Σ’ ένα από τα πιο διάσημα θέματα των Ευαγγελίων[1] ο Ιησούς μακαρίζει όσους είναι πτωχοί τω πνεύματι, τους πενθούντες, τους πραείς, τους πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, τους ελεήμονες, τους καθαρούς τη καρδία, τους ειρηνοποιούς, τους δεδιωγμένους ένεκεν δικαιοσύνης, τους υφισταμένους διώξεις εν ονόματι του Ιησού.

Οι πτωχοί τω πνεύματι έχουν γίνει διαχρονικό αντικείμενο ειρωνικού σχολιασμού – και εν πάσει περιπτώσει απουσιάζουν εντελώς από τα μεσαία και ανώτερα κλιμάκια των χριστιανικών Εκκλησιών, όπου περισσεύουν οι πεφυσιωμένοι εξουσιολάγνοι παντογνώστες. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί μακαρίζονται οι πενθούντες, ενώ έχω σοβαρές αμφιβολίες για τους πραείς: είναι αξιέπαινη ιδιότητα σε περιόδους ιστορικής και κοινωνικής ακινησίας, αλλά πολύ συχνά οι άνθρωποι οφείλουν να δρουν με ένα συνδυασμό ποικίλων πολιτικών κριτηρίων και χαρακτήρων προκειμένου να επιβιώσουν ή να ξεφύγουν από μια δυσμενή κατάσταση ανελευθερίας ή ανέχειας. Στις περιπτώσεις αυτές οι πραείς οφείλουν να σκέφτονται πολύ περί του πρακτέου.

Οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, αλλά και οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης ως εκ του χαρακτήρος τους, είναι σχεδόν αδύνατον να παραμένουν πραείς. Η απαίτηση της δικαιοσύνης απευθύνεται σε εξουσίες, οι οποίες την καταπατούν – και οι εξουσίες δεν καταλαβαίνουν ούτε από ευγένεια, ούτε από πραότητα. Φανταστείτε τους υπόδουλους Έλληνες να επιδιώκουν τον πιο επίζηλο, ίσως, αναβαθμό δικαιοσύνης (την εθνική αυτοδιάθεση) με …ηπιότητα. Ωστόσο πρόκειται για δυο από τις ελάχιστες γραμμές των κειμένων της Καινής Διαθήκης που είναι καταρχήν συμβατές με αξίες που μπορούν να θεωρηθούν αξιόλογες.

Οι ελεήμονες, οι καθαροί τη καρδία και οι ειρηνοποιοί είναι κατηγορίες ανθρώπων που συναντώνται σε όλες τις ιστορικές περιόδους και όλες τις θρησκείες -ακόμα και ανάμεσα στους …χριστιανούς (αν και σπανίζουν στα ηγετικά κλιμάκια των Εκκλησιών – για να το επιβεβαιώσετε δεν έχετε παρά να δείτε την ανθρωπογεωγραφία της Συνόδου των επισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδος). Η τελευταία κατηγορία, όσοι διώκονται εν ονόματι του Ιησού είναι ακατανόητη: ουδείς οπαδός του Ιησού διωκόταν όταν διατυπώθηκε ο μακαρισμός[2].

Οι αμφιβολίες για το κατά πόσον οι μακαρισμοί είναι αυθεντικές διδαχές του Ιησού ή άσχετες με αυτόν προσθήκες, ενισχύονται από το γεγονός ότι ορισμένες αντιφάσκουν απολύτως με άλλα σημεία του κηρύγματός του: ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Αν δεν πρόκειται για παραχάραξη και μεταγενέστερες προσθήκες, τότε τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά (για τους χριστιανούς) γιατί φανερώνουν έναν Ιησού του οποίου η σκέψη διαφοροποιείται δραματικά από τον μακαρισμό των πραών μέχρι την προγραμματική δήλωση της βίας. Αν αυτό είναι κατανοητό για έναν άνθρωπο (έστω και τέλειο άνθρωπο – μόνο οι θεόπνευστοι επίσκοποι των Συνόδων δεν κάνουν ποτέ λάθη) είναι αδιανόητο για τον ταυτοχρόνως παρόντα Θεό. Μια παράπλευρη συνέπεια είναι ότι οι χριστιανοί δεν γνωρίζουν με σιγουριά ποιες ήταν οι πραγματικές απόψεις του Ιησού και ποιες των ανθρώπων που έγραψαν ή διόρθωσαν τα Ευαγγέλια. Το κενό υπερκαλύπτει, για είκοσι αιώνες, η ερμηνευτική θεολογική αυθεντία των επισκόπων σε Ανατολή και Δύση, αλλά παραμένει γεγονός ότι ο Ιησούς φέρεται να υποστηρίζει αντιφατικές μεταξύ τους απόψεις.

Υστερόγραφο: Οι αντιφάσεις στο κήρυγμα του Ιησού, όπως περιέχεται στα Ευαγγέλια, οδήγησαν τον συγγραφέα Δημήτρη Σαραντάκο να διατυπώσει στο βιβλίο του οι Εσταυρωμένοι Σωτήρες (εκδόσεις εντός) την τολμηρή υπόθεση ότι στην πραγματικότητα υπήρξαν τρεις αξιόλογοι άνθρωποι με το όνομα Ιησούς, που έδρασαν την ίδια περίοδο, τελείωσαν στο σταυρό – και βαθμιαία ταυτοποιήθηκαν σε ένα (μυθικό) πρόσωπο: ένας ζηλωτής από τη Γαλιλαία, ένας πριγκιπικός απόγονος της γενιάς του Δαυίδ και ο Ναζωραίος – ο οποίος απορρόφησε τους άλλους δύο. Υποθέσεις…


[1] Ματθ. Ε’ 1-12, Λουκ. ΣΤ’ 20-22[2] Το εδάφιο αυτό μας βάζει στον πειρασμό να σκεφτούμε και για την προέλευση όλων των προηγουμένων. Ποια, άραγε, Εβραϊκή σέχτα της εποχής του Ιησού χαρακτηριζόταν από αντίστοιχες αντιλήψεις; Ωστόσο το δικό μας αντικείμενο δεν έχει να κάνει καθόλου με την αυθεντικότητα ή τις μεταγενέστερες προσθήκες στα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Ο λόγος είναι ότι από τη στιγμή που η ίδια η Εκκλησία έχει αποφασίσει για την αυθεντικότητά τους, εμάς μας ενδιαφέρει αποκλειστικά το περιεχόμενο των κειμένων και η ιστορική, πνευματική και πολιτική του χρήση από τις Εκκλησίες και τις κρατικές εξουσίες. Αν, καμιά φορά, παρασυρόμαστε σε …περαιτέρω συζήτηση, πρόκειται για στιγμιαίες (ελπίζω συγγνωστές) παρακάμψεις.

Advertisement