Του bioannis
Ένα από τα σημαντικότερα σημεία στα οποία ασκούν οι οικολόγοι κριτική προς τη μαρξιστική αριστερά είναι και το θέμα του «παραγωγισμού» ή όπως αλλιώς αναφέρεται στην Ελλάδα μιας άκριτης «λατρείας της ανάπτυξης» και της παραγωγής για την παραγωγή. Ο Γάλλος ευρωβουλευτής των Πράσινων, Αλαίν Λιπιέτζ, ο οποίος έχει και μια μακρά μαρξιστική πορεία, θεωρεί ότι «η οικολογία αντιτίθεται στο εργατικό κίνημα (και στον Μαρξισμό ιδιαίτερα), στο κεντρικό σημείο της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων»» (1). Αλλού (2), σημειώνει ότι θεωρεί τη διατύπωση «η εκμεταλλευτική και αλλοτριωτική ανάπτυξη των σχέσεων και των δυνάμεων της παραγωγής στον καπιταλισμό παραδόξως δημιουργεί το δυναμικό για πιο ικανοποιητικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπινων όντων και των φυσικών συνθηκών τους» ως τον τυπικό τελεολογικό παραγωγισμό που συνιστά τον κοινό πυρήνα του Μαρξ και του Στάλιν.
Ο Λιπιέτζ συμφωνεί με τον Ted Benton, ο οποίος έδειξε ότι ο Μαρξ βλέπει την ιστορία ως μια προοδευτική «τεχνητοποίηση» (artificialization) του κόσμου, που απελευθερώνει την ανθρωπότητα από εξωτερικούς περιορισμούς που επιβάλλονται από την μη τελειοποιημένη ακόμη κυριαρχία της επί της φύσης. Αυτό τον οδηγεί – και μαζί και τους Μαρξιστές – στο να τείνει να υποτιμήσει τον χαρακτήρα αυτών των εξωτερικών περιορισμών που στην ουσία τους είναι οικολογικοί περιορισμοί.
Σε παρόμοιους τόνους, ο Μ. Μπούκτσιν (3) θεωρεί ότι ο Μαρξ αντιλαμβάνεται τη σχέση ανθρώπου – φύσης ως ανταγωνιστική και όχι ως συνεργατική. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει: «η φύση, σύμφωνα με την ατυχή έκφραση του Μαρξ, είναι ένα «βασίλειο της αναγκαιότητας» που αντιτάσσεται ακατάπαυστα στις ένθερμες προσπάθειες του ανθρώπου για αυτοπραγμάτωση και ελευθερία. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με μια εχθρική «ετερότητα» που επενεργεί επάνω του με πιεστικό εξαναγκασμό, εναντίον του οποίου πρέπει να αντιτάξει τις δικές του δυνάμεις μόχθου και πανουργίας. Η ιστορία παίρνει τη μορφή ενός προμηθεϊκού δράματος όπου ο άνθρωπος αψηφά ηρωικά έναν βάναυσα εχθρικό φυσικό κόσμο και αυτοεπιβεβαιώνεται πεισματικά εναντίον του». Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω: «Όλες οι ταξικές θεωρίες της κοινωνικής ανάπτυξης είναι ριζωμένες επί δύο σχεδόν αιώνες στην πεποίθηση ότι η «εξουσίαση της φύσης από τον άνθρωπο» απορρέει από την ανάγκη να «κυριαρχηθεί η φύση» ως προϋπόθεση για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Αυτή η αντίληψη της ιστορίας, που ήταν ήδη εμφανής στα πολιτικά γραπτά του Αριστοτέλη, επρόκειτο να αποκτήσει στα χέρια του Μαρξ την περιωπή μιας «σοσιαλιστικής επιστήμης» και προσφέρει μια ύπουλη δικαιολόγηση της ιεραρχίας και της κυριαρχίας εν ονόματι της ισότητας και της απελευθέρωσης. Σε τελική ανάλυση, ο πραγματικός αντίπαλος στη δοξογραφία της σοσιαλιστικής θεωρίας δεν είναι ο καπιταλισμός αλλά η φύση».
Ο Λιπιέτζ αναφέρει μια άλλη φράση του Μαρξ: «Η εργασία δεν είναι παρά ο πατέρας του πλούτου – η φύση είναι η μητέρα» και λέει πως για τον Μαρξ η Μητέρα-Φύση λαμβάνονταν υπόψη μόνο για να υποταχτεί στις παραγωγιστικές διαταγές του Πατέρα – Εργασία, σε συμφωνία με μια παράδοση, που πάει πίσω τουλάχιστον έως τον Αριστοτέλη: «η ύλη υπόκειται στη μορφή όπως η γυναίκα στον άντρα». Η εκ των προτέρων έμφαση του Μαρξ στις θετικές όψεις των μετασχηματιστικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου και ο περιορισμός της κριτικής του στην καθεστηκυία τάξη μόνο στις παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων (χωρίς να συνεχίζει σε μια κριτική του περιεχομένου αυτής της παραγωγής), άνοιξε το δρόμο για τη ρήξη μεταξύ του Μαρξισμού και της ηθικής, του Μαρξισμού και της δημοκρατικής πολιτικής, του Μαρξισμού και της οικολογίας.
Αυτή η κριτική του Μαρξισμού για το γεγονός ότι δεν λαμβάνει υπόψη του τους οικολογικούς περιορισμούς, έχει οδηγήσει ορισμένους να προτείνουν τον επαναπροσδιορισμό της σπάνης στο μαρξιστικό πλαίσιο ώστε αυτό να οδηγηθεί σε συμφιλίωση με την οικολογία (4). Ωστόσο, ορισμένα σχετικά πρόσφατα έργα οικο-μαρξιστών μελετητών, αναδεικνύουν ορισμένες παραγνωρισμένες πτυχές του έργου του Μαρξ, θέλοντας να δείξουν ότι σε τελική ανάλυση καθόλου δεν είχε υποβαθμιστεί η εκμετάλλευση της φύσης στη μαρξιστική ανάλυση. Αναφερόμαστε ουσιαστικά στο βιβλίο του John Bellamy Foster (5) και κυρίως στο βιβλίο του Paul Burkett (6), βασικού συνεργάτη στο αμερικανικό περιοδικό «Capitalism, Nature, Socialism».
Στο βιβλίο του Burkett αμφισβητείται η ρετσινιά του «Προμηθεϊσμού» που έχει κολλήσει στο έργο του Μαρξ, λέγοντας ότι αυτός ποτέ δεν αρνήθηκε ότι η κοινωνία αναπτύσσεται σε εξάρτηση με το φυσικό της περιβάλλον και τους περιορισμούς που αυτό θέτει. Αντίθετα, κατηγορεί τον καπιταλισμό για το γεγονός ότι δεν αποδίδει αξία στη φύση και για το ότι με αυτή τη δικαιολογία καταχράται τους φυσικούς πόρους ως δήθεν «δώρα της φύσης». Η καπιταλιστική χρηματική αξία που αποδίδεται στους φυσικούς πόρους αντανακλά απλά την ανταλλακτική τους αξία και όχι την αξία χρήσης. Η απόδοση μιας «κοινωνικής» και όχι απλά «χρηματικής» αξίας στη φύση είναι και η αριστερή απάντηση που βρίσκει ο Burkett στο έργο του Μαρξ για να αντιταχθεί στη σύγχρονη τάση του νεοφιλελευθερισμού (7) να αποτιμήσει σε δολάρια κάθε δάσος, λίμνη και ποτάμι (κάτι που σε τελική ανάλυση απομακρύνει και τους τελευταίους ενδοιασμούς από τους κεφαλαιοκράτες στο να εκμεταλλευτούν μέχρι τελικής καταστροφής αυτούς τους πόρους, εάν θεωρήσουν αυτό συμφερότερο, σε οικονομικούς όρους).
Ο Burkett δέχεται την κριτική ενάντια στο Μαρξ που αφορά το «βιομηχανισμό» του, ένα όραμα που θέλει τους βιομηχανικούς εργάτες ως το μοχλό της κοινωνικής αλλαγής. Ωστόσο, βρίσκει στο έργο του τα θετικά εκείνα στοιχεία που μπορούν να αντιπαρατεθούν σε έναν μονόπλευρο βιομηχανισμό. Ιδιαίτερα επισημαίνει την επιμονή του Μαρξ στο ότι οι εργάτες δεν πρέπει να πέσουν στην παγίδα του να αγωνίζονται μόνο για τα στενά οικονομικά τους συμφέροντα, κάτι που μπορεί να τους οδηγήσει σε ανταγωνισμό με άλλους εργάτες και με όσους δεν έχουν δουλειά (κάτι εξαιρετικά επίκαιρο στις σημερινές συνθήκες της Ελλάδας, με τη συμφωνία για την εθελούσια έξοδο στον ΟΤΕ). «Πρέπει να μάθουν να δρουν ως κέντρα οργάνωσης της εργατικής τάξης για το ευρύτερο συμφέρον της συνολικής της απελευθέρωσης. Πρέπει να βοηθούν κάθε κοινωνικό και πολιτικό κίνημα προς αυτή την κατεύθυνση». Οι λαϊκοί αγώνες ενάντια στο κεφάλαιο περιλαμβάνουν με αυξανόμενους ρυθμούς αγώνες για μη-εμπορευματοποιημένες ή μερικώς εμπορευματοποιημένες κοινωνικές συνθήκες παραγωγής, όπως η εκπαίδευση, οι συγκοινωνίες, τα μέσα επικοινωνίας, η φροντίδα υγείας, οι υγιεινές συνθήκες και βέβαια η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος.
Τέλος, όσον αφορά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού (ως σαφώς διακριτή από την επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό), ο Μαρξ, κατά τον Burkett, πάντα υπογράμμιζε τις περιβαλλοντικές παραμέτρους και την ανάγκη για μια ορθολογική ρύθμιση των ανθρώπινων σχέσεων με τη φύση, σε συμφωνία τόσο με τις ανάγκες της ανθρώπινης ελευθερίας και κοινότητας όσο και με τις αρχές της αειφορίας (sustainability) (8). Η διαφορά βέβαια, έγκειται στην αποδοχή της αειφορίας σε ένα καθαρά ιστορικό και συγκυριακό πλαίσιο και όχι σε ένα «αιώνιο» και αμετάβλητο πλαίσιο σαν αυτό που υιοθετεί ας πούμε η Λέσχη της Ρώμης. Τα περιβαλλοντικά όρια ποτέ δεν μπορούν να είναι αμετάβλητα – αντίθετα, αυτά είναι άκρως δυναμικά και μεταβαλλόμενα, αλλά και εξαρτώμενα από κοινωνικές παραμέτρους (όπως π.χ. οι νέες τεχνολογικές επινοήσεις).
Ο Burkett βέβαια, δεν αρνείται μια αυτοκριτική στάση ως προς το τι πήγε τελικά στραβά και η αριστερά αγνόησε με τόσο καταστροφικές συνέπειες τις περιβαλλοντικές παραμέτρους, αλλά και τους ίδιους τους θεωρητικούς της ταγούς. Η κριτική στρέφεται προς την τροπή που πήρε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο Burkett είναι ξεκάθαρος όταν αναφέρεται σε «δημοκρατικές μορφές αυτοδιεύθυνσης των παραγωγών». Σύμφωνα με τα λόγια του «ακόμη και όσοι κριτικάρουν το Μαρξ πρέπει να παραδεχτούν ότι το όραμά του για ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων βασισμένη σε συνεργατικά σχεδιασμένη και διευθυνόμενη παραγωγή διαφέρει πολύ από τους πειθαρχημένους, κρατιστικούς «σοσιαλισμούς» της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. και των δορυφόρων της».
Αυτή η ενδιαφέρουσα «οικολογική» αναβάπτιση στο έργο του Μαρξ είναι βέβαιο ότι μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην προσέγγιση των δύο πολιτικών χώρων της οικολογίας και της αριστεράς (χαρακτηριστική είναι και η θετική βιβλιοκριτική προς το βιβλίο του Burkett που παρουσιάστηκε στο Synthesis/Regeneration, το έντυπο των Πράσινων των ΗΠΑ (9). Ωστόσο, η ανηλεής ανατομία του μαρξιστικού έργου θα πρέπει να συνεχιστεί ώστε να βεβαιωθούμε αν έφερε ή όχι σπέρματα που αργότερα θα δώσουν «άνθη του κακού» στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Αναφορές
1. Lipietz A. 2000. Political Ecology and the Future of Marxism. Capitalism, Nature, Socialism, March 2000, vol. 11, no. 1 (issue 41): 69-86. http://lipietz.club.fr/MET/MET_MarxismCNS.htm
2. Lipietz A. 2000. From Marx to Ecology and Return? A Brief Reply. Capitalism, Nature, Socialism, June 2000, vol. 11, no. 2 (issue 42): 102-110.
http://lipietz.club.fr/ECO/ECO_CNS42ReplyFutMarx.htm
3. Μπούκτσιν Μ. 1985. Η Ριζοσπαστικοποίηση της Φύσης. Εκδ. Ελ. Τύπος.
4. Carpenter G. 1996. Επαναπροσδιορίζοντας τη σπάνη: Ο Μαρξισμός και η Οικολογία σε συμφιλίωση. Δημοκρατία και Φύση, τ. 2: 133-156.
5. Foster J.B. 2000. Marx’s Ecology. Monthly Review Press, New York.
6. Burkett P. 1999. Marx and Nature. A Red and Green Perspective. St. Martin’s Press, New York.
7. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι συχνές αναφορές του Economist στο πως οι δυνάμεις της αγοράς μπορούν να αποδειχθούν ο καλύτερος φίλος του περιβάλλοντος! Για ένα πρόσφατο δείγμα: The Economist, April 23rd-29th 2005, Rescuing environmentalism.
8. Foster J.B. 2000. Marx’s Ecological Value Analysis (a review of P. Burkett’s Marx and Nature). Monthly Review, vol. 52, No. 4. http://www.monthlyreview.org/900jbf.htm
9. Smith T. 2000. Review: James Bellamy Foster’s Marx’s Ecology, Paul Burkett’s Marx and Nature. Synthesis/Regeneration, 23 (Fall 2000). http://www.greens.org/s-r/23/23-14.html
(Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Οικολογικής Κίνησης Θεσσαλονίκης «Εν Οίκω», φύλλο 62, Σεπτέμβριος 2005, σελ. 13-14)
13 Σχόλια
7 Οκτωβρίου, 2008 στις 12:03 μμ
viosakis
Γεια σου Βιο,
Εξαιρετικη η αναλυση , χρησιμη και επικαιρη.
7 Οκτωβρίου, 2008 στις 12:35 μμ
left liberal synthesis
Πολύ ενδιαφέρουσα,και επίκαιρη ανάρτηση.
Χρειαζόμαστε τις ιδεολογικές διερευνήσεις όσο ποτέ.
Ειλικρινά δεν έχω παρακολουθήσει την αναφερόμενη βιβλιογραφία,αλλά οι παρατηρήσεις που αποδίδονται στον Buckett είναι πολύ εύστοχες
Σωστά επισημαίνεται η τεχνολογική «παραγωγίστική» του (προοδευτική «τεχνητοποίηση» (artificialization) κατεύθυνση Μαρξ,αλλά αυτή είναι και η αξία του έργου του.
Η αναζήτηση μιας οικολογίας ως αδιατάρακτης «φυσικής ισορροπίας» παραβλέπει την ιδεολογικη κατασκευή της έννοιας της φύσης,και τον εγγενή παρμβατικό ρόλο της ανθρώπινης εργασίας.
Καλή συνέχεια με παρόμοιους προβήματισμούς
7 Οκτωβρίου, 2008 στις 1:37 μμ
σχολιαστής
«ως προς το τι πήγε τελικά στραβά». Γιατί στην αρχή ήταν ίσιο;
7 Οκτωβρίου, 2008 στις 2:06 μμ
bioannis
Ο εγγενής παρεμβατικός ρόλος της ανθρώπινης εργασίας μπορεί να αποδοθεί «άνετα» (αν και σε άλλο επίπεδο σημασίας και τάξης μεγέθους) και σε ορισμένα είδη ζώων.
Ειδικά σε εκείνα τα θηλαστικά, τα οποία για παράδειγμα καταναλώνουν φρούτα και έτσι διασπείρουν «φρουτοφόρα» ειδη, που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να επεκταθούν (τα λεγόμενα seed spreaders species). Ή ακόμα και στις περιπτώσεις υποβάθμισης δασικών εκτάσεων σε ημι-ερημικούς βιότοπους, από ανεξέλεγκτες υπερ-πληθυσμιακές εκρήξεις φυτοφάγων ζώων, λόγω αφαίρεσης φυσικών θηρευτών (ελεγκτών του πληθυσμού) από τον άνθρωπο.
Το πρόβλημα αρχίζει στην διαταραχή της «δυναμικής φυσικής ισορροπίας» (παραβίαση της φέρουσας ικανότητας) διαμέσου όχι απλά της ανθρώπινης εργασίας, αλλά της εκμετάλλευσης των ανθρώπινων πόρων με σκοπό τη συσσώρευση, τη μονοπώληση των φυσικών πόρων από αντικοινωνικές ομάδες και σπάταλο υπερ-πλουτισμό λίγων. Έτσι δεν εξαντλούνται μόνο τα φυσικά αποθέματα αλλά και η ανθρώπινη κοινωνία.
Συνεπώς δεν αναρωτιέται κανείς για το «σωστό ή λάθος» της ανθρώπινης παρεμβατικότητας. Αναρωτιέται για το μέτρο της, την επιβίωση, τη διατήρηση των φυσικών πόρων και τη δικαιοσύνη στο εσωτερικό των ανθρώπινων κοινωνιών.
Στο μαρξιστικό παράδειγμα, είναι κυρίαρχη η αντίθεση «πως παράγεται κάτι και σε ποιανού τα χέρια είναι τα μέσα παραγωγής ;». Στην οπτική της πολιτικής οικολογίας, όχι απλά προστίθεται μια επιπλέον νέα αντίθεση, διαμέσου του ερωτήματος «τι παράγεται και για ποιο σκοπό ;» αλλά τονίζεται ότι αυτή η δεύτερη αντίθεση είναι υπερ-σύνολο της πρώτης. Εμπεριέχει δηλαδή την πρώτη.
Εξ’ αυτής της ιδέας εκπορεύεται όλη αυτή η γόνιμη «πολεμική» του Οικολογικού κινήματος στο καταναλωτικό μοντέλο του καπιταλισμού, της «παραγωγής για την παραγωγή», για να φτάσουμε στην παραγωγή ψευδοπροϊόντων, και τελικά την παραγωγή της κατασκευασμένης «επιθυμίας» ως ΤΟ «τέλειο» προϊόν.
Μπορεί κάθε ανθρώπινο πλάσμα πάνω στη γή να κατέχει τουλάχιστον 2 αμάξια, 2 σπίτια, να σπαταλά ενέργεια, νερό, φυσικούς πόρους απερίσκεπτα ; δλδ το «καπιταλιστικό όνειρο» του δυτικού παραδείγματος, μπορεί να γίνει κτήμα του κάθε ένα, χωρίς να χρειαστεί να ανακαλύψουμε (για να τους καταστρέψουμε και αυτούς !) άλλους 3-4 πλανήτες ;
Αναφέρεται κατά λέξη στο κείμενο:
«Τα περιβαλλοντικά όρια ποτέ δεν μπορούν να είναι αμετάβλητα – αντίθετα, αυτά είναι άκρως δυναμικά και μεταβαλλόμενα, αλλά και εξαρτώμενα από κοινωνικές παραμέτρους (όπως π.χ. οι νέες τεχνολογικές επινοήσεις).»
Μια συγκεκριμένη λοιπόν ιδεολογική κατασκευή της Φύσης (αυτή που κυριαρχεί στο δυτικό παράδειγμα) προέρχεται από τη επιβολή και «δικαίωση» των πολιτικών συστημάτων κάθετης ιεραρχίας στην κοινωνία (και επομένως την υποταγή ανθρώπων και κοινωνίας στην εξουσία μιας μειοψηφίας) ακολουθείται από την υποταγή της Φύσης «στις επιθυμίες των ανθρώπων». Αυτός είναι και ο πυρήνας του σύγχρονου ανθρωποκεντρισμού. Όλα δημιουργήθηκαν από το Θεό για να τα απολαμβάνει ο άνθρωπος.
7 Οκτωβρίου, 2008 στις 2:42 μμ
aigaiopelagitis
Ρε βιογιάννη, δικό σου είναι το κείμενο; Εσύ είσαι ο οικο-θεωρητικός που το υπέγραφε στο Εν Οίκω; Ο οικο-θεωρητικός έλκει κι αυτός την καταγωγή του από το αγαίον πέλαγος, δεν το ήξερες; Τέλος πάντων, αυτά παθαίνει όποιος γράφει με πολλά ψευδώνυμα, αλλά τουλάχιστον σε ευχαριστώ που δημοσιεύεις κοινούς προβληματισμούς. Και η πραγματικά δική σου συμβολή στο πιο πάνω σχόλιο είναι χρήσιμη και ενδιαφέρουσα.
7 Οκτωβρίου, 2008 στις 2:56 μμ
bioannis
Όχι @αιγαιοπελαγίτη δεν είναι δικό μου το κείμενο.
Εγώ το έστειλα απλώς στον Πάνο για να το αναρτήσει. Όποιος όμως πάει στην παραπομπή που έχει στο τέλος θα δεί ποιός το υπογράφει. Ουδέποτε ζήλεψα τη δόξα, και πολύ περισσότερο την δόξα κάποιου άλλου. Μόνο και μόνο η συμφωνία μου με το κείμενο, έφτανε για να πάρω την πρωτοβουλία.
Ελπίζω να μην σε προσέβαλα … πολύ. Ελπίζω επίσης να αντιλαμβάνεσαι οτι ο λόγος που ήθελα να δημοσιευτεί στην καλύβα δεν ήταν για να κλέψω πνευματικά δικαιώματα.
Ελπίζω και ο Πάνος να δεί με συμπάθεια την κίνησή μου
και να μη μου βάλει χέρι.
7 Οκτωβρίου, 2008 στις 3:11 μμ
Πάνος
βιογιάννη,
η παραπομπή στο τέλος δεν αναφέρει κανέναν ως συγγραφέα και είναι χωρίς δικτυακό σύνδεσμο. Που σημαίνει ότι το ψευδώνυμο «οικο-θεωρητικός» θα το συναντούσε μόνον όποιος έψαχνε τα επιμελημμένα …αρχεία του με τα «εν οίκω» του ’05. Και πάλι, χωρίς να εννοήσει ότι ο «οικο-θεωρητικός» ΔΕΝ είναι ο βιογιάννης!
Τέλος πάντων, εφ’ όσον ο πνευματικός πατήρ του (πολύ ενδιαφέροντος) κειμένου βάζει τα πράγματα στη θέση τους, δε θα δώσω εγώ συνέχεια – εκτός αν μου το ζητήσει εκείνος. Σε αντίθετη περίπτωση, ας συνεχιστεί η συζήτηση και την επόμενη φορά ας είμαστε πιο προσεκτικοί με το copyright, γιατί, όπως και να το κάνουμε, πρέπει να σεβόμαστε τον πνευματικό κόπο των άλλων.
7 Οκτωβρίου, 2008 στις 10:51 μμ
bioannis
Έχεις απόλυτο δίκιο και δεν θα επαναληφθεί. Δικό μου είναι όλο το λάθος και η μόνη μου διακιολογία (η οποία δεν στέκει) είναι οτι το κείμενο μου άρεσε πολύ και ήθελα έπίσης πολύ να το μοιραστώ με τους καλυβίστας.
Επίσης, ζητώ συγνώμη από τον Οικοθεωρητικό και τον @αιγαιοπελαγίτη.
Μακάρι να συνεχιστεί η συζήτηση, μετά από αυτό … αλλά δεν το βλέπω. Τα λάθη πληρώνονται. Και ήθελα τόσο πολύ να δω τα σχόλια του Παπούλη !! … οχι ότι των άλλων δεν με ενδιαφέρουν, αλλά ο Παπούλης είναι «μανούλα σε κάτι τέτοια» και η άποψή του πάντα με βάζει σε γόνιμες σκέψεις.
8 Οκτωβρίου, 2008 στις 12:38 πμ
aigaiopelagitis
Εντάξει, νομίζω ότι οι απαραίτητες διευκρινήσεις δόθηκαν και δεν χρειάζεται να δοθεί άλλη συνέχεια.
Δεν ξέρω αν θα ξαναβάλω φωτιά στη συζήτηση, αλλά νομίζω ότι ένα από τα στοιχεία του άρθρου που δεν είδα να σχολιάζεται είναι η ενθάρρυνση του διαλόγου της οικολογίας με το πιο κριτικό κομμάτι της αριστεράς, διάλογος που τουλάχιστον για μένα συνεχίζει να έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Κι εδώ φαίνεται ότι υπάρχει μια διαφορά με άλλους συν-οικολόγους που δεν ενδιαφέρονται για την αριστερά. Πιστεύω ότι είναι πολλοί εκείνοι που αισθάνονται να βρίσκονται σε μια περιοχή του πολιτικού φάσματος που τέμνεται τόσο από την οικολογία όσο και από την αριστερά και τους ενδιαφέρει ένας τέτοιος διάλογος. Άλλωστε και με άλλα κείμενα, όπως για τους οικοσοσιαλιστές (που συνεχίζω να πιστεύω ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν ως μια διακριτή ομάδα απόψεων και μέσα στους Οικολόγους Πράσινους) ή και σχόλια (όπως αυτό για τη Βασιλάκου και για την ανάγκη άρθρωσης πιο κοινωνικού λόγου και έργου) έχω δείξει ότι με ενδιαφέρει εκείνη η εκδοχή της πολιτικής οικολογίας που αναδεικνύει μεν τους όρους της αυτονομίας της, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί και ότι θεωρεί πιο χρήσιμο από τις παραδόσεις της αριστεράς και του κινήματος της ανθρώπινης χειραφέτησης.
8 Οκτωβρίου, 2008 στις 1:01 πμ
Πάνος
αιγαιοπελαγίτη,
η «φωτιά στη συζήτηση» είναι ό,τι καλύτερο για να γίνει πραγματική συζήτηση!
Ο διάλογος της οικολογίας με το «πιο κριτικό κομμάτι της αριστεράς»… Ναι.
– Ποιό ακριβώς είναι αυτό το «κριτικό» κομμάτι;
– Πώς διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα της αριστεράς;
– Τι πολιτικό βάρος έχει σήμερα (στην Ελλάδα και στην Ευρώπη);
– Γιατί αναγορεύεται αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι ως προνομιακός συνομιλητής της πολιτικής οικολογίας; Ποιές είναι οι πολιτικές του δάφνες, που το καθιστούν άξιο για μια τέτοια αντιμετώπιση;
Προσωπικά με ενδιαφέρει ο διάλογος με όλους τους πολιτικούς και ιδεολογικούς χώρους, πλην της ακροδεξιάς του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Η πολιτική οικολογία μπορεί, με αυτοπεποίθηση, να συνδιαλέγεται με ένα ευρύτατο φάσμα – ακριβώς γιατί τα βασικά σημεία της πολιτικής της πρότασης είναι κατ’ εξοχήν οικουμενικά, αφορούν τους πάντες.
Δεν καταλαβαίνω γιατί για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής ή την προστασία των δασών ή το εθνικό χωροταξικό ή τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή τα νερά ή τους μετανάστες ή τα πολιτικά δικαιώματα των μειοψηφιών κλπ πρέπει να συζητάμε με την «κριτική αριστερά», κατά προτίμηση και όχι με το σύνολο της κοινωνίας και των πολιτικών δυνάμεων ή ρευμάτων.
Για το άλλο θέμα που θίγεις (τις τάσεις στο χώρο της πολιτικής οικολογίας) τα λέμε αργότερα, αν συμφωνείς.
8 Οκτωβρίου, 2008 στις 1:20 πμ
aigaiopelagitis
Η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι για να μιλήσεις για την κλιματική αλλαγή, τα δάση, το χωροταξικό, κλπ., πρέπει να μιλήσεις και για τις δομές της εξουσίας, τους μηχανισμούς κυριαρχίας και κατασκευής συναίνεσης, τις σχέσεις εκμετάλλευσης, την αλλοτρίωση, την «κοινωνική» αξία, την «κατασκευή της φύσης», τα «κοινωνικά» δικαιώματα και μια σειρά άλλων τέτοιων θεμάτων που καλώς ή κακώς έχουν συνδεθεί με την αριστερά. Νομίζω ότι σε έναν τέτοιο κριτικό λόγο υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον και παραγωγή νέων ιδεών και αναλύσεων. Αντίθετα, στους χώρους της σοσιαλδημοκρατίας και του νεοφιλελευθερισμού βλέπω στασιμότητα και υποχώρηση.
8 Οκτωβρίου, 2008 στις 2:27 πμ
Μ
Μια και μιλάτε για δεοντολογίες, δε λέτε και ότι το κείμενο το ξεσηκώσατε από το νεότευκτο http://eco-sal.blogspot.com/ ?
8 Οκτωβρίου, 2008 στις 7:39 πμ
Πάνος
Μ,
όχι πληθυντικός, παρακαλώ. Εγώ το ανέβασα με καλή πίστη, θεωρώντας ως αυτονόητο ότι είναι παλαιότερο κείμενο του βιογιάννη, ο οποίος άλλωστε ανέλαβε πλήρως την ευθύνη για το φάουλ. Και θα το απέσυρα αμέσως, αν ο αιγαιοπελαγίτης (ο συντάκτης του κειμένου, απ’ ό,τι κατάλαβα) δεν συμφωνούσε να μείνει – για χάρη της συζήτησης.
Όποιος νομίζει ότι μπορεί να δώσει μαθήματα δεοντολογίας σε μένα προσωπικά, κάπου …χάνει.
Επειδή όμως υπάρχει και κάτι που λέγεται «ευθιξία», κλείνω τα σχόλια αυτού του ποστ, μετά την επισήμανση του Μ. Όχι εξαιτίας της πληροφορίας, αλλά εξαιτίας του ύφους του σχολίου του.
Για το θέμα θα συζητήσουμε (ξανά) στην καλύβα, πολύ σύντομα.