Ιδέα: Θανάσημος
Υλοποίηση: Όποιος γουστάρει!
Concept: Γράφουμε (σε πεζό) συνεχίζοντας αποκεί που το άφησε ο προηγούμενος.
Αμολάω καλούμπα: Η νύχτα ήταν σκοτεινή και ερεβώδης. Μα την αλήθεια, δε βλέπω τη μύτη μου, σκέφτηκε η χελιδόνα, αλλά ήταν σε τραγικό hangover και επιπλέον δε μπορούσε να θυμηθεί που στο διάβολο βρισκόταν. Άπλωσε το δεξί της χέρι και έπιασε κάτι μαλλιαρό. Αυτό ροχάλισε ελαφρά και άλλαξε θέση. Αμάν, ποιος είν’ ετούτος; αναρωτήθηκε η χελιδόνα και στράφηκε προς την άλλη μεριά. Το χέρι της περιπλανήθηκε σε κάτι λείο και μαλακό, το οποίο μετέπεσε σε δυο επίσης μαλακούς λοφίσκους. Βυζιά είναι, συλλογίστηκε η χελιδόνα, αλλά ποιανής; Δε μπορούσε να θυμηθεί. Προσπάθησε να επιστρέψει στην πραγματικότητα – και να βρει επειγόντως καμιά κουβέρτα, από τη στιγμή που διαπίστωσε ότι κι αυτή ήταν ολόγυμνη, εκτός από τις κάλτσες της. Τότε ήρθε το πρώτο φλάς: είχαν σύσκεψη στο ΥΠΕΠΘ, οι σχολικοί σύμβουλοι. Από τη στιγμή που έπιασε το μίτο, θυμήθηκε κατά σειράν το όνομά της (Σούζη Κιού – από το Σουζάνα Κιουρτσόγλου) και ότι μετά έφυγαν όλοι για μπαρότσαρκα, πριν σκοτεινιάσει καλά καλά. Εντάξει, αλλά ποιος είναι ετούτος ο μαλλιαρός και ποια η κυρία αριστερά και τι συνέβη μεταξύ μας και -κυρίως – που βρίσκομαι και που είναι ο διακόπτης; Τον είδε, καθώς η όρασή της είχε πια προσαρμοστεί στο σκοτάδι, άπλωσε το χέρι πάνω από την πλάτη του τύπου που ροχάλιζε κανονικά πλέον και τον πάτησε. Τότε…
(ποιος ή ποια θα συνεχίσει;)
61 Σχόλια
Comments feed for this article
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 12:39 μμ
Ενη Καπαζογλου
(εκτος κειμενου)
Τι λες παιδακι μου!!! Ωχρια του Εμπειρικου η γραφη.
Προβλεπεται συγγραφικη επιτυχια σημαντικη.
Ομως το κειμενο να μην «μπασταρδευτει»
με αλλονων ασχετων στη «συγγραφικη»
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 12:47 μμ
Πάνος
(εκτός κειμένου)
Άσε τον Εμπειρίκο, δεν έχει ανάγκη αυτός… 😉 Πιάσε τη συνέχεια, αν θέλεις, χωρίς φόβο και πάθος: το κέφι μας κάνουμε! Προχώρησε λίγο την αφήγηση – και άλλος θα συνεχίσει.
Αν δεν πήξει το πιλάφι, το τρώμε …σούπα!
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 2:14 μμ
Ενη Καπαζογλου
θα συνεχιζα ας πουμε »
τοτε ο Αναξιμανδρος ξυπνησε και βλεποντας το ρολοι ειδε οτι η ωρα ειχε παει εννια και ειχε αργησει στη δουλεια.
Φτου και μου τοπε το αφεντικο, δεν ειναι εδω μερος για ρεμπελιο.
Και λεγοντας απο μεσα του «φταιει αυτο το ονειρο που εβλεπα»,ομως αν χασω τη δουλεια πανε στραφι και τα αλλα «ονειρα» εκεινα τα πραγματικα..
Εκεινα που λεμε με τις φιλαρες πινοντας το κρασακι μας, γαμωτο.
Κι ειναι και κεινη η Ποπη που συνεχεια γκρινιαζει, λεω να την παρατησω…..
(δεν ειναι υποχρεωτικο να μπει αν ξεφευγει απο την «φιλοσοφια’ της αρχης)
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 2:26 μμ
Θανάσημος
… Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στο δωμάτιο η κυρά – Κούλα. Ήταν γύρω στα εξήντα, κοντή, με έναν παραμελημένο γκρίζο κότσο να κρέμεται πίσω απ’ το κεφάλι της και το βλέμμα ανθρώπου που έχει δει μερικές χιλιάδες πράγματα παραπάνω απ’ αυτά που του αναλογούσαν.
«Α, ξυπνήσατε επιτέλους;» είπε και κοίταξε αδιάφορα την Σούζι που στεκότανε όρθια γυμνή, δίπλα στον τοίχο. Ύστερα έριξε μια απλανή ματιά στα γυμνά κορμιά στο κρεβάτι, κατευθύνθηκε προς το παράθυρο, τράβηξε τις κουρτίνες, το άνοιξε διάπλατα, έπιασε το λουρί και ανέβασε με θόρυβο το πατζούρι. Ένα γαλάζιο φως έλουσε το δωμάτιο.
Η Σούζι είχε μείνει να κοιτάει αποσβολωμένη την κυρά – Κούλα καθώς εκείνη έσπρωχνε με τα πόδια της τον σωρό από ρούχα στο πάτωμα για να περάσει.
«Άϊντε, ξυπνήστε!» έβαλε μια φωνή προς το μεσόκοπο ζευγάρι που στριφογύριζε στο κρεβάτι ενοχλημένο από το φως και τη φασαρία. «Έχω να καθαρίσω!»
Η ξαπλωμένη γυναίκα άνοιξε τα μάτια της και την κοίταξε με απορία και αντιπάθεια. «Εσείς ποια είστε; Τι θέλετε;» είπε θυμωμένα
«Η καθαρίστρια!» είπε η κυρά – Κούλα και μπήκε στην τουαλέτα. «Δώδεκα η ώρα! Έπρεπε να είχατε φύγει από τις δέκα!» είπε και ακούστηκε ο θόρυβος από το καζανάκι.
«Μα… ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΑΥΤΟΣ;;;» έβαλε τις φωνές η ξαπλωμένη γυναίκα και σηκώθηκε απότομα. «Έτσι μπαίνετε στα ξένα δωμάτια;»
Η κυρά – Κούλα έβγαλε το κεφάλι της από την πόρτα, ρούφηξε την μύτη της και κοίταξε την γυμνή γυναίκα μπροστά της. «Που νομίζεις ότι είσαι, μικρή; Στο Χίλτον;»
Η Σούζι είχε μείνει κοκαλωμένη στη θέση της, παρακολουθώντας τη σκηνή με τρόμο. Δεν την πείραζε ο καυγάς. Δεν την πείραζε που στεκόταν γυμνή μέσα σε αυτό που έπρεπε να είναι το χειρότερο ξενοδοχείο της Αθήνας. Δεν την πείραζε ούτε καν που είχε παγώσει απ’ το κρύο. Αυτό που την πείραζε ήταν ο άντρας που κειτόταν ξαπλωμένος επάνω στο κρεβάτι και την κοίταζε γαλήνια. Ήταν ο…
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 2:28 μμ
VITA MI BAROUAK
Ο Αναξίμανδρος πλύθηκε, ντύθηκε, βλαστήμησε δυο τρεις στα πεταχτά κι έφυγε προς την εξώπορτα. Λίγο πριν πιάσει όμως το πόμολο είδε την πόρτα να ανοίγει, σιγά, σιγά κάνοντας τον χαρακτηριστικό θόρυβο σαν ταινία τους Χίτσκοκ. Έκανε ένα βήμα πίσω, παραπάτησε. Ένα τριχωτό χέρι ξεπρόβαλε πρώτα απ όλα, αργά, βασανίστηκα, όλα κινούνταν σε slow motion.
Τον έπιασε τρόμος. Γύρισε κι άρχισε να τρέχει στο διάδρομο. Ο διάδρομος απ τη μια στην άλλη στιγμή είχε μακρύνει ανεξήγητα. Πριν από λίγο έκανε 10 με 12 βήματα για να φτάσει απ΄ το δωμάτιο του μπροστά στη πόρτα και τώρα ο διάδρομος, μάκραινε, μάκραινε, ψήλωνε, εκείνος έτρεχε, έτρεχε, λαχάνιασε αλλά συνέχισε να τρέχει πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, το φως γινόταν πιο έντονο και ξαφνικά αισθάνθηκε απόλυτο σκοτάδι και μια περίεργη ζάλη τον γκρέμισε χάμω.
Αισθάνθηκε ένα χέρι να του χαϊδεύει τα μαλλιά, μια ερωτική μυρουδιά τον βοήθησε να σηκωθεί. Είδε πρώτα τις γάμπες της, τα γόνατα, το αιδοίο, την εφηβική κοιλιά, τα στήθια, τα καστανά μάτια της…
Τώρα απόλυτα βέβαιος.
Ήτανε η γυμνή κοπέλα του πίνακα που χε κρεμασμένο στο υπνοδωμάτιο του…
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 2:32 μμ
VITA MI BAROUAK
Είναι η συνέχεια από την ιστορία της Ενης Καπαζογλου, το προηγούμενο δεν το χα υπόψη μου όταν το έγραφα, δεν πειράζει, ήταν μια αυθόρμητη άσκηση…
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 2:42 μμ
Θανάσημος
Τάιμ άουτ!!!
ΠΡΟΤΑΣΗ: Προκειμένου να μην πέφτουμε ο ένας επάνω στον άλλον, προτείνω αυτός που θέλει να γράψει τη συνέχεια κάθε φορά, να στέλνει ένα… προειδοποιητικό (του στυλ «το επόμενο δικό μου!» ή «παραγγελιά!» ή κάτι τέλος πάντων!). Ο πρώτος, αυτομάτως παίρνει και τη σκυτάλη. Κρατήσεις για το… μεθεπόμενο ΔΕΝ γίνονται δεκτές
Ο επόμενος αποφασίζει από που θέλει να συνεχίσει!
NEEEEEEEEXT!!!
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 2:56 μμ
π2
Ε τότε, να μοιράσουμε και ρόλους.
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 3:07 μμ
Ενη Καπαζογλου
να μωρε αυτο θα πει ζωηδεν σου αρεσει ΜΙΑ ΑΡΧΗ – ΔΥΟ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ?
Επιτρεπεται να συνεχισω μετα τον vita ?
Τουρθε τρελλα του Αναξιμανδρου.
-Τι γινεται μωρε βλεπω ονειιρα και στον ξυπνιο μου? Πρεπει να παω στο γιατρο. Ομως γιατι για να μου κοψει αυτα τα ωραια που βλεπω?
Οχι δεν παω πουθενα.
Και κοιτωντας αυτο το πλασμα που εβλεπε μπροστα του, ειπε να μωρε αυτο θα πει ζωη. Καθε τρεις κι λιγο να ρχεται να σε συντροφευει και μια τετοια θεογκομενακαι στον υπνο σου και στον ξυπνιο σου.
Δεν θα πω τιποτα στα αλλα τα παιδια μπορει να ειναι κατι μαγικο.
Και ειμαι εγω ο διαλεχτος…..
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 3:12 μμ
Ενη Καπαζογλου
Η αρχη ειναι λαθος
Το «να μωρε αυτο θα πει ζωη ξεφυγε απο το κειμενο.
Ηαρχη ειναι
Γιατι δεν σου αρεσει MIA ΑΡΧΗ – ΔΥΟ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ? sorry
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 3:46 μμ
Πάνος
Χρειάζεται μεγάλη αυτοπειθαρχία στις ομαδικές δουλειές και στις παρτούζες, σκέφτηκε η Σούζυ Κιού, διαλέγοντας τα δικά της ρούχα από το σωρό στο πάτωμα, την ώρα που οι άλλοι δυο είχαν μισοσκεπαστεί με το κρεμεζί σεντόνι και έστηναν καυγά άνευ νοήματος με την κυρά – Κούλα. Πρέπει να φύγω γρήγορα, σκέφτηκε, ο ξάδερφός μου ο Αναξίμανδρος θα με περιμένει στη Βούλα, για να κανονίσουμε εκείνα τα κληρονομικά της θείας Βασούλας. Μέσα στη ζαλάδα της προσπάθησε να φορέσει το σουτιέν της αλληνής, αλλά τα βρήκε σκούρα γιατί ήτανε δυο νούμερα μικρότερο. Γμτ, είπε, έχωσε το δικό της στην τσάντα και φόρεσε τη μαύρη μπλούζα της, χωρίς να χάσει άλλο χρόνο. Κοίταξε για μια τελευταία φορά τπους δύο στο κρεβάτι: κάτι της θύμιζαν αόριστα, αλλά δεν τους αναγνώρισε. Μουρμούρισε ξανά κάτι ακατάληπτο και έγινε της Αναλήψεως.
(ούφ!)
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 4:40 μμ
alcibiades2
O Aναξιμανδρος πεταχτηκε καθιδρως…»τρομαχτικο, πρεπει να το κοιταξω» σκεφτηκε…Αμεσως του ηρθε στη μυτη η ξυνιλα απο τα σεντονια που ειχαν μουσκεψει απο το ιδρωτα που εχυνε ποιος ξερει ποση ωρα μεσα στον ταραγμενο υπνο του…σκουντησε αποτομα τον Παυλο που ροχαλιζε ελαφρα διπλα του…»Σηκω, μαζεψτα και πηγαινε καμμια βολτα – εχω ραντεβου με την ξαδελφη μου «. Ο Παυλος γυρισε μπρουμυτα και εχωσε το κεφαλι του κατω απο το μαξιλαρι…
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 5:14 μμ
Θανάσημος
Το επόμενο δικό μου!!!
χε, χεεεεε…
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 5:32 μμ
Θανάσημος
Ο Αναξίμανδος σηκώθηκε παραπατώντας απ’ το κρεβάτι, μπήκε στην τουαλέτα, κατούρησε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
«Μαλάκα!» είπε. «Άλλη μια φορά να ονειρευτείς την Σούζι γυμνή και θα στον κόψω!»
Έριξε μια τελευταία προειδοποιητική ματιά στον καθρέφτη και επέστρεψε στο δωμάτιο.
«Ξύπνα ζώων!» είπε γλυκά στον Παύλο και του έριξε μια μικρή σφαλιάρα στο αριστερό κωλομέρι που προεξείχε απ’ το σεντόνι. «Όπου να’ ναι έρχεται!»
«Μμμμ;» είπε ο Παύλος μεσ’ τον ύπνο του. «Ποιος;»
«Η ξαδέρφη…» είπε ο Αναξίμανδρος και του τράβηξε απότομα το σεντόνι. «Δεν πρέπει να σε βρει εδώ! Αφού ξέρεις…»
«Γκλίν γκλον!» το κουδούνι της εξώπορτας διέσχισε σαν ηλεκτρικό ρεύμα το κορμί του Αναξίμανδου. Όλο του το κορμί πλημμύρισε αδρεναλίνη. «Ήρθε κι όλας!» είπε τρομοκρατημένος και όρμηξε επάνω στον Παύλο. «Έξω!» του φώναξε ψιθυριστά και τον έσπρωξε κάτω απ’ το κρεβάτι.
«Ε;;;» είπε ο Παύλος γεμάτος απορία.
«Ήρθε!» είπε ο Αναξίμανδρος πανικόβλητος, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και τον έσπρωξε γυμνό έξω στο μπαλκόνι.
«Ποιος; Τι;» είπε ο Παύλος που ακόμα προσπαθούσε να ξυπνήσει.
«Γκλιιιιννν, γκλοοοοοοννννν…»
«Η Σούζι!» είπε ο Αναξίμανδος και του πέταξε τα ρούχα στην αγκαλιά του.
«Η Σούζι;;;»
«Ναι!» είπε ο Παύλος και του έδωσε ένα βιαστικό φιλί στα χείλη. Ύστερα έκλεισε την μπαλκονόπορτα και τράβηξε την κουρτίνα μπροστά στα μούτρα του έκπληκτου Παύλου.
«Γκλίνννννννννν, γκλοοοοοοοοννννν, γκλιιιιιιννννννν, γκλοοοοονννννν….»
«Τώρα, τώρα!» είπε ο Αναξίμανδρος, έτρεξε πανικόβλητος και άπλωσε το χέρι του για να ανοίξει την πόρτα. Δεν ήταν μέχρι τη στιγμή που η πόρτα είχε ανοίξει διάπλατα, όταν συνειδητοποίησε πως μέσα στον πανικό του είχε ξεχάσει να βάλει έστω και ένα σόρτς. Ήταν τελείως γυμνός…
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 7:17 μμ
anaximandros
Η Σούζι γούρλωσε τα μάτια και άνοιξε το στόμα διάπλατα, λες και έβλεπε τον Οξαποδώ. Προσπάθησα να τα μπαλώσω.
– Καλημέρα ξαδερφούλα…
– …
– Πέρνα, πέρνα μέσα, γιατί δε περνάς;
– …
Κατάλαβα ότι έπρεπε να τσακιστώ και να ντυθώ, αν ήθελα να γλιτώσει το εγκεφαλικό η ξαδέρφη μου. Ώριμη κοπέλα, του σπιτιού και του γραφείου, αμφέβαλα πολύ αν είχε δει γυμνό άντρα στη ζωή της άλλη φορά. Δεν ήθελα κιόλας να το κάνει βούκινο σ’ ‘ολα τα σόγια, ότι ο Αναξίμανδρος, ο ευκατάστατος συμβολαιογράφος ανοίγει την πόρτα του τσίτσιδος… Έκανα μεταβολή και χώθηκα στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί κόντεψα να πάθω εγώ εγκεφαλικό. Είδα τον Παύλο ξαπλωμένο ωραία ωραία στο κρεββάτι, να ΠΑΡΙΣΤΑΝΕΙ ότι κοιμάται!
Μου ήρθε να τον πνίξω, αλλά πριν προλάβω εκείνος τινάχτηκε πάνω και είπε σιγανά (δεν ήταν εντελώς μαλάκας) αλλά γεμάτος ένταση και πάθος.
– Τι είμαι εγώ για να με πετάς έξω, ε; Ντρέπεσαι για μένα; Ντρέπεσαι για τη σχέση μας; Δε θέλεις να με γνωρίσουν οι συγγενείς σου, ε; Είσαι υποκριτής, υποκριτής, υποκριτής!
Τα κατάφερε ο άτιμος και λέγοντας «υποκριτής» έτρεξε ένα χοντρό δάκρυ από τα βλέφαρά του. Η καρδιά μου έλιωσε, όπως το βούτυρο στο τηγάνι, αλλά έπρεπε να μπαλώσω την κατάσταση με τη Σούζι.
– Κάτσε εδώ και μη βγάλεις άχνα! Σε πέντε λεπτά θα φύγουμε με τη Σούζι για το γραφείο… Θα τα πούμε μετά!
Άνοιξε το στόμα του για να διαμαρτυρηθεί, αλλά δεν πρόλαβε. Η πόρτα χτύπησε δυο φορές σιγανά κιαι η Σούζι εισέβαλε ορμητικά στο δωμάτιο.
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 8:43 μμ
Θανάσημος
οκ, οκ! ΤΟ ΕΧΩ!!!
Δώστε μου λίγα λεπτά, παρακαλώ…
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 8:53 μμ
alcibiades2
…Η νύχτα ήταν σκοτεινή και ερεβώδης. Μα την αλήθεια, δε βλέπω τη μύτη μου, σκέφτηκε η Σουζι, αλλά ήταν σε τραγικό hangover και επιπλέον δε μπορούσε να θυμηθεί που στο διάβολο βρισκόταν.
Πνιγόταν – το στόμα της το ενοιωθε παραξενο. Συνειδητοποιησε οτι ήταν φιμωμένη…
Προσπάθησε να απλώσει το χέρι της και ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε – κάτι την έσφιγγε στον καρπό. Σιγά, σιγά προσπάθησε να κουνήσει το άλλο της χέρι – το ίδιο…έκανε να ανακαθήσει αλλα ανακάλυψε ότι ένα κορδόνι ήταν περασμένο από το λαιμό της στα κάγκελα του κρεβατιού και την ανάγκαζε να αντικρύζει το ταβάνι, που το ξεχώριζε αχνά. Ηταν… ροζ ; – για μια στιγμή αφαιρέθηκε και αναρωτήθηκε… Ερχόμενη στα συγκαλα της άρχισε να παλεύει να λυθει.Τα πόδια της ήταν κι αυτά δεμένα, ανοιχτα, απο τα κεφαλάρια του κρεβατιού. Προσπάθησε να ανασηκώσει το κεφάλι και τα κοίταξε…το αριστερό ήταν δεμένο με μια δερματινη ζώνη με καρφιά – το δεξί με ένα τριανταφυλι μπεϊμπι ντολ, σαν αυτό που της είχε πάρει ο Ανέστης στα γενέθλια της…στριμένο σαν σχοινί, αλλά ενοιωθε την απαλή του υφή στον αστραγαλό της …το δωμάτιο μύριζε ξυνιλα και κάτι άλλο απροσδιόριστο …
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 8:53 μμ
alcibiades2
Ουπς!
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 8:56 μμ
alcibiades2
Πανο, σβήσε τα 2 τελευταια δικα μου πλζ. Δεν ειδα την ειδοποιηση του θανασημου…
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 9:00 μμ
Θανάσημος
😆 😆 😆
Πάμε χαλαρά για το πιο σουρεαλιστικό ποστ, έβερ!!!
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 9:01 μμ
Θανάσημος
«Η μεθυσμένη Χελιδόνα»
😆 😆 😆
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 9:05 μμ
Θανάσημος
…αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται!!!
OK, OK! Σοβαρά τώρα! Μην πειράξτε τίποτα! Δώστε μου μόνο λίγα λεπτά, παρακαλώ!!!
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 9:14 μμ
Πάνος
Περιμένοντας το (γ)κοντό, δηλ. το Θανάσημο, να επισημάνω το φάουλ του Αλκιδιάβη: ΣΥΝΕΧΕΙΑ είπαμε, όχι ξαναμανά από την αρχή!
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 9:16 μμ
alcibiades2
Δεν είναι παλι απο την αρχη…Περιμενω κι εγω…
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 9:19 μμ
Πάνος
Μέσα στην αναμπουμπούλα ξεχάσαμε το (αρχικό) ζευγάρι, που αποπήρε η κυρα – Κούλα. Ελπίζω κάποιος να τους δώσει ρόλο και ατάκες στη συνέχεια… 😉
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 9:21 μμ
alcibiades2
Εγω δεν τους ξεχνω…. 😈
Aλλα ας αφησουμε το Θανασημο.
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 9:32 μμ
Θανάσημος
… Ξαφνικά, κάτι κουνήθηκε στο βάθος του δωματίου, μέσ’ απ’ τις σκιές. Η Σούζι έσμιξε τα ματόκλαδα της και προσπάθησε να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι. Δοκίμασε να πει κάτι πάλι, αλλά το φίμωτρο εμπόδιζε κάθε ήχο να βγει από το στόμα της.
Μια αντρική φιγούρα ξεχώρισε μέσα απ’ το σκοτάδι και προχώρησε προς το μέρος της. Στα δυό του χέρια, κρατούσε διπλωμένο ένα μαστίγιο, το οποίο τέντωνε και χαλάρωνε με ρυθμικές κινήσεις. Στα χείλη του κρέμονταν ένα αναμμένο τσιγάρο.
Ένα αμυδρό χαμόγελο χαράχθηκε στο στόμα του, καθώς στάθηκε επάνω απ’ την Σούζι και την κοίταξε φιλήδονα.
«Γεια σου κούκλα!» είπε και έσκυψε επάνω απ’ το γυμνό της σώμα. Το πρόσωπο του πλησίασε στο αυτί της. Σχεδόν μπορούσε να νιώσει το αξύριστο πρόσωπο του να αγγίζει το απαλό της μάγουλο. «Θα περάσουμε ωραία οι δυό μας τώρα…» ψιθύρισε. «Πολύ ωραία…»
Ξαφνικά, πέρα από τους τοίχους του δωματίου, πέρα από την πόλη, πέρα απ’ τη γη και το σύμπαν ολόκληρο, ένας εκωφαντικός ήχος πλημμύρισε τα πάντα.
«ΝΤΡΡΡΡΡΡΡΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ»
Η Σούζι πετάχτηκε αλαφιασμένη απ’ τον ύπνο της και έκλεισε με δύναμη το ξυπνητήρι. Έμεινε έτσι να το κοιτάει για λίγο, ανασαίνοντας βαριά, λαχανιασμένα. Στο τέλος, απομάκρυνε το ιδρωμένο σεντόνι της, πήγε στην τουαλέτα, κατούρησε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
«Πάλι τον Αναξίμανδρο ονειρευόμασταν;» είπε ειρωνικά στην φιγούρα της. «Εσύ κοπέλα μου έχεις ΜΕΓΑΛΟ πρόβλημα» πρόσθεσε και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της.
Οι δρόμοι ήταν εντυπωσιακά άδειοι εκείνο το πρωινό κι έτσι έφτασε σχεδόν ένα τέταρτο νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε. Χαμπάρι δεν πήρε όμως. Το μυαλό της ταξίδευε ανάμεσα στο όνειρο της και τα φανάρια στο δρόμο. Οδήγησε μηχανικά, πάρκαρε μηχανικά, βγήκε απ’ το αυτοκίνητο μηχανικά, χαιρέτησε την γρια καθαρίστρια στην είσοδο της πολυκατοικίας και χτύπησε το κουδούνι του ξαδέρφου της.
Περίμενε λίγο. Το μυαλό της τριβέλιζε το όνειρο της. Ακόμα ένα όνειρο με τον Αναξίμανδρο…
Ξαναχτύπησε, πιο μανιασμένα τώρα, προσπαθώντας να διώξει τις σκέψεις της.
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και εκεί μπροστά της έστεκε ο Αναξίμανδρος… γυμνός!!!
ΓΥΜΝΟΣ!!!
Το μυαλό της άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Το όνειρο… Η πραγματικότητα… Ο Αναξίμανδρος εκεί μπροστά της… Γιατί; … Γιατί το έκανε αυτό; … Γιατί; … Τι ήθελε να της πει; … Τι είδους μήνυμα προσπαθούσε να της στείλει ο ξάδερφος της;
Ο Αναξίμανδρος εξαφανίστηκε μέσα στο υπνοδωμάτιο του, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη πίσω του. Η Σούζι στάθηκε ζαλισμένη στη μέση του σαλονιού. Ήταν γυμνός! Της άνοιξε ΓΥΜΝΟΣ! Τι άλλο έπρεπε να κάνει ο άνθρωπος;;;
Αυτή η σκέψη την χτύπησε σαν πιάνο που έκανε ελεύθερη πτώση απ’ την κορυφή ουρανοξύστη. Τι άλλο έπρεπε να κάνει; Πως αλλιώς να το πει; Ξάδερφος ήταν!
«Η τώρα ή ποτέ!» μουρμούρισε στον εαυτό της η Σούζι και με μια αποφασιστική κίνηση έβγαλε το φόρεμα που φορούσε και ολόγυμνη, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο υπνοδωμάτιο…
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 11:31 μμ
Πάνος
– Σούζη, να σου εξηγήσω…
– Δε θέλω να μου εξηγήσεις, θέλω να με πηδ…
– ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! ακούστηκε ξαφνικά η τσιρίδα του Παύλου. Τι λέει αυτή, καλέ;
Αυτός, αυτή και ο μυστήριος έμειναν να κοιτάζονται για λίγα θολά δευτερόλεπτα.
– Δε με νοιάζει τίποτα! δήλωσε αποφασιστικά η Σούζη. Ήρθα για τον Ανάξ και θα τον πάρω!
– Πάνω από το πτώμα μου, πετάχτηκε πάλι ο Παύλος, αλλά πετάχτηκε κιόλας από τη θέση του μεταβάλλοντας το ισοσκελές τρίγωνο σε ευθεία. Η Σούζυ τον κοίταξε λάγνα.
– Γιατί πάνω από το πτώμα σου και όχι πάνω από το σώμα σου; τον ρώτησε κάνοντας τη φωνή της βραχνή, ωσάν της Καθλιν Τέρνερ στην Τσάινα Μπλου (περίπου).
Ο Αναξίμανδρος έντρομος είχε βγάλει το σκασμό τόση ώρα, αλλά ξαφνικά είδε νέες προοπτικές στην υπόθεση. Παραμέρισε τον Παύλο, πιάνοντάς τον τρυφερά από τις λαγόνες και ζύγωσε τη Σούζυ.
Δε χρειάστηκε να πουν τίποτα περισσότερο. «Δυο πόρτες έχει η ζωή…» μουρμούρισε η σχολική σύμβουλος και έπεσε με τα μούτρα στο δεύτερο τριολέ της, μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες.
*
Λίγες ώρες αργότερα ένα ανώνυμο τηλεφώνημα έστειλε την Ασφάλεια Αθηνών στη Βούλα, στη μονοκατοικία του γνωστού συμβολαιογράφου Αναξίμανδρου Γ. Οι αστυνομικοί έσπασαν την πόρτα, αφού δεν άνοιγε κανείς και αντίκρυσαν αντίκρυσαν άναυδοι ένα…
3 Δεκεμβρίου, 2008 στις 11:39 μμ
Πάνος
Έπρεπε να γίνει ένας φόνος, μπας και ξεκολήσουμε από τις απανωτές παρτούζες… 😉
4 Δεκεμβρίου, 2008 στις 1:52 πμ
Φρόσω
Γιατι καλα δεν πηγαινε? Ειναι οτι πρεπει για εκδοση Αρλεκιν..
4 Δεκεμβρίου, 2008 στις 2:37 πμ
alcibiades2
…και μια πολυκατοικια εγινε μονοκατοικια επισης…
Κι εγω στο «αστυνομικο θρίλερ» το πηγαινα οχι σε λουπ και παλι απο την αρχη… και ονειρο μεσα σε ονειρο… 🙄
Aπλα επανελαβα την πρωτη παραγραφο για πλακα…Θα την ειχε δεσει το «ζευγος»…Παντως ενδιαφερον εχει, κανενας «πελατης» για συνεχεια ;;;
4 Δεκεμβρίου, 2008 στις 10:08 πμ
σχολιαστής
😉
😆 😆 😆
Ας αναλάβει ο αστυνόμος Μπέκας.
4 Δεκεμβρίου, 2008 στις 11:22 μμ
alcibiades2
…ξεκοιλιασμένο καναπέ, ιχνη αίματος σε όλο το χώρο, και το υπόλοιπο σπίτι αδειο από έπιπλα.
Στο κέντρο του σαλονίού υπήρχε, στητη και απαθής μια ηλικιωμένη με χαλαρό κότσο που κρατουσε το ξυλο μιας σφουγγαριστρας σαν δορυ.
Το βλεμμα της ηταν κενο…
Οι αστυνομικοι…
5 Δεκεμβρίου, 2008 στις 7:43 πμ
Πάνος
(συγκρατούμαι, για να μη το παρακάνω… περιμένω και το Θανάσημο… αν μέχρι το βράδυ δεν δράσει η ηλικιωμένη με το δόρυ, θα…)
5 Δεκεμβρίου, 2008 στις 1:41 μμ
Θανάσημος
Λυπάμαι, αλλά μέχρι σήμερα το βράδυ… είμαι ρεζερβέ! Παρακαλώ, συνεχίστε χωρίς εμένα! Μην ντρέπεσθε!
5 Δεκεμβρίου, 2008 στις 9:37 μμ
Ενη Καπαζογλου
(εκτος κειμενου)
Ο καημενος ο Αναξιμανδρος επεσε σουμπιτος στον «ρεαλισμο».
Αν και προοριζονταν για την «ψευδη πραγματικοτητα» ως ολιγον ‘αλαφρο
ισκιωτος». Κατι ψυχαναμισθηκε ο vita mi barouak, αλλα φαινεται «τρομαξε».
Οι τρεις καμπαλερος αποφασισαν αλλοιως. Απο ονειρο σε ονειρο…..
Αναμενεται το τελος . Φανταζομαι συνταρακτικο………
6 Δεκεμβρίου, 2008 στις 2:21 πμ
Θανάσημος
χα, χα, χααααααα!!!
«έναν ξεκοιλιασμένο καναπέ!!!»
Πανάθεμα σε Αλκιβιάδη…
Λοιπόν, έχουμε και λέμε…
6 Δεκεμβρίου, 2008 στις 2:22 πμ
Θανάσημος
…την πλησιάσανε και προσπαθήσανε να της μιλήσουν, αλλά η κυρά-Κούλα φαινότανε να βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτου σοκ. Δεν έβγαζε κιχ, δεν κουνιόταν απ’ την θέση της και δεν έδειχνε να καταλαβαίνει την παρουσία άλλων ανθρώπων. Απλά στεκόταν εκεί, με το σκουπόξυλο στο χέρι και κοίταζε το κενό… Οι αστυνομικοί μοιραστήκανε κι αρχίσανε να ψάχνουνε γρήγορα τα υπόλοιπα δωμάτια, ενώ ο Αποστόλης έμεινε να προσπαθεί να συννενοηθεί με τη γριά…
«Κυρία; ΚΥΡΙΑ;;;» της είπε με ψιλοάγριο ύφος, όπως κάνουν και οι Αμερικανοί στις ταινίες
Η κυρά-Κούλα, ούτε που τον κοίταξε. Αυτό του έκοψε λίγο την αρχική φόρα.
«Κυρία! Σε ‘σένα μιλάω! Τι έγινε ‘δω;» ξαναδοκίμασε.
Η κυρά – Κούλα παρέμεινε ακίνητη σαν άγαλμα…
Ο Αποστόλης δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να ακολουθήσει το βλέμμα της γριάς γυναίκας, μέχρι που έφτασε στον απέναντι τοίχο και είδε ένα γαλάζιο βάζο ακουμπισμένο επάνω σε ένα σεμεδάκι.
«Μάααααλιστα…» σκέφτηκε και αναρωτήθηκε τι θα έκανε σε αυτή την περίπτωση ο Μπρους Γουίλις, όταν εντελώς ξαφνικά, η κυρά – Κούλα έβγαλε μια τρομαχτική κραυγή, ανασήκωσε το σκουπόξυλο ψηλά στον αέρα και πρωτού ο Αποστόλης προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει, του το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι.
Το τελευταί πράγμα που κατάφερε να δει ο Αποστόλης καθώς έπεφτε ξερός στο πάτωμα, ήταν την κυρά – Κούλα να βγαίνει με φόρα απ’ την εξώπορτα. Σαν να του φάνηκε πως είδε και τον Μπρους να την κυνηγάει, αλλά δεν θα έπαιρνε και όρκο…
6 Δεκεμβρίου, 2008 στις 8:48 πμ
Πάνος
O Μπρους (Γουϊλις) δε δυσκολεύτηκε να προφτάσει τηυν κυρά Κούλα, πριν η γραία εξέλθει του προκηπίου (Σαραντάκο, αν διαβάζεις, θα σε κάνουμε να τσιμπιέσαι…) Μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης στην δέκα ημερών αξύριστη φάτσα του της έβαλε τρικλοποδιά και με μια αστραπιαία κίνηση της μάζεψε τα χέρια πίσω από την πλάτη και της πέρασε χειροπέδες. Ήταν πολύ ευχαριστημένος, το practice που έκανε για ενσαρκώσει τον αστυνόμο Μπέκα στο σήριαλ που ετοίμαζε το Alter, αποκτούσε ενδιαφέρον.
– Τalk! είπε άγρια στην κυρα Κούλα, που τα είχε παίξει.
– Όχι, όχι, θα τα πω όλα! δήλωσε εκείνη.
– Come on, old bich, dont’ say ohi to me!
– Όχι, όχι, θα μιλήσω, θα μιλήσω…
– Την τσάκωσες; Βέρυ γκουντ! είπε ο αστυνόμος Σταυρακάκης, που κατέφθασε ασθμαίνων. Πρέπει να μειώσω τα ξύδια, σκέφτηκε απομέσα του.
– This old woman dont’ talk, Stavrakis! είπε ο Μπρους και την τράνταξε, προς εκφοβισμόν.
– ΘΑ ΤΑ ΠΩ ΟΛΑ ΚΥΡΙΕ ΣΤΑΥΡΑΚΗ! φώναξε η κυρα-Κούλα. Που το βρήκατε αυτό το βόδι, ελληνικά του μιλάω και δεν καταλαβαίνει… συμπλήρωσε.
– ΣΤΑΥ_ΡΑ_ΚΑ_ΚΗΣ! είπε δυνατά ο αστυνόμος. OK Μπρους, θενξ αγορίνα μου, νάου άι τέικ όβερ, θενκιού.
Ο Μπρους κοίταξε για μια τελευταία φορά την κυρα Κούλα με ψαρωτικό ύφος και κατευθύνθηκε προς τη το εσωτερικό του σπιτιού, για να επιβλέψει τις έρευνες που γινόντουσαν εκεί. Ο Σταυρακάκης κάρφωσε το βλέμμα στην κυρα Κούλα, έβγαλε τσιγάρο και άναψε. Ο καπνός τον στράβωσε λίγο, γι’ αυτό καθυστέρησε τριάμυσι δευτερόλεπτα να της απευθύνει το λόγο:
– Λέγε!
6 Δεκεμβρίου, 2008 στις 7:29 μμ
Ενη Καπαζογλου
Ξερω οτι δενπρεπει κανεις να απογοητευει τους νεους αλλα ουτε και να «λεει ψεματα στα παιδια».
Λοιπον Πανο ελεγες οτι αν δεν γινει πιλαφι θα φαμε σουπα.
Ξερεις το πιλαφι οταν δεν πηζει συνηθως γινεται «λαπας»
Αν ομως προσθεσεις λιγο Μπρους (συγγνωμη μπροκολο ηθελα να πω), μπορει να γινει και «σαλατα».
Τωρα βεβαια αν την δωσετε να την φανε τα παιδια σας (οσοι τυχον εχετε), μαλλον θα εισπραξετε ενα «μπλιαχχ». Το συνηθιζουν αυτο οι νεοι και τα παιδια…………
Μην κοιτας τα παιδια, εγω μαζι σας, εμπρος για νεες επιτυχιες !!!!!
6 Δεκεμβρίου, 2008 στις 7:47 μμ
alcibiades2
…τους ΝΕΟΥΣ???? 😯
😆 😆
Θανασημε, βουρ στο ψητο!!! (Στη σαλατα, εστω…)
😈
7 Δεκεμβρίου, 2008 στις 1:39 πμ
Θανάσημος
… Η κυρά – Κούλα τον κοίταξε έντρομη. Έμοιασε να ζυγιάζει την κατάσταση για λίγο. Στο τέλος ανασήκωσε του ώμους της σαν να μην είχε καμία σημασία ούτως ή άλλως, άνοιξε το στόμα της και είπε απλά:
«Τον λένε Πάνο…»
«Ποιον;» είπε ο Σταυρακάκης και έσμιξε τα φρύδια του
«Τον Θεό…» είπε η κυρά – Κούλα και κοίταξε με δέος προς τον ουρανό…
«Τον ΠΟΙΟΝ;;;» είπε ο Σταυρακάκης και γούρλωσε τα μάτια του.
«Έχει μπλογκ…» είπε η κυρά Κούλα και κάρφωσε τα μάτια της στον αστυνόμο. «Αυτός τους σκότωσε…»
Μια χοντρή σταγόνα ιδρώτας κύλισε απ’ το μέτωπο του Σταυρακάκη και έφτασε στην άκρη της μύτης του.
«Τι λες κυρία μου;;;» έβαλε τις φωνές στο τέλος. «Είσαι σοβαρή;;;»
Η κυρά – Κούλα τον κοίταξε απειλητικά
«Είμαι ζωντανή…» του είπε με ένταση. «Με έσωσε ο Αλκιβιάδης δύο»
«Ο Αλκιβιάδης… δύο;» είπε ο Σταυρακάκης
«Δύο…» επιβεβαίωσε η γριά
«Τι είναι αυτός πάλι;;;» είπε ο Σταυρακάκης
«Νέος…» είπε η κυρά – Κούλα.
«ΝΕΟΣ;;;» εξερράγη ο Σταυρακάκης.
«Το είπε η Ένη…» είπε ήρεμα η κυρά – Κούλα
«Η Ένη…» είπε ο Σταυρακάκης έτοιμος να βάλει τα κλάματα
«Η Ένη…» επανέλαβε η κυρά – Κούλα με κατάνυξη
«ΠΟΙΑ ΕΝΗ ΚΥΡΙΑ ΜΟΥ;;;» είπε ο Σταυρακάκης απελπισμένος
«Η βιβλιοκριτικός…» είπε απλά η κυρά – Κούλα και έσυρε το βλέμμα της πάνω απ’ τον ώμο του.
Μια σιωπή έπεσε στον χώρο, καθώς ο Σταυρακάκης προσπαθούσε να καταλάβει εάν η γριά τον δούλευε ή εάν ήταν απλώς τρελή. Η κυρά – Κούλα από την άλλη έμοιαζε να αφουγκράζεται την ηρεμία.
«Και…» δοκίμασε την τύχη του άλλη μια φορά ο Σταυρακάκης, «εσύ όλα αυτά ΠΟΥ τα ξέρεις;» ρώτησε καχύποπτα.
«Τα άκουσα…» είπε η γριά καθαρίστρια
«Από ΠΟΥ;» είπε ο Σταυρακάκης
«Από τον καναπέ…» είπε ήρεμα η γριά
Ο Σταυρακάκης άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει αλλά δεν έβγαλε κιχ. Κοίταξε για λίγο την γριά και ύστερα της είπε συγκαταβατικά:
«Κατάλαβα…»
«Δεν κατάλαβες…» είπε η γριά με στρίγγια φωνή και τον κοίταξε με αποφασιστικότητα. «Δεν κατάλαβες τίποτα! Είμαστε όλοι μας σε κίνδυνο Θανάσημο!»
‘Ενα ρίγος διέτρεξε την ραχοκοκαλιά του γέρου αστυνομικού. Ξαφνικά είχε την διαίσθηση ότι αυτή η τρελή γριά του έλεγε την αλήθεια.
«Κύριε Αστυνόμε!» ακούστηκε μια φωνή μέσα από το σπίτι. «Νομίζω ότι πρέπει να το δείτε αυτό…»
Ο Σταυρακάκης γύρισε προς τη μεριά του υπαστυνόμου και ρώτησε: «Τι έγινε; Βρήκατε τα πτώματα;»
«Εεεε, όχι ακριβώς…» είπε ο νεαρός στην πόρτα
«Τι τότε;» είπε ο Σταυρακάκης και τον κοίταξε αυστηρά.
«Εεεε… οοοο καναπές κύριε αστυνόμε…»
«Τι, ο καναπές;» είπε ο Σταυρακάκης και τον κοίταξε καχύποπτα.
«Εεεε… μιλάει…» είπε ο υπαστυνόμος και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του.
«ΜΙΛΑΕΙ;;;» είπε ο Σταυρακάκης και σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον ουρανό. «Για όνομα του Θεού!»
Ο υπαστυνόμος έμεινε ακίνητος στη θέση του, προσπαθώντας να δείχνει φυσιολογικός. Ο Σταυρακάκης τον κοίταξε για αρκετή ώρα, μέχρι που αργά – αργά συνειδητοποίησε ότι ο υπαστυνόμος του έλεγε την αλήθεια. Ξαφνικά τα γόνατα του άρχισαν να τρέμουν. Στο τέλος, άνοιξε το στόμα του και είπε:
«Και… τι λέει;»
«Τα κάλαντα…» είπε ο υπαστυνόμος και έβαλε τα κλάματα…
7 Δεκεμβρίου, 2008 στις 9:14 πμ
ω
…..ντανσινκ θρου δε σνόου ιν ουάν χορσ οπενσλεη ολ δε θινκς γουι νόου……
… ντανσινκ ον δε γουέι…..
7 Δεκεμβρίου, 2008 στις 11:30 πμ
Ενη Καπαζογλου
(εκτος κειμενου)
Παρακαλω να συνεχισετε το πινγκ πονγκ χωρις εμενα.
24 Ιουνίου, 2010 στις 1:18 πμ
Πάνος
Θα έπρεπε να το συνεχίσουμε τότε,κακώς το αφήσαμε ημιτελές…
(Άκου ο καναπές μιλάει και λέει τα κάλαντα! Α ρε Θανάσημε, εγώ να δεις τι θα σου σκαρώσω – παρντόν, θα σου σκάρωνα!) 😉
24 Ιουνίου, 2010 στις 12:18 μμ
Ενη
Kαι να πώ λοιπόν τώρα γιατί «εφυγα» απο το πινγκ-πόνγκ.
Γιατί πού άτσαλα, αγαπητοί μου καμπαλέρος ανακατέψατε ενα όνομα που περιλαμβάνονταν στους «συντελεστές».
Κάτι που δεν γίνεται ποτέ στις «ομαδικές δημιουργίες» γιατί δείχνει η κακή πρόθεση η ας το πούμε ανεπίτρεπτη επιπολαιότητα. 😉
Φυσικά μπορείτε να συνεχίσετε το στόρυ, χωρίς το συγκεκριμένο «ονομα» το οποίο περιλαμβάνεται ακόμη στούς σχολιαστές της καλύβας.
Βέβαια με τη σχετική αντικατάσταση στό ηδη κείμενο.
24 Ιουνίου, 2010 στις 12:19 μμ
Ενη
Συγνώμη «πολύ ατσαλα» ηθελα να γράψω
24 Ιουνίου, 2010 στις 1:05 μμ
Πάνος
Ένη,
αν εννοώ αυτό ποου εννοείς, περισσότεροι του ενός συντελεστές (για να μην πω όλοι) ενεπλάκησαν στην ιστορία. Αυτό όχι μόνο ήταν ΟΚ, αλλά ήταν και από τα κορυφαία κομμάτια του πρότζεκτ!
Εκτός αν εννοείς κάτι άλλο -και λάθος εννόησα.
24 Ιουνίου, 2010 στις 2:05 μμ
Ενη
Πάνο
Aυτό και που εννοουσα και εννοώ.
Το να εμπλακεί στο ΣΤΟΡΥ το ονομα ενός γράφοντος, και δεδομένου οτι δεν χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο!!!! Aλλά και πάλι θα ηταν αντιδεοντολογικό…
Περίπου την ιδια περίοδο ειχε δημοσιευθεί στα ΝΕΑ μια ομαδική δουλειά επαγγελματιών συγγραφέων, διανοείσαι κάποιος να έβαζε στο ΣΤΟΡΥ το πραγματικό όνομα ενός εκ των αλλων συντελεστων; (!!!!) (το παράδειγμα φυσικά καμία σχέση δεν εχει με την εν λόγω ερασιτεχνική προσπάθεια).
24 Ιουνίου, 2010 στις 2:10 μμ
Πάνος
ΟΚ. Σου ζητώ αναδρομικά συγγνωμη για λογαριασμό του θανάσημου, ο οποίος δεν μας παρακολουθεί τακτικά (παρά τη θέλησή του) και μπορεί να μη το δει.
25 Ιουνίου, 2010 στις 10:59 πμ
Πάνος
Ένας φίλος στο φ/μπ μου υπόδειξε αυτό -μια άλλη συνεργατική συγγραφή στο δίκτυο:
http://climatic-inactivity.blogspot.com/2010/03/blog-post.html
25 Ιουνίου, 2010 στις 12:26 μμ
alcibiades2
Παντως ειχε την πλακα του… 😈
25 Ιουνίου, 2010 στις 12:31 μμ
Πάνος
Κατά την ταπεινή μου γνώμη ήταν ε-ξαι-ρε-τι-κό.
Απλά, την επόμενη φορά θα πάρουν μέρος συγκεκριμένοι συγγραφείς, για να μη δημιουργείται το χάος που είδαμε εδώ.
25 Ιουνίου, 2010 στις 12:38 μμ
alcibiades2
…Με οργανωση και …παρκιν δηλαδη… Ας περιμενουμε να δουμε…
25 Ιουνίου, 2010 στις 12:46 μμ
σχολιαστης
Aλκιβιάδη ave!
25 Ιουνίου, 2010 στις 1:00 μμ
bernardina
Θέλω! Θέλω! 😆 😆
25 Ιουνίου, 2010 στις 1:14 μμ
alcibiades2
Xαιρε, Σχολιαστη!
25 Ιουνίου, 2010 στις 3:09 μμ
Πάνος
ΟΚ, μη βιάζεσαι… Πρέπει να είναι διαθέσιμος ο Θανάσημος, όπως και δήποτε… 😉
19 Ιουνίου, 2012 στις 10:48 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
Πάνος Το εχετε ξεκινησει βλεπω με πολλους (οργιωδης… γραφη).
Μηπως πρεπει να ξαναρχισει απ’ την αρχη με καποιους κανονες και enditing στο τελος. Μπορει να εχει και πολλες εναλλακτικες καταληξης της ιστοριας.
19 Ιουνίου, 2012 στις 10:52 μμ
Πάνος
Μπορεί.
Πολλά μπορούν να γίνουν… 😉
5 Νοεμβρίου, 2015 στις 3:44 μμ
Η χελιδόνα πορπατεί (νέο μοντάζ) | Η καλύβα ψηλά στο βουνό
[…] Πηγή: https://panosz.wordpress.com/2008/12/03/helidona_walking/ […]