(Ιούλιος 1983)
Αδέλφιδός μου απέστειλε χείρα αυτού από της οπής
Και η κοιλία μου εθροήθη επ΄ αυτόν
Άσμα Ασμάτων
Η Σαπφώ ένοιωθε το ίδιο ακαθόριστο κενό στο στομάχι, όπως τότε που την υποχρέωναν να στριμώχνεται με τα άλλα παιδάκια, περιμένοντας να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Από τότε είχαν περάσει αρκετά χρόνια, αλλά η συμπτωματολογία παρέμενε απαράλλαχτη: Σφίξιμο στο στομάχι, ιδρώτας στις παλάμες, νευρική δίψα. Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο, πλάι στο κρεβάτι της: Πέντε παρά δέκα το πρωί – μια ώρα ακόμα.
Προσπαθούσε να σκεφθεί, αλλά ήδη είχε χάσει, από τις τρεισήμισι περίπου, κάθε δυνατότητα να επεξεργάζεται λογικά νοήματα. «Έρχεται…, έρχεται…» μονολογούσε σιωπηλά. «Τι πρέπει να κάνω; Τι πρέπει να κάνω;». Σηκώθηκε και άναψε το φως, περιεργάστηκε το δωμάτιο. Όλα ήταν στη θέση τους, καλοβαλμένα και καθαρά, τα λουλούδια φρέσκα και η φωτογραφία του ξανά πάνω στο γραφειάκι.
Κοιτάχτηκε στον μακρόστενο καθρέφτη του τοίχου, πήρε τη βούρτσα και χτένισε για μια ακόμα φορά τα μαλλιά της. Παρατήρησε το σώμα της, το νυχτικό και το εσώρουχο που φορούσε. Ένοιωσε ιδρωμένη και αποφάσισε να κάνει μπάνιο. Γδύθηκε και βγήκε από το δωμάτιο.
«Αυτός θα έρθει πάλι και θα βρωμοκοπάει από το ταξίδι… Θα πλένεται κι εγώ θα τον περιμένω όπως πάντα ξαπλωμένη… Μετά θα έρθει, θα με αγκαλιάσει και θα περάσουμε λίγη ώρα αγκαλιασμένοι, με μικρά φιλιά, μιλώντας ψιθυριστά για τα τελευταία μας νέα… Μετά αυτός θα έχει ερεθιστεί και θα θέλει να κάνουμε έρωτα…». Σκέφτηκε προς στιγμήν να του πει πως είναι αδιάθετη εκείνες τις μέρες, αλλά τόσο το χειρότερο, αυτός θα προσανατολιζόταν σε διαφορετικούς δρόμους.
«Έπρεπε να του έχω γράψει τα πάντα…» είπε για χιλιοστή φορά στον εαυτό της, «αλλά τώρα είναι αργά. Έπειτα τι να του πω, ότι τα έφτιαξα με το φίλο του, ενώ αυτός είναι φαντάρος; Γιατί δέχτηκα να παρατήσω το νησί και να έλθω εδώ, μέσα στον καύσωνα, για χάρη του; Βέβαια λείπουν οι δικοί μου, είναι ευκαιρία, το είχαμε σχεδιάσει, αλλά ο άλλος ξέρει ότι είμαι εδώ και μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να τηλεφωνήσει ή να εμφανιστεί… Να του το πω τώρα, έτσι ξαφνικά δε γίνεται, μετά από όσες ώρες ταξίδι για να με δει τρεις μέρες, κουρασμένος, θα θυμώσει…». Σκουπίστηκε προσεχτικά, τακτοποίησε πάλι την πετσέτα του μπάνιου, που έβγαζε όταν ερχόταν αυτός. Επιθεώρησε μηχανικά τον καθρέφτη, τη σαπουνοθήκη, το αφρόλουτρο, σκούπισε η μπανιέρα από τις σταγόνες του νερού, να είναι όλα άψογα. Αυτός κορόιδευε τη νοικοκυροσύνη της, και τώρα και στα χρόνια που ζούσαν μαζί στη Θεσσαλονίκη, αλλά γι’ αυτήν ήταν τρόπος ζωής. Εξάλλου πίστευε ότι κατά βάθος του άρεσε έτσι.
Επέστρεψε στο δωμάτιο, τέντωσε τα σεντόνια και ταχτοποίησε τα μαξιλάρια.
«Το παρθενικό σου κρεβάτι είναι στενό, να πάρεις άλλο, πλατύ, να χωράμε» της είχε πει όταν κοιμήθηκαν για πρώτη φορά στο πατρικό της σπίτι.
«Καλύτερα έτσι – να είμαστε πιο κοντά»
Άλλωστε, σύντομα ανακάλυψαν ότι το κρεβάτι των απόντων γονέων ήταν πολύ πιο άνετο και το χρησιμοποιούσαν κάθε φορά. Τότε όμως ήταν αλλιώς, η αναμονή του δε σήμαινε κενό στο στομάχι και ανησυχία αλλά γλυκιά ανυπομονησία και παιγνιδιάρικη διάθεση. Διάλεξε καινούριο εσώρουχο, απ’ αυτά που είχε ψωνίσει πριν λίγες βδομάδες και έκαναν το φίλο του φίλου της να τρελαίνεται.
* * *
Ο Σοφοκλής έσβησε το τσιγάρο του και σηκώθηκε. Αλεξανδρούπολη – Αθήνα με το τραίνο, δεν είναι αστεία δουλειά. Βλαστήμησε τους τουρίστες και την Ολυμπιακή, που δεν είχε θέση, τα λεωφορεία που δεν είχαν θέση, τα τραίνα που του ‘φαγαν τόσες πολύτιμες ώρες της άδειας. «Βρωμάω ολόκληρος…» σκέφτηκε. «Υπομονή, σε λίγο τελειώνουν τα βάσανά μου… Μπανάκι, δροσερό κρεβάτι και η κορμάρα της Σαπφώς…». Στο διάδρομο η Μαρλένε και η Άννυ κοιμόντουσαν του καλού καιρού στους υπνόσακους. Είχε περάσει κάμποσες ώρες μαζί τους, κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων.
«Είσαι ερωτευμένος;» τον είχε ρωτήσει η μια Γερμανίδα, ενώ η άλλη χαμογελούσε πονηρά. Ο φαντάρος – ιατρός απάντησε με ειλικρίνεια:
«Όχι, αλλά ενεργώ σα να ήμουνα»
Δεν κατάλαβαν τι εννοούσε, πως μπορούσαν άλλωστε; Αυτές ήταν μονάχα δεκαεφτά χρονών, με αγαθά γαλάζια μάτια.
Η Μαρλένε χαμογελούσε στον ύπνο της. Ο Σοφοκλής την άγγιξε στον ώμο και μετά ταξίδεψε το χέρι του στο λαιμό της.
«Τι ονειρευόσουνα;»
«Εσένα» του απάντησε αυτή με φυσικότητα.
Ο Σοφοκλής έσκυψε περισσότερο και τη φίλησε στο μάγουλο.
«Ξύπνα, φτάσαμε στην Αθήνα»
* * *
Η συνάντηση αποδείχτηκε εύκολη, απλή, επανάληψη των συναντήσεων του παρελθόντος. Είχαν να δουν ο ένας τον άλλον, σαράντα δύο μέρες ακριβώς. Στην αρχή η κοπέλα απέφευγε να τον φιλάει στο στόμα, αλλά γρήγορα ζεστάθηκε και ανταποκρίθηκε θερμότερα από κάθε άλλη φορά, ασυγκρίτως θερμότερα. Ο ήλιος είχε ψηλώσει αρκετά, όταν ο Σοφοκλής αποκαμωμένος γλίστρησε στα νερά του ύπνου. Η Σαπφώ, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, έπιασε να συγυρίσει ξανά το ήδη άψογο σπίτι, προσπαθώντας να μη σκέφτεται τι θα γινόταν τη δεδομένη στιγμή, όταν αυτή, ο Σοφοκλής και ο Θεύδης θα συναντιόντουσαν, την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος – κάτι που ατυχώς συνέβη την επόμενη μέρα. Οι πρωταγωνιστές, σε κατάσταση έντονης οντολογικής αναταραχής, μου αφηγήθηκαν διαδοχικά τρεις διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας και πήρα την ευθύνη να τις συνθέσω εγώ – και να καταγράψω για τις επόμενες γενεές, όσα από αυτά που άκουσα μου φάνηκαν περισσότερο αξιόπιστα ή περισσότερο ενδιαφέροντα.
*
Η «νευρικότητα της ένοχης αναμονής» είναι ένα από τα 29 κεφάλαια του «νησιού της Καλυψώς»: http://tonisitiskalipsos.blogspot.com/
2 Σχόλια
Comments feed for this article
28 Ιανουαρίου, 2010 στις 6:32 μμ
cirut
Με το Νησί της Καλυψώς στο νου, πώς βγήκαμε στο νησί των γάμων και των παιδιών, στην ακροθαλασσιά των συγκινησιακών ερήμων, δεν ξέρω. Ζούμε σε εποχή των υποταγμένων ηφαιστείων; Λέμε τώρα!
Όμορφο είναι. Και διηγώντας το, να ……..
28 Ιανουαρίου, 2010 στις 7:21 μμ
Πάνος
cirut,
απλά μεγαλώσαμε… 🙂