Γράφει ο zeppos
Τον Φλεβάρη του 46, ήμουν ακόμη στη κοιλιά της. Γεννήθηκα λίγο μετά, τον Απρίλη πάνω στο χοντρό ξύλινο τραπέζι του μοναδικού μας δωματίου. Για την ώρα κολυμπούσα αμέριμνα σε μια γλυκιά θάλασσα όπου την απόλυτη ησυχία διέκοπτε πότε πότε ο ψίθυρος των στοίχων που μουρμούριζε συχνά η μάννα μου. Εκείνη τη μέρα όμως η καρδιά της πήρε μπροστά και χτύπαγε δυνατά. Τότε ήταν που έπεσε με δύναμη χάμω στο ξύλινο πάτωμα και κόντεψα να βγω πριν την ώρα μου, ήταν η μέρα που σκότωσαν τον Φίλιππα.
Μου τάπε όλα χαρτί και καλαμάρι πολύ αργότερα, όταν είχα τελειώσει την τρίτη του Γυμνάσιου και ήθελα να συνεχίσω. Τότε για να συνεχίσεις σε άλλη σχολή, το χαρτί που χρειάζονταν πιο πολύ απ’ όλα δεν ήταν οι βαθμοί σου, αλλά μια «βεβαίωση» από την ασφάλεια της γειτονιάς ότι μπορούσα, ότι ήμουν ικανός να «μάθω κι’ άλλα γράμματα». Ήταν μια εξευτελιστική παράτα, όπου ο πατέρας μου έπρεπε να υπογράψει την «δήλωση μετανοίας» για να βγει το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων». Το ίδιο βέβαια «χαρτί» ήταν αναγκαίο και για φυλλάδιο, για σχολές μηχανικών κλπ.
Μια δήλωση μετανοίας είναι η παρακάτω, αλλά κυκλοφορούσε σε άλλα μέρη και άλλη έκδοση του «αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας»:
[«Ο κάτωθι υπογεγραμμένος…..δηλώ υπευθύνως ότι ουδέποτε υπήρξα κομμουνιστής ούτε ευρέθην ποτέ εγγεγραμμένος εις ουδεμίαν οργάνωσην κομμουνιστικήν και κατά τας τελευταίας εκλογάς εψήφισα παράταξιν εθνικόφρονα. Ως εκ τούτου ανήκω αποκλειστικώς εις την εθνικόφρονα παράταξιν και είμαι και παραμένω ακραιφνής Έλλην πολίτης πιστός εις τας εθνικάς παραδόσεις και εις τα ιδανικά της πατρίδος.»]
Οι Κοκκινιώτες ήσαν «γραμμένοι» στο κατάστιχο και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεφύγει κανείς από τον μπάτσο της γειτονιάς που είχε καλή γνώση, ακόμη και τι χαρμάνι φουμάριζαν οι πρόσφυγες. Ένα ακόμη «επιβαρυντικό» στοιχείο για τους Νεαπολιώτες, ήταν ότι όλοι, ή σχεδόν όλοι δεν ψήφισαν το 46 υπακούοντας δήθεν στην εντολή του ΕΛΑΣ για αποχή. Αυτό ήταν ένα μέρος της αλήθειας όμως. Ο πατέρας, ο αδελφός μου και μερικοί γειτόνοι που ήξερα, έλεγαν ότι δεν συμφώνησαν ποτέ με την απόφαση της αποχής και ότι αν δεν υπήρχε η απειλή για τη ζωή τους, θα ψήφιζαν. Αυτά όμως δεν περνούσαν για τον μυστακοφόρο της ασφάλειας. Και έτσι ο πατέρας μου βρέθηκε μπρος το μέγα δίλημμα: να υπογράψει την ξεφτιλιστική δήλωση για κάτι που δεν υπήρξε ποτέ ώστε να συνεχίσω το σχολειό, ή να τους γράψει κανονικά και να με στείλει στη δουλειά.
Θυμάμαι την ζοχάδα μου την μέρα που τόμαθα. Όσο και νάθελα να συνεχίσω, η εποχή ήταν η αρχή της «μικρής επανάστασης» της νεολαίας που αργότερα βρήκε και πολιτικό νόημα στους «Λαμπράκηδες». Έτσι όταν συνάντησα τα πράσινα μάτια του πατέρα μου να με κοιτάζουν ακίνητα, ψυχρά και να τον ακούω να μου λέει ότι προτίμησε να υπογράψει για να μου δώσει το κωλόχαρτο να συνεχίσω, έβγαλα από μέσα μου όση περισσότερη «χολή» μπόρεσα.. Είπα λόγια που αργότερα μετάνιωσα πικρά. Έφυγα και βρήκα «καταφύγιο» στην παράγκα του μπάρμπα μου στο Πέραμα, όπου έμεινα όλο τον Αύγουστο του 61 κι’ έβγαλα όλη μου την ζοχάδα πάνω στους τσιμπογιάννηδες με την σφεντόνα μου.. Με τον γυρισμό μου σπίτι η μάνα μου πήρε τον ρόλο της. Μου είπε για την πληγή στη ψυχή του πατέρα μου που κακοφόρμισε με την υπογραφή της δήλωσης. Αυτή η πληγή ήταν «φανερή» έως τα τελευταία του, και όποτε ερχόταν η κουβέντα για τα γεγονότα της Κοκκινιάς, άνοιγε και τον πονούσε, μια πληγή που δεν έγινε ποτέ καλά.
Η μάνα μου ήταν μια κοντή μαυριδερή Σμυρνιά, που το παρατσούκλι της ήταν «μαυροτσούκαλο». Ήταν η μικρότερη από τρεις αδερφάδες που κατάφεραν και έφυγαν από την Σμύρνη με τον μεγάλο τους αδερφό, ορφανεμένες από τον Τούρκο. ‘Ήταν ευκίνητη και χορευταρού και πρώτη στα παραμύθια. Θυμάμαι τους παιδικούς μου καμαράδους να στέκουν ουρά τα απογεύματα να τους τρατάρει το «κυδωνάκι» μετά το τέλος της ιστορίας. Η ιστορία όμως με τον σκοτωμό του Φίλιππα δεν ήταν για τ’ αυτιά τους.
Ο Φίλιππας έμενε στο στενάκι που άρχιζε απέναντι από το προσφυγικό μας. Τα στενάκια αυτά χωρούσαν έναν μόνο πεζό και ένωναν συνήθως δυο παράλληλους δρόμους. Τα πιο «νέα» σπίτια όπως το δικό μας και όλη η όμοια σειρά μέχρι πέρα για πέρα στο τέλος των δρόμων, όπου συναντούσαν τον «άσφαλτο» δεν είχανε τότε μάντρες που χώριζαν τα οικόπεδα. Το «κενό» ανάμεσά τους ήταν η αλάνα που παίξαμε το πάνινο τόπι μας φτιαγμένο από παλιές κάλτσες των μανάδων. Που και που μια τζιτζιφιά ή μια αμυγδαλιά ξεχώριζε κι’ εκεί από κάτω τους ήταν τα «αρχηγεία» της κάθε γειτονοπαρέας. Αλλά αυτά απέναντι και πιο κάτω σαν πιο παλιά είχαν, μάλιστα δυο μάντρες ήταν αυτές που καθόριζαν το στενάκι. Τα σπίτια εκείνα ήταν μικρότερα και είχαν δυο εισόδους, η μια ήταν στο στενάκι. Από αυτή μπήκαν οι ελασίτες.
Όποτε έπιανε την κιθάρα ο Φίλιππας, όλη η γειτονιά μαζεύονταν στα σκαλιά μας. Η φωνή του -λέει- ανάστενε ποθαμένους και ο μπάρμπας μου ο Θοδωράκης του έλεγε να τραγουδάει σιγανά να μην τον πάρουνε χαμπάρι από το κοντινό νεκροταφείο της ανάληψης.. ‘Ήταν μοναχοπαίδι και μεγάλωσε μέσ’ τη κατοχή με στερήσεις και «συμβιβασμούς» από την φαμίλια του. Ο πατέρας του πηγαινόφερνε τους Γερμανούς στον Ναύσταθμο με μια «πετρολέτα». Έκανε τον λαδά – μηχανικό με καπετάνιο έναν ψηλόσωμο ξερακιανό μαυραγορίτη. Εκτός από τα λαθραία που έκλεβαν από «μέσα», αγόραζαν πετρέλαιο από τους Γερμανούς φρουρούς των δεξαμενών στο Πέραμα και το πουλούσαν στη μαύρη. Το αγόραζαν με χρυσές λίρες και το πουλούσαν είτε με λίρες, είτε με είδος, ρούχα, φαγητά, ψάρια, κρέας κλπ.. Όταν μεγάλωσε ο Φίλιππας και έγινε πια γεροδεμένο παλικάρι, τον έπαιρναν μαζί τους τα καλοκαίρια.
Ούτε έμαθαν πως έγινε, δεν μαθεύτηκαν ποτέ οι λεπτομέρειες, αλλά ο Φίλιππας καλόμαθε το χαρτζιλίκι και την καλοπέραση με τους Γερμανούς και σε λίγους μήνες άρχισε το κελάηδημα για την γειτονιά. Τα περίπολα των Γερμανών συνοδευόμενα από τους χίτες και τους γερμανοτσολιάδες πύκνωσαν. Τον Σεπτέμβρη του 43 έπιασαν τα δυο αδέρφια οικοδόμους που έμεναν στο ίδιο στενάκι κοντά στο τέρμα του. Ο μεγαλύτερος, ο Αρίστος, ήταν ένας γίγαντας – λέει – με μεγάλο κεφάλι και βαριά δυνατή φωνή. Ήταν το φόβητρο όλης της περιοχής από την Αθηνών και πάνω, έως τα τελευταία σπίτια στο νεκροταφείο. Ήταν όμως καλός άνθρωπος, χωρατατζής και οι δικοί μου που τον γνωρίζανε καλά δεν τον παίρνανε στα σοβαρά. Ο άλλος ο Δημητρός, ήταν περιστασιακός σύνδεσμος με την αντάρτικη ομάδα του Σχιστού. Η «ζεστή» παρέα της γειτονιάς δεν κρατούσε μυστικά και συχνά του έκαναν πλάκα για τις «επιδόσεις» του. Η πλάκα γενόταν επειδή ο Δημητρός ήταν κεκές.. και η μίμηση της «ανταπόκρισης» του Δημητρού προς τον ομαδάρχη.. ήταν λέει ξεκαρδιστική. Τα δυο αδέρφια δεν ξαναφάνηκαν στη γειτονιά και όταν ο Φίλιππας είπε στη μάνα τους (πατέρα δεν είχαν) ότι έμαθε από τους Γερμανούς ότι τους έστειλαν στη Γερμανία για «δουλειά», όλοι κατάλαβαν τι γινόταν..
Ο πατέρας μου τότε, έπιασε τον ανήξερο πατέρα του Φίλιππα και του τα ΄πε μπας και τον συνετίσει. Ήρθαν όμως στα χέρια άσχημα και τους πήρε χαμπάρι όλη η γειτονιά. Μάτωσαν και οι δυο όπως κυλιόντουσαν στις λάσπες μπρος στο σπίτι μας. Είπαν λόγια και λόγια και η πίκρα του γονιού – λέει – ήταν ασίγαστη. Όμως ήταν ανάγκη να τα μάθει. Ο κλήρος έπεσε στον πατέρα μου να του δώσει το φαρμάκι. Αυτό έγινε τα Χριστούγεννα του 43 αλλά οι κουβέντες σε όλα τα στενά και τους δρόμους της γειτονιάς δεν έλεγαν να πάψουν. Η γειτονιά ήταν από τις σημαντικές «κρυψώνες» όπλων και ασυρμάτων του αντάρτικου και ο κίνδυνος να καρφωθούν ήταν άμεσος.
Ο Φίλιππας μάλλον κατάλαβε τον κίνδυνο που τον απειλούσε και εξαφανίστηκε. Δεν τον είχε δει κανείς έως την ημέρα που ξαναγύρισε να ζήσει με την χήρα τη μάννα του μετά πια την απελευθέρωση. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί το 44 στα «σίδερα» στη Λεύκα, μπροστά στο εργοστάσιο του Δηλαβέρη μια νύχτα που κουβαλούσαν με τον καπετάνιο του ένα αλουμινένιο Γερμανικό καζάνι γεμάτο με αρνίσιο κρέας και πατάτες. Το είχαν αρπάξει από τον Ναύσταθμο και το κουβαλούσαν με τα πόδια να το πάνε στη Νεάπολη από τα Λεμονάδικα που ήταν το «ρεμετζο» της πετρολέτας. Το κρέας όμως μοσχοβολούσε δυνατά και σε λίγο πεινασμένα, κοκκαλιάρικα κορμιά μαζεύτηκαν γύρω τους και τους ακολουθούσαν με άγριες διαθέσεις. Ο καπετάνιος τότε είπε να το αφήσουν για να γλυτώσουν, αλλά ο πατέρας του Φίλιππα δεν ήθελε να το εγκαταλείψει, έλεγε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να το πάνε να το μοιράσουν στη γειτονιά. Στην τελική επίθεση των πεινασμένων το καζάνι αναποδογύρισε χάμω, στα λασπωμένα χώματα και η μαχαιριά στα πλευρά του ήταν το τελευταίο που ένοιωσε σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο καπετάνιος την γλύτωσε τρέχοντας στις γραμμές του τραίνου προς την Αγ. Σοφιά.
Εκείνη τη μέρα είχε γίνει ο μεγάλος βομβαρδισμός του Ναυστάθμου από τα Εγγλέζικα αεροπλάνα και οι δυο ναυτικοί βρήκαν την ευκαιρία μέσ’ στον πανικό των Γερμανών που έτρεξαν στα καταφύγια και μπήκαν στην στρωμένη αλλά έρημη τραπεζαρία των αξιωματικών. Εκεί – λένε – ο καπετάνιος ο μαυραγορίτης που ήταν μούτρο ατρόμητο, φώναξε του ναύτη του να πιάσουν το τραπεζομάντιλο και να το κάνουν σάκο με όλα τα πιατικά και τα φλιτζάνια μέσα. Έτσι έγινε και αφού τον μετάφεραν στην πετρολέτα, ξαναγύρισαν στη κουζίνα για το αλουμινένιο καζάνι, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες του ναύτη του ο καπετάνιος επέμενε να λέει ότι ο Ναύσταθμος θα γκρεμιστεί τελείως από τις μπόμπες και όλα αυτά είναι κρίμα να πάνε τσάμπα! Έτσι και έκαναν με όλο αυτό τον χαλασμό γύρω τους από τα ανατριχιαστικά σφυρίγματα των αεροπλάνων που βουτούσαν και τις ανατινάξεις από τις βαριές μπόμπες. Άρπαξαν και το καζάνι με το κρέας και μπάρκαραν για τον Περαία βιαστικοί. Μόλις άραξαν στα Λεμονάδικα πήγαν πρώτα τον μπόγο με τα πιατικά στο σπίτι του καπετάνιου κάτου στην Μικράς Ασίας, ξαναγύρισαν νύχτα πια για το καζάνι και μαζί πήραν όλα τους τα συμπράγκαλα από την πετρολέτα γιατί δεν είχαν σκοπό να ξαναγυρίσουν εκεί. Ο καπετάνιος έλεγε «ο πόλεμος τελείωσε»! Όμως δεν έγινε έτσι και αργότερα το καλοκαίρι, τον έπιασαν οι Γερμανοί από ένα σπίτι στο Κερατσίνι όπου είχε καταφύγει. Ο καπετάνιος όμως είχε μαζεμένες πολλές χρυσές λίρες από τη μαύρη και «αγόρασε» την ζωή του από έναν λοχία της Βέρτμαχτ.
Η ιστορία έγινε γνωστή μετά την απελευθέρωση όταν ο καπετάνιος πήγε και βρήκε τον μπάρμπα μου τον Θοδωράκη και του ζήτησε «προστασία». Του χάρισε μάλιστα από το πλιάτσικο εκείνης της μέρας, μερικά Γερμανικά φλιτζάνια, πιάτα και αλουμινένιους κάδους, δίσκους και άλλα με τον αγκυλωτό σταυρό από κάτω χαραγμένο σαν «δωρειά». Μερικά από αυτά είναι στη ντουλάπα μου ακόμη σήμερα. Το γιατί δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ο μπάρμπας μου τότε, το 45 ήταν λιγάκι ανακατεμένος με τον ΕΛΑΣ και αυτό ήταν και η αιτία που τα έσπασε γερά με τον πατέρα μου. Ο μόνιμος καυγάς τους δεκαετίες αργότερα ήταν η «επιπολαιότητα» του Θοδωράκη κατά το απόφθεγμα του δικού μου. Για την γνώμη μου η πραγματική αιτία ήταν η «ανυπακοή» του μικρότερου αδερφού, κάτι ασυγχώρητο για την εποχή αλλά κυρίως για τον αυταρχικό χαραχτήρα του γέρου μου. Η γνώμη του ήταν νόμος σχεδόν τότε στη γειτονιά αλλά και για αρκετά χρόνια μετά, έως ότου αρχίσουν οι πολυκατοικίες και καταπίνουν τα όμορφα προσφυγικά με τα κόκκινα κεραμίδια και τις ανθισμένες αυλές, με τα γιασεμιά και τις λεμονιές.. Οι νέοι «άποικοι» των διαμερισμάτων δεν χαμπάριαζαν από γεροντικές έννοιες..
Ο Θοδωράκης που ήτανε και κοντογείτονας του καπετάνιου, πήγε και έπιασε τον ομαδάρχη του αντάρτικου της Παλιάς Κοκκινιάς που είχε το πρόσταγμα για την περιοχή της Μικράς Ασίας και του ζήτησε σαν χάρη να αφήσουν τον καπετάνιο ήσυχο. Η αλήθεια ήταν – όπως λέγανε – ότι ο μαυραγορίτης δεν πρόδωσε ποτέ, δεν έκανε κακό φανερό. Μερικές φορές βοήθησε κιόλας ορφανά με λίγα ρούχα ή φαΐ, αλλά ήταν σταμπαρισμένος σαν συνεργάτης και το τέλος του ήταν γραμμένο. Οι αντάρτες που ήξεραν για το μπαγιόκο που είχε μαζεμένο ο μαυραγορίτης, δέχτηκαν να γίνει μια συνάντηση να τα «πούνε» στα πευκάκια του Αγ. Φίλιππα, στο λοφάκι με την παλιά δεξαμενή που δίπλα του σήμερα είναι το γήπεδο του Ιωνικού. Το «ραντεβού» ήταν για τον Νοέμβρη του 45, αλλά ο μαυραγορίτης δεν πήγε ποτέ εκεί. Άφησε γυναίκα και γιο 5 χρονώ τότε και χάθηκε. Κανείς δεν έμαθε πως και τι αλλά πολλά χρόνια αργότερα, γύρω στο 55 μάθαμε ότι έστειλε τα λεφτά για τα εισιτήρια της φαμίλιας του να πάνε να τον βρουν στο Κεμπέκ του Καναδά. Είχε – λένε – στήσει φούρνο εκεί και πήγαινε πολύ καλά.
Παραπάνω από ένα χρόνο ο Φίλιππας ζούσε στο σπίτι με τη μάννα του. Σαν το κουνάβι έβγαινε λίγο – λίγο για να αγοράσει λίγο ψωμί και ελιές μια και η χήρα ήταν σχεδόν κατάκοιτη.. Η μάννα μου, η κυρά Δέσποινα και άλλες, βοηθούσαν όσο μπορούσαν στα κρυφά μια και το σπιτικό του «προδότη» ήταν απαγορευμένος τόπος. Αλλά η γειτονιά τον αγαπούσε τον Φίλιππα. Τον λυπόταν για το κατάντημά του. Είχε χάσει πια εκείνο το γέλιο που ξεσήκωνε τον γυναικείο κόσμο και ποτέ δεν έπιασε ξανά την κιθάρα να πει έστω και ένα τραγούδι. Μια υπόγεια συχώρεση σερνόταν σε όλα τα σοκάκια και ανείπωτη κυκλοφορούσε ανάμεσα στη προσφυγιά.
Όταν έμαθαν οι ελασίτες οτι ο Φίλιππας ζούσε και ξαναγύρισε, οι μέρες του ήταν μετρημένες. Ο ελασίτης που ανέλαβε τον φόνο, μπήκε τη νύχτα από την πόρτα του σοκακιού και πυροβόλησε τον Φίλιππα στο πρόσωπο. Η μάννα του άρχισε να στριγγλίζει δυνατά και η γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι. Εκείνη τη νύχτα έκανε πολύ κρύο και ο γέρος μου έλειπε. Ήταν στη ταβέρνα για το καθημερινό κατοστάρι. Ο ελασίτης κατατρομαγμένος από τις στριγκλιές των ανθρώπων της γειτονιάς, έτρεξε και στα τυφλά χώθηκε στο σπίτι μας από την ανοιχτή εξώπορτα της κουζίνας. Την πόρτα την ξέχασε η μάννα μου καθώς βγήκε στην αυλή να μάθει. Η κοιλιά της ήταν ήδη στη γης.. και δυο γειτόνισσες την έσυραν αμέσως πίσω στο ψηλό σιδερένιο κρεβάτι. Της είπαν ότι θα γυρίσουν να της πουν τι συμβαίνει και έφυγαν τρέχοντας πίσω στο σοκάκι του σκοτωμένου.
Τα προσφυγικά εκείνα ήταν πετρόχτιστα, υπερυψωμένα με 5 σκαλιά για τις πλημμύρες του Αιγάλεω μια και ήταν στον κατήφορο. Το πάτωμα της κουζίνας ήταν από πλακάκια, αλλά του μοναδικού δεματίου ήταν ξύλινο με τάβλες και από κάτου το κενό ήταν ένα χαμηλό υπόγειο, που δεν χωρούσε ορθό άντρα, μόνο η μάννα μου έστεκε εκεί και την κορόιδευαν όλοι. Όλα τα σπίτια εκείνα ήταν όμοια και άλλοι το είχαν για αποθήκη που μπορούσε κανείς να μπει μόνο από μια τετράγωνη καταπακτή σε μια γωνιά του πατώματος. Η καταπακτή άνοιγε και φαινόταν μια ξύλινη ελαφριά σκάλα. Το πάτωμα του υπόγειου ήταν χωμάτινο. Εμείς δεν το χρησιμοποιούσαμε. Πάνω στην καταπακτή είχαμε βάλει την μεγάλη και βαριά ντουλάπα του σπιτιού με όλα τα ρούχα μας και για μένα θυμάμαι ήταν το μέγα μυστήριο για το οποίο όλο και ρωτούσα τη μάννα μου τι είχε κει μέσα. Εκείνη δεν έχανε την ευκαιρία να μου λέει όλο και διάφορες παράξενες ιστορίες για συμπράγκαλα που τάχα είχαν καλά φυλαγμένα, με αποτέλεσμα να μου ανάβει όλο και περισσότερο τη φαντασία… Δεν μπορούσα όμως να μπω εκεί κάτου. Η ντουλάπα ήταν πολύ βαριά για τα μέτρα μου. Πολύ αργότερα κατέβηκα επιτέλους και το μόνο «πολύτιμο» ήταν μια παλιά σκουριασμένη ξυλόσομπα και ένα παλιοπουκάμισο καταφαγωμένο από τους ποντικούς.
Ο φονιάς μπήκε στο σπίτι πριν γυρίσει η γκαστρωμένη και λαχανιασμένη μάννα μου. Με το που άκουσε τις φωνές από τις γειτόνισσες, χώθηκε στη ντουλάπα μας και όταν η μάνα μου έμεινε στο κρεβάτι μοναχή, άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας και όρμηξε στη μάνα μου να προλάβει να της κλείσει το στόμα να μην ουρλιάξει. Όπως ξανάπα, το «μαυροτσούκαλο» ήταν πολύ ευκίνητη, και παρόλο που η κοιλιά της δεν την βοηθούσε σάλταρε στο πλάι και τον απόφυγε, κυλίστηκε στο πάτωμα, και όταν σηκώθηκε έτρεξε στη κουζίνα και άρπαξε την σατήρα που έκοβε ο γέρος τα κόκαλα. Το βαρύ τσεκούρι υψώθηκε μπρος τον φονιά που σταμάτησε αμέσως. Της έκανε νόημα να σωπάσει βγάζοντας το όπλο. Της ψιθύρισε ότι σκότωσε πριν λίγο τον Φίλιππα και δεν ήθελε και πολύ να της ρίξει. Η μάνα δεν ήταν και κανένα ζώο.. Είχε δει πολλά και ήξερε ότι ο φονιάς δεν θα δίσταζε να ρίξει πάλι. Κατέβασε τη σατήρα και του είπε ότι δεν θα φωνάξει, αλλά πρέπει να φύγει αμέσως γιατί ο γέρος μου θαρχόταν από στιγμή σε στιγμή μια και τα νέα θα μαθεύονταν σύντομα. Ο άνθρωπος αρνήθηκε και της είπε ότι πρέπει να περιμένουν να περάσει λίγη ώρα να αδειάσει το στενό.
Μισή ώρα αγωνίας πέρασα και ‘γω μαζί με τη μάνα μου, ακούγοντας τους χτύπους της τρομαγμένης της καρδιάς, όταν ο πατέρας μου μπήκε στο σπίτι. Εκεί φάνηκε και η παροιμιώδης ψυχραιμία του. Χωρίς να τρομάξει καθόλου – έτσι μου έλεγαν – είπε στον φονιά ότι στον δρόμο είχαν φανεί οι χωροφύλακες κιόλας και πρέπει να τον κρύψουν. Τράβηξαν οι δυο τους την βαριά ντουλάπα στο πλάι έως ότου φανεί η καταπακτή και ο ελασίτης χάθηκε στο σκοτάδι του υπόγειου. Πριν μπει τους έδειξε με νόημα το όπλο και τους είπε ότι ο ΕΛΑΣ γνωρίζει τα πάντα. Η όλη ιστορία έληξε την αυγή πια, όταν όλοι είχαν πέσει κατάκοποι από το ξενύχτι. Ο φυγάς βγήκε σβέλτα και χάθηκε για το Σχιστό μεριά. Μερικοί είχαν «προσαχθεί» στην ασφάλεια για ανάκριση και δυο από αυτούς βγήκαν μετά από μήνες. Ευτυχώς σε μας δεν ήλθαν. Ο πατέρας, άναψε ένα σέρτικο, βγήκε στην αυλή και είπε στον ενωμοτάρχη ότι η γυναίκα του είναι ετοιμόγεννη και δεν βγήκε καθόλου από την κάμαρα, αρκετοί από γύρω το επιβεβαίωσαν μια και δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε και τέρμα.
Η μάννα μου όταν μου είπε την ιστορία, τότε με την «δήλωση», μου περιέγραψε τον φονιά σαν ένα ψηλό κοκκινοτρίχη με αραιή κοντή γενειάδα. Είχε λέει προφορά βαριά, σαν χωρικός και τα χέρια του ήταν μεγάλα και τριχωτά. Όμως η τάση της μάνας μου για «μυθιστόρημα» ήταν πολύ γνωστή και πολλά από την περιγραφή ίσως είναι του μυαλού της.
Ο πατέρας μου ΠΟΤΕ δεν μου είπε κουβέντα για το ζήτημα. Μόνο κουνούσε το κεφάλι του όταν ακουγόταν για πολλοστή φορά η ιστορία του σκοτωμού και του φονιά. Μέχρι που πέθανε είχε τύψεις. Θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για τον θάνατο του Φίλιππα. Έλεγε σιγανά πότε-πότε, ότι αν δεν πήγαινε τότε να τα πει αυτός στον πατέρα του Φίλιππα, θα πήγαινε άλλος και δεν θα είχε αυτός να σέρνει αυτό το βάρος σε όλη του ζωή..
ZEPPOS
29 Σχόλια
Comments feed for this article
16 Αυγούστου, 2010 στις 9:29 πμ
Πάνος
ζέπο,
θενξ! Πολύ ενδιαφέρον ως αφήγημα, αλλά και πραγματικό χρυσορυχείο πληροφοριών για την εποχή. Ελπίζω να μην το «φάει» ο καύσωνας και οι διακοπές…
Αν ετοιμάσεις κι άλλα τέτοια, τα περιμένουμε πως και πως… 🙂
Πάντως, για να σε πειράξω και λίγο, το αφήγημα εντάσσεται άνετα στη «δεξιά κουλτούρα». Γιατί η δεξιά το μόνο που έκανε (σύμφωνα με τη αφήγηση) ήταν να ζητάει «πιστοποιητικά», ενώ η αριστερά επέβαλε (όπου μπορούσε) τον τρόμο του θανάτου, πχ στις εκλογές του 1946, για όσους πήγαιναν να ψηφίσουν.
16 Αυγούστου, 2010 στις 10:20 πμ
sailinsea
Πάνο
Ναι ….περίπου έτσι.
Το άσχημο όμως είναι, ότι η δεξιά ζήταγε πιστοποιητικά και για πολλά χρόνια αργότερα.Σε ορισμένους επαγγελματικούς κλάδους δε , ζήταγε , κι ας μην ήταν ούτε καν κυβέρνηση.(μετά 81)
Την έχουν «σημαδέψει» ως φαίνεται, περιπτώσεις σαν του Φίλιππα.
Ζεππο
Ο πατέρας σου ήταν περήφανος άνθρωπος και έκανε το σωστό-με όσους «διαόλους» εντός του(ενοχές) και αν τα ‘βαλε.Ελπίζω να του συγχώρησες την υπογραφή.
Υ.Γ.Οφείλω να ομολογήσω ότι γι αυτόν ακριβώς το λόγο ο Αντρέας Παπανδρέου ήταν μεγάλος ηγέτης.Απενεχοποίησε -ο πρώτος- συνειδήσεις,
όχι μόνο»χαιδεύοντας» τους αριστερούς-δημοκρατικούς αλλά συμφιλιώνοντας τους κατά κάποιο τρόπο με την επάρατη(ως τότε τουλάχιστον).
16 Αυγούστου, 2010 στις 10:38 πμ
σχολιαστης
Δυνατή ιστορία και καλογραμμένη . Αυτή την περίοδο διαβάζω και το βιβλίο που έχει ανάψει φωτιές στην καλύβα και ήρθε κι έδεσε.
Καλυβάρχα, για να μην το φάει ο καύσωνας και οι διακοπές να το ξαναανεβάσεις αργότερα. 🙂
16 Αυγούστου, 2010 στις 11:04 πμ
Β.Δ. Καργούδης
Νάσαι καλά ρε συ @Ζέππο!
Μού ανταπόδωσες με γενναιοδωρία την προηγούμενη ευκαιρία για «μάτια υγρά», και με το παραπάνω ομολογώ.
Τώρα καταλαβαίνω (και πια προσυπογράφω) και τον @σίσσα, που πρόσφατα μόνο που δεν σού’ βαζε χοντρό χέρι, που δεν πιάνεις χαρτί & μολύβι να (μας και τους) τα πεις «χαρτί & καλαμάρι»..
Αφού «βγάζει μάτια» ότι «τό’ χεις»….
16 Αυγούστου, 2010 στις 12:01 μμ
sissa ben dahir
Ζέπο καλημέρα. Είδα κι έπαθα να μου πουν το login και το password σ’ ένα ορεινό χωριό του νομού Χανίων για να μπω στο δίκτυο του δημαρχείου και να διαβάσω την ιστορία σου.
Thnx για την ανάσυρση μνημών που την έκανες ιστορία.
Ένα κουβάρι αξεδιάλυτο ήταν οι ιστορίες των ανθρώπων στα ταραγμένα χρόνια. Κάτι τέτοιο περίμενα όταν σου είπα για θέμα εποχής. Οι απόηχοι των ανθρώπινων αυτών ιστοριών στη δεκαετία του 60 έχουν επίσης ενδιαφέρον γιατί οι παλιές συνδέσεις (έχθρες και συμπάθειες), μεταφέρθηκαν στη νέα δεκαετία σαν σπασμένο τηλέφωνο.
16 Αυγούστου, 2010 στις 12:28 μμ
zeppos
Για τον sisa το’γραψα..Είναι ξηγημένος.
Αλλά και «για να θυμώνται οι παλιοί (όσοι διαβάζουν) και να μαθαίνουν οι νέοι..»
[Αρπα το τσιτάτο σου..]
Η ιστορία είναι έτσι όπως τα λέω. Τα έχω ακούσει πολλές φορές και διαφορά μεγάλη δεν είχαν από στόμα σε στόμα.
Ειδικά για τις περιπέτειες του «τσούρμου» της πετρολέτας, έχω ακούσει πολλά μια και ο μπάρμπας μου ο Θοδωράκης τα έπινε στο ίδιο κουτούκι με τον καπετάνιο που ήταν – μαζί με τ’άλλα – και γερό ποτήρι.. έως ότου εξαφανιστεί στα ξένα.
Το έχω ξαναγράψει Πάνο για την τρομοκρατία εκ μέρους του ΕΛΑΣ για την υποχρεωτική αποχή. Είχαν γίνει αρκετά στους χωμάτινους δρόμους της Κοκκινιάς. Για φόνους δεν έλεγαν, αλλά για κλοτσοπατινάδες.. πράμα! Αλλωστε δεν υπήρξε ποτέ καθολική αποδοχή της «αποχής». Λίγοι όμως διακινδύνευαν την ζωή τους για ένα ψήφο που μάλλον θα πήγαινε στράφι… όπως έλεγαν κατόπιν εορτής όμως. Δηλαδή όταν έμαθαν για την απίστευτη νοθεία..
Πάντως η τρομοκρατία της μπατσαρίας ΔΕΝ συγκρίνεται. Η ζωή σου και η ζωή των παιδιών σου εξαρτώτουσαν κυριολεκτικά από την προσωπική γνώμη του κάθε αμόρφωτου μπάτσου.. επί δεκαετίες. Όποτε ήθελε και για όσο ήθελε σε ταλαιπωρούσε με «προσαγωγές», άρνηση ακόμη και πιστοποιητικών γέννησης κλπ.. Οι δάσκαλοι στα σχολιά ήσαν «ενήμεροι» των φρονημάτων της οικογένειας και έπρατταν αναλόγως..
Αστα!
Εκανες διάνα (περιέργως!) όταν έγραψες οτι η συμπεριφορά της δεξιάς επί δεκαετίες, ήταν από τις σημαντικότερες αιτίες της γιγάντωσης του Λαϊκού Κινήματος του πασοκ με την απίστευτη «αυτοοργάνωση» των πρώτων ετών..
16 Αυγούστου, 2010 στις 12:31 μμ
δεξιος
Παντως ενω τα πιστοποιητικα κοινωνικων φρονηματων αποτελουν παρελθον εδω και δεκαετιες οι εκτελεσεις προδοτων και αντιδραστικων συνεχιζονται σε πιο αραιους ρυθμους : φροντισαν γιαυτο η 17Νοεμβρη,οι Επαναστατικοι Πυρηνες και τελευταια η Σεχτα Επαναστατων.
16 Αυγούστου, 2010 στις 12:35 μμ
Β.Δ. Καργούδης
«…Μια υπόγεια συχώρεση σερνόταν σε όλα τα σοκάκια, και ανείπωτη κυκλοφορούσε ανάμεσα στην προσφυγιά…»
Όταν εκεί που δεν το περιμένεις, βρέχει άξαφνα διαμαντάκια πολύτιμα, δεμένα με λέξεις…
Γειά στο χέρι σου ρε @Ζέππο…
16 Αυγούστου, 2010 στις 12:44 μμ
Άγγελος
καλό, πολύ καλό!
16 Αυγούστου, 2010 στις 1:41 μμ
Ενη
Α ρε Ζέππο, με ενα πυκνογραμμένο ιστορικό χρονικό γεγονότων μας εδωσες οχι μόνο τη πραγματική ζωή των ανθρώπων αυτών και ενα μεγάλο νόημα. Οτι οι συνθήκες εθνικού διχασμού απο δυνάμεις (οποιεσδήποτε) πόλύ δύσκολα διαχέονται στα συναισθήματα του συνόλου των απλών ανθρώπων, οπου μετράει περισσότερο η σχέση που αναπτύσσεται μέσα σε μια μικρή κοινότητα (γειτονιά τότε) και στη καθημερινή τους ζωή.
Τούς προδότες που έδρασαν μέσα στην κατοχή, τούς μαυραγορίτες που πλούτισαν, αλλά που ηταν απο τη δική τους γειτονιά δύσκολα μπορούσαν να τους δούν σαν «εχθρούς». Οπότε αργότερα η γειτονιά βοηθούσε την οικογένεια του προδότη……
Αλλά το πιο σημαντικό «δίδαγμα» ειναι οτι και μετα την κατοχή ο εθνικός διχασμός συνεχίσθηκε απο τούς κρατούντες με τα πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης και με τους διωγμούς οποιουδήποτε εθεωρείτο κομμουνιστης η συγγενής κομμουνιστή, κάτι που ο Ανδρέας Παπανδρέου ως οξυδερκής πολιτικός που ηταν αντελήφθη οτι επρεπε να εξαλειφθει οπότε προσπάθησε να φέρει την εθνική συμφιλίωση.
Το γεγονός που διηγείσαι οτι τη δεκαετία πλέον του ’60 ο Πατέρας αναγκάσθηκε να υπογράψει δήλωση για να συνεχ’ισεις εσύ το σχολείο, ειναι ενα απο τα τρανά ζωντανά παραδείγματα των μεγάλων σφαλμάτων της Δεξιας που επι δύο δεκαετίες προσπαθούσε να επιβιώνει το αίσθημα του εθνικού διχασμού.
Το χρονικό που διηγήθηκες Ζέππο με τη μορφή που του έδωσες της πυκνότητας των γεγονότων και της σύνδεσης του με την ιστορία, οπως το θέμα της αποχής το ’46 αλλά και άλλων γεγονότων επι κατοχής και μετά, ειναι η καταγεγραμμένη Ιστορία στίς μνήμες των απλών ανθρώπων
εκείνης της εποχής.
Ενα μάθημα για τούς ιστορικούς οι οποίοι συνήθως ερμηνεύουν την Ιστορία, που δεν θάπρεπε να βασίζεται στα πιστεύω των αφηγήσεων αλλά στα «ξερά» γεγονότα οπως ακριβώς ειναι το δικό σου κείμενο Ζέππο.!!!!!
16 Αυγούστου, 2010 στις 1:43 μμ
Ενη
Να προστεθει : οχι μονο την πραγματική ζωή των ανθρώπων αυτων ΑΛΛΑ και ενα μεγάλο νόημα»
16 Αυγούστου, 2010 στις 3:13 μμ
bernardina
Α, ρε Ζέππο πόσο με συγκίνησες…
Στην από ‘δω μεριά της Ανάστασης, όρια Κερατσινιού με Δραπετσώνα γεννήθηκα και μεγάλωσα. Σ’ ένα προσφυγικό που είχαν δώσει στ’ απομεινάρια της φαμίλιας της γιαγιάς Μαρίας που γλίτωσαν από την Καταστροφή… Μαζί μ’ ανθρώπους μιας άλλης κουλτούρας και ήθους.
Και σ’ όλη την εφηβεία και την πρώτη νεότητά μου γνώριζα ανθρώπους (πατεράδες ή θείους φίλων μου) που το βλέμμα τους είχε μια περίεργη μοναξιά και τους τύλιγε μια αλλόκοτη σιωπή, ακόμα και όταν βρίσκονταν ανάμεσα σε αγαπημένους τους. Ήταν άνθρωποι που είχαν αναγκαστεί να αποκηρύξουν τα ιδανικά και την ιδεολογία τους για χάρη ακριβώς αυτών των αγαπημένων. Κι εκείνοι συχνά, με την εκ του ασφαλούς αλαζονεία αυτού που δεν είχε πια ανάγκη να υπερασπιστεί τα δικά του πιστεύω με το αίμα και τη ζωή του, μιας και οι καιροί είχαν πια αρχίσει να αλλάζουν, στέκονταν αναίτια σκληροί και αυστηροί μαζί τους, κάνοντας αυτή την αίσθηση της απομόνωσης ακόμα πιο έντονη…
Σ’ ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία να τους μνημονεύσω νοερά. Και μαζί τους τις γειτονιές που αλώνιζα τότε: Αγια-Σοφιά, Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Νίκαια, Κορυδαλλό, Πέραμα…
‘Εβαλες ήδη τον πήχη ψηλά. Περιμένω κι άλλα!
16 Αυγούστου, 2010 στις 6:19 μμ
silia
Καθόλου λάθος δεν είναι η γραφή και η δημοσίευση κάτι τέτοιου σαν αυτό τον μικρό θησαυρό , εν μέσω καύσωνος …
Ίσα-ίσα , που όταν οι μεγάλοι (για τον εαυτό μου μιλάω) , θυμούνται κάτι τέτοια , ένα ανατρίχιασμα, που μπορεί να φτάσει μέχρι ελαφρό ρίγος και δυο βρεγμένα μάτια , που μπορεί να φτάσουν να «βρέξουν» και όλο το πρόσωπο … μια χαρά είναι μέσα στο καμίνι του φετεινού Αυγούστου … Μια χαρά δροσιά .
Μπράβο σου φίλε μου … Δρόσισες το απόγευμα μου .
16 Αυγούστου, 2010 στις 7:43 μμ
zeppos
Ενη, τα πιάνεις στον αέρα.. γυνσίκσ!
Μερσί σε όλους!
Επί τη ευκαιρία, για μένα «διπλή γιορτή» σήμερο μη έχουσα σχέση με την παρθένο…
Πόθανε ο δήμιος της Κύπρου Ιωαννίδης, σήμερα επιτέλους, ανήμερα της επετείου της ανεξαρτητοποίησής της..
Σα σήμερα το 60 έφευγε και ο τελευταίος εγγλέζος κυβερνήτης. ο Σερ Χιου Φουτ … πήρε πόδι δηλαδής!
19 Αυγούστου, 2010 στις 8:12 μμ
lifeable
@zepp tnx
Το κείμενο πολύ δυνατό..!
Η ιστορία εκπληκτική…!
You are a gifted guy after all, man…waiting for the next one
20 Αυγούστου, 2010 στις 8:38 μμ
Παπούλης
Γειά σου ορέ καπτα Ζέππο …. μόλις τώρα μπόρεσα να κάτσω να το διαβάσω και περιμένω και άλλο….
3 Αυγούστου, 2011 στις 3:15 πμ
ΣΑΘ
Δεν είχα διαβάσει ως τώρα αυτή την πράγματι ενδιαφέρουσα ‘κατάθεση ψυχής’.
Με όλον τον οφειλόμενο σεβασμό στις μνήμες και στον προσωπικό πόνο τού καθενός, θα ήθελα ειλικρινά να μάθω:
(Αν κατάλαβα καλά το κείμενο), υπήρχε την άνοιξη του 1946 ΕΛΑΣ που έδινε ‘εντολές’ για αποχή και ‘τρομοκρατούσε’ τον κόσμο για να μη συμμετάσχει στις εκλογές εκείνες;
Ή μήπως εννοούνται εν προκειμένω τα πιστά όργανα του ΚΚΕ (κομμουνιστές) που απλώς ήταν πρώην ΕΛΑΣίτες;
Η (βεβαίως αμφισβητούμενη μα) ‘επικρατούσα’ στην κοινή συνείδηση αριστερή ‘εκδοχή’, επιμένει ότι μετά τη Βάρκιζα ( Φεβρουάριος 1945), η Δεξιά και το παρακράτος της ήταν εκείνοι που σκότωναν, τρομοκρατούσαν, τυραννούσαν τους ΕΑΜοΕΛΑΣίτες.
Η αφήγηση τού ‘zeppos’, μας αποκαλύπτει ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Μιλάει για δολοφονία ( ‘προδότη’ / ‘αντιδραστικού’ [;] ) τήν άνοιξη του 1946. Κατάλαβα λάθος;
Δεν έχω διάθεση να ξύσω παλιές πληγές, μπαίνοντας σε ‘τι’, σε ‘πώς’ και σε ‘γιατί’. Δεν έχει νόημα.
Απλά προσπαθώ να καταλάβω.
Βρίσκω κ α θ ο ρ ι σ τ ι κ ή ς σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, τις φράσεις:
1) » … να υπογράψει την ξεφτιλιστική δήλωση για κάτι που δεν υπήρξε ποτέ … »
2) Η ζωή σου και η ζωή των παιδιών σου εξαρτώτουσαν κυριολεκτικά από την προσωπική γνώμη του κάθε αμόρφωτου μπάτσου.. επί δεκαετίες.»
Ευχαριστώ πολύ.
3 Αυγούστου, 2011 στις 10:12 πμ
Πάνος
Υπήρχε (σύμφωνα με την αφήγηση του ζέπου) συνέχεια:
«Οι αντάρτες που ήξεραν για το μπαγιόκο που είχε μαζεμένο ο μαυραγορίτης, δέχτηκαν να γίνει μια συνάντηση να τα “πούνε” στα πευκάκια του Αγ. Φίλιππα, στο λοφάκι με την παλιά δεξαμενή που δίπλα του σήμερα είναι το γήπεδο του Ιωνικού. Το “ραντεβού” ήταν για τον Νοέμβρη του 45, αλλά ο μαυραγορίτης δεν πήγε ποτέ εκεί».
3 Αυγούστου, 2011 στις 10:21 πμ
Πάνος
Το τραγικό, στην περίπτωση του Φίλιππα, είναι ότι (πάλι από την αφήγηση του ζέπου προκύπτει) ήταν αθώος, ο δόλιος. Του καταμαρτυρούσαν ότι «έδωσε» δυο παιδιά, που τα πήραν στη Γερμανία, αλλά αν ήταν πράγματι προδότης θα είχε δώσει τη μισή γειτονιά και – το κυριότερο- δεν θα ξαναγύριζε στο σπίτι του, δηλαδή στο στόμα του λύκου. Πολύ πιο απλό θα ήταν να πάει στα Τάγματα, στην Εθνοφυλακή κλπ, ώστε να έχει προστασία. Δυστυχώς, η …νομική υπηρεσία του ΕΛΑΣ (που λειτουργούσε στα 1945 και στα 1946, πάλι σύμφωνα με το ζέπο) δεν κώλωνε σε τέτοιες αμφιβολίες και προχώρησε στην εν ψυχρώ δολοφονία του νεαρού.
3 Αυγούστου, 2011 στις 10:57 πμ
ΣΑΘ
Αυτό που λέτε, δεν νομίζω ότι ‘απαντά’ στις απορίες μου.
Είναι γνωστό ότι μετά τη Βάρκιζα ( Φεβρουάριος 1945 ) δεν υφίσταται [τυπικά τουλάχιστον] ΕΛΑΣ.
Επαναλαμβάνω ότι αυτοί που κατά τον ‘zeppos’ απειλούσαν με θάνατο τον κόσμο (για να μην συμμετάσχει στις εκλογές τού 1946) και εξακολουθούσαν να σκοτώνουν τους -κατά το ΚΚΕ- προδότες / αντιδραστικούς, δεν μπορεί να ήταν παρά όργανα τού κόμματος αυτού, πρώην ΕΛΑΣίτες.
Και αφού, πάντα κατά τον αφηγητή μας, τα πράγματα έχουν έτσι, η ‘κυρίαρχη παραδοχή’ ότι την εποχή εκείνη (τής λεγόμενης ‘Λευκής Τρομοκρατίας’ ) η ΕΑΜοΕΛΑΣική Αριστερά ήταν ο μοναδικός αποδέκτης (της δεξιάς) βίας, τίθεται σοβαρώς εν αμφιβόλω.
Και βέβαια η δεξιά βία κυριαρχούσε, αλλά και οι της άλλης πλευράς δεν κάθονταν με τα χέρια σταυρωμένα.
Όπως, άλλωστε, έχω ξαναγράψει τελευταία, τον Φ/ριο του 1946 (στην 1η επέτειο τής Βάρκιζας) η 2η Ολομέλεια έχει ήδη κάμει το Μεγάλο Βήμα προς τον Εμφύλιο ( ακριβέστερα την τελική φάση του ), καταλήγοντας σε αποφάσεις που οδήγησαν στη ίδρυση τού Δ.Σ.Ε.
Χαίρε!
3 Αυγούστου, 2011 στις 11:02 πμ
ΣΑΘ
Δεν έκαμα ‘ανανέωση’ τής σελίδας και έτσι δεν είδα το σχόλιό σας των 10.12΄.
Αλλά και πάλι στα ίδια είμαστε.
3 Αυγούστου, 2011 στις 11:33 πμ
Πάνος
ΣΑΘ,
δεν υπάρχει κανένα μυστήριο. Η δράση του ΕΛΑΣ (δηλ. του ΚΚΕ) συνεχίστηκε κανονικά και μετά τη Βάρκιζα. Σταματούσε σιγά σιγά (ή και απότομα) όταν έφταναν επιτόπου (σε κάθε επαρχία, χωριό, γειτονιά, προάστιο) ισχυρές δυνάμεις της Εθνοφυλακής. Τέτοιο πράγμα στην Κοκκινιά προφανώς δεν υπήρχε όλο το 1945 και, τουλάχιστον, μέχρι τις εκλογές του ’46. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει και από το αφήγημα του ζέπου, αλλιώς δεν εξηγούνται τα δρώμενα.
Το ΚΚΕ δεν παράδωσε «οικειοθελώς» την εξουσία που είχε αποχτήσει μετά την αποχώρηση των Γερμανών, παρά μόνον όταν ο αντίπαλος (το κράτος) μπόρεσε να επιβληθεί επιτόπου. Και αυτό πολλές φορές δεν έγινε «βελούδινα», αλλά με τριβές – και πήρε χρόνο. Μετά την εγκατάσταση της εθνοφυλακής, οι άνθρωποι του (τέως) ΕΛΑΣ πολλές φορές «έβγαιναν στα βουνά», ειδικά αν υπήρχε θέμα ποινικής δίωξης.
(Υπάρχουν διάσπαρτες αφηγήσεις, σχετικές. Πχ στο μυθιστόρημα του Αμανατίδη, για τα χωριά του Ταϋγέτου. Νομίζω ότι και ο Μπουγάς αναφέρει κάτι σχετικό, για μια κωμόπολη της Πυλίας, νομίζω τους Γαργαλιάνους)
3 Αυγούστου, 2011 στις 11:49 πμ
ΣΑΘ
Όλα αυτά που λέμε, [μας] είναι καλώς γνωστά, αγαπητέ κ. Πάνο, (και σας ευχαριστώ που ενδιαφέρεστε για τις πενιχρές μου απόπειρες συνεισφοράς).
Ωστόσο, αυτό που περισσότερο θα ήθελα να έχω εν προκειμένω, είναι η προσωπική γνώση και γνώμη του αφηγητή μας.
Αν, φυσικά, έχει χρόνο και διάθεση να μας τα προσφέρει.
3 Αυγούστου, 2011 στις 12:24 μμ
Πάνος
Ενδιαφέρομαι, γιατί το θέμα είναι άκρως… ενδιαφέρον. 😉
3 Αυγούστου, 2011 στις 4:42 μμ
zeppos
Δεν κατάλαβα ακριβώς ΣΑΘ τι «γνώση» μου ζητάς. Η Κοκκινιά είναι τοις πάσι γνωστόν οτι ήταν και τότε αλλά και έως σήμερα ένα σχεδόν κλειστό «φέουδο» του ΚΚΕ. Την περασμένη περίοδο είχαμε κομμουνιστή Δήμαρχο με την καίρια εκλογική συμπαράταξη ΚΚΕ/ΝΔ, ο οποίος φυσικά τα έκανε σκατά αφήνοντας στον Δήμο χρέη και μόνο χρέη, άχρηστο υπαλληλικό πλεονάζον, συμβασιούχους από το κόμμα κλπ κλπ..
Αλλά και όλα τα μαύρα χρόνια από την λήξη του εμφύλιου και έως τα μέσα του 77, η δράση των οργανώσεων του ΚΚΕ ήταν απείρως πιο φανερή από άλλες περιοχές του Λεκανοπεδίου.
Ίσως κάποτε να σας αφηγηθώ τα κατορθώματα της ξαδέφης μου της Ανθούλας που αν και μπενόβγαινε στο μπουντρούμι, ποτέ, έως το τέλος δεν «κατέβασε» το κόκκινο πανί από το σπίτι της..
Κατά τα άλλα, δηλαδή στα της αφήγησης, πρώτον για τον Πάνο έχω να πω οτι από πουθενά δεν είχα την εντύπωση οτι ο Φίλιππας ήτο λευκή περιστέρα. Μάλλον καλάϊδησε στους Γερμανούς αλλά ίσως δεν πρόλαβε να δώσει πολλούς ή δεν ήξερε λεπτομέρειες λόγω της ηλικίας του. Το οτι ξαναγύρισε δεν λέει και πολλά γιατί η μάνα του ήταν αβοήθητη και κάπου τα έμαθε (κανείς δεν ήξερε που ήταν έως την λήξη του πολέμου) και ίσως να μην περίμενε οτι θα τον εκτελούσαν μετά, πήγε να κρυφτεί στο σπίτι του με την «προστασία» της γειτονιάς..
Για την «ερυθρή» τρομοκρατία, έ και αυτά είναι γνωστά και φυσικά δεν αθώνουν ή δεν δίνουν άλοθι στα εγκλήματα της λευκής τρομοκρατίας, των δοσίλογων ή των μετέπειτα χωροφυλάκων των «νικητών».
Το ΚΚΕ αν θυμάμαι καλά – δεν είμαι σίγουρος – έχει παραδεχθεί το τότε τραγικό του λάθος να δεχθεί την απόφαση του ΕΑΜ και να «επιβάλλει» την αποχή του 46. Εστω και αν η τρομερή νοθεία που έγινε στις εκλογές ήταν σχεδόν σίγουρη από πριν, με την «αναθεώρηση» των εκλογικών καταλόγων ήδη από το 45, μια μαζική συμμετοχή των κομμουνιστών θα είχε άλλο αποτέλεσμα και ίσως καθοριστικό για την έναρξη του εμφύλιου. Θα είχε μια στέρεα παρουσία του στο αποτέλεσμα οτι νοθεία και αν έκαναν.
Η δικαιολογία της αποχής «να μην νομιμοποιήσουμε το εκλογικό πραξικόπημα» ήταν μια απόφαση που αποδείχθηκε οτι είχε αντίθετο αποτέλεσμα, την απομόνωση του ΕΑΜ – ΚΚΕ από τις «νόμιμες» εξελίξεις.
Γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι οτι ειδικά την ημέρα των εκλογών, στα προσφυγικά στενά της Κοκκινιάς δεν κυκλοφορούσαν ελεύθερα οι πολίτες. ΥΠΗΡΧΕ παντού η απειλή της κλωτσοπατινάδας αλλά μερικοί γερόντοι μου έλεγαν οτι υπήρχαν και ένοπλοι!
Βέβαια ακόμη και σήμερα το ΚΚΕ ρέπει προς παρόμοιες ενέργειες απομόνωσης με τις συνεχείς εκκλήσεις του για άρνηση, ανυπακοή και λοιπές μπούρδες που καταφέρνουν να τους έχουν πάντα σε μονοψήφια «ρεκόρ»..
3 Αυγούστου, 2011 στις 6:01 μμ
ΣΑΘ
@ ‘zeppos’ :
Σας ευχαριστώ πολύ για τις διευκρινίσεις.
Εξακολουθώ, όμως, να μην καταλαβαίνω γιατί επιμένετε στους όρους ΕΛΑΣ / ΕΛΑΣίτης, αφού [τουλάχιστον τυπικώς] μετά τη Βάρκιζα (Φ/ριος 1945) ΕΛΑΣ δεν υπάρχει.
3 Αυγούστου, 2011 στις 8:19 μμ
zeppos
Δηλαδή οι «όροι» και τα «επίθετα» προσδιόριζαν τότε – αλλά και σήμερα – την ταυτότητα της πολιτικής;
Προφανέστατα οι Ελασίτες δεν «εξαφανίστηκαν» ως διά μαγείας μετά την υπογραφή συνθηκολόγησης. Και όπλα είχαν και οργανώσεις είχαν και συγκεντρώσεις φανερές και μυστικές είχαν.. Πως ακριβώς αλληλοασπάζονταν.. δεν ξέρω..
3 Αυγούστου, 2011 στις 8:31 μμ
Πάνος
Η απόφαση για την αποχή δεν ήταν του ΕΑΜ. Ήταν αποκλειστικά του Ζαχαριάδη, ο οποίος αρχικά (με σχετική ευκολία) την επέβαλε στο ΚΚΕ και στη συνέχεια τη φόρεσε καπέλο στο ΕΑΜ – το οποίο δυσανασχέτησε αλλά υπάκουσε. Το ΚΚΕ έχει παραδεχτεί αυτό το λάθος, ρίχνοντας το φταίξιμο, ως συνήθως, στο… μοναρχοφασισμό.
*
Δηλαδή… αθώος, έστω λόγω αμφιβολιών! Εδώ είναι το δράμα, ζέπο: ότι οι κουμπουροφόροι και των δύο παρατάξεων ΔΕΝ είχαν ποτέ αμφιβολίες.
3 Αυγούστου, 2011 στις 8:57 μμ
zeppos
Κοίτα Πάνο, να τον δικάσουμε σήμερα είναι αδύνατον. Εχεις το δίκιο σου οταν λες οτι κανείς δεν μπορούσε να ήταν σίγουρος έστω και τότε οτι ο Φίλιππας «έδωσε» τα δυο αδέλφια. Γεγονός είναι οτι ο Αρίστος και ο Δημητρός ποτέ δεν ξαναγύρισαν στην Κοκκινιά. Και η «απόδειξη» που ενοχοποίησε στα μάτια των αδίστακτων εκτελεστών τον ωραίο νέο, ήταν οτι έσπευσε να πληροφορήσει τους γειτόνους που αναρωτιότουσαν για την τύχη των δύο νέων, οτι οι Γερμανοί τους πήραν για δουλειά. Μπορεί να ήταν και έτσι, δυνατά εργατικά χέρια ήσαν, αλλά το γεγονός οτι αυτός το γνώριζε ήταν αρκετό τότε που η ζωή δεν ήταν τίποτα σπουδαίο….
Αλήθεια επίσης είναι οτι η γειτονιά λυπήθηκε.. Οχι οτι έχει σημασία, αλλά η μάνα μου έλεγε οτι ο Φίλιππας ήταν καλό παιδί και αν λάλησε κάτι δεν τόθελε!! Του ξέφυγε….
Επειδή παρατήρησες (είσαι σαΐνι) την μικρή αναφορά στην ανεπιτυχή παγίδα που έστηναν οι μακαντάσηδες στον μαυραγορίτη για τις λίρες του, έχω να σου βεβαιώσω οτι μερικοί γνωστοί μου παίδες επίσημων μικροκαπεταναίων του ΕΛΑΣ, μου έλεγαν οτι υπήρχαν βίαιες «συγκρούσεις» αναμεταξύ τους και βαριές κατηγορίες εκατέρωθεν για αθέμιτες μεθόδους… διαχείρησης ..
Τα γνωστά δηλαδής!