22pavlos-panselinos-protato.jpg

(Απόστολος Παύλος. Χειρ Εμ. Πανσέληνου, Πρωτάτο, Καρυές)

Είδαμε ήδη, στις Πράξεις των Αποστόλων, τις επιπτώσεις που είχε η κάθοδος του Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή στα μέλη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας: άρχισαν να μιλάνε άγνωστες, αλλά υπαρκτές γλώσσες και διαλέκτους και να κηρύσσουν στους παρευρισκομένους τον λόγο του Ιησού. Η ομιλία γλωσσών είχε γίνει πια αναπόσπαστο κομμάτι της λατρευτικής ζωής στις χριστιανικές κοινότητες, όταν ο Παύλος έγραφε τις επιστολές του, ενταγμένο στην εσωτερική ιεραρχία της εκκλησίας (1) Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών.


Ο Παύλος αφού έχει καταγράψει τα οχτώ διαφορετικά επίπεδα χαρισμάτων του Πνεύματος, προσπαθεί να βάλει μια τάξη στο ξεδίπλωμά τους μέσα στις λατρευτικές συναθροίσεις (2): Θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε’ μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύει, ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη. Τυνί δε, αδελφοί, εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τι ημάς ωφελήσω, εάν μη υμίν λαλήσω ή εν αποκαλύψει ή εν γνώσει ή εν προφητεία ή εν διδαχή; Ούτω και υμείς δια της γλώσσης εάν μη εύσημον λόγον δώτε, πως γνωσθήσεται το λαλούμενον; έσεσθαι γαρ εις αέρα λαλούντες. Συ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ’ ο έτερος ουκ οικοδομείται. Ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλών’ αλλ’ εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω, ή μυρίους λόγους εν γλώσση. Ώστε αι γλώσσαι εις σημείον εισιν ου τοις πιστεύουσιν, αλλά τοις απίστοις, η δε προφητεία ου τοις απίστοις, αλλά τοις πιστεύουσιν. Εάν ουν συνέλθη η εκκλησία όλη επί το αυτό και πάντες γλώσσες λαλώσιν, εισέλθωσι δε ιδιώται ή άπιστοι, ουκ έρουσιν ότι μένεσθε; Εάν δε πάντες προφητεύωσιν, εισέλθη δε τις άπιστος ή ιδιώτης, ελέγχεται υπό πάντων, ανακρίνεται υπό πάντων, και ούτω τα κρυπτά της καρδίας αυτού φανερά γίνεται’ και ούτω πεσών επί πρόσωπον προσκυνήσει τω Θεώ, απαγγέλλων ότι ο Θεός όντως εν υμίν εστι. Τι ουν εστιν αδελφοί; όταν συνέρχησθε, έκαστος υμών ψαλμόν έχει, διδαχήν έχει, γλώσσαν έχει, αποκάλυψιν έχει, ερμηνείαν έχει’ πάντα προς οικοδομήν γινέσθω. Είτε γλώσση τις λαλεί, κατά δύο ή το πλείστον τρεις, και ανά μέρος, και εις διερμηνευέτω’ εάν δε μη ή διερμηνευτής, σιγάτω εν εκκλησία, εαυτώ σε λαλήτω και τω Θεώ. Προφήται δε δύο ή τρεις λαλείτωσαν, και οι άλλοι διακρινέτωσαν’ δύνασθαι γαρ καθ’ ένα πάντες μανθάνωσι και πάντες παρακαλώνται. Ώστε, αδελφοί, ζηλούτε το προφητεύειν, και το λαλείν γλώσαις μη κωλύετε’ πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω.

Από τη γλαφυρή γραφίδα του Παύλου προκύπτουν πολλά, άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία. Η γλωσσολαλία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, τόσο ώστε να αναγκαστεί ο Παύλος να θεσπίσει κανόνες: αν δεν υπάρχει διερμηνευτής (μεταφραστής) ο οποίος να εξηγεί στους υπόλοιπους τι λέει ο γλώσσας έχων, τότε καλύτερα αυτός να σιωπά, γιατί δεν ωφελεί κανέναν, και να τα λέει από μέσα στου. Αν, πάλι, μιλάνε γλώσσες όλοι μαζί και μπει στον χώρο κάποιος άπιστος θα τους περάσει για τρελούς (ότι μένεσθε). Αντί για γλώσσες, θα ήταν καλύτερο να ασχολούνται περισσότερο με τις προφητείες (3), αλλά να μη θέλουν κιόλας να προφητεύουν όλοι μαζί: δυο τρεις προφήτες τη φορά είναι αρκετοί – οι υπόλοιποι ας μην πετάγονται μες τη μέση (οι άλλοι διακρινέτωσαν). Τους υπενθυμίζει ότι υπάρχουν κι άλλες υπηρεσίες και χαρίσματα στη λατρευτική ζωή: ψαλμοί, διδαχές, αποκάλυψη, ερμηνεία, τα οποία πρέπει να χρησιμοποιούνται επίσης -και να μην μονοπωλεί η γλωσσολαλία το ενδιαφέρον των αδελφών. Ο Παύλος καταλήγει με τη σαφή παραίνεση να προτιμούν την προφητεία, χωρίς όμως να εμποδίζουν και το λαλείν γλώσσαις.

Το ερώτημα είναι τι από όλα αυτά τα εβραϊκής προελεύσεως αθλήματα επιβίωσε μέσα στις χριστιανικές εκκλησίες κατά τους επόμενους αιώνες (4). Δε μπορώ να γνωρίζω τι συμβαίνει στις χριστιανικές εκκλησίες ανά τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον στις Ελληνικές ορθόδοξες ουδέποτε παρατήρησα κάποιον να μιλάει γλώσσες, ή να προφητεύει. Οι λατρευτικές συναθροίσεις έχουν μπει προ πολλού σε τάξη και έχουν κατακτήσει την κοσμιότητα που ζητούσε ο Παύλος, έχουν πλέον παγιωμένο τυπικό, και εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Υποθέτω ότι αν μπορούσε ο Παύλος να παρακολουθήσει μια απ’ αυτές, θα έμενε κατάπληκτος από το πόσο ριζικά άλλαξαν τα πράγματα από τον καιρό του, όχι μόνο στον τύπο, αλλά και, κυρίως, στο περιεχόμενο της λατρείας του Γιαχβέ, ο οποίος μεταλλάχτηκε εν τω μεταξύ σε …Αγία Τριάδα. Θα του έκανε επίσης εντύπωση ότι, παρόλα αυτά, τα δικά του κείμενα εξακολουθούν να θεωρούνται από τους χριστιανούς ως βασικές τους αναφορές, αν και βασικά σημεία του νέου χριστιανικού δόγματος διαφωνούν απολύτως με τις θεολογικές απόψεις του Παύλου.


(1) Α’ Κορ. ΙΒ’ 28.(2) Α’ Κορ. ΙΔ’ 5, 6, 9, 17-19, 22-29, 31 & 39-40

(3) Στην πρώιμη Εκκλησία η εξίσωση των προφητών να μιλούν εμπνεόμενοι από το Άγιο Πνεύμα ήταν γενικώς αποδεκτή, εφόσον στηριζόταν στέρεα στις Γραφές’ το πνεύμα είχε κατέλθει στους Αποστόλους και αυτό θα συνεχιζόταν ως την Ημέρα της Κρίσεως’ (…) Όπως και στην παγανιστική προφητεία το πνεύμα μπορεί να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο μέσω του ανθρώπινου οργάνου του (Dodds ER. Εθνικοί και χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας. Από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Αθήνα, 1995, σελ. 98)

(4) Οι ακατανόητες φόρμουλες οι οποίες παρουσιάζονται στους μαγικούς παπύρους μερικές φορές θεωρούνται μεταγραφές γλωσσολαλίας. Κατά τα άλλα αυτό φαίνεται ότι ήταν χριστιανική ειδικότητα, από την εποχή του αποστόλου Παύλου (…) ως την εποχή του Ειρηναίου, στα τέλη του δεύτερου αιώνα, που μας λέει «ότι πολλοί αδελφοί στην Εκκλησία έχουν προφητικά χαρίσματα και μέσω αυτών το Πνεύμα μιλάει σε κάθε γλώσσα» (Αιρ., 5.6.1). Οι κορινθιακές γλώσσες είναι κατανοητές μόνον από το Θεό, άρα δεν είναι καθόλου ανθρώπινη ομιλία (…) Ο συγγραφέας των Πράξεων, β’, από την άλλη μεριά ερμηνεύει το φαινόμενο ως «ξενογλωσσία», ότι δηλαδή ο ομιλητής μιλάει σε ξένη γλώσσα άγνωστη σ’ αυτόν (Dodds ER. Εθνικοί και χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας. Από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Αθήνα, 1995, σελ. 94, υποσημ. 51)