράς απόδος τω Θεώ. Ασφαλώς δε γίγνωσκε, ότι αυτός ο Σωτήρ ημών μετά της πανυμνήτου αυτού Μητρός, και των αγίων Αγγέλων, και πάντων των Αγίων αυτού, ενταύθα πάρεστιν ενωτιζόμενος τα παρά σου εκπορευόμενα λόγια, ίνα όταν έλθει κρίναι ζώντας και νεκρούς, αποδώση σοι, ου καθ΄ ό μέλλεις συνταγήναι και καθομολογήσαι, αλλά καθ΄αν φυλάξεις ά ομολογήσεις. Νυν ουν εν αληθεία προσέρχει των Θεώ, μετά προσοχής αποκρίνου ημίν προς ά μέλλεις επερωτάσθαι…»
«Πήξαμε στους αγγέλους…» μουρμουρίζει ο ασεβής Τζακ. Στο μεταξύ αρχίζουν οι ερωταποκρίσεις ανάμεσα στον ιερέα και στη μέλλουσα μοναχή:
«Τι προσήλθες, αδελφή, προσπίπτουσα τω αγίω θυσιαστηρίω και τη αγία Συνοδεία ταύτη;»
«Ποθούσα τον βίον της ασκήσεως τίμιε Πάτερ»
«Ποθείς αξιωθείναι του αγγελικού σχήματος και καταταγήναι εν τω χορώ την Μοναζουσών;»
«Ναι, του θεού συνεργούντος μοι, τίμιε Πάτερ»
«Όντως καλόν έργον και μακάριον εξελέξω, αλλ’ εάν και τελειώσεις αυτό. Τα γαρ καλά κόπω κτώνται και πόνω κατορθούνται. Εκουσία σου τη γνώμη προσέρχεσαι των Κυρίω;»
«Ναι, του Θεού συνεργούντος μοι, τίμιε Πάτερ»
«Μη εκ τινος ανάγκης ή βίας;»
«Ουχί, τίμιε Πάτερ»
«Αποτάση τω κόσμω και τοις εν τω κόσμω κατά την εντολήν του Κυρίου;»
«Ναι, του Θεού συνεργούντος μοι, τίμιε Πάτερ»
«Σώζεις μέχρι θανάτου την υπακοήν τη Προεστώτι και πάση τη εν Χριστώ Αδελφότητι;»
«Ναι, του Θεού συνεργούντος μοι, τίμιε Πάτερ»
«Υπομένεις πάσαν θλίψιν και στεναχωρίαν του μονήρους βίου δια την Βασιλείαν των Ουρανών;»
«Ναι, του Θεού συνεργούντος μοι, τίμιε Πάτερ»
«Φυλάττεις σεαυτόν εν παρθενία και σωφροσύνη και ευλαβεία;»
«Ναι, του Θεού συνεργούντος μοι, τίμιε Πάτερ»
«Τι λένε, ρε συ. Γιατί να απαρνηθεί τον κόσμο; Ο Θεός δεν τον έφτιαξε;» ρωτάει ο Τζάκ, αλλά δεν είναι ώρα να του απαντήσω – συνεχίζεται η κατήχηση:
«Βλέπε τέκνον, οίας συνθήκας δίδως τω Δεσπότη Χριστώ. Άγγελοι γαρ πάρεισιν αοράτως, απογραφόμενοι την ομολογίαν σου ταύτην, ήν και μέλλεις απαιτείσθαι εν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού… Ει ουν αληθώς ακολουθείν αυτώ ηρετήσω και ει αψευδώς κληθήναι Αυτού μαθητρία επιποθείς, ετοιμάσθητι από του παρόντος, μη προς άνεσιν, μη προς αμεριμνησίαν, μη προς τρυφάς, μη προς άλλο τι των επί γης τερπνών τε και απολαυστικών αλλά προς αγώνας πνευματικούς, προς εγκράτειαν σαρκός, προς κάθαρσιν ψυχής, προς πτωχείαν ευτελή, προς πένθος αγαθόν, προς πάντα τα λυπηρά και επίμονα της χαροποιού κατά Θεόν ζωής… Ω της καινής κλήσεως! Ω της δωρεάς του μυστηρίου! Δεύτερον βάπτισμα λαμβάνεις σήμερον, Αδελφή, τη περιουσία των του φιλανθρώπου Θεού δωρεών, και των αμαρτιών σου καθαίρη, και κόρη Θεού γίνη και αυτός Χριστός ο Θεός ημών συγχαίρει μετά των αγίων Αγγέλων αυτού επί τη σοι μετανοία θύων σοι τον μόσχον τον σιτευτόν. Αξίως λοιπόν της κλήσεως περιπάτησον, απαλλάγηθι της των ματαίων προστασίας’ μίσησον τη προς τα κάτω έλκουσάν σε επιθυμίαν… Δια τούτο απέστω από σου ανηκοΐα, αντιλογία, υπερηφάνεια, έρις, ζήλος, φθόνος, θυμός, κραυγή, βλασφημία, λαθροφαγία, παρρησία, μερική φιλία, περπερεία, φιλονικεία, γογγυσμός, ψιθυρισμός, επίκτησις ιδιάζουσα οικτρού πράγματος και τα άλλα πάντα της κακίας είδη, δι’ ά έρχεται η οργή του Θεού επί τους τα τοιαύτα πράσσοντας…»
Ο Τζακ στρέφεται πάλι προς το μέρος μου.
«Τι θα πει περπερεία, ρε συ;»
«Ξέρω ‘γω; Υποθέτω πως είναι το πολύ το μπούρου – μπούρου…»
«Χα! Σώθηκαν! Η Αριάδνη το μπούρου μπου…»
«Σσσστ!» ακούγεται ο αυστηρός χοιροβοσκός από δίπλα. Το βλέμμα του είναι άκρως αποδοκιμαστικόν.
«Θα τον πνίξω αυτόν…» μουρμουρίζει ο Τζακ.
Ακολουθεί νέα στιχομυθία ανάμεσα στον ιερέα και στην κειρομένη:
«Ταύτα πάντα ούτω καθομολογείς, επ’ ελπίδι της δυνάμεως του Θεού και εν ταις ταύταις ταις υποσχέσεσι διακαρτερείν συντάσση μέχρι τέλους ζωής, χάριτι Χριστού;»
«Ναι, του Θεού συνεργούντος μοι, τίμιε Πάτερ»
Ο παπά Εφραίμ απευθύνει ευχή ζητώντας ο Θεός επιλάβοιτο, και επαγκαλίσαιτο και υπερασπίσαι σου και γένοιτό σοι τείχος οχυρόν από προσώπου εχθρού, πέτρα υπομονής, παρακλήσεως αφορμή, ευτονίας χορηγός, ευψυχίας πορισμός, ανδρείας συναγωνιστής συγκοιταζόμενος, συνανιστάμενος, γλυκαίνων και ευφραίνων σου την καρδίαν… ώστε να κληρονομήσει η Αριάδνη τη Βασιλεία των Ουρανών. Μετά σταυρώνει τρεις φορές στο κεφάλι την υποψηφία, στρέφεται προς Ανατολάς και συνεχίζει με νέα ευχή:
«Συ ει το φως, το φως το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, δυσωπούμενος υπό της αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, και πάσης επουρανίου σου Εκκλησίας των πρωτοτόκων εν Ιερουσαλήμ, επίβλεψον ιλέω όμματι επί την ταπείνωσιν της δούλης Σου Αριάδνης, ήτις συνέθετο και καθωμολόγησεν ενώπιων πολλών μαρτύρων’ σύναψον τω δωρηθέντι αυτή εκ προγόνων χαρίσματι της υιοθεσίας και της Βασιλείας σου δια του Αγίου Βαπτίσματος, το μοναδικόν τούτο και Αγγελοειδές επάγγελμα ακατάσειστον, τεθεμελιωμένον επί την ακρότομον και πνευματικήν πέτραν της εις Σε πίστεως. Ενδυνάμωσον αυτήν εν τω κράτει της ισχύος Σου, και ένδυσον αυτήν την πανοπλίαν του Αγίου Σου Πνεύματος, ότι ουκ έστι αυτή η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνεύματα της πονηρίας. Περίζωσον την οσφύν αυτής δύναμιν αληθείας και ένδυσον αυτήν θώρακα δικαιοσύνης και αγαλλιάσεως και υπόδυσον τους πόδας αυτής εν ετοιμασία του Ευαγγελίου της ειρήνης…»
«Να τα και τα πνεύματα της πονηρίας… κι έλεγα πότε θα σκάσουν μύτη…» ψιθυρίζει ο αγανακτισμένος Τζακ.
Αμέσως μετά, ο παπά Εφραίμ λέγει κι άλλη μια ευχή, αυτή τη φορά πάνω από το κεφάλι της Αριάδνης, αναφέροντας πανηγυρικά το μοναχικό της όνομα.
«Άγιε Κύριε των δυνάμεων, ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ευλόγησον την δούλην σου Χριστονύμφην, ήν προσεκαλέσω εις τον πνευματικόν σου νυμφώνα και καταξίωσον αυτήν είναί Σου οσίαν δούλην. Σόφισον αυτήν και επίχεε αυτή την παρά του ηγεμονικού σου Πνεύματος χάριν και σύνεσιν. Ενίσχυσον αυτήν εις τον κατά του αοράτου εχθρού πόλεμον’ τας εκ της σαρκός επαναστάσεις, τη κραταιά δυνάμει Σου κατέβαλε…»
Ο Τζακ βήχει δυνατά.
«Δεν έχουν ιδέα τι θα πει επανάσταση της σαρκός της Αριάδνης… Αν ήξερες…»
Ξέρω – και πολύ καλά μάλιστα, αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να το αναφέρω. Ο παπά Εφραίμ απλώνει το χέρι του στο Ευαγγέλιο και λέγει στην κειρόμενη μοναχή:
«Ιδού ο Χριστός αοράτως ενταύθα πάρεστι. Βλέπε, ότι ουδείς σε αναγκάζει ελθείν επί τούτο το Σχήμα. Βλέπε, ότι συ εκ προθέσεως θέλεις τον αρραβώνα του Μεγάλου και αγγελικού Σχήματος»
«Ναι, τίμιε Πάτερ, εκ προθέσεως»
«Λάβε το ψαλίδιον και επίδοσον αυτό»
Η Αριάδνη – Χριστονύμφη παίρνει το ψαλίδι και το δίνει στην Ηγουμένη και εκείνη με τη σειρά της το δίνει στον παπά Εφραίμ, που το τοποθετεί πάλι στο Ευαγγέλιο. Αυτό επαναλαμβάνεται τρεις φορές. Την δεύτερη φορά, ο παπά Εφραίμ λέει:
«Ιδού εκ της χειρός του Χριστού λαμβάνεις αυτό. Βλέπε δε τίνι προσέρχει, τίνι συντάσση και τίνι αποτάσση»
Όταν για τρίτη φορά η Ηγουμένη δίνει το ψαλίδι στον παπά Εφραίμ, εκείνος λέει:
«Ευλογητός ο Θεός ο θέλων πάντας ανθρώπους σωθήναι, και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, ο ών ευλογητός εις τους αιώνας των αιώνων».
Αρχίζει να κουρεύει τα μαλλιά της Αριάδνης σταυρωτά, με μεγάλες ψαλίδιές. Νιώθω το χέρι του Τζακ να μου σφίγγει δυνατά το μπράτσο. Όχι τα μαλλιά της, ρε… όχι τα μαλλιά της! Τον βλέπω, είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Ο παπά Εφραίμ συνεχίζει τα δικά του:
«Η αδελφή ημών Χριστονύμφη κείρεται την κόμην της κεφαλής αυτής, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Είπωμεν υπέρ αυτής το Κύριε ελέησον»
Οι χοροί ψέλνουν τρεις φορές το Κύριε ελέησον. Η τυπικάρισσα φέρνει τα μοναχικά ενδύματα από το άγιο Βήμα και τα δίνει ένα – ένα στην Ηγουμένη, η οποία τα δίνει στον ιερέα – Ανάδοχο, ο οποίος και ντύνει τη νέα μοναχή. Κάθε φορά η Ηγουμένη λέει για κάθε ένδυμα μια ξεχωριστή ευχή, πριν το δώσει στον παπά – και η Αριάδνη ντύνεται για τρίτη και τελευταία φορά νυφούλα, αυτή τη φορά για τον Κύριο, αυτοπροσώπως. Η ένδυση κρατάει κάμποση ώρα, γιατί για κάθε εξάρτημα υπάρχει ξεχωριστή διαδικασία. Λέει η Ηγουμένη, για τα παπούτσια:
«Η αδελφή ημών Χριστονύμφη υποδύεται τα σανδάλια εις ετοιμασίαν του Ευαγγελίου της ειρήνης, εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. Είπωμεν και υπέρ αυτής το Κύριε ελέησον»
Όλες οι καλόγριες ψέλνουν 3Χ2 Κύριε ελέησον, ακολουθώντας τους χορούς. Στο μεταξύ η Αριάδνη παίρνει και φοράει κάτι αντρικά χοντροπάπουτσα.
«Δεν το πιστεύω… Αυτή κάνει σαν τρελή για τις γόβες… Μια περιουσία έχω πληρώσει στο ΝΑΚ, στον Καλογήρου και στον Πετρίδη…» ψιθυρίζει ο Τζακ.
«Αυτούνα θα ντην ουδηγήσνι ει -ς ντη Βασ’λείαν των Ουρα-νών!» λέει θριαμβευτικά ο χοιροβοσκός, ο οποίος έχει ενθουσιαστεί τόσο πολύ, που θέλει να μοιραστεί τη χαρά του με κάποιον.
Ο Τζακ του ρίχνει ένα βλέμμα όπου η τρομερή αντιπάθεια είναι ανακατεμένη με μια δριμύτατη απέχθεια.
«Προσπάθησε να μη βρωμάς τόσο πολύ… μας έχεις φλομώσει στη γουρουνίλα!» λέει δυνατά.
Εγώ προσπαθώ να συγκρατήσω τα γέλια μου, ο χοιροβοσκός τον κοιτάζει εμβρόντητος. Δεν συνεχίζουν, γιατί έχει ολοκληρωθεί η δέσμη των Κύριε ελέησον και η Ηγουμένη παραγγέλλει τώρα καινούριο εξάρτημα της μοναχικής ενδυμασίας, τον μανδύα.
Κάποτε η Χρυστονύμφη είναι έτοιμη, κατάμαυρη από πάνω ως κάτω. Ελεύθερα έχουν μείνει μονάχα τα μάτια (που κρατά χαμηλά) η μύτη και το στόμα. Μαυροφόρα απελπισιά… σχολιάζει ο Τζακ, αποκαρδιωμένος. Ο δεξιός χορός αρχίζει σε πλάγιο δ’ Ενδύσασθε χιτώνα της σωτηρίας... Ο χοιροβοσκός συνοδεύει, δυνατά, με μια ελάχιστη χρονική απόκλιση: Νδύυυ… ιιιώωωωνα… τ-ς …ιιιντηρίας… Ο παπά Εφραίμ εντοπίζει την πηγή της κακοφωνίας και ο δυστυχής χοιροβοσκός εισπράττει μια ενοχλημένη και επιτιμητική ματιά. Ο αριστερός χορός απαντά με το Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω… χωρίς παράσιτα αυτή τη φορά.
Ο παπά Εφραίμ λέει μια ακόμα ευχή:
«Κύριε ο Θεός ημών, ο πιστός εν ταις παραγγελίαις Σου και αμεταμέλητος εν ταις χαρίσμασί Σου, και άφατος εν τη φιλανθρωπία Σου’ ο καλέσας το πλάσμα Σου κλήσει αγία και αναγαγών την δούλην σου Χριστονύμφην εις την πνευματικήν σου Ζωήν’ δος αυτή βίον ευσχήμονα, πολιτείαν ενάρετον και ακατάγνωστον, ίνα, εν αγιασμώ πολιτευσαμένη, άσπιλον διατηρήση, όπερ τη δυνάμει Σου ενεδύσατο Σχήμα…»
«Αμ δεν είναι ο Θεός τέτοιος τζαναμπέτης, ρε σεις…» σχολιάζει ο Τζακ.
Η τυπικάρισσα παίρνει τη Χριστονύμφη και την οδηγεί σ’ ένα άδειο στασίδι του αριστερού χορού, λιγότερο από δυο μέτρα μακριά από τον Τζακ, ενώ όλες ψέλνουν θριαμβευτικά το Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. Αλληλούια. Καθώς η τυπικάρισσα και η νέα μοναχή (που της ρίχνει ενάμισυ κεφάλι) ζυγώνουν, ο Τζακ κάνει μια αυθόρμητη κίνηση προς το μέρος τους. Αντιλαμβάνομαι και αστραπιαία τον αρπάζω απ’ το μπράτσο και τον καθηλώνω. Τον βλέπω, την τρώει με τα μάτια. Αυτή, για μια στιγμή μονάχα, σηκώνει το κεφάλι της και βλέπει για πρώτη φορά την αδόκιμη τριάδα των στασιδιών: τον Τζακ, εμένα και το χοιροβοσκό. Κοντοστέκεται για ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου, αλλά αυτοκυριαρχείται και συνεχίζει χαμηλοβλεπούσα.
Είναι σειρά για τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο. Μετά, ο παπά Εφραίμ πλησιάζει και δίνει στη Χριστονύμφη ένα Σταυρό και της λέει: Είπεν ο Κύριος: Ει τις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μου. Κατόπιν της δίνει ένα κομποσκοίνι και μια λαμπάδα και της λέει: Είπεν ο Κύριος: Ούτω λαμψάτω το φως ημών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως είδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς. Ακολουθεί νέα μακριά σειρά δεήσεων για την άφεση και συγχώρηση των αμαρτιών της νέας μοναχής.
«Τρεις μέρες να λένε, δεν φτάνουν για τις αμαρτίες της Αριάδνης…» παρατηρεί ο Τζακ.
Κάποτε τελειώνουν οι δεήσεις και η Θεία Λειτουργία συνεχίζεται κανονικά. Στο τέλος, όταν ο παπά Εφραίμ μοιράζει τα αντίδωρα, καθεμιά που παίρνει κατευθύνεται προς το στασίδι της νέας μοναχής, που κρατάει στο δεξί της χέρι το Σταυρό και τη λαμπάδα αναμμένη. Κάθε μια καλόγρια φιλάει το Σταυρό και ρωτάει την Αριάδνη:
«Πως εκλήθης, αδελφή;»
«Χριστονύμφη»
«Να ζήσεις, να ευαρεστήσεις το Θεό, τους Αγγέλους, τους ανθρώπους και τη Γερόντισσα. Καλήν υπομονή και υπακοή να έχεις και τέλος αγαθόν»
«Αμήν, η ευχή σου να με βοηθήσει»
Όταν τελειώνουν οι καλόγριες, βλέπουμε να παίρνουν σειρά οι επισκέπτες και οι επισκέπτριες. Βλέπω τον Τζακ ενθουσιασμένο. Πάμε κι εμείς! λέει ανυπόμονα. Κάνουμε τη μανούβρα για να φτάσουμε μπροστά τον παπά Εφραίμ, αλλά όταν παίρνουμε το αντίδωρο και στρεφόμαστε πάλι προς τα αριστερά, βλέπουμε το στασίδι της Χριστονύμφης αδειανό. Ο Τζακ βλέπει τα σχέδιά του να τη ζυγώσει, να ανατρέπονται και πάλι.
Στην τράπεζα
Ακολουθούμε τη σειρά των επισκεπτών από την εκκλησία στην τράπεζα. Δεν μας έχει καλέσει κανείς, αλλά και κανείς δεν μας εμπόδισε. Έρχεται η σειρά μας να μπούμε και να καθίσουμε στα τραπέζια των επισκεπτών. Δεν είναι εύκολο να εντοπίσουμε την Αριάδνη, έτσι που είναι όλες ομοιόμορφα καλυμμένες με τα ράσα και τα πέπλα και τα μαύρα μαντήλια. Τελικά ο Τζακ την εντοπίζει, ανάμεσα στη Ηγουμένη και τον παπά Εφραίμ. Τροπάρια, ευχές, αρχίζουν όλοι να τρώνε, ενώ μια καλόγρια αθέατη στα μάτια μας διαβάζει, με μονότονη φωνή, κάποια αφήγηση για τα Χριστούγεννα, προφανώς εμπνευσμένη από τα απόκρυφα ευαγγέλια. Η Αριάδνη δεν αγγίζει τίποτα – έτσι είναι το τυπικό, καθώς φαίνεται. Κάθεται, χαμηλοβλεπούσα. Έχω λυσσάξει της πείνας και το ρίχνω στη μάσα, αλλά παρακολουθώ κιόλας, μήπως διασταυρωθούν τα βλέμματα του Τζακ και της Αριάδνης. Δε βλέπω κάτι τέτοιο. Ο χοιροβοσκός κάθεται ακριβώς απέναντί μας στο ξύλινο τραπέζι, αλλά η όρεξή μου δεν κόβεται εξ αιτίας του. Ο Τζακ έχει καρφωθεί προς το ηγουμενικό τραπέζι και μασουλάει μηχανικά μπουκιές ψωμί.
Το εορταστικό μοναστηριακό τραπέζι ολοκληρώνεται και ο παπά Εφραίμ σηκώνεται όρθιος. Αρχίζει να μιλάει, στην αρχή για την εορτή των Χριστουγέννων και στη συνέχεια για την νέα μοναχή Χρυστονύμφη.
«Η σημερινή ημέρα που έγινε η κουρά σου, Αδελφή Χριστονύμφη, είναι σημαντική για πολλούς λόγους. Πρώτον, είναι σημαντική για την ζωή σου. Φόρεσες το σχήμα και το τίμιο ράσο και εισήλθες στην μοναχική ζωή, με το μεγάλο και αγγελικό σχήμα. Το σχήμα είναι μνήμα κενώσεως, ταπεινώσεως, πνευματικής νεκρώσεως. Ο μοναχός είναι ενταφιασμένος με την θέλησή του…»
Ο παπά Εφραίμ κάνει ένα μικρό διάλειμμα για να αφήσει να εντυπωθούν καλύτερα οι λόγοι του στην νέα μοναχή. Ο Τζακ γίνεται έξαλλος.
«Μνήμα; Πνευματική νέκρωση; Τι είν’ αυτά;»
«Σκάσε!»
«Σσστ!» κάνει και ο χοιροβοσκός ενοχλημένος. Ο παπά Εφραίμ, συνεχίζει:
«Επίσης, το ράσο είναι εξαγιασμένο ένδυμα που αγιάσθηκε από αγώνες και θυσίες των ασκητών και κληρικών, αλλά και εξαγίασε πολλούς. Είναι τιμή που ανήκεις σε αυτήν την χορεία των μελανοφορούντων… Είναι σημαντική ημέρα, διότι η τελετή της κουράς σου έγινε ανήμερα τα Χριστούγεννα, μετά από την κατανυκτική περίοδο της νηστείας, η οποία είναι κατ’ εξοχήν περίοδος μετανοίας. Κάθε περίοδος νηστείας και προσευχής μας θυμίζει την πτώση του Αδάμ, την έξοδο από τον Παράδεισο και τον αδαμιαίο θρήνο που ακολούθησε και είναι μια πορεία προς την Ανάσταση, την μέθεξη του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού. Είναι περίοδος πένθους και κατανύξεως. Αυτό δηλώνουν οι κατανυκτικοί Εσπερινοί και όλα τα τροπάρια που κάνουν λόγο για την αυτομεμψία, το κλάμα, την συντριβή»
«Αυτομεμψία, κλάμα, συντριβή…» μουρμουρίζει μηχανικά ο Τζακ.
Τρίτον, είναι σημαντική ημέρα για την Ιερά Μονή Αγίου Νεκταρίου Νέας Σελλαϊδος. Σήμερα ενισχύει την αδελφότητα μια νέα αδελφή, γεμάτη πίστη και ζήλο, γεμάτη πνευματικά χαρίσματα…»
«Άλλα χαρίσματα έχει η Αριάδνη…» λέει ανυπόμονος ο Τζακ.
«Είμαι σίγουρος ότι θα έλθουν και άλλες αδελφές, και άλλες μοναχές για να αποτελέσουν μαζί σας και μαζί με την αξία Ηγουμένη σας Χρυσοστόμη έναν πνευματικό πνεύμονα της περιοχής, με έναν γνήσιο, πατερικό, ορθόδοξο μοναχισμό, που να στηρίζεται στον ησυχασμό της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Εσείς θα μένετε εδώ, σαν αναμμένη λαμπάδα, για να εκδαπανάσθε στην άσκηση, την προσευχή, την μετάνοια και να δοξάζετε τον Θεό»
«Αδιανόητο, ακόμα δε μπορώ να το χωνέψω…» μουρμουρίζει ο Τζακ. Ο χοιροβοσκός στρέφεται προς το μέρος του ενοχλημένος, αλλά δεν τολμά να του κάνει παρατήρηση.
«Σου εύχομαι λοιπόν, Χριστονύμφη, να αγωνιστείς στην ταπείνωση και την αγάπη, να βοηθήσεις την αδελφότητα με υπακοή στη Γερόντισσα του Κοινοβίου. Είναι πολύ σπουδαίο στην εποχή μας νέοι άνθρωποι σαν εσένα να εγκαταλείπουν τον κόσμο, όχι γιατί δεν μπορούν να σταθούν στον κόσμο, αλλά γιατί θέλουν να αφιερώσουν τον εαυτό τους στο Θεό, αγαπώντας τον κόσμο με την αδιάλειπτη προσευχή»
Ο Τζακ ανοίγει το στόμα, αλλά δε σχολιάζει αυτή τη φορά. Ο παπά Εφραίμ συνεχίζει:
«Το Μοναστήρι, όπως το περιγράφει ο Μεγάλος Βασίλειος, είναι μια κοινότητα που σαφώς βρίσκεται σε χώρο έξω από την κοινωνία και απαρτίζεται από μοναχούς ή μοναχές που προηγουμένως έκαναν αποταγή όλων των υλικών αναγκών, ακόμη και των συγγενικών σχέσεων και εντάσσονται σε μια αδελφότητα, οπότε αποκτούν μια άλλη πνευματική οικογένεια. Όμως, αν και οι μοναχοί και οι μοναχές ευρίσκονται έξω από την κοινωνία, είναι υποχρεωμένοι μερικές φορές να έχουν μια επικοινωνία με την ανθρώπινη κοινωνία. Ακριβώς για τον λόγο αυτό ο Μεγάλος Βασίλειος καθορίζει και τον τρόπο με τον οποίο οι μοναχοί θα έρχονται σε επικοινωνία με τον κόσμο»
«Για να δούμε…» λέει ο Τζακ.
«Κατ’ αρχάς ο Μεγάλος Βασίλειος τονίζει ότι ο μοναχός πρέπει να αποφεύγει κάθε δημόσια εμφάνιση, γιατί με τέτοιες εμφανίσεις γίνονται διαχύσεις της καρδίας. Πάσαν προέλευσιν παραιτού, όσον εστίν εν σοί, φεύγων τάς της καρδίας σου διαχύσεις. Μάλιστα στο κείμενο αυτό συνδέει την έξοδο από το Μοναστήρι και την συναναστροφή με τον κόσμο, ωσάν μια συναναστροφή με την πόρνη γυναίκα: Απέλιπες την εγκράτειαν, ενέκυψας τώ κόσμω, συνέτυχες πόρνη γυναικί. Ο μοναχός με την συναναστροφή στον κόσμο θέλγεται από τα όσα διαθέτει ο κόσμος, όπως κάποιος που συναντάται με την πόρνη γυναίκα και έτσι αφήνει την εγκράτεια, που πρέπει να εξασκεί και ελκύεται προς την ζωή του κόσμου. Αλλά και αν μπορέσει με την βοήθεια του Θεού να ξεφύγει τα δίκτυα του κόσμου, θα επιστρέψει στο Μοναστήρι άρρωστος και θα χρειασθεί πολύ χρονικό διάστημα για να επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση: Ει δε πού και βοηθούμενος υπό του Θεού διαδράναι δυνηθής τα τοιαύτης δίκτυα, επανήκες μέν τή κέλλη, αλλ’ ουχ ο αυτός, πάρετος δέ τις και νενοσηκώς και προς άπαν έργον των αρετών δυσάρεστος, πολλώ δέ χρόνω επανελθείν εις την οικείαν έξιν δυνάμενος. Ακριβώς για τον λόγο αυτό ο Μέγας Βασίλειος συνιστά στούς μοναχούς: Πρόοδος δέ, πλήν των τεταγμένων και αναγκαίων εξόδων, από ασκητηρίου ουκ έστιν»
«Άρα, μην περιμένεις επισκέψεις…» ψιθυρίζω στον απογοητευμένο Τζακ. «Η έξοδος ισοδυναμεί με πορνεία…»
«Βεβαίως, όταν υπάρχει ανάγκη για το Μοναστήρι, ο μοναχός εξέρχεται από το Μοναστήρι του. Αλλά και τότε ο μοναχός πρέπει να το κάνη περιτεθωρακισμένος τον φόβον του Θεού, μέσα στο χέρι του να έχει βάλει την αγάπη του Χριστού και να αντιμετωπίζει την προσβολή των ηδονών με την εγκράτεια. Και όταν εκτελέσει το έργο του να επανέρχεται χωρίς χρονοτριβή στο Μοναστήρι ώσπερ τις άκακος περιστερά, όπως το περιστέρι επέστρεψε στην Κιβωτό του Νώε φέροντας στο στόμα του τα ελέη του Θεού. Με τον τρόπον αυτό πείθει τούς εσωτερικούς λογισμούς άβατον είναι την επί παντός ετέρου τόπου σωτηριώδη ανάπαυσιν. Ο μοναχός, και η μοναχή φυσικά, πρέπει να αισθάνεται ότι ο μοναδικός τόπος αναπαύσεως και σωτηρίας είναι ο χώρος της Ιεράς Μονής του. Όμως, όχι μόνον δεν πρέπει να αναχωρεί στον κόσμο, αλλά και πρέπει να φροντίζει να μη εισαγάγει τον κόσμο, δηλαδή το κοσμικό φρόνημα, στην Ιερά Μονή»
«Εντάξει, το καταλάβαμε…»
«Ο μοναχός, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος, πρέπει να αποφεύγει τις συναναστροφές με τούς συνομηλίκους, ιδιαίτερα αν είναι νέος στην ηλικία και το φρόνημα: Νέος ών είτε την σάρκα είτε το φρόνημα, φεύγε την συνδιαγωγήν των ομηλίκων και αποδίδρασκε απ’ αυτών ως από φλογός. Και εξηγεί ότι πολλές φορές ο διάβολος με την δήθεν πνευματική αγάπη οδήγησε πολλούς στην αμαρτία και τελικά στην αιώνια κόλαση. Και είναι φοβερό να διασωθεί κανείς από το πέλαγος και από τούς ανέμους και τα κύματα και να καταστραφεί στο λιμάνι, ενώ τελούσε σε αμεριμνησία. Γενικά πρέπει να αποφεύγει όσο είναι ακόμη νέος την συναναστροφή με νέους στις συζητήσεις, την ψαλμωδία, το κελί, τις οικίες ακόμη και με το πρόσχημα μελέτης θείων λογίων ή ετέρας οποιασούν και αναγκαιοτάτης χρείας. Αντίθετα, ο μοναχός πρέπει να συναναστρέφεται δυσπροσίτους Γέροντες που έχουν την δυνατότητα να του δώσουν γηραλέο φρόνημα και να τον βοηθήσουν να διανύει τον υψηλό δρόμο της μοναχικής ζωής: Πρόστρεχε γέρουσι δυσεντεύκτοις, οίτινες λόγοις μεν παροιμιών αλείφουσι τούς νέους προς τας εναρέτους πράξεις, βλάπτουσι δε προσώπω ουδαμώς»
Ο Τζακ με κοίταξε, απελπισμένος. «Μην ξεχνάς πως επιδίωξη μας είναι η σωματική και πνευματική νέκρωση» του εξήγησα. Ο παπά Εφραίμ συνέχισε:
«Θα σας είπω τώρα ολίγα ειδικά για τον γυναικείο μοναχισμό. Γνωρίζετε ότι οι μοναχοί καλούνται στρατιώτες Ιησού Χριστού. Αλλά το ίδιο λέγεται και για τις μοναχές. Λέγει ο Μεγάλος. Βασίλειος: Στρατεύεται γάρ και το θήλυ παρά Χριστώ. Γράφει ότι οι γυναίκες δεν αποδοκιμάζονται διά την του σώματος ασθένειαν, αλλά λόγω της ψυχικής ανδρείας που τις διακρίνει, καταλέγονται και αυτές εις στρατείαν και έτσι πολλαί γυναίκες ηρίστευσαν ανδρών ουκ έλαττον. Μερικές δε από τις γυναίκες απεδείχθησαν ανώτερες από τούς άνδρες. Εισί δε αι και μειζόνως ευδοκίμησαν. Μερικές από τις γυναίκες ανήκουν στον χορό των παρθένων, άλλες έδωσαν την ομολογία της πίστεως και άλλες υπέστησαν το μαρτύριο»
«Στρατιωτίνα Αριάδνη…» μουρμουρίζει ο Τζακ.
«Όταν ο Μεγάλος Βασίλειος αναλύει διεξοδικώς ποιος είναι ο σκοπός του μοναχισμού και ποια πρέπει να είναι η ζωή τόσο του Ηγουμένου, όσο και των μοναχών μέσα στο Κοινόβιο σημειώνει ότι το ίδιο ισχύει και για τις μοναχές. Μάλιστα δε υπογραμμίζει ότι εν πάσι γάρ τούτοις μετά πλείονος σπουδής ο των παρθένων οφείλει κατορθούσθαι βίος. Δηλαδή, ο βίος των γυναικών μοναχών απαιτεί σε μεγαλύτερο βαθμό την ευσχημοσύνη, την ακτημοσύνη, την ησυχία, την υπακοή, την φιλαδελφία, την αυστηρότητα στις εξόδους από την Ιερά Μονή, την προσοχή στις συναντήσεις, την μεταξύ τους αγάπη και την αποφυγή της ιδιαίτερης φιλίας»
«Κανονική αποστείρωση…» σχολιάζει ο Τζακ.
«Την Ηγουμένη στα Γυναικεία Μοναστήρια ο Μεγάλος Βασίλειος την χαρακτηρίζει με τρία ονόματα, ήτοι η πεπιστευμένη την ευταξίαν, η διδάσκαλος, η προκαθηγουμένη. Η Γερόντισσα πρέπει να είναι σοβαρή και σεβαστή, να μην επιδιώκει το ευχάριστο ούτε την εύνοιά τους, αλλά να εμπνέει το δέος. Να φροντίζει για όλες τις υλικές ανάγκες, ήτοι να απαγορεύει την νηστεία και να συμβουλεύει για την λήψη τροφής. Σε όλα αυτά το παρ’ εκείνης λεγόμενον νόμος εστίν. Γενικά η Ηγουμένη πρέπει να αναγνωρίζει ότι θα δώσει λόγο στον Θεό, για όλα τα σφάλματα που γίνονται στην κοινότητα. Ειδέναι γάρ αυτήν χρή ότι των παρά το δέον εν τώ κοινώ πλημμελουμένων εκείνη επί Θεού τον λόγον υφέξει»
Η Αριάδνη – Χριστονύμφη ακούει με τα μάτια πάντοτε χαμηλά.
«Κάθε μοναχή πρέπει να αποδέχεται όλες τις εντολές της Ηγουμένης ως εντολές του Θεού. Και μάλιστα αυτές τις εντολές πρέπει να τις επιτελή μη εκ λύπης ή εξ ανάγκης, ίνα γένηται αυτή έμμισθος η υπακοή. Κάθε δε αδελφή πρέπει να ζητεί από την Ηγουμένη όχι το ευχάριστο, αλλά το επωφελές και χρήσιμο. Ούτε, βέβαια, πρέπει να σχολιάζει τις εντολές της Ηγουμένης, γιατί μια τέτοια συνήθεια μελέτη και ακολουθία της αναρχίας γίνεται»
«Η Αριάδνη ήταν πάντα αναρχική, αλλά πολυτελείας…» με πληροφορεί ο Τζακ.
«Εάν παρίσταται ανάγκη να γίνει κάποια συζήτηση με άνδρα ή με επιμελητή, τότε αυτήν την συζήτηση πρέπει να την κάνει η Ηγουμένη συμπαρούσης αυτή μιας ή δευτέρας εκ των αδελφών, οι οποίες λόγω βίου και ηλικίας δεν θα έχουν κάποιο πρόβλημα. Και εάν κάποια άλλη μοναχή έχει κάτι χρήσιμο να πει, τότε να το αναφέρει στην Ηγουμένη και εκείνη θα πει ό,τι είναι ανάγκη, και έτσι δι’ εκείνης λαληθήσεται ό δει λαληθήναι. Φαίνεται λοιπόν, ότι στον γυναικείο μοναχισμό όχι μόνον δεν γίνονται πιο ελεύθερα τα πράγματα, αλλά τίθενται αυστηρότεροι κανόνες για να διασφαλίζεται και η τάξη, αλλά και να εξυπηρετείται ο σκοπός της παρθενίας»
«Αμάν πια με αυτή την παρθενία…» κάνει ο Τζακ. «Κλειδωμένο δηλαδή θα το έχει από δω και ‘μπρος;»
Ο παπά Εφραίμ είχε ολοκληρώσει την ομιλία του. Είπε δι’ ευχών και η Τράπεζα ολοκληρώθηκε. Οι μοναχές αποχώρησαν και η Αριάδνη μαζί τους. Βγήκαμε τελευταίοι, μαζί με τον αχώριστό μας χοιροβοσκό.
Επίλογος
Δεν καταλαβαίνω τι έγινε στη συνέχεια – και πως έγινε. Ο Τζακ δε μου έχει πει κουβέντα. Ξαφνικά τον χάνω, τον περιμένω κάμποση ώρα στην πόρτα του μοναστηριού, αλλά αντί γι’ αυτόν βλέπω τον χοιροβοσκό να έρχεται τρέχοντας. Μόλις με βλέπει, κοκαλώνει.
«Ιδώ είσ’ ισύ;»
«Γιατί ρε πατριώτη;»
«Δε γκξέρ’σ;»
«Τι να ξέρω;»
«Η τριλός η φίλους σ’ άρπαξι τ’ Χριστουνύφ’ κι πάει!»
«Που πάει;»
«Αφ’σιμ, τρέχου στ’ αμάξ!»
Τρέχω πίσω του, βγαίνουμε στο προαύλιο. Το σκατί κι αποσκατί Ντάτσουν στρίβει στη στροφή, με όση ταχύτητα του επιτρέπουν τα γέρικα πνευμόνια του.
«Τ’ αμάξι μ»!
Βάζω τα γέλια.
«Μη γιλάς! Απαγουγή! Ιγλιματίες!»
Γελάω και γελάω και πηγαίνω προς τη Μερτσέντες.
«Θα παρ’ς κι ‘μένα;»
Στρέφω και τον αντικρίζω. Το βλέμμα του είναι παρακλητικό.
«Έλα, θα κατεβούμε σιγά σιγά. Αλλά με μια συμφωνία»
Ρωτάει με τα μάτια.
«Προσπάθησε να μη βρωμάς τόσο πολύ! Μας φλόμωσες!»
Γελάω δυνατά, γελάει κι αυτός. Ξεκινάμε για τον κάμπο.
24 Σχόλια
Comments feed for this article
23 Δεκεμβρίου, 2007 στις 4:30 πμ
Ασμοδαίος
Ωραίο*, αλλά έχω κάποιες ενστάσεις: ούτε υπάρχει άνθρωπος που θα μπορούσε/ ήταν διατεθειμένος να κάνει τόσα για μία Αριάδνη-Χριστονύμφη, ούτε -εγώ τουλάχιστον- γνωρίζω κάποια Ηγουμένη που να είναι τόσο Κοελίστρια όσο η του post.
Κατά τα άλλα, η Αριάδνη εμπλουτίζει την παράδοση της Καλυψώς. 🙂
–
*όπως και οι απρόσμενες μετα-αφηγήσεις (αν είναι ορθός ο όρος)
ΥΓ: Η Χρυσαυγή λείπει σε αναρρωτική;
ΥΓ2: Η ‘Αγνώριστη’ σίγουρα δεν είναι του Σολωμού;
23 Δεκεμβρίου, 2007 στις 8:24 πμ
Πάνος
Ασμοδαίε,
καλημέρα!
Γνωρίζω ανθρώπους που έκαναν ακόμα πιο ζόρικα πράγματα για μια γυναίκα – εξάλλου το αφήγημα δεν εντάσσεται στη σχολή του ρεαλισμού.
Όσο για την Ηγουμένη – έπεσες εντελώς έξω: όχι μόνο υπάρχει (υπήρχε, έχει συχωρεθεί τώρα) αλλά τα λεγόμενά της είναι ακριβής μεταφορά από τα …απομνημονεύματά της, με τις απαραίτητες προσαρμογές! 🙂
Ενδεχομένως, όσα λέει μοιάζουν …κουφά, γιατί είναι αυθεντικά!
Όπως και ο λόγος του παπα- Εφραίμ στην τράπεζα είναι ορίτζιναλ – τον έχει εκφωνήσει γνωστότατος ιεράρχης (εν ενεργεία) σε κουρά μοναχών, της επαρχίας του.
Για την αγνώριστη μάλλον έχεις δίκιο – είναι περίεργο αλλά μπερδεύω συχνά τους δυο Επτανήσιους ποιητές, μάλλον ο Αϊζενχάουερ φταίει…
ΥΓ. Ξαναδές το κομμάτι με τα κόκκινα γράμματα, έλεγα να μην ξεχάσω τον Ασμοδαίο στη φάση της κηδείας, αλλά δεν το απόφυγα. Το διορθώνω, τώρα που είναι φρέσκο!
23 Δεκεμβρίου, 2007 στις 9:47 πμ
Νίκος Σαραντάκος
Πολύ ωραίο, χορταστικό, γιορταστικό!
Διαβάζοντας μου γεννήθηκε η απορία από πού ψάρεψες τα
λόγια της ηγουμένης και του εφραίμ, αλλά απαντήθηκε
στα σχόλια.
Γνώμη μου: Λείπει ένα (μικρό) κομμάτι πριν από τον επίλογο, όχι
απαραίτητα να προχωρήσει τη δράση αλλά να μην έρθει
τόσο απότομα η ανατροπή στον Επίλογο. Βέβαια, αυτά εσύ τα
αποφασίζεις 🙂
23 Δεκεμβρίου, 2007 στις 9:50 πμ
Πάνος
Νίκο,
οι ανατροπές ΠΡΕΠΕΙ να είναι απότομες – αλλιώς τι ανατροπές θα ήταν; 🙂
23 Δεκεμβρίου, 2007 στις 11:46 μμ
sfinaki
Μετά την επιστροφή σας από το Όρος αναμένωμεν περισσότερα απο την συναρπαστική πραγματικότητα που υπάρχει ανάμεσα σ’εμάς τις αμαρτωλές και τον ουρανό… Ζήτω η Μοναστική λογοτεχνία! Σεξ, δράση, αρώματα…
24 Δεκεμβρίου, 2007 στις 12:30 πμ
Πόντος και Αριστερά
Πάντως ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ κ.λπ. όπου και να τα κάνετε
αγαπητοί συν-σχολιαστές!
Μ-π
26 Δεκεμβρίου, 2007 στις 11:15 πμ
trelos
Απογοητεύτηκα λίγο που δεν το σκάει με το Χοιροβοσκό, ο οποίος ήτανε λέει ενσάρκωση του Πανός (προσοχή στον ..τονισμό :-)) και την οδηγεί εν Αρκαδία να κάνει παρέα στις δικές του «μοναχές», αλλά οπωσδήποτε το απόλαυσα!
Χρόνια πολλά και καλά!
28 Δεκεμβρίου, 2007 στις 7:51 μμ
Πάνος
Παίδες και κόρες, επέστρεψα!
Έφερα μαζί μου 247 φωτογραφίες, οπότε θα έχουμε μερικά φωτογραφικά ποστάκια τις επόμενες μέρες!
Καλώς σας βρήκα – αν και υποψιάζομαι πως οι περισσότεροι θα ξαναρθείτε στην καλύβα …του χρόνου!
🙂
σφηνάκι,
προσεχώς θα έχουμε ολίγη φρέσκια μοναστική λογοτεχνία – ΑΝ κάτσει…
*
Μαρξιστή – πεσιμιστή
Καλή Πρωτοχρονιά!
…και καλά Χριστούγεννα, αν οι Πόντιοι (άμον αριστεροί) πηγαίνετε με το παλαιό ημερολόγιο.
*
τρελέ,
η εκδοχή σου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα… Αν υπάρξει δεύτερη έντυπη έκδοση (το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «τα μυστικά του Κόλπου», που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2006) ή νέα ιντερνετική εκδοχή, θα τη μελετήσω ενδελεχώς… 🙂
28 Δεκεμβρίου, 2007 στις 8:08 μμ
bioannis
«προσεχώς θα έχουμε ολίγη φρέσκια μοναστική λογοτεχνία – ΑΝ κάτσει…»
Όχι ρε γμτ… κάτσι ντούρι ραγκάτσι… l’ abbiamo dipinta ! (μτφ. την βάψαμε !)
28 Δεκεμβρίου, 2007 στις 8:30 μμ
Πάνος
ρε βιο (μπάρμπα) γιάννη,
άσε τον καλλιτέχνη να εκφραστεί ελεύθερα!
…και μη μου πεις ότι έκατσες και διάβασες ΟΛΟ το παρόν πόστ… 🙂
28 Δεκεμβρίου, 2007 στις 9:43 μμ
nik.athenian
Και να φανταστεί κανένας ότι όλα ξεκίνησαν μόλις πέρασε η Αριάδνη την πόρτα του διαμερίσματος βρεγμένη ως το κόκαλο.
Σα να είχαν σημαδευτεί τα μελλούμενα από τους Μπλουζ Μπράδερς και από μια κούπα τσάι και να έγινε η συμφωνία με τη μοίρα σε ένα μονό μπασκετάκι στη ΧΑΝΘ.
Έτσι όμως είναι η ζωή. Όλα ήταν γραμμένα σ’ ένα ποτήρι Βαραββά. Ακόμα και το στουκάρισμα στο λασπόλοφο.
Μόνο ο χοιροβοσκός δεν διακρινόταν ακόμα πουθενά. Τον έβαλε στο σενάριο η Θεία πρόνοια αργότερα.
29 Δεκεμβρίου, 2007 στις 12:48 πμ
Πόντος και Αριστερά
Εμείς είμαστε νεωτερικοί (και όχι προνεωτερικοί)…
Κατά συνέπεια καλά τα είπες: Καλή Πρωτοχρονιά!
Μ-π
————————-
Υ.Γ.
είναι αλήθεια όμως ότι οι Πόντιοι (και οι άλλοι ) από την παλιά Σοβιετική Ένωση πηγαίνουν με το παλιό, όπως όλος ο υπόλοιπος ορθόδοξος κόσμος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Άθως
29 Δεκεμβρίου, 2007 στις 1:15 μμ
bioannis
Αφού ξέρεις βρε Πάνο… οτι γράφεις το διαβάζω. Και βέβαια διάβασα όλο το πόστ παραπάνω (Πάνο). Όσο για τον καλλιτέχνη, ακριβώς αυτό επιδιώκω, μαζοχιστικές αναγνώσεις περί μοναστικού βίου… γι’ αυτό γράψε ελεύθερα!! Αναμένω στο μόνιτορ…
23 Δεκεμβρίου, 2008 στις 3:47 μμ
Μιχαλιός
Πολύ καλό..Το τέλος βέβαια πολύ αναμενόμενο
23 Δεκεμβρίου, 2008 στις 6:03 μμ
Πάνος
Μιχαλιό,
καλωσόρισες στην καλύβα – καλές γιορτές!
23 Δεκεμβρίου, 2008 στις 6:41 μμ
Μαρίκα
Ωρε, αναμνήσεις !!!
…Στην υγειά τού μακαρίτη…
[Μα… με βάζετε σε πειρασμό ! Πώς να μην μουσικοσχολιάσω τώρα;! Εεεε; Πώς;]
Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά χτυπάνε οι καμπάνες
σ’ άλλα σπιτάκια χαίρονται και σ’ άλλα κλαίνε οι μάνες…
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ -Γ. ΛΥΔΙΑ [Θ. ΔΕΡΒΕΝΙΩΤΗ-Χ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ]
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !
(κι άσπρο πάτο…)
23 Δεκεμβρίου, 2008 στις 11:46 μμ
Μιχαλιός
Ευχαριστώ.Καλές γιορτές!
24 Δεκεμβρίου, 2009 στις 10:03 πμ
Πάνος
Τα «Χριστούγεννα στο Μοναστήρι» γράφτηκαν τα Χριστούγεννα του 2005, για τα «μυστικά του Κόλπου». Στην καλύβα το διήγημα αναρτήθηκε παραμονές Χριστουγέννων του 2007.
Υπάρχει ένα εμβόλιμο (ανανεωμένο το 2007), με κόκκινα γράμματα, το οποίο περιγράφει μια κηδεία – η οποία ελπίζω να αργήσει αρκετά χρόνια ακόμα… Αλλά είναι ενδιαφέρον να (ξανα)δει κανείς την ανθρωπογεωγραφία της τελετής.
*
…και τις επόμενες μέρες η μπλογκόσφαιρα γέμισε ποστ για τον άδικο (και εξαιρετικά πρόωρο) χαμό του δημοφιλούς καλυβάρχη, του γνωστού ανθρωπιστή, του πολλά υποσχόμενου (προ τριάντα ετών) λογοτέχνου.
Ο θείος Ισίδωρος είχε έρθει στην κηδεία, αψηφώντας τον κίνδυνο να τον αναγνωρίσουν οι καλυβίστας και να πάνε χαμένοι τόσοι αγώνες για περιφρούρηση της περσόνας. Ο π2 εκφωνούσε τον συγκλονιστικό επικήδειο με σπασμένη φωνή από τη συγκίνηση. Ο Σαραντάκος αναρωτιόταν φωναχτά τι σου είναι ο άνθρωπος και ο νικ-αθηναίος του απαντούσε ένα τίποτα είναι ο άνθρωπος, λύνοντάς του την απορία. Η σκουπίτσα δάκρυζε σιωπηλή στο πλευρό του βιογιάννη, αλλά είχε το νου της μήπως η άλλη ζυγώσει το θείο – και έριχνε συνεχώς πλάγια βλέμματα προς τη μεριά της Μαρίκας, η οποία, ωστόσο, είχε πιάσει (λέει) ψιλή κουβέντα με τον σχολιαστή και τον παπούλη. Οι τρείς τους είχαν κιόλας κατεβάσει από τέσσερα τσίπουρα στην υγειά του μακαρίτη και ήταν έτοιμοι να πιάσουν το πέντε Έλληνες στον Άδη, από ντο μαντζόρε. Ο Αθήναιος μοίραζε τα κόλυβα, φτιαγμένα από τον ίδιο με μια συνταγή της Αλεξανδρινής περιόδου, ενώ οι Πόντιοι και Αριστεροί (και οι τρεις, ταυτοχρόνως) αναλογιζόντουσαν συγκινημένοι ότι τέτοιος συνωστισμός είχε να παρατηρηθεί από τον καιρό της Καταστροφής της Σμύρνης, ενώ ο Ασμοδαίος μάταια προσπαθούσε να τους συνεφέρει. Βρίσκονται σε διαρκές παραλήρημα, είπε προς εαυτόν και έσπευσε να στηρίξει το θείο Ισίδωρο, που λόγω ηλικίας εμφάνιζε σημεία αστάθειας (κλυδωνισμού). Σε μια άκρη του νεκροταφείου, μισοκρυμένος πίσω από τα μνήματα, ο Ακατονόμαστος έσκυβε προς το μέρος της Μεγάλης Πληγής της Μπλογκόσφαιρας και ψιθύριζε: ήταν στυγνός λογοκριτής ιδεών, αλλά είχε και τις καλές του πλευρές, ο παλιάνθρωπος… Η ριτσμας κρατούσε σημειώσεις για να γραψει ένα κομμάτι στην εφημερίδα με τίτλο οι μπλογκερ πεθαίνουν όρθιοι – αν και εγώ είχα πεθάνει καθιστός, δεμένος με τη ζώνη και περικυκλωμένος από αερόσακους. Δεκάδες ιστολόγοι παρακολουθούσαν μ’ ένα κόμπο στο λαιμό το Γιάννη και τον Μάρκο να ψάλλουν μελωδικά το άμμωμοι εν οδώ, αλληλούια, ενώ ο περίεργος κερνούσε τη μακαρία και η…
(…το κόβω εδώ με την κηδεία διότι θα ξεχυλώσει – κυρίως, όμως, διότι είμεθα σοβαρό διήγημα και οφείλωμεν να κρατηθώμεν μακράν του μελό – τέρμα το διάλειμμα – σβήστε τα τσιγάρα και κλείστε τα κινητά – συνεχίζεται η αφήγησις)
*
😉
24 Δεκεμβρίου, 2011 στις 10:21 πμ
kimon
Καλές πολύ καλές αυτές οι «άρρωστες καταστάσεις»
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ
19 Δεκεμβρίου, 2012 στις 8:17 μμ
papoylis
Έ ρε Καλυβάρχα τι μου θύμισες 🙂
19 Δεκεμβρίου, 2012 στις 8:29 μμ
Πάνος
Τι να κάνουμε, ελλείψει νέου υλικού ανακυκλώνουμε το παλαιό… 🙂
19 Δεκεμβρίου, 2012 στις 8:33 μμ
papoylis
Να στείλω ;;
20 Δεκεμβρίου, 2012 στις 9:56 μμ
Πάνος
Ντά!
20 Δεκεμβρίου, 2012 στις 10:08 μμ
papoylis
Θα το φτιάσω λοιπόν και καλό του βόλι 😉