(Ιούλιος 1975)

Η πλατεία της Καρυάς ήταν γεμάτη κόσμο. Καλοκαιριάτικο δειλινό, καφέδες, λεμονάδες, πορτοκαλάδες αλλά και μπύρες «Κορόνα» και «FIX». Οι μεγαλύτεροι προτιμούσαν τα κατοσταράκια με το κόκκινο λευκαδίτικο κρασί και μεζέ κρύο, δηλαδή ντόπιο σαλάμι ή ζεστό, τουτέστιν λουκάνικα στο τηγάνι. Κάθε καφενείο και κάθε ταβέρνα είχαν δικό της μουσικό πρόγραμμα, που το διαμόρφωναν αποκλειστικά οι θαμώνες: Όλοι διέθεταν από ένα τζουκ μπόξ, που έπαιζε ασταμάτητα Καζαντζίδη, Βοσκόπουλο, Μπιθικώτση, Μοσχολιού και άλλους λαϊκούς τραγουδιστές.

Στη δυτική άκρη της πλατείας ήταν οι περισσότεροι νέοι, στο καφενείο του Καζαμία. Δεν έπεφτε καρφίτσα, οι πελάτες καθόντουσαν και σε όσα άδεια καφάσια μπύρες είχαν βρεθεί πίσω από το μαγαζί – ακόμα και χάμω, στο πλακόστρωτο. Γύρω σχηματιζόταν ένα τριπλό στεφάνι ορθίων, οι οποίοι συμμετείχαν εξίσου ενθουσιωδώς. Αιτία της λαοσύναξης ήταν ο Λυσίας, ο γιος του καφετζή. Είχε εγκαταστήσει ένα σύστημα δικής του κατασκευής – ήταν τεχνίτης ηλεκτρολόγος – όπου ένας ενισχυτής έδινε ήχο σε δυο τεράστια ξύλινα ηχεία ισχύος σκάρτα εκατό βατ έκαστο, τοποθετημένα αμφοτεροπλεύρως της εισόδου του καφενείου. Πάνω στον ενισχυτή βρισκόταν το πικάπ και η βελόνα γύριζε στα αυλάκια των δίσκων που προκαλούσαν τον ενθουσιασμό των νεαρών της Καρυάς. Οι περισσότεροι τραγουδούσαν, όσοι δεν ήξεραν τα τραγούδια τα μάθαιναν γρήγορα και τα έλεγαν όταν ο δίσκος που τα περιείχε έπαιρνε πάλι τις στροφές του. Ένα χρόνο πριν, ελάχιστοι τα είχαν ακούσει. Εκείνο το δειλινό, αν η ισχύς των ηχείων το επέτρεπε, ολόκληρη η πλατεία της Καρυάς θα άκουγε και θα τραγουδούσε Θεοδωράκη – έστω και αν ορισμένοι θα τα άκουγαν εξ ανάγκης και δεν θα άνοιγαν το στόμα τους.

Ο Λυσίας δεν προλάβαινε να σερβίρει και να επιμελείται ταυτοχρόνως το μουσικό πρόγραμμα, ενώ στο βάθος ο πατέρας του ετοίμαζε τις παραγγελίες και η μάνα του επέβλεπε τα τηγάνια. Δεν παρέλειπε ωστόσο, κάθε δεύτερη διαδρομή να δροσίζεται από το μπουκάλι που τον περίμενε πάνω στο ηχείο – και που φρόντιζε να το ανανεώνει συνεχώς. Κάποια στιγμή οι τρεις δουλειές που έκανε -σερβίρισμα, μπυροποσία και μουσική επιμέλεια – τον έφεραν σε αδιέξοδο. Την κατάσταση έσωσε ο νεαρός Κριτίας, μαθητής γυμνασίου, μακρινός εξάδελφος – και, εδώ και λίγους μήνες, επισήμως σύντροφος στο κόμμα. Δεν μπορούσε να τον υποκαταστήσει στο μπουκάλι και στο πικάπ, ανέλαβε όμως το σερβίρισμα.

Τώρα ο Λυσίας είχε τη δυνατότητα να διαμορφώνει το πρόγραμμα όπως ήθελε, επιλέγοντας ενθουσιαστικά κομμάτια και παρακάμπτοντας τις μπαλάντες και τα αργόσυρτα. Η πλατεία του χωριού εδονείτο από τα «είμαστε δύο, είμαστε τρεις», «σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες», «ένα το χελιδόνι» και άλλα. Όταν, μετά από τρεις ώρες, εξαντλήθηκαν οι δίσκοι του Θεοδωράκη και οι επαναλήψεις τους, από τα ηχεία ακούστηκε η αυτοκρατορική φωνή που τραγουδούσε «υπάρχω!». Η ένταση συνεχίστηκε αμείωτη, απλώς άλλαξαν οι πηγές της.

* * *

Γύρω στις δέκα, ο Κριτίας δεν είχε πια καμιά διάθεση να παρακολουθεί τις επιδόσεις συντρόφων και συναγωνιστών στην κραιπάλη. Σηκώθηκε, έγνεψε στον συμμαθητή του Αντίγονο και αποχώρησαν ήσυχα. Σε λίγα λεπτά βρέθηκαν στο μονοπάτι που οδηγούσε στο μοναστήρι του αγίου Ιωάννη, στο Λιβάδι, μισή ώρα με τα πόδια από το χωριό. Ήταν μια διαδρομή που η νεολαία συνήθιζε τους καλοκαιρινούς μήνες. Η πεζοπορία διαρκούσε πολύ περισσότερο, υπό το σεληνόφως, γιατί ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για συζητήσεις. Ποδοσφαιρικές, για πιτσιρίκες, για ταινίες, για πολιτική. Το καλοκαίρι του ’75 η πολιτική μονοπωλούσε το ενδιαφέρον. Ωστόσο το ενδιαφέρον του Κριτία για τις γυναίκες παρέμενε αμείωτο, παρόλο που αισθανόταν ήδη συνειδητός και αποφασισμένος κομμουνιστής.

Ο Αντίγονος ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος, είχε μόλις τελειώσει το γυμνάσιο της Λευκάδας και ήταν ο γραμματέας της Οργάνωσης Βάσης του σχολείου. Τυπικά, γιατί στην πραγματικότητα έκανε κουμάντο ο Κριτίας, από την πρώτη κιόλας βδομάδα που οργανώθηκε. Από τότε η οργάνωση είχε ήδη τριπλασιαστεί – και είχε αποκτήσει τις πρώτες συντρόφισσες. Ο Αντίγονος θαύμαζε τη μοναδική ευχέρεια του Κριτία να προσεγγίζει και να πείθει τους άλλους για την πολιτική του Κόμματος και την αναγκαιότητα της οργανωμένης πάλης. Ενώ οι υπόλοιποι το πάλευαν μετά από προγραμματισμούς, πλάνα, χρεώσεις, ελέγχους, κριτικές και αυτοκριτικές, αυτός το έκανε από μόνος του, σα να ήταν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου. Είχε την ικανότητα να προσαρμόζει το λόγο και τα επιχειρήματά του στον εκάστοτε συνομιλητή. Μπορούσε να μιλά άλλοτε σα μάγκας και άλλοτε σαν διανοούμενος, στα 17 του. Άρεσε πολύ στις γυναίκες, ιδιαίτερα στις συμμαθήτριες του.

Μια μέρα ο Ομέρ Βρυώνης, ο φοβερός και τρομερός φιλόλογος γυμνασιάρχης, τους έκανε ολόκληρο κήρυγμα μέσα στην τάξη, για τα υγιή φρονήματα των Ελλήνων, εισηγούμενος τη δομή που θα έπρεπε να ακολουθήσουν οι μαθητές του, στην έκθεση που θα έγραφαν. Ο Κριτίας πήρε το λόγο, είπε πως στην Ελλάδα υπάρχει πια δημοκρατία, έστω αστική και ατελής, οι πολίτες είναι ελεύθεροι να επιλέξουν οι ίδιοι το κοινωνικό σύστημα που επιθυμούν, τις αξίες στις οποίες θα πιστεύουν και το Θεό που θα λατρεύουν – ακόμα και το να μη λατρεύουν κανένα Θεό. Ο γυμνασιάρχης κόντεψε να πάθει αποπληξία και τον κατσάδιασε αυστηρά. Αυτό αποδείχθηκε μεγάλο λάθος του, γιατί ο Κριτίας απάντησε πως αν ο κύριος γυμνασιάρχης δεν θέλει να ακούγονται αναρχοκομμουνιστικές απόψεις στο σχολείο, τότε και ο ίδιος θα πρέπει να αποφεύγει να αναπτύσσει τις δικές του ακροδεξιές, μάλλον χουντικές, αντιλήψεις. Ο καθηγητής έχασε το παιχνίδι γιατί απώλεσε την ψυχραιμία του, όρμησε προς το μέρος του και τον χαστούκισε. Ο Κριτίας σηκώθηκε και με μεγάλη ψυχραιμία δήλωσε πώς αποχωρεί και πως θα επιστρέψει όταν ο κύριος γυμνασιάρχης του ζητήσει συγγνώμη. Τον ακολούθησαν αυθόρμητα όλοι οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριές του – εκείνη η έκθεση δεν γράφτηκε ποτέ.

Ο σύλλογος των καθηγητών βρέθηκε σε τρομερά δύσκολη θέση. Πώς να αποβάλουν από το σχολείο τον καλύτερο μαθητή, τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίας; Πώς θα έπειθαν ή θα ανάγκαζαν την πέμπτη και την έκτη τάξη να επιστρέψουν στις αίθουσες; Πώς θα διατηρούσε ο κ. γυμνασιάρχης το κύρος του; Πως θα δικαιολογούσαν την όποια τιμωρία του Κριτία στους Λευκαδίτες; Συνέπεσε οι περισσότεροι καθηγητές να εμφορούνται υπό αριστερών φρονημάτων – και ντράπηκαν να μην εκφράσουν την άποψή τους, όταν το είχε κάνει με τόση άνεση ένα παιδαρέλι. Ο γυμνασιάρχης βρήκε ελάχιστους πρόθυμους να συνταχθούν στο πλευρό του. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια αδυσώπητη πατσαβούρα για τον Ομέρ Βρυώνη, ενώ μόνο συγχαρητήρια δεν εξέφραζαν ξεκάθαρα προς τον Κριτία – το έκαναν έμμεσα. Στο μεταξύ είχε βουϊξει ολόκληρο το νησί. Η αριστερή πλειοψηφία των Λευκαδιτών πανηγύρισε όταν μαθεύτηκε πως ο σύλλογος των καθηγητών καταδίκαζε την πράξη του γυμνασιάρχη και τον καλούσε να ζητήσει συγγνώμη από τον Κριτία. Η ακροδεξιά μειοψηφία και οι χουντικοί μαράθηκαν. Εκείνες τις μέρες ο Κριτίας πήρε δεκαεφτά καινούργια «βιογραφικά» για την ΚΝΕ. Σε λίγο κοινοποιήθηκε και η μετάθεση του Ομέρ Βρυώνη στην Κατούνα, ένα χωριό της έναντι Αιτωλοακαρνανίας, «τη αιτήσει του».

Τώρα, βαδίζοντας προς το μοναστήρι, οι δύο σύντροφοι συζητούσαν για το μέλλον. Ο Αντίγονος θα έδινε σε λίγο εξετάσεις, για το πολυτεχνείο και ήταν κάπως αγχωμένος γιατί τα κομματικά του καθήκοντα δεν του είχαν επιτρέψει να προετοιμαστεί όπως ήθελε. Να τώρα, έπρεπε να κάνει κριτική στον Κριτία και να τον ενημερώσει πως η συντρόφισσα Χρυσαυγή, του κλασσικού, έκανε παράπονα στην καθοδήγηση γιατί ο Κριτίας τα έφτιαξε μαζί της για δυο βδομάδες και μετά την παράτησε για την καινούρια συντρόφισσα, την Κλειώ. Τώρα, εκτός από τα παράπονα, η Χρυσαυγή είχε ουσιαστικά αδρανοποιηθεί, είχε απομακρυνθεί από την οργάνωση. Ο Αντίγονος, πρώτος εξάδερφος της Χρυσαυγής, μιλούσε έχοντας ανάμεικτα στα λόγια του τον αέρα της καθοδήγησης, που έπρεπε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, τον απεριόριστο θαυμασμό που ένοιωθε για τον Κριτία και την αμηχανία του γιατί αυτός, αν και γραμματέας, δεν είχε βγάλει ακόμα γκόμενα.

«Έπρεπε να βάλω το ζήτημα στους παραπάνω…»

«Είσαι καλά, μωρέ; Επειδή εφάρμοσα όσα διδάσκει ο μαρξισμός – λενινισμός;»

Ο Αντίγονος σταμάτησε το βήμα του και τον ατένιζε ξαφνιασμένος.

«Δεν έχεις διαβάσει την Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, του Ένγκελς;»

«Το έχω…»

«Και τι λέει; Δε λέει ότι δυο άνθρωποι μένουν μαζί όσο γουστάρουν και μετά ο καθένας τραβάει το δρόμο του χωρίς πολλά πολλά; Τι θα κάνουμε τώρα, θα αμφισβητούμε τους κλασσικούς του μαρξισμού;»

Ο Αντίγονος φουρκίστηκε.

«Διάλε, πάρτονε! Θέλεις να πεις πως όταν οργάνωσες και πήδηξες την ξαδέρφη μου και μετά την παράτησες σύξυλη γιατί την έπεσες στην Κλειώ, όταν συμπεριφερόσουν έτσι ανεύθυνα, εφάρμοζες μαρξισμό – λενινισμό;»

Ο Κριτίας δεν απάντησε, άφησε τον Αντίγονο να ξεθυμάνει. «Άσε μη μάθει για την Ασπασία, τη Μερόπη, την Ήρα – γιατί όχι ο Ένγκελς, ούτε ο ίδιος ο Στάλιν δε με ξελασπώνει…» σκεφτόταν.

«Έχεις δίκιο… Λοιπόν, κάνω την αυτοκριτική μου και δηλώνω ότι στο μέλλον θα είμαι πιο προσεκτικός…»

Ο Αντίγονος έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και άναψε τσιγάρο – «σέρτικα Λαμίας».

«Ωραία… θα το βάλω θέμα στην επόμενη συνέλευση…»

Ο Κριτίας παραλίγο να τον αρπάξει από το λαιμό.

«Τι λες μωρέ; Θέλεις να γίνουμε βούκινο σ’ ούλη τη Λευκάδα; Και η Χρυσαυγή κι εγώ και κυρίως η οργάνωση και το Κόμμα; Τι θέλεις δηλαδή, να συζητήσουμε είκοσι άτομα τσι πομπές μας – δεν το βάζουμε καλύτερα στη γαζέτα,  να μασε κογιονάρει ούλη η Εφτάνησο;»

«Τις πομπές σου θέλεις να πεις, σύντροφε…»

Ο Κριτίας έτριξε τα δόντια, έξαλλος από τη στενοκεφαλιά και τον καθωπρεπισμό του Αντίγονου, αλλά επιβεβαίωσε και πάλι τη μοναδική ικανότητα αυτοσυγκράτησης που διέθετε.

«Εντάξει, σύντροφε, έκανα την αυτοκριτική μου… Για λόγους κομματικού συμφέροντος σε καλώ να μη βάλεις το θέμα στη συνέλευση. Αν πάλι επιμένεις, ως μέλος του γραφείου της οργάνωσης βάσης, θα ζητήσω να συζητηθεί το θέμα παραπάνω… Δε φαντάζομαι η καθοδήγηση να θελήσει να γίνει τόση ζημιά στο Κόμμα προκειμένου να τιμωρηθεί ο πούτσος του Κριτία… εκτός αν κάνεις πρόταση διαγραφής…»

«Όχι βέβαια… πρόταση επίπληξης!»

«Και ποιο κύρος, σύντροφε, θα έχω μετά στο σχολείο; Η συντρόφισσα Χρυσαυγή θα κερδίσει κάτι – εκτός που θα γελάσει μαζί της και το παρδαλό κατσίκι; Η οργάνωση θα κερδίσει κάτι;»

«Είναι θέμα διαπαιδαγώγησης… Εξάλλου η καθοδήγηση έχει συμφωνήσει!»

Ο Κριτίας συνειδητοποίησε ότι δεν θα ξέμπλεκε εύκολα με τον Αντίγονο. Σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει ένα τελευταίο επιχείρημα, την απειλή ότι θα τα παρατούσε όλα και θα έφευγε από την ΚΝΕ, αλλά το απέρριψε με αποστροφή, ως μικροαστική εγωιστική σκέψη.

«Αύριο θα κατέβω στη χώρα, θα έβρω τον Δαρείο και θα του μιλήσω…»

«Πρέπει να σε καλέσει η παραπάνω καθοδήγηση…»

«Άσε, σύντροφε… Αν είναι να γίνουμε ρεντίκουλο των σκυλιώνε μέχρι Κέρκυρα, παίρνω εγώ την ευθύνη και την πρωτοβουλία!»

Ο Δαρείος ήταν το πλέον υψηλόβαθμο στέλεχος του ΚΚΕ στη Λευκάδα, δικηγόρος, δεύτερος ξάδερφος της μάνας του Κριτία.

Οι δυο νεαροί επαναστάτες βάδιζαν προς το χωριό θυμωμένοι και αμίλητοι. Η σιωπή βάσταξε σχεδόν είκοσι λεπτά. Όταν κόντευαν να μπουν στη ρούγα, ο Αντίγονος ξεφύσηξε δυο τρεις φορές και υποχώρησε κατά κράτος.

«Να πάρ’ ο διάλος! Τι θα κάνουμε δηλαδή, θα γίνουμε μπάχαλο για το αποτέτοιο της Χρυσαυγής; Άσε ρε, θα καθαρίσω εγώ…»

Το μάτι του Κριτία άστραψε, αλλά δεν είπε τίποτα. Λίγο αργότερα, μόλις έφτασαν στου Καζαμία, χόρεψε το «όταν πεθάνω θάψτε με / σε μια γωνιά μονάχο…» που είχε στο πικάπ ο Λυσίας. Ο κύκλος γύρω του άνοιξε, σαράντα Λευκαδίτες, οι περισσότεροι του ΚΚΕ, όλοι στο τσακίρ κέφι, βαρούσαν παλαμάκια καθιστοί στα πόδια τους. Μόλις τελείωσε το τραγούδι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα, σφυρίγματα, φωνές. Ο Κριτίας είχε ένα ακόμα ταλέντο: χόρευε καταπληκτικό ζεϊμπέκικο, έστω κι αν αυτό ήταν γραμμένο για το λούμπεν προλεταριάτο.

Advertisement