Η μακροσκελέστατη αυτή ομιλία εκτείνεται σε πέντε κεφάλαια του κατά Ιωάννην (ΙΓ’ έως ΙΖ’). Στο κεφάλαιο ΙΓ’ περιγράφεται ο Μυστικός Δείπνος και, μετά την αποχώρηση του Ιούδα, ο Ιησούς αρχίζει να μιλά στους μαθητές του για την επικείμενη αναχώρησή του – χωρίς αυτοί να καταλαβαίνουν τι εννοεί. Στο επόμενο κεφάλαιο απαντά σε σχετική ερώτηση του Θωμά ως εξής[1]: εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή’ ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού. Και λίγο μετά, σε ερώτηση του Φιλίππου[2]: Λέγει αυτώ ο Ιησούς’ τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών είμι, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; Ο εορακώς εμέ εόρακε τον πατέρα’ και πως συ λέγεις, δείξον ημίν τον πατέρα; Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί έστι; (…) και ό,τι αν αιτήσετε εν των ονόματί μου, τούτο ποιήσω, ίνα δοξασθή ο πατήρ εν των υιώ. Εάν τι αιτήσητε εν τω ονόματί μου, εγώ ποιήσω.
Ο Ιησούς συνεχίζει υποσχόμενος την έλευση του Πνεύματος της αληθείας, το οποίο θα μένει με τους μαθητές εις τον αιώνα και λέγει[3]: εν εκείνη τη ημέρα γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τω πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν. Σε ερώτηση του Ιούδα απαντά ότι όποιος τον αγαπά και τηρεί τον λόγον του, ο Πατήρ θα τον αγαπήσει και θα κατοικήσει σ’ αυτόν και λίγο αργότερα προσθέτει[4]: (…) πορεύομαι προς τον πατέρα’ ότι ο πατήρ μου μείζων μου έστι. Το σημείο αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ως προς την περιγραφή των σχέσεων των προσώπων της Αγίας Τριάδος (που έγινε πολύ αργότερα).
Το κεφάλαιο ΙΕ’ ξεκινά με την φράση εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή, και ο πατήρ μου ο γεωργός έστι, η οποία στη συνέχεια αναλύεται με τη συνήθη μακρηγορία του Ιωάννη. Ο Ιησούς παραγέλλει στους μαθητές του[5]: Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού. Υμείς φίλοι μού έστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν. Ουκέτι υμάς λέγω εγώ δούλους, ότι ο δούλος ουκ είδε τι ποιεί αυτού ο κύριος’ υμάς δε είρηκα φίλους , ότι πάντα ά ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν. Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα εμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε, και ο καρπός υμών μένη, ίνα ό,τι αν αιτήσετε τον πατέρα εν τω ονόματί μου, δώ υμίν. Ταύτα εντέλλομαι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους. Ακολουθούν μερικά εδάφια για την μη αποδοχή του Ιησού από όσους δεν επίστευσαν σε αυτόν και προαναγγέλλεται η διορθωτική κάθοδος του παρακλήτου, δηλαδή του Πνεύματος[6]: όταν δε έλθει ο παράκλητος όν εγώ πέμψω υμίν παρά του πατρός, το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού.
Το επόμενο κεφάλαιο ξεκινά με την προφητεία του Ιησού ότι οι μαθητές του θα διωχθούν και συνεχίζει[7]: (…) αλλ’ εγώ την αλήθειαν λέγω υμίν’ συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω. Εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς’ εάν δε πορευτώ, πέμψω αυτόν προς υμάς’ και ελθών εκείνος ελέγξει τον κόσμον περί απαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως (…). Ο Ιωάννης εμφανίζει τον Ιησού να περιγράφει έναν απρόσμενο για θεϊκό πρόσωπο ντετερμινισμό, ο οποίος εξηγείται μόνον αν υπονοηθεί ως απαραίτητη η εθελούσια θυσία, προς εξαγορά της αμαρτίας – το γνωστό μοτίβο πολλών λατρευτικών ομολογιών της εποχής εκείνης- το οποίο βασίζεται στην ακατανόητη άποψη ότι ο άνθρωπος φέρει μέσα του το καταδικαστικό στίγμα της αμαρτίας και της ενοχής. Τα πάντα εναπόκεινται πλέον στην μέλλουσα αποστολή του Πνεύματος[8]: Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. Όταν δε έλθει εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν’ ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. Ο Ιησούς επαναμβάνει ότι σε λίγο θα αναχωρήσει και σε λίγο θα πορευτεί προς τον Πατέρα, οπότε οι μαθητές θα λαμβάνουν αυτό που θα αιτούνται, εις το όνομα του Ιησού. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την πρόβλεψη του Ιησού ότι οι μαθητές του θα σκορπίσουν και θα τον αφήσουν μόνο.
Το κεφάλαιο ΙΖ’ καταγράφει την προσευχή του Ιησού προς τον Πατέρα. Η προσευχή έχει αντικείμενο τους μαθητές, για τους οποίους εκφράζεται και πάλι η αγάπη του Ιησού. Εδώ βρίσκει ο Ιωάννης την ευκαιρία να νομιμοποιήσει (εμμέσως και εντέχνως) μια πολύ παλιά του επιθυμία, αν και αποφεύγει να καθορίσει συγκεκριμένες θέσεις[9]: Πάτερ, ούς δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ήν δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με πρό καταβολής κόσμου. Ωστόσο, η απλή αυτή επιθυμία του Ιωάννη δημιουργεί μια σειρά από ερωτήματα: Ο Ιησούς, ως ισότιμο θεϊκό πρόσωπο, είναι πανταχού παρών – θα είναι και οι μαθητές; Θα βρίσκονται εκεί και θα θεωρούν τη δόξα του μόνοι οι έντεκα (ή δώδεκα) -και όχι η Παναγία, ο Παύλος, οι μάρτυρες, οι άγιοι, οι απλοί πιστοί που έχουν σωθεί; Υπάρχει τάχα εσωτερική ιεραρχία μεταξύ των πιστών; Κάποιος που μαρτύρησε στο όνομα του Ιησού σε επόμενους αιώνες, αποκλείεται να λάβει τη θέση που πιθανόν δικαιούται λόγω επετηρίδος; Ο χριστιανισμός θεωρεί ότι παράδεισος είναι η θέαση του Θεού. Έχει κανένα νόημα ο καθορισμός διακεκριμένων θέσεων, λες και πρόκειται για θεατρική παράσταση; Αν η θέση του Ιωάννη είναι ασύμβατη με τη διδασκαλία του χριστιανισμού περί Θεού, πως γίνεται και χωράει στην Καινή Διαθήκη -και μάλιστα βαλμένη στα χείλη του Ιησού;
3 Σχόλια
Comments feed for this article
28 Απριλίου, 2008 στις 11:51 πμ
Πάρης
«όταν δε έλθει ο παράκλητος όν εγώ πέμψω υμίν παρά του πατρός, το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού. »
Ενδιαφέρον το γεγονός ότι λέει «ο παρά του πατρός εκπορεύεται» και όχι και από τον ίδιο (αν το μετέφρασα σωστά).
28 Απριλίου, 2008 στις 8:54 μμ
Πάνος
Μα υπήρχε περίπτωση να λέει το άλλο; Καθολικός χριστιανός ήταν τάχατες ο Ιησούς; ΟΥΧΙ! Ήτο ακραιφνής ορθόδοξος!
.
.
.
.
.
(Ορθόδοξος Εβραίος, εννοείται…)
3 Απριλίου, 2010 στις 8:18 μμ
Μιχάλης Μιχελής
Ο τελευταίος δείπνος του Χριστού, έγινε μέσα σε φορτισμένη ατμόσφαιρα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, γι’ αυτό και τον είπαν Μυστικό.
Το μενού ήταν λιτό. Δεν έφτανε για να χορτάσουν όλοι.
Ο Χριστός, αντελήφθηκε τη δυσαρέσκεια και παράγγειλε χωριάτικες σαλάτες.
Ο Ιούδας τότε φώναξε στον μάγειρα. Μην βάλεις κρεμμύδι!
Ο Χριστός απορημένος γύρισε και του απάντησε.
Καλά ρε Ιούδα, γιατί δεν θέλεις κρεμμύδι. Θα φιλήσεις κανένα σήμερα το βράδυ;