Του suigeneris

«Στης ψυχής σου το μπουρδέλο, ανατέλλω…»

Το ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΦΙΛΟΥΣ της Σοφίας Νικολαϊδου, (εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι ένα μικρό βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα συνοψίζοντας την περιπέτεια ανθρώπινων ζωών-μα κυρίως ανθρώπινων συνειδήσεων.

«Δεκέμβριος 2008: Πορείες και συνθήματα. Μια μεγάλη φωτιά σε μια μεγάλη σχολή. Και μια φράση που εκτοξεύεται με δύναμη: Απόψε δεν έχουμε φίλους. Οκτώβριος 1981-1989: Ένας ανυποψίαστος μα αποφασισμένος ιστορικός ερευνά το απαγορευμένο θέμα των δωσίλογων και τις γερμανοφασιστικές οργανώσεις στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Από παντού, πέφτουν να τον φάνε. 1934-1944: Ναζιστική Γερμανία, κατεχόμενη Θεσσαλονίκη. Εβραίοι, Έλληνες, Γερμανοί. Μαυραγορίτες, κατηχητικά, φυλακές και συσσίτια. Προδότες και πατριώτες. Ένα μυθιστόρημα για τρεις γενιές Ελλήνων που προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους, την ώρα που η Ιστορία (τους) δείχνει τα δόντια της. Γονείς και παιδιά, φοιτητές, μαθητές, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, μπακάληδες και αλάνια, γιαγιάδες και υπάλληλοι, συνδικαλιστές και ουδετερόφιλοι μαθαίνουν μια και καλή πως «(..) πρώτα κοιτάς πού χύθηκε το αίμα σου και ύστερα διαλέγεις πλευρά». Ποια είναι η σωστή και ποια η λάθος απόφαση, όταν ο κόσμος γύρω καίγεται; Πώς τσακίζεται η θεωρία στην πράξη; Και ποιος μας βεβαίωσε, παρακαλώ, πως αυτή ‘η χώρα ποτέ δεν πεθαίνει’;»

Η έλξη μου για το μικρό αυτό μυθιστόρημα προκύπτει ίσως βαθμιαία ευανάγνωστη: ο ακαδημαϊκός μικρόκοσμος της Φιλοσοφικής, η δεκαετία του ’40 μέσα από τις ουλές της, η δεκαετία του 80 μέσα από τις ενοχές της και ο Δεκέμβρης του ’08 (μόλις χτες..) μέσα από τις στάχτες που ακόμα καπνίζουν. Δεν είναι όμως αυτοί οι λόγοι που το ρούφηξα κάποιες άγριες ώρες της νύχτας. Σπάνια η λογοτεχνική πένα ψαύει τόσο πειστικά πληγές και εικόνες των οριακών γεγονότων που γνώρισε η Ελλάδα τον περασμένο αιώνα.

Η Νικολαϊδου τα γάμησε όλα.

Κανείς δεν βγαίνει κερδισμένος από τη ματιά της-αυτή είναι η Ελλάδα, φαίνεται να μας φωνάζει. Οι πιο θετικοί ήρωες της ματαιώνονται, ζωές καταρρέουν, ψυχές αλγούν, σώματα υποφέρουν. Πάντα χαμηλοθόρυβα, όχι με εξτραβαγκάντσες και επιτηδεύσεις. «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» ισχυρίζεται το παιδικό τραγουδάκι με το οποίο μεγαλώσαμε. Αλήθεια; Μήπως έχει πεθάνει και δεν το ξέρει ..; 😉

Πίσω από τα πρόσωπα της κρύβονται ΑΛΗΘΙΝΟΙ χαρακτήρες της πόλης και της Ακαδημίας. Η Νικολαϊδου χειρίζεται τα πρόσωπα με αληθοφάνεια και βάθος.

Στο περιορισμένο αυτό σε μέγεθος μυθιστόρημα χτίζεται ένα πραγματικό bildungsroman. Αστικό το τοπίο αλλά διόλου αστικοί οι ‘τρόποι’.

Μια πραγματική πόλη ζει σε διάφορους ιστορικούς χρόνους-καθώς οι πληγές της χάσκουν. Εβραϊκές ταφοπλάκες σε δημόσιους χώρους, ΕΠΟΝιτες που τους ξέρασε η Οργάνωση, λούμπεν μαυραγορίτες, σκονισμένα αρχεία, ισχυρές γυναίκες-ηρωίδες που μου θύμισαν Ταχτσή, άνδρες με @@, φτηνοί τζουτζέδες του συνδικαλιστικού σωλήνα, υποδειγματικές στην κλιμάκωση τους πραγματώσεις μικροαστικών ονείρων, στήνουν μια πρωτότυπη αφήγηση.

Η βία και ο σφετερισμός αποτελούν δυο βασικά μοτίβα λογοπλοκής στο υπό συζήτηση μυθιστόρημα-αλλά ΤΙ ουσιώδη διαφορά έχουμε εδώ σε σχέση με πολλά αντίστοιχα εγχειρήματα… «Η λογοτεχνία δεν είναι κατηχητικό. Δε σηκώνει το δάχτυλο, δεν υψώνει το φρύδι.», λέει απολύτως εύστοχα σε μια συνέντευξη της η Σαλονικιά συγγραφέας. Μεγάλη κουβέντα.

Ένα βιβλίο που, νομίζω, κατεξοχήν μιλάει στη γενιά της-στη γενιά μου, με όρους διαφορετικούς απ’ αυτούς που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε να ενσωματώνεται το πρόσφατο οδυνηρό παρελθόν στο μακρινό (;) σήμερα. Αναφέρεται σε διόλου τελειωμένα πράγματα, κραυγάζει τις σιωπές. Της Θεσσαλονίκης, των ανθρώπων που τη συναπαρτίζουν, αυτών που έζησαν καιρούς πολλούς-μα δεν είναι πια εκεί .

Ναι, η Νικολαϊδου απόψε που ξέμεινα από ‘φίλους’ και από ‘λόγια’ μου ‘μίλησε’.

*νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που μου βγήκε να δημοσιεύσω τέτοια παρουσίαση-μικρή παρέμβαση στην Καλύβα-ίσως ως μια (κατά)θεση του πως προσωπικά αντιλαμβάνομαι την κοινωνία και τις ρωγμές, τα ανήλιαγα σχίσματα της κάτω από την αναιμική -καλοκαιρινή- χλόη..