(Απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας)

Γράφει ο Φραγκίσκος

Οπως κάθε μέρα , εκείνα τα χρόνια, ξύπνησε με τον επίμονο χτύπο των σφυροκάλεμων στ’ αυτιά του. Παρά το εορταστικό της ημέρας οι μαρμαράδες πελέκαγαν την πέτρα αλύπητα, του Φειδία απόντος επιδεικτικά. Κλίμακες εξατμίσεων και ελαστικών ατάκες, ακομπανιαμέντα μηχανών και κορώνες φρένων ολοκλήρωναν το καθημερινό εωθινό ακουμπώντας στον ρυθμό των μαρμαράδων…σαν κάθε μέρα.

Ψάχνωντας τα γυαλιά του σηκώθηκε. Τα είχε φορέσει πρόσφατα και δεν είχε προλάβει να αποκτήση εκείνα τα αυτόματα ανακλαστικά των μυώπων που δεν ξεχνούν ,ακόμα και ενύπνιοι ,το πού άφησαν το βράδυ τα γυαλιά τους. Άλλωστε ήταν ακόμα τόσο μικρός, στην ηλικία όπου οι εμπειρίες δεν έχουν γίνει ανάγκες ,και τούμπαλιν. Στη πόρτα του παιδικού του δωματίου εμφανίστηκε το χαμόγελο της μάνας του.  Μετά ακολούθησε τη πεπατημένη…: Παντόφλες, κατούρημα ,πλύσιμο ,δόντια, επιστροφή στο δωμάτιο ,ντύσιμο ,πρωινό στην κουζίνα.  Γύριζε σιγά-σιγά από τον κόσμο των ονείρων του στη κατ’εξαίρεση πραγματικότητα μιας παραμονής Χριστουγέννων, σε ένα μικροαστικό διαμέρισμα β’ ορόφου μιας πολυκατοικίας ,Λ.Αλεξάνδρας και Μουστοξύδου γωνία. Το πλαστικό δεντράκι στο χώλ δήλωνε με την παρουσία του το ιδιαίτερο της ημέρας. Το παλτό του και δρόμο για το περίπτερο του Σταύρου. Τσιγάρα της μητέρας και εφημερίδες…με προσοχή. Οι μέρες ήταν τότε πονηρές , κι’ας ήταν ο Γέρος πρωθυπουργός. Τα ΝΕΑ και μέσα διπλωμένη η ΑΥΓΗ.

Το πονηρό βλέμμα του θυρωρού στην είσοδο…ήξερε!.. Αυτές οι μάταιες προφυλάξεις προς τιμήν μιας άχρηστης συνωμοτικότητας. Άλλοθι στην αναγκαστική απραξία. Την προηγούμενη δεκαετία τους είχαν τσακίσει. Από κάτι υπεκφυγές τους, από κάτι σκόρπιες κουβέντες για εξοχές και κολλέγια με γεύση στυφή, τα κουρασμένα τους πρόσωπα, το ώριμο της ηλικίας τους που δεν ήταν αντιπροσωπευτικό για γονιούς ενός μικρού παιδιού 10 χρονών, καταλάβαινε πως η τύχη του ήταν διαφορετική, πως κάτι ανεξήγητο σημάδευε την ζωή τους αλλά και τη δική του. Και όλα αυτά έτσι ψυχρά και θολά , μιά ζωή ψιλόβροχο, όπως και τούτη την παραμονή.

Στο ασανσέρ ,που με καμάρι κρυφό το χειριζόταν πιά σαν μεγάλος. Μετά στην πόρτα πάλι εκείνο το χαμόγελο. Στο σαλόνι το ραδιόφωνο τα-τατα-τα τ ιιρι,τα-τα τα-τα τ ιριριιι…γκλιν..γκλιν (κουδούνες)…..

» Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας ..Πρώτο Πρόγραμμα…αγαπητοί μας ακροατές και ακροάτριες Χρόνια σας Πολλά…» και τα κάλαντα αντήχησαν στο σπίτι . Η καρδιά του χτύπησε γρήγορα, ερχόντουσαν τα δύσκολα ….χτύπησε το κουδούνι. Ο κόσμος του σείστηκε συνθέμελα σαν πάλκο απογειωμένο. Ήταν τα παιδιά….ο Σωτηράκης η Λυδία ο Γιαννάκης, από το σαλόνι τους κύτταζε κρύβωντας αριστοτεχνικά το τρόμο του. Μ’ ένα φιλί και το »να προσέχετε » της μητέρας (που την φώναζε από τα μικράτα του »μάνα»), το παλτό και το τρίγωνο στο χέρι ,ασήκωτος ογκόλιθος, ανοιγότανε έντρομος σε μια ακατανόητη όσο και αποκρουστική εκδοχή της βιοπάλης.

Η γειτονιά βρισκόταν τότε στο μεταίχμιο, στο »Τέλος της Ιστορίας» της, όπως θάλεγε σήμερα κάποιος σχιστομάτης μάνατζερ πίνωντας τον ντεκαφε’ι’νέ του αραχτός , βολεμένος πάνω στα ρημάδια των γεγονότων. Αλλά τότε δεν το ξέρανε…τα »δραματικά» γεγονότα. Δεν τους ξέρανε όλους τους γείτονες, αντιπαροχή και εσωτερική μετανάστευση ήτανε τότε στο φούλ, αλλά τουλάχιστον αρκετούς ,ώστε παρά τους δισταγμούς και το παιδικό δέος υπήρχαν κάμποσες πόρτες εκμεταλλεύσιμες. Και πρώτα στην πολυκατοικία τους και τις διπλανές. Ο πάγος έσπασε πόρτα με πόρτα. Τάλληρα και δίφραγκα στο κοινό ταμείο. Τάχανε συμφωνήσει.. τα κέρδη στα τέσσερα. Μετά βγήκανε στο δρόμο. Όλα πια φαινόντουσαν εύκολα. Στον Μπάμπη τον μπακάλη τάλληρο, στο Γιώργη το μανάβη δίφραγκο, στα γρήγορα, ούτε το »χρόνια πολλά» δεν προλάβαιναν να πούν-είχαν δουλειά , τα μαγαζιά γεμάτα,ήταν παραμονή ,τα γυφτάκια τα διώχνανε, τους γνωστούς τους αφήνανε αλλά στα βιαστικά. Οι μανάδες τους ήτανε πελάτισσες, κάθε μέρα τους τ’ακούμπαγαν, τι νά ‘καναν.. Ανάπτυξη!!.

Στον Γρηγόρη τον τσαγκάρη χαμόγελο ,κέρασμα και δίφραγκο. Τούκλεισε του μικρού το μάτι με τρόπο. Συχνά μιλάγανε στο σπίτι οι μεγάλοι για τον τσαγκάρη με συμπάθεια. Αργότερα κατάλαβε γιατί. »Και πως τα πάτε με το σχολείο βρε παιδιά» ο Γρηγόρης σκυφτός με το σφυρί του. Η κουστωδία κίνησε για τα γειτονικά τετράγωνα με μάγουλα ρόδινα , με τα χέρια στις τσέπες να ψαχουλεύουν τα ψιλά και με το ηθικό ιπτάμενο. Τα πράγματα δυσκόλεψαν γρήγορα. Οι διαδρομές και οι πόρτες αντιστρόφως ανάλογες προς τις εισπράξεις. Από τα φιλέτα στις φασουλάδες και τα ψωμοτύρια . Η ώρα πέρναγε, κόντευε μεσημέρι, η απογοήτευση τους έσφιγγε τα στομάχια ..

Είπανε να τα παρατήσουνε και τότε ρίχνει την ιδέα να πάνε στο μεγάλο σπίτι στην οδό Παράσχου που μένανε κάτι φίλοι των γονιών του που ο μπαμπάς τους έλεγε κουμπάρους. Αυτό το σπίτι είχε για κείνον κάτι το μαγικό. Θέλεις το μέγεθος, θέλεις η πολυτέλεια, το ιδιότυπο της μορφής και το αχανές και περίπλοκο της διαρρύθμισης, το σπίτι αυτό του φάνταζε σαν σκηνικό ονείρων. Το είχε επισκεφθεί πολλές φορές σε γιορτές και Κυριακές.

Το σπίτι του Ανέστη Κοντόζογλου με την κυρία Τζένη πολύ αριστοκρατική και μοντέρνα και τις δυό τους κόρες. Όλοι φιλότεχνοι, λάτρεις της μουσικής και του μπαλλέτου, με το τεράστιο σαλόνι τους και εκείνες τις πολυθρόνες όπου κούρνιαζε σαν μέσα σε μήτρα όταν ο μπαμπάς έπαιζε στην τραπεζαρία χαρτιά. Και με το δωμάτιο της μουσικής και το πιάνο όπου η»μάνα» του έπαιζε κάποτε με τα κουρασμένα χέρια της σπαράγματα του Λίστ και του Σοπέν και έλεγε »δεν θυμάμαι» και δάκρυζε ανεξήγητα και δάκρυζε και αυτός. Φωτογραφίες στους τοίχους με αέρινες μπαλλαρίνες , συνήθως ασπρόμαυρες με γράμματα και ημερομηνίες σε ένα αλφάβητο ακατανόητο σαν και αυτό που διάβαζε στις ταμπέλλες στα μέγαρα και τα μαγαζιά όταν »κατέβαιναν »στην Αθήνα. Τότε που έβλεπε »HOOVER» και διάβαζε φωναχτά »ιοονέρ». Και σε ένα άλλο αλφάβητο που του φαινόταν ακόμα πιό παράξενο ,αλλά για κάποιο λόγο ανεξήγητο ,πολύ πιό γοητευτικό. Ράφια με βιβλία και στους τοίχους πίνακες παντού, χαλιά, λαμπατέρ μπρούτζινα και παραμέσα διάδρομοι, λουτρά, τα υπνοδωμάτια των κοριτσιών, πάλι φωτογραφίες με μπαλλαρίνες στους τοίχους που τις χάζευε με τις ώρες και ένοιωθε ένα περίεργο σφίξιμο καθώς έσκυβε να δεί κάτω από τούς πλισσέδες.

Τους είπε να χτυπήσουνε.. δισταγμοί.. σε ποιά πόρτα;…το σπίτι είχε και πόρτα υπηρεσίας. Τους λέει με αποφασιστικότητα »από μπρός».. είχε πιά το πάνω χέρι, φυσικός τους ηγέτης. Χτύπησαν.. αναμονή…..  αντάλλασσαν βλέμματα αμήχανοι.  Άνοιξαν επιτέλους. Ανέβηκαν στο χώλ. Τους πήρε μια χιλιετία και ένα βαρέλι κρύο ιδρώτα…Στην κορυφή της σκάλας ξάστραψε στα μάτια τους το θάμα!.. Το ΔΕΝΤΡΟ !!. Ένα έλατο φυσικό ,τεράστιο φορτωμένο με ότι λάμπει, στη βάση του η φάτνη και τα δώρα. Και η κυρία Τζένη χαμογελαστή και προσηνής με τις δυό της κόρες. Τα πιτσιρίκια με μάτια να περιφέρωνται στον ονειρικόν αυτό τόπο τραγούδησαν: »Καληνημέρανάρχοντες- κιαααανεί -κιανείναι -ορισμόσας»…και στο τέλος τα χρόνια πολλά. Τούς κέρασαν, γλυκά, καραμέλλες, πορτοκαλάδες και μετά η κυρία Τζένη ΤΟΥ έδωσε ένα ολόκληρο κολλαριστό πενηντάρικο. »Δικό σου » του λέει και μετά βγάζει ένα δεκάρικο. »Για όλους σας» .Τσέπωσε το χαρτονόμισμα που τον δάγκωνε ύπουλα. Σαν σε όνειρο έπλεαν κατεβαίνωντας τις ξύλινες σκάλες. Στην έξοδο τους περίμενε αδυσώπητο το κρύο. Κουμπώθηκαν κούμπωσαν και την μικρή Λυδία…Συμβούλιο….αποφάσισαν ότι ώρα ήταν να γυρίσουν. Στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας μέτρησαν τα ψιλά :

Αποτελέσματα χρήσεως δραχμαί εξήκοντα τρείς. Εκείνος έσφιγγε πεισματικά στην τσέπη του το πενηντάρικο, τόχε κάνει ένα μικρό χάρτινο κουβάρι. Οι άλλοι τον κύτταζαν και το κουβάρι του δάγκωνε το χέρι με μανία….σιωπή. Μετά ο Γιαννάκης σαν πιό μεγάλος και πιό περπατημένος του λέει »Βγάλτο». Πάλι σιωπή…»Είναι δικό μου » τους είπε και κίνησε να φύγη. Στο δρόμο κύτταζε πίσω από την πλάτη του. Οι άλλοι μοίραζαν κιόλας τα ψιλά.

Θα ‘χε και ρέστα!!. .Εικοσιπέντε δραχμές έκανε εκείνο το μπιστόλι το διαστημικό που έκανε θόρυβο και πέταγε φωτιές. Θα το αγόραζε μόνος του, με δικά του λεφτά, στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς ,αλλά πρώτα έπρεπε να πάη σπίτι. Έπρεπε σε κάποιον να μιλήση. Στη μάνα του. Λαχανιασμένος μπήκε, και πάλι το χαμόγελό της τον περίμενε. Το μοναδικό της, το ανεκτίμητο παιδί με τα γυαλάκια του θολωμένα και μύτη κατακόκκινη. Στάθηκε στο χωλάκι με τα χέρια στις τσέπες, εκείνη το ‘νοιωσε αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Της τα είπε  , το και το , και από την κουζίνα ερχόταν η μυρωδιά του φαγητού. Το δεντράκι κούρνιαζε στη γωνιά του πάνω στο τραπεζάκι. Στο ραδιόφωνο ειδήσεις του μεσημεριού….»Ο υπουργός Αμύνης κύριος Γαρουφαλλιάς επεσκέφθη σήμερον την Αυτού Μεγαλειότητα και κατόπιν εδήλωσεν ότι..»

»Καλά έκανες » του είπε »Σε σένα τα έδωσε η κυρία Τζένη». Ο μικρός ησύχασε.. τα γυαλιά του είχαν πιά ξεθολώσει. Έβγαλε το παλτό του και με το πενηντάρι στο χέρι πήγε στο δωμάτιο του. Αφέθηκε να παίζη κρυμμένος κάτω από το γραφειάκι του, πως ήταν τάχα μέσα σε ένα διαστημόπλοιο και πως ταξίδευε λέει στην Αφροδίτη…το απόγευμα θα αγόραζε και το μπιστόλι!. Το κλειδί που γύρισε στη πόρτα τον έφερε ξανά στα γήινα. Ο μπαμπάς πανύψηλος γέμισε το σπίτι »Τι κάνει το αγόρι μου» με την χαρακτηριστική του προφορά του »ρο», ίδιον της πατρικής οικογένειας . Συμφώνησε και εκείνος στο τραπέζι τρώγοντας με ένα κούνημα του κεφαλιού.

Και το απόγευμα μόνος του κατέβηκε στο ψιλικατζίδικο. Θρίαμβος!!……Τρείς μέρες τους ζάλισε με το διαστημικό του μπιστόλι. Με τα άλλα πιτσιρίκια ,τους πρόσκαιρους συνεταίρους ,από την επόμενη μέρα όλα ήσαν πάλι μέλι-γάλα. Το μπιστόλι όμως δεν το έπαιρνε μαζί του και όταν αυτά ερχόντουσαν στο δικό του σπίτι, διακοπές γαρ ,τόκρυβε από πριν σαν τον σκύλο που θάβει κόκκαλα. Τους κέρναγε όμως σοκολάτες , καραμέλλες με τα ρέστα του πενηντάρικου αφειδώς .Δεν του ‘μελε να το χαρή όμως για πολύ. Την τρίτη μέρα (…κατά τας Γραφάς) σώθηκε η τσακμακόπετρα που γένναγε τις σπίθες και μετά το ελατήριο της σκανδάλης χάλασε ,πάει και ο θόρυβος καλιά του. Απογοήτευση οριστική όταν απέτυχαν και οι προσπάθειες επιδιόρθωσης .Το παιχνίδι ξεχάστηκε γρήγορα.

Άλλωστε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς κατέβηκε με την μάνα του στην Αθήνα. Πλατεία Κάνιγγος με το λεωφορείο. Δεν ήξερε τι είναι αυτό το »Κάνιγγος». Όμως πολύ του άρεσε ,αν και αργότερα θα μάθαινε για αποικιοκράτες και άλλες πανουργίες. Εκεί στην Βερανζέρου (άλλο κι αυτό αξιοπερίεργο όνομα) ήταν γεμάτες οι στοές με παιχνίδια φτηνιάρικα ..οόχι σαν αυτά στου Τσοκά και στην Πανελλήνιο Αγορά…και η μάνα του μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αγόρασε ένα σωρό και τάβαλε σε μια μεγάλη τσάντα. Πήγαν εκεί δίπλα σε ένα κτίριο που μπαίναν και βγαίναν πολλοί και τα άφησαν σε ένα γραφείο όπου ένας τεράστιος άνθρωπος πιό ψηλός και από τον μπαμπά του φίλησε την μαμά και της είπε »Ευχαριστούμε συντρόφισσα».

Μετά η μάνα του του εξήγησε ότι τα παιχνίδια αυτά τα μάζευαν για κάτι παιδιά που ζούσαν σε μια χώρα πολύ μακρυνή και που οι κακοί Αμερικάνοι τους έρριχναν βόμβες. Δεν ζήλεψε πολύ γιατί σκέφτηκε τις βόμβες, αλλά εκείνη το είχε προσέξει που ζαχάρωνε το άσπρο πλαστικό νοσοκομειακό αυτοκινητάκι με το μπλέ ψεύτικο φωτάκι και του το αγόρασε βγαίνωντας. Το έχει ακόμα και σήμερα. Το αυτοκινητάκι.. ένα κατά προσέγγιση Όπελ Κάραβαν επιζεί μετά από χούντα ,μεταπολίτευση, πτυχίο, αλλαγή, γάμο ,»δραματικά γεγονότα», γεννήσεις, θανάτους και άλλα καθημερινά, ακόμα και μετά το »τέλος της Ιστορίας».

Όσο για τα κάλαντα δεν θέλει ρώτημα πως δεν ξαναβγήκε από τότε στη ρούγα. Τάλεγε μόνο σε κλειστό και επιλεγμένο ακροατήριο, στις θειάδες του λογουχάρη όπου το πενηντάρικο ήταν εξασφαλισμένο από χέρι. Εκείνο το ονειρεμένο σπίτι έγινε πολυκατοικία επ’ αντιπαροχή για να επιβεβαιώση το πρώιμο αν και Χριστουγεννιάτικο μάθημα Πολιτικής Οικονομίας αλλά και το περίφημο αυτό »Τέλος της Ιστορίας».