Η στάθμη του δεκαοχτάχρονου Bushmills malt κατέβαινε γοργά. Το λαμπερό κρανίο του Κριτία και η ευμεγέθης μύτη του στολιζόντουσαν συνεχώς με φρέσκα σταγονίδια ιδρώτα. Ο Θεύδης – ίσως για πρώτη φορά στα χρονικά – έπινε σιωπηλός. Κι εγώ ένοιωθα μια γλυκιά ζέστη να με κυκλώνει πειστικά και να με χαλαρώνει. Ο Κριτίας πίεσε ένα κουμπί κρυμμένο από τις στοίβες τους φακέλους πάνω στο δρύινο γραφείο του και η γραμματέας του εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας.

«Ιόλη! Πετάξου απέναντι και πάρε τρία μπουκάλια απ’ αυτό… Μερικά μπουκάλια παγωμένο Perier… και ξηρούς καρπούς»

Έστρεψε το βλέμμα του προς τον Θεύδη, ώστε η Ιόλη να μη μπορέσει να πει λέξη, ούτε να διασταυρωθούν τα βλέμματά τους, πριν βγει από το γραφείο.

«Εσύ αδελφέ, συνάδελφε, σύντροφε, έχεις σκεφτεί ποτέ το θάνατο, δηλαδή το χρόνο και τον τρόπο του θανάτου;»

Ο Θεύδης κόντεψε να πνιγεί με ξανθό ουίσκι. Κατάπιε όπως όπως τη γουλιά του και χτύπησε τρεις φορές το δάχτυλο στο γραφείο.

«Ξορκισμένο το κακό… Πως σου ‘ρθε, βουλευτής άνθρωπος;»

Φαινόταν πως ο Κριτίας ήθελε να μιλήσει για κάτι προσωπικό, απελευθερωμένος – από τη δραστική επίδραση του αλκοόλ.

«Ψυχραιμία… Το έχω σκηνοθετήσει τόσες φορές στη φαντασία μου… Θέλετε να το ακούσετε;»

Έγνεψα καταφατικά. Ο Θεύδης τον ατένιζε δύσπιστα. Ο Κριτίας μοίρασε σοσιαλιστικά Cohibas. Ακολούθησε η τελετή του αποκεφαλισμού τους στην γκιλοτίνα και ανάψαμε. Η περιέργειά μας είχε εξαφθεί. Ο Κριτίας, έμπειρος κοινοβουλευτικός άνδρας και – θολή, για να λέμε την αλήθεια – ελπίδα της αριστεράς, απόλαυσε τις πρώτες ρουφηξιές, κέρασε την τελευταία ποσότητα στα κρύσταλλα, έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του, γεύτηκε την ηδονή της αδημονίας του ακροατηρίου και ξεκίνησε με χαμηλή φωνή, σχεδόν ψιθυριστά.

«Τρεις με τέσσερις μήνες προετοιμασίας… Να ξαναδώ τους καίριους ανθρώπους που βρίσκονται ακόμα στη ζωή και τους πιο αξιαγάπητους τόπους… Λευκάδα, Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά, Άγιον Όρος, Σαμοθράκη, Κρήτη, Μωριάς, Ρούμελη, Ήπειρος… Μόνος, μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη, να παίρνω τα χειμωνιάτικα καράβια για το Αιγαίο και το Ιόνιο…»

«Τι μόνος;» πετάχτηκε ο Θεύδης. «Εσένα σε ξέρουν και οι πέτρες! Πως θα κυκλοφορήσεις ιγκόγνιτο;»

«Θεύδη, σκάσε! Κριτία καλά το ξεκίνησες, συνέχισε…»

«Τελευταίος αποχαιρετισμός στα χρώματα, τις μυρωδιές, στο φως, στις γεύσεις, στις γυναίκες… να ξαναδώ τόπους και ανθρώπους ενώ ταυτόχρονα θα ετοιμάζομαι για τη μεγάλη στιγμή… Να αναλογιστώ, να στοχαστώ, να περιγράψω μέσα μου τους σταθμούς της ζωής και της σκέψης μου… Όχι για να κάνω ιστορική αποτίμηση και αξιολόγηση, απλά να ξαναζήσω νοερά και εντατικά τα σημαντικά πράγματα που έζησα ή επεξεργάστηκα… Φαντάζομαι ένα δεύτερο ταξίδι παράλληλο με το πρώτο, εσωτερικό αυτό, όχι αποστασιοποιημένο, όχι ουδέτερο, αλλά ειλικρινές και ήρεμο… Μια βουτιά στους τρόπους που αναζήτησα ακούραστα επί σαράντα τόσα χρόνια την ευτυχία και την επιτυχία…»

Ακούστηκαν δυο απαλά χτυπήματα στην πόρτα και μπήκε η Ιόλη κουβαλώντας τις παραγγελίες του Κριτία. Έβγαλε από τις τσάντες τα μπουκάλια και ταχτοποίησε τα φουντούκια, τ’ αμύγδαλα, τα φυστίκια, τα ξερά σύκα και τους χουρμάδες – ό,τι καλύτερο βγάζει η ευλογημένη γη γύρω από την ανατολική Μεσόγειο. Όση ώρα χρειάστηκε, επικρατούσε σιωπή. «Μπορώ να…» είπε όταν τελείωσε. Ο Κριτίας της έγνεψε πως μπορούσε να φύγει. «Καλή σας νύχτα!» είπε η Ιόλη και αποχώρησε με ένα τρέμουλο στην άκρη των χειλιών.

«Γιατί την έδιωξες έτσι;» ρώτησε ο Θεύδης.

«Γιατί ένα από τα μελανά της σημεία είναι η αντιαλκοολική εκστρατεία που έχει αναλάβει εις βάρος μου, από τότε που το ζάχαρό μου προσέγγισε αριθμητικά τα ποσοστά του Συνασπισμού… Έπειτα, αν την προσκαλούσα να πιει μαζί μας, η ατμόσφαιρα θα άλλαζε δραματικά… Η παρουσία της γυναίκας αντενδείκνυται όταν οι άντρες συζητούν σοβαρά θέματα! Συμφωνείς, γιατρέ;»

«Συμφωνώ… αν και θα περίμενα από έναν βουλευτή της αριστεράς μια περισσότερο πολιτικά ορθή συμπεριφορά… Άλλωστε είναι προφανώς αφοσιωμένη, ίσως και ερωτευμένη…»

«Χμ, ναι, κατέχει υψηλή θέση στο χαρέμι… αύξων αριθμός πέντε, μάλλον τέσσερα, αλλά ας μην αποπροσανατολίσουμε τη συζήτηση με τις φαλλοκρατικές μου μικρότητες… Ολοκλήρωνα τα δυο χειμωνιάτικα ταξίδια, το αποχαιρετιστήριο του ταξιδιώτη και το εσωτερικό του πονεμένου ανθρώπου…»

«Μόνο ελληνικές επισκέψεις; Δεν θα βγεις καθόλου έξω;»

«Καλό θα ήταν, αλλά θα παραβιαστεί ο όρος του τριμήνου… Αν είναι να γυρίσω Κούβα, Νότιο Αμερική, Ισπανία, Γαλλία, Βόρεια Αφρική, Ρωσία κλπ τότε θα ξεχείλωνε πολύ…»

Είχαμε ριχτεί στους ξηρούς καρπούς και σβήναμε την αρμύρα με γενναίες γουλιές. Ο Θεύδης είχε μπει για τα καλά στην αφήγηση του Κριτία.

«Και ποιος θα είναι ο τελευταίος σταθμός, ο σταθμός – Αχέρων;»

«Έχω αγοράσει μια μεγάλη έκταση στη Μεσσηνιακή Μάνη, ένδοξο λάφυρο του Χρηματιστηρίου… Είναι μια συστοιχία λόφων που περικλείουν έναν ελάσσονα κολπίσκο που βλέπει στον μεγάλο Μεσσηνιακό κόλπο. Εκεί είναι ο τόπος, σ’ ένα ύψωμα που αγναντεύει ως τον άλλο κόλπο, το Λακωνικό – και όταν έχει ξαστεριά φαίνονται τα Κύθηρα, με λεπτομέρειες… Στην κορυφή υπάρχει ένα πλάτωμα αρκετά μεγάλο, διάσπαρτο από πέτρες και χαμηλούς θάμνους. Εκεί θα είναι χτισμένος ένας μεγάλος σωρός από ξύλα, πουρνάρια και σφενδάμια, αλλά και δάφνες, ασφάκες, αφάνες και ξερόκλαδα και θα με περιμένει… Θα περάσω την τελευταία νύχτα με κάποια από τις γυναίκες μου, δεν έχει σημασία ποια… Μπορεί να το κάνω, μπορεί και όχι, ανάλογα με τη διάθεση… Θα κοιμηθώ δυο – τρεις ώρες και κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα θα ξυπνήσω για να ετοιμαστώ. Θα φορέσω λευκό παντελόνι και πουκάμισο, θα ετοιμάσω μόνος μου τον τελευταίο εσπρέσσο, θα φάω δυο φέτες ψωμί με λάδι, ρίγανη, ελιές και κατσικίσιο τυρί… Θα πιω ένα μεγάλο ποτήρι κρασί απαγγέλλοντας νοερά το σύντομο και περιεκτικό αποχαιρετιστήριο μήνυμά μου – και θα βγω έξω… Θα περπατήσω με το φως των άστρων ως την κορυφή κι εκεί θα περιμένω την ανατολή… Θα ακούσω λίγη μουσική, μπορεί Μάλερ, μπορεί Μάιλς Ντέιβις, δεν αποκλείεται και δυο τρία τραγούδια, που να περιγράφουν τον άνθρωπο που ήθελα να είμαι και που δεν υπήρξα παρά περιστασιακά…»

«Ποια τραγούδια;»

«Α, δεν τα ‘χω διαλέξει ακόμα… Τα ματόκλαδά σου λάμπουν, είναι το αγαπημένο μου μιας ζωής… Αυτό, φτάνει… Μόλις ο ήλιος προβάλει θ’ ανέβω στον ξύλινο θρόνο της αποδημίας, θα περιχύσω γύρω καθαρό οινόπνευμα, θα πάρω καμιά δεκαριά γερά χάπια και θα περιμένω αγναντεύοντας… Μόλις νοιώσω ότι ζαλίζομαι, με τις τελευταίες δυνάμεις, θ’ ανάψω τη φωτιά… Οι φλόγες θα ξεπηδήσουν και θα με κρύψουν… Σε λίγα λεπτά όλα θα έχουν τελειώσει…»

Ο Θεύδης τίμησε το τέλος της αφηγήσεως αδειάζοντας μονορούφι το ποτήρι του. Του ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Όταν συνήλθε, έσπασε τη σιωπή.

«Γιατί να είσαι μόνος όταν θα ανεβαίνεις στα ξύλα; Δεν θα ήταν πιο υποβλητικό να παρίσταται η κατάλληλη συνοδεία;»

«Το σκέφτηκα… Αλλά δεν έχω παιδιά κι εγγόνια και δυστυχώς δεν έχω ούτε μαθητές… Αν πάλι θελήσω να με συνοδεύσουν οι γυναίκες μου, το έργο θα κινδυνέψει να μετατραπεί σε κακόγουστη φάρσα… Κάνω την υποχώρηση να περιοριστώ σε μία γυναικεία παρουσία, όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί θα ήθελα να ζήσω ένσαρκο τον τελευταίο πειρασμό, να προσπαθεί να με κρατήσει στη ζωή, αγνοώντας τις προθέσεις μου…»

«Κι αν είναι μια ομάδα φίλοι;»

«Τι λες, γιατρέ μου… Αυτή η πράξη απαιτεί υψηλή πνευματική ενάργεια, ιλαρή σοβαρότητα, ακλόνητη αποφασιστικότητα, θάρρος… Φαντάζεσαι τον Θεύδη ν’ ανάβει την πυρά;»

«Αμέ! Θα την ανάψω και θα σε ψήσω σα μάγο του Μεσαίωνα… ή σαν ρέγγα στην αγορά του Μοδιάνο…»

«Μην εκτίθεσαι…»

«Μιλάω σοβαρά! Θα το θεωρήσω μεγάλη μου τιμή, γι’ αυτό σε παρακαλώ να με ειδοποιήσεις εγκαίρως! Άλλωστε κάποιος πρέπει μετά να συλλέξει τα οστά, να τα στουμπίσει για να γίνουν τέφρα, να γεμίσει ευλαβικά την ειδική τεφροδόχο, τη λήκυθο, πως τη λένε…»

«Πελίκη…» είπε ο Κριτίας, σηκώθηκε και βάδισε με αβέβαια βήματα προς την τουαλέτα.

«Πελίκη, …ή έστω – ένα μεγάλο κόκκινο τάπερ, προς τιμήν της Αριστεράς!» συμπλήρωσε ο Θεύδης

«Το άκουσα!» φώναξε ο Κριτίας από μέσα. Σε λίγο βγήκε. Είχε ρίξει νερό στο πρόσωπό του, είχε αλλάξει το ιδρωμένο πουκάμισο με μια μαύρη μπλούζα. «Εσύ, θα είσαι;» με ρώτησε, με σοβαρό ύφος.

«Μέσα… Αν μου υποσχεθείς ότι θα τελειώσεις πρώτα την υπόθεση με τη δίκη…»

Ο Κριτίας κάθισε, σιγογελώντας – και ξαναγέμισε τα ποτήρια.

«Υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα και ακόμα δεν έχω βρει λύση… Όταν θα ανάψει η πυρά, όντας πάνω σε λόφο, θα την εντοπίσει αμέσως η Πυροσβεστική και θα πλακώσουν με τις μάνικες ή ακόμα χειρότερα με τα αεροπλάνα… Φαντάζεσαι σπάσιμο; Θα καταστρέψουν όλη τη μαγεία της σκηνοθεσίας, θα περιλούσουν τα υπολείμματά μου με τόνους νερό, θα φέρουν σε δυσχερή θέση τους τυχόν παραστάτες…»

«Αυτό είναι το κακό με τους εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ, αναβάθμισαν την Πυροσβεστική… Μήπως θα ήταν καλύτερο να περιοριστείς σε ένα αξιόπιστο ρεβόλβερ;»

«Δε μ’ εμπνέει…»

«Μπορείς να μπεις σε μια πισίνα και να κόψεις τις φλέβες σου με ξυράφι, αφού έχεις κατεβάσει πρώτα ένα μπουκάλι ουίσκι και τριάντα δισκία βαρβιτουρικά…»

«Με αηδιάζει και μόνο που το σκέφτομαι… Όλα αυτά τα αίματα στο νερό…»

«Δέσε τότε μια σιδερένια μπάλα στη μέση σου και πήδηξε τελετουργικά στο βαθύ πέλαγος…»

«Και να γίνω μεζές για τους κοκοβιούς; Όχι, ευχαριστώ!»

«Μπορείς να πηδήξεις από ψηλά…»

«Μπα… όλα αυτά τα έχω υπόψη μου… Μόνον η ευγενής και ελληνοπρεπής πυρά με συγκινεί… Είναι και η μόνη που αποτρέπει τη μεταθανάτια βεβήλωση – είτε από τα ψάρια είτε από τους ιατροδικαστές…»

«Και η Πυροσβεστική;»

«Άκουσε φίλε, έχω είκοσι χρόνια ακόμα μπροστά μου, για να βρω λύση σ’ αυτό το προβληματάκι! Στην ανάγκη ίσως επιλέξω κάποια ακτή της Αδριατικής ή της Μαύρης Θάλασσας… Πάμε τώρα να σας κάνω το τραπέζι;»

Στρέψαμε το βλέμμα προς τον Θεύδη. Αποκαμωμένος είχε γύρει το κεφάλι στην πολυθρόνα και είχε ήσυχα παραδοθεί στο μικρό θάνατο του ύπνου.

*

Η σκηνή που διαβάσατε είναι παρμένη από ένα κεφάλαιο του Νησιού της Καλυψώς Αναρτήθηκε το πρώτον εδώ: http://tamystikatoukolpou.blogspot.com/2006/03/blog-post_03.html