Witchs_Broom_Parked_at_Expired_Parking_Meter

Είναι νομίζω πλέον σαφές, πέρ’ απ’ αμφιβολία
η λαίδη μας βουβάθηκε, κι έχασ’ την ομιλία

αλάς! οι κίνδυνοι πολλοί ειν’ του ταξιδευτή
δεν ξέρει μήτε για που πάει, μη τι θα τον εβρεί

ακούστε λοιπόν ξάδερφοι τώρα την ιστορία
που κόστισε στη λαίδη μας αυτή την αφωνία…

Όταν η λαίδη έφυγε στην σκούπα της καβάλα
τον κόσμο για να πάει να δει – να μη μείνει βουβάλα

πέταξε μίλια μακριά από βουνά κ’ αντάρτες
μέχρι που έφτασε σε γη μακριά έξω από τους χάρτες

που ‘χε γιγάντια βουνά, δέντρα πολλά και λίμνες
ριάκια όμορφα, ήσυχα και άγριες ληχείνες

εκεί λοιπόν, σε μια σκιά παρκάρισε τη σκούπα
και κάθισε αμέριμνη να φτιάξει μια σούπα

κ’ αφού την εμαγείρεψε με μανιτάρια τρούφα
την έφαγε με όρεξη και έριξε μια τούφα

μα ξύπνησε απότομα και σκώθηκε γοργά
όταν πάνω της έπεσε γιγάντια σκιά

«Ποιός είσαι ‘συ πουλάκι μου;» είπε άσπρη στην όψη
και σήκωσε το χέρι της την αντηλιά να κόψει

Μα η σκιά δεν μίλησε δεν έβγαλε λαλιά
μον’ άρχισε να σκώνεται όλο και πιο ψηλά

Και τότε η λαίδη μπόρεσε να δει με μέγα δέος
μπροστά της έστεκε ορθό ένα τεράστιο πέος!

«Ιησούς Χρηστός!» ανέκραξε και έτρεξε στην σκούπα
μα πάνω στη βιασύνη της εσκόνταψε στη σούπα

και έπεσε στα τέσσερα σαν να ‘τανε ικέτης
σηκώθηκε κ’ η φούστα της κ’ εφάνει ο καλτσοδέτης

Τότε βαρύ ακούστηκε και άγριο μουγκρητό
το πέος ετραντάχθηκε σαν να ‘χανε σεισμό

κ’ η λαίδη ένοιωσε ευθύς κίνδυνο να ζυγώνει
ο ίσκιος εμεγάλωνε και ήταν οι δυό τους μόνοι

γοργά το ΄χερι άπλωσε την σκούπα της να πιάσει
το πέος όμως την πρόλαβε προτού αυτή να φτάσει

«ΑΜΑΝ!» έβγαλε μια κραυγή και έκλεισε τα μάτια
πουλάκια τιτιβίζανε επάνω στα κλαδάκια

και τότε ακούσθει μια φωνή, τόσο μα τόσο γκέι
«Συγνώμη! Μήπως βλέπετε στον χάρτη εδώ τι λέει;»

«Μπαρδόν;» έκαν’ η λαίδη μας μέσα στην αγωνία
«ποιός μίλησε;» και κοίταξε γύρω της μ’ απορία

«Εγώ καλέ! Έχασα το δρόμο στο ταξίδι!»
είπε το πέος χαρωπά κ’ έκατσε σ’ ενα αρχίδι

«Α!» είπ’ η λαίδη κάνοντας χίλιες δυό υποθέσεις
«θες να πεις δηλαδή δεν θα μου τον φορέσεις;»

«Εγώ;» το πέος έκπληκτο ακούστηκε να λέει
«Αν είναι ποτέ δυνατόν! Γαμάν καλέ τα πέη;’

«Όχι, ε;» είπε η θεία όπως ήτανε σκυμμένη
(κάποιος θα ‘λεγε έμοιαζε απογοητευμένη)

«δηλαδή θες να πεις, πως σε αυτόν τον τόπο
τα πέη δεν γαμάν ποτέ; ούτε για το γαμώτο;»

«Ω! υπάρχουνε πέη κακά, πέη απολλολώντα
που ζούνε μεσ’ την ηδονή σα να γυρίζουν τσόντα

έχω ένα ξαδερφάκι μου, μπαίνει σ’ ό,τι κινείται
-μ’ ακόμα και ακίνητο να είναι συγκινείται-

Αχ! ό,τι και να κάνει αυτός την έχει πια πατήσει
γιατί όταν θα πεθάνει, δεν θα ξαναγαμήσει!

ενώ εμείς τα ενάρετα, με γαλλικά κ’ ωδείο
όταν θα πεθάνουμε θα ζήσουμε σ’ αιδοίο!

γι’ αυτό κι εγώ προσεύχομαι από πολυ μικρός
και τώρα που μεγάλωσα έγινα μοναχός!»

είπε κ’ έδειξε στο λαιμό αλυσίδα κρεμαστή
με ένα πέος τόσο δα επάνω σ’ ένα χι

«Μααααλιστα» είπ’ η λαίδη μας και κοίταξε το πέος
«και γιατί είσαι όρθιο κ’ έτσι σκληρό σαν βέλος;»

«Αχ είμαι καλέ άρρωστο – μια ‘αρχαία τιμωρία
έχει πέσει στο γένος μου, το λεν και τα βιβλία

όταν βρήκε ένας πρόγονος σκουληκιασμένο μήλο
κι έβαλε το κεφάλι του στην τρύπα να δει λίγο

κι ο πεοδημιουργός, που όλα τ’ αγαπάει
που όλα τα δημιούργησε και σ’ όλους τον φοράει

τότε μας καταράστηκε κ’ άρχισε το σαράκι
και τρύπα μόλις δούμε, σούζα τ’ αλογάκι

μα έννοια σου, μη χωλοσκάς την λύση μου την οίδα
με λίγες ώρες προσευχή ζαρώνω σαν σταφίδα»

«Μάαααλιστα» είπ’ η λαίδη μας κ’ ανέβηκε στη σκούπα
«λοιπόν άλλο μη σε κρατώ μ’ αυτά τα σου’ πα μου ‘πα»

είπε κ’ απογειώθηκε και πέταξε κ’ εχάθει
το πέος την χαιρέτησε κουνώντας τον προστάτη

αχ! να ‘ξερε η έρμη τι της έμελλε να πάθει…

(του μπί κοντίνιουντ…)