beb-deum.jpg

(Προσοχή- ακολουθεί μακροσκελές κείμενο. Να εισέλθουν μόνο οι αποδεδειγμένα ανθεκτικοί σε παρόμοιες συγκινήσεις – η καλύβα δεν φέρει καμιά ευθύνη για τους υπόλοιπους)

*

Η ΦΥΣΗ, Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ

Τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης έχουν διττή προέλευση: από τη μια η πρωταρχική, της φύσης και από την άλλη η δευτερογενής, της παράδοσης και του πολιτισμού. Μέσα σε κάθε άνθρωπο πραγματοποιείται μια σύμμειξη, ένα ανακάτεμα. Το αμάλγαμα που προκύπτει έχει αμέτρητες παραλλαγές, αλλά έναν κοινό παρονομαστή: στη ζωή μέσα στις ανθρώπινες κοινότητες, κυριαρχούν με μεγάλη άνεση οι χαρακτήρες που μεταβιβάζονται από την παράδοση και τον πολιτισμό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές αλλά και τις προσωπικές σχέσεις.

Η κληρονομιά της φύσης περιλαμβάνει πλήθος στοιχεία τα οποία αγνοούνται από τον άνθρωπο, όπως ο φυσικός χώρος, το κλίμα, οι εναλλαγές των εποχών, η διαδοχή μέρας και νύχτας κλπ. Τα φυσικά αυτά δεδομένα συνήθως απωθούνται (περιθωριοποιούνται) από άλλα, του πολιτισμού και της παράδοσης: δομές και σχέσεις εξουσίας, κυρίαρχα και δευτερεύοντα πολιτισμικά μοντέλα, τάση καθυπόταξης ή αγνόησης της φύσης, πχ με τις μέγα-πόλεις, των φυσικών πόρων – με τον ασύδοτο καπιταλισμό (και ο τέως υπαρκτός σοσιαλισμός μια καπιταλιστική παραλλαγή ήταν), των λαών του πλανήτη, με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση και κυριαρχία. Η επεκτατική – κατακτητική τάση που κληρονόμησε ο άνθρωπος ως φυσικό ον, μεταλλάχτηκε ήδη μέσα από τον πολιτισμό και την παράδοση στο βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης παρουσίας επί της γης: την αχαλίνωτη ροπή για επέκταση και κυριαρχία.

Η σχέση αυτή προϋποθέτει δύο πλευρές, τους κυρίαρχους (ΗΠΑ και μερικές ακόμα χώρες – εφαλτήρια για το κεφάλαιο) και τους κυριαρχούμενους (τη μεγάλη πλειονότητα των λαών του πλανήτη) – καθώς και μια ενδιάμεση buffer zone, στην οποία ανήκει και η όμορφη χώρα μας.

Η επιλογή πολιτικής πρότασης σήμερα, στον κόσμο που άρχισε να συνηθίζει στην ιδέα ότι πρέπει να βλέπει τις αντιφάσεις του και να μην τις κουκουλώνει κάτω από ιδεολογικές πομφόλυγες, μοιάζει κάπως με την προσπάθεια για τετραγωνισμό του κύκλου. Και ο λόγος είναι ότι οι κοινωνίες και οι λαοί κινούνται με εντελώς διαφορετικές ταχύτητες, συγκριτικά μεταξύ τους. Άλλες κοινωνίες, για παράδειγμα, ζουν ήδη την εποχή της μετα-εθνικής πραγματικότητας και άλλες παλεύουν ακόμα τα προβλήματα της ταυτότητας και της εθνικής ολοκλήρωσης. Συνυπάρχουν η αντίληψη και το κεκτημένο της απόλυτης πολιτικής ελευθερίας, με την πιο βάναυση καταστολή, είτε σε πλανητικό επίπεδο (από την αυτοκρατορία) είτε σε τοπικό, από τους καθέκαστα δυνάστες. Στο εσωτερικό όλων των κοινωνιών, παρατηρούμε αντίστοιχες αντιφάσεις. Η ελληνική κοινωνία, ας πούμε, διαθέτει ταυτόχρονα και μετα- εθνική / κοσμοπολίτικη διανόηση και μεγάλα στρώματα πληθυσμού που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα (εθνικά, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά) με τους όρους της δεκαετίας του 1830 και του 1920. Και, στο σύνολό της, εξακολουθεί να εκδηλώνει σταθερά μια λογική ασυγκράτητου αποικιοκράτη για το σημαντικότερο «έχειν» της, δηλαδή τον τόπο, τη θάλασσα, τα νερά, τον αέρα της. Την ίδια ώρα που κάποιες κοινωνικές μειονότητες (πχ ομοφυλόφιλοι) κάνουν αποφασιστικά βήματα χειραφέτησης, κάποιες άλλες (πχ Ρομά) εξακολουθούν να ζουν σε συνθήκες των αρχών του προηγούμενου αιώνα.

Τα παραπάνω αναφέρθηκαν σχεδόν τηλεγραφικά, σε μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα προσπαθήσω να απαντήσω στο βασικό ερώτημα του παρόντος κειμένου: Η ελληνική αριστερά και ο χώρος της πολιτικής οικολογίας, μπορεί /πρέπει να έχουν πατριωτικά χαρακτηριστικά;

Είναι προφανές ότι το ερώτημα και μόνο κάνει να αγανακτούν πολλούς παραδοσιακούς αριστερούς, πολλών παραλλαγών της «μαρξιστικής» αλλά και της «ανανεωτικής – εναλλακτικής» αριστεράς: Πως μπορούμε να μιλάμε για πατριωτική αριστερά σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα;

Αν οι ανθρώπινες σχέσεις (τελικά, η Ιστορία) καθοριζόταν αποκλειστικά από την φυσική προέλευση του ανθρώπου, πράγματι δεν θα είχε νόημα να συζητάμε για πατριωτισμό γενικά – ούτε βέβαια για αριστερό πατριωτισμό. Η παράδοση και ο πολιτισμός, άλλα υποδεικνύουν: Η μοναδική περίπτωση στον 20ο αιώνα που η ελληνική αριστερά έγινε (ή παραλίγο να γίνει) ηγεμονική πολιτική δύναμη στον τόπο ήταν στη διάρκεια της Κατοχής, όταν πρόβαλε ως πρωταρχικός ο πατριωτικός της χαρακτήρας. Αντίθετα, όσες φορές κυριάρχησαν «διεθνιστικές» ή «ταξικές» αντιλήψεις, ο λόγος της αριστεράς παρέμεινε περιθωριακός (δράση στη Μικρασιατική εκστρατεία, θέσεις για τη Μακεδονία, σε διάφορες φάσεις κλπ) Είναι χαρακτηριστική η πολιτική χρεωκοπία των τροτσκιστών, οι οποίοι επί Κατοχής καλούσαν σε …αποχή των Ελλήνων από τον «ιμπεριαλιστικό πόλεμο».

Η πάγια και αυτο-χειριαστική αδυναμία όλων των ιστορικών εκδοχών της ελληνικής αριστεράς σε ολόκληρο τον εικοστό αιώνα ήταν ο ετεροκαθορισμός της πολιτικής τους. Ο «διεθνισμός» και η «ταξικότητα» ήταν πάντοτε φραστικές προκαλύψεις για την άκριτη ταύτιση είτε με τη μητέρα πατρίδα (ΕΣΣΔ) είτε με άλλα σημεία αναφοράς. Οι αμαρτίες αυτές δεν αφορούν βέβαια την πολιτική οικολογία, αλλά, πιθανόν λόγω της αριστερής προέλευσης πολλών στελεχών του χώρου, εκδηλώνονται παρόμοιες πολιτικές. Οι οποίες (πολιτικός σουρρεαλισμός;) στο θέμα του ονόματος της ΠΓΔΜ συμπίπτουν με τις θέσεις της …Φιλελεύθερης Συμμαχίας!

(σημ.: πρόκειται για λάθος μου. Όπως διευκρινίστηκε, η ΦΣ δεν έχει λάβει θέση για το ζήτημα, προς το παρόν)

Ο πατριωτικός χαρακτήρας για την αριστερά και την πολιτική οικολογία προκύπτει ως αβίαστη πολιτική επιλογή, αν θεωρήσουμε την πολιτική πράξη / ενέργεια ως απευθυνόμενη σε πραγματικούς ανθρώπους και όχι σε (φανταστικά, εν πολλοίς) προϊόντα ιδεολογικών εργαστηρίων.

ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΕΙΣ

Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμες ορισμένες αποσαφηνίσεις: Η επιλογή της αυτοκατάφασης (= είμαι Έλληνας) δε σημαίνει καθόλου ότι εξαιτίας της προκύπτει οποιαδήποτε αρνητικότητα προς τους άλλους (αυτό είναι εθνικισμός – κατ’ εξοχήν σημείο πολιτικής ανωριμότητας) Αντίθετα, η αυτοκατάφαση ευνοεί τις ισότιμες σχέσεις / ανταλλαγές με τους άλλους, χωρίς καταδικαστικά σύνδρομα μειονεξίας. Οδηγεί επίσης στην Ομηρική και στη Θουκυδίδεια αντίληψη για την υπεράσπιση της πατρίδας, δηλαδή της αναγνωρίσιμης και κοινά αποδεκτής ιδιοπροσωπίας των ανθρώπων. Με τη διευκρίνιση πως η Ομηρική και Θουκυδίδεια αντίληψη για την υπεράσπιση της πατρίδας δεν πρέπει να εκφράζεται (όπως …τότε) με αντίθεση σε ό,τιδήποτε νέο / διαφορετικό. Ίσα ίσα που ένα από τα σοβαρότερα ζητούμενα της πολιτικής πράξης για την αριστερά και την πολιτική οικολογία (όπως τη φαντάζομαι εγώ) είναι να μπορεί να ενσωματώνει / δέχεται το νέο και διαφορετικό, χωρίς να χάνει τη μπάλα (= να αδιαφορεί για τους ανθρώπους για /με τους οποίους οφείλει να κάνει πολιτική).

Η έννοια της πατρίδας, όπως την καταλαβαίνω, δεν περιορίζεται στο αφελές «πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία» και του πατριωτισμού στα εξίσου αφελή «αγαπάω το χωριό μου, τους συγγενείς και τους φίλους μου» ή «αγαπάω τους Έλληνες». Πατρίδα σημαίνει και τόπος και ου-τόπος (= τρόπος) και παράδοση και πρόγονοι και απόγονοι και γλώσσα και ιστορία και μύθος. Όλα μαζί, χωρίς να περισσεύει τίποτα. Τι απ’ όλα αυτά είναι «υλικό» και τι κινείται στο χώρο του «φαντασιακού» δεν έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία – και αφορά κυρίως τους τεχνοκράτες της ιστορίας και της κοινωνιολογίας και την προσπάθειά τους να το προσδιορίσουν και να το ταξινομήσουν. Όχι τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι ζυμωμένοι με όλα αυτά και στους οποίους απευθύνεται ο πολιτικός λόγος. Ο πατριωτισμός σίγουρα είναι ατομική υπόθεση, αλλά ολόκληρη η ιστορία του 19ου και του 20ου αιώνα μας δείχνει ότι, για τους Έλληνες, λειτουργεί και ως κοινός τρόπος αντίληψης των πραγμάτων – έστω με μεγάλες (κάθε φορά) εξαιρέσεις/ αντιθέσεις. Η συλλογική συνείδηση (μπορούμε να την πούμε και «ταυτότητα») μπορεί να είναι «τεχνητή», αλλά δεν παύει να είναι μια πραγματικότητα, την οποία η πολιτική πρέπει να χειρίζεται (και να την κατευθύνει) αντί να την αγνοεί και να την εξορκίζει. Και αυτό θα ισχύει τουλάχιστο μέχρις ότου καταργηθούν τα εθνικά κράτη, δηλαδή ισχύει απολύτως για το παρόν και για το ορατό μέλλον.

Κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν αυτή τη θέση ως κυνική ή χρησιμοθηρική. Κάποτε όμως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αν θέλουμε να κάνουμε πολιτική για τους πραγματικούς ανθρώπους και όχι για κάποια φανταστικά, ανύπαρκτα όντα, που εναρμονίζονται αδιαμαρτύρητα με τις αφετηριακές ιδεοληψίες των «πολιτικών». Αν θέλουμε να κάνουμε πολιτική που να οδηγεί σε αποτελέσματα – και αν δεν μας αρκεί η αλληλοεπιβεβαίωση στα πλαίσια μιας πολιτικής σέχτας/ στείρας «πρωτοπορίας». Η αριστερά της μυθολογικής σκέψης, που δεν πήρε ποτέ υπόψη σε ποιους απευθύνεται, έχει αποτύχει αναφανδόν – εύχομαι να μη τη μιμηθεί και η πολιτική οικολογία. Γιατί αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα έχουν χαθεί πολύ σημαντικότερα πράγματα από τις ταυτότητες, τους εθνικισμούς και τα αντίθετά τους.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να θυμηθούμε την εκλογική (και πολιτική) νίλα που υπέστησαν οι Γερμανοί Πράσινοι, όταν στις πρώτες εκλογές μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών αποφάσισαν να σνομπάρουν το λαϊκό αίσθημα, επιλέγοντας να μιλήσουν αποκλειστικά «για το κλίμα».
Είναι δεδομένο ότι στον ελληνικό χώρο (δηλαδή στα όρια του ελληνικού κράτους) υπάρχουν και άλλες εθνοφυλετικές ομάδες, πλην των Ελλήνων. Η αριστερά και η πολιτική οικολογία δεν έχουν κανένα λόγο να ακολουθήσουν την παλαιοδεξιά κομπλεξική πρακτική και να θέλουν να τις κρύψουν ή να τις ισοπεδώσουν. Αντίθετα, θα πρέπει να υποκινεί το δικό τους πατριωτισμό, τονίζοντας ότι η Ελλάδα είναι και δική τους πατρίδα. Από την άλλη μεριά, πρέπει να μην παραβλέπουν/ υποτιμούν και να αντιτίθενται σταθερά στις όποιες προσπάθειες για μετατροπή των μειονοτήτων στον ελληνικό χώρο, σε προγεφυρώματα εθνικιστικής πολιτικής, για λογαριασμό γειτονικών χωρών. Και οι δύο πλευρές αυτής της στάσης είναι εξίσου σημαντικές.

Τέλος, ανάμεσα στις πολλές ρήξεις με το παρελθόν που πρέπει να κάνει η αριστερά του μέλλοντος (εδώ εννοώ την πολιτική οικολογία, κατά κύριο λόγο – αλλά και μια υποθετική, ανύπαρκτη προς το παρόν, μη μαρξιστική / σταλινική αριστερά) είναι να απορρίψει αναφανδόν τις αγκυλώσεις της ως προς την ανάγνωση της ιστορίας και να ξαναδιαβάσει χωρίς παραμορφωτικά γυαλιά τη σύγχρονη ιστορία των Ελλήνων. Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, ο Εμφύλιος 1943-49 και το Κυπριακό είναι τρία μονάχα από τα μεγάλα ανοιχτά κεφάλαια. Αργά ή γρήγορα οι Έλληνες θα πρέπει να τα (ξανα)διαβάσουν – και η αριστερά του μέλλοντος (όπως την προσδιόρισα) θα αυτοκτονήσει πολιτικά για μια ακόμα φορά αν αφήσει να κάνουν την ανάγνωση οι εθνικιστές, οι ακροδεξιοί και το παπαδαριό της χώρας. Η αριστερά ή θα είναι πατριωτική ή δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά, ως σημαντική πολιτική συνιστώσα – το αυτό ισχύει και για την πολιτική οικολογία, η οποία φαίνεται (βλ. την πρόσφατη πολιτική στάση της απέναντι στο θέμα του ονόματος της ΠΓΔΜ) ότι κληρονομεί / ενσωματώνει αυτοκαταστροφικές επιλογές καταγγελίας του εγχώριου και ταυτόχρονης υποστήριξης του …αλλοδαπού εθνικισμού.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Για μένα η ελληνικότητα (δηλαδή αυτό που είμαι / θέλω να είμαι / νομίζω ότι είμαι) προηγείται της πολιτικής (δηλαδή του τρόπου με τον οποίο θέλω να κάνω τη ζωή καλύτερη για τους ανθρώπους / να παρέμβω στο χειρισμό των προβλημάτων), χωρίς να έχει την παραμικρή αντίθεση μαζί της. Η προσπάθεια να υπηρετηθεί το δεύτερο, με αγνόηση /υποτίμηση / καταγγελία του πρώτου, απλώς δεν έχει νόημα. Όλη η τιτάνια (αποτυχημένη) προσπάθεια που έκαναν εκατομμύρια αριστεροί στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, το επιβεβαιώνει. Ας μη προσπαθούμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, για το ίδιο λάθος και στον 21ο! Κανείς δε μπορεί να υποδείξει στους ανθρώπους αν πρέπει να αγαπάνε το χωριό τους / την πατρίδα τους. Αλλά αν η πολιτική της αριστεράς και της πολιτικής οικολογίας αγνοεί /βάζει ως στόχο/ χλευάζει αυτή την αγάπη, τότε πρόκειται για μια από χέρι αποτυχημένη πολιτική.

Advertisement