Εικόνα του Μελχισεδέκ σε ναό, στη Σιάτιστα.

 

Στις Πράξεις των Αποστόλων συναντάμε δύο πολύ χαρακτηριστικά και διαφωτιστικά αποσπάσματα, για το πώς αντιλαμβανόταν ο Παύλος την πίστη του στον Γιαχβέ. Μιλώντας στους Αθηναίους, λέγει[1]: Τους μεν χρόνους της αγνοίας υπεριδών ο Θεός τανύν παραγγέλλει τοις ανθρώποις πάσι πανταχού μετανοείν διότι έστησεν ημέραν εν ή μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν ανδρί ώ ώρισε, πίστιν παρασχών πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών. Ο Ιησούς δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας άντρας τον οποίο όρισε ο Θεός… Επίσης, σε μια από τις απολογίες του, όταν είχε συλληφθεί στα Ιεροσόλυμα, λέγει[2]: Ομολογώ δε τούτο σοι, ότι κατά την οδόν ήν λέγουσιν αίρεσιν ούτω λατρεύω τω πατρώω Θεώ, πιστεύων πάσι τοις κατά τον νόμον και τοις εν τοις προφήταις γεγραμμένοις, ελπίδα έχων εις τον Θεόν ήν και αυτοί ούτοι προσδέχονται, ανάστασιν μέλλειν έσεσθαι νεκρών, δικαίων τε και αδίκων. Η ομολογία πίστης του Παύλου προς τον Γιαχβέ –και μάλιστα προς το τέλος του βίου του, μετά από ένα εκπληκτικό έργο για τη διάδοση της νέας πίστης – βάζει τα πράγματα στη θέση τους: Ο Παύλος ουδέποτε, ούτε κατά διάνοιαν, θεώρησε ότι ο Ιησούς είναι μέλος της Αγίας Τριάδος, Θεός ο ίδιος, ισότιμος με τον Πατέρα – Γιαχβέ. Η ισχυρή εβραϊκή θρησκευτική του παιδεία καθιστούσε κάτι τέτοιο αδιανόητο. Ο Παύλος, ως γνήσιος Εβραίος και Φαρισαίος, ουδέποτε προσεύχεται προς τον Ιησού Χριστό, αλλά πάντοτε προς τον Θεό. Ουδέποτε λέγει Χριστός, ο Θεός ημών.

Αισθάνομαι το έδαφος στο οποίο κινούμαι ιδιαίτερα γλιστερό. Έχει όμως ενδιαφέρον να δούμε αν ο Παύλος είναι όντως ορθόδοξος χριστιανός ή ένας ακόμα αιρετικός. Η θέση που κατέχει στο πάνθεον της χριστιανικής γραμματείας είναι κεντρική: Σχεδόν η μισή Καινή Διαθήκη είναι γραμμένη από αυτόν ή για αυτόν. Η αίσθηση που μου δημιούργησε η ανάγνωση των κειμένων του ήταν ότι πρόκειται για έναν καθαρόαιμο Εβραίο θεολόγο, ο οποίος πραγματοποιεί μια τομή αποδεχόμενος ότι ο Μεσσίας (ο Ιησούς) έχει ήδη επέλθει, έχει φέρει το μήνυμα της σωτηρίας, έχει αναστηθεί, αναμένεται σύντομα για την τελική κρίση – αλλά ως εκεί. Βασικότατα σημεία του χριστιανικού δόγματος, όπως η άμμωμος σύλληψις, η ενσάρκωση του δεύτερου θεϊκού προσώπου, η συνύπαρξη δύο φύσεων (Θεού και ανθρώπου) σε μία υπόσταση (του Ιησού) κλπ, όχι μόνο απουσιάζουν εντελώς από το λόγο του (λαλίστατου) Παύλου, αλλά έρχονται σε ριζική, αγεφύρωτη αντίθεση με τις ισχυρές, σαφείς, κλασσικές εβραϊκές του αντιλήψεις περί Θεού.

Αλλά ας δούμε τι γράφει ο ίδιος ο Παύλος. Στην προς Γαλάτας λέει ξεκάθαρα[3]: πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει. Στην προς Ρωμαίους επιστολή σημειώνει[4]: Περί του υιού αυτού, του γενομένου εκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρκα, του ορισθέντος υιού Θεού εν δυνάμει κατά πνεύμα αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών, Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών. Δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερος: Ο Ιησούς γεννήθηκε κατά σάρκα από το σπέρμα Δαυΐδ, άρα είναι γνήσιος υιός του Ιωσήφ, και ορίστηκε από τον Θεό για το έργο που επιτέλεσε.

Ρούμπενς: η συνάντηση Αβραάμ και Μελχισεδέκ

Πως αντιλαμβάνεται ο Παύλος αυτό το έργο, μας το λέει –και πάλι σαφέστατα – ο ίδιος, στην προς Γαλάτας[5]: Ουκ αθετώ την χάριν του Θεού’ ει γαρ δια νόμου δικαιοσύνη, άρα Χριστός δωρεάν απέθανεν. Τι ουν νόμος; Των παραβάσεων χάριν προσετέθη, άχρις ου έλθη το σπέρμα ώ επήγγελται, διαταγείς δι’ αγγέλων εν χειρί μεσίτου. Προ δε του ελθείν την πίστιν υπό νόμον εφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εις την μέλλουσαν πίστιν αποκαλυφθήναι. Ελθούσης δε της πίστεως ουκέτι υπό παιδαγωγόν εσμεν. Πάντες γαρ υιοί Θεού εστε δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού’  ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ’ πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού. Ει δε υμείς Χριστού, άρα του Αβραάμ σπέρμα εστέ κατ’ επαγγελίαν κληρονόμοι. Έργο του Ιησού, κατά τον Παύλο, ήταν να αποκαταστήσει τη σχέση Θεού – ανθρώπων. Από τη στιγμή που συνέβη αυτό (είναι δηλαδή ορατή και ελεύθερη η οδός της σωτηρίας) είναι περιττή και η προσκόλληση στο νόμο, ο οποίος είχε δοθεί προσωρινά, προς οικονομίαν της ανθρώπινης αδυναμίας. Ήδη, όμως, δια της πίστεως εις τον Ιησού, γινόμαστε όλοι Υιοί του Θεού, αλλά και σπέρμα του Αβραάμ: μη λησμονούμε ότι Θεός παραμένει ο μονοπρόσωπος βιβλικός Γιαχβέ.

Για να μην παραμείνει αμφιβολία για το πώς ο Παύλος αντιλαμβανόταν τον Ιησού, το ξεκαθαρίζει ακόμα μια φορά στην Α’ προς Τιμόθεον[6]: εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς. Ακριβώς αυτό υποστήριζε και ο Άρειος, όταν καταδικάστηκε ως αιρετικός από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, υπό την υψηλή επίβλεψη του Ρωμαίου (επισήμως παγανιστή, τότε) αυτοκράτορα Κωνσταντίνου!

Ο αυτός, σε βυζαντινή τεχνοτροπία

Ωστόσο, η μεγάλη θεολογική πραγματεία του Παύλου βρίσκεται στην προς Εβραίους. Η επιστολή αυτή ξεχωρίζει από τις άλλες. Είναι σε εντελώς διαφορετικό κλίμα. Ο Παύλος απευθύνεται σε ομοεθενείς του, άριστους γνώστες των γραφών και κάνει επίδειξη υψηλής εβραϊκής θεολογίας, επιδιώκοντας να εντάξει τα του Ιησού στα πλαίσια της Διαθήκης, αποδεικνύοντας τις απόψεις του περί Ιησού με πλήθος από βιβλικά αποσπάσματα. Ανακηρύσσει τον Ιησού αρχιερέα, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ[7]: Ούτος γαρ ο Μελχισεδέκ (…) απάτωρ, αμήτωρ, αγενεολόγητος, μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος έχων, αφομοιωμένος δε τω υιώ του Θεού, μένει ιερεύς εις το διηνεκές.

 

Η αντίληψη που έχει περί Θεού είναι η κλασική Εβραΐκή[8]: φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος. Πίσω από τα παρηγορητικά λόγια περί αγάπης του Θεού, φιλανθρωπίας κλπ κρύβεται πάντοτε ο φόβος για τον τρομερό Γιαχβέ – άλλωστε ολόκληρες η Παλαιά και η Καινή Διαθήκες είναι ποτισμένες με το πνεύμα του φόβου, την απειλή της τιμωρίας και την ελπίδα της ανταπόδοσης (του μισθού) –αν ο άνθρωπος τηρεί τους θείους νόμους ή εναποθέτει τη σωτηρία του στην πίστη προς τον Ιησού. Η σχέση φόβου και τρόμου φωτίζεται και από μια άλλη πλευρά από τον Παύλο, με καθαρά βιβλικό –εβραϊκό τρόπο[9]:όν γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν όν παραδέχεται. Ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός’ τις γαρ εστιν υιός όν ου παιδεύει πατήρ; Ει δε χωρίς εστέ παιδείας, ής μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί. Σε άλλη επιστολή αναφέρει[10]Ώστε, αγαπητοί μου, καθώς πάντοτε υπηκούσατε, μη ως εν τη παρουσία μου μόνον, αλλά νυν πολλώ μάλλον εν τη απουσία μου, μετά φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργάζεσθε. Ο φόβος και ο τρόμος είναι μόνιμος, χαρακτηριστικός της σχέσης των χριστιανών με τον Γιαχβέ, κατά μίμηση της σχέσης που είχαν μαζί του οι Εβραίοι.

 

Που οδηγεί αυτή η στενάχωρη, καταθλιπτική, ψυχαναγκαστική αντίληψη; Μας το λέει και πάλι ο Παύλος, πολλά χρόνια πριν την εμφάνιση του χριστιανικού ασκητισμού[11]: έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών’ άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν’  έτεροι δε (…) ών ουκ ήν άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες δια πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν, του Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψεμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι. Για τους ένθερμους πιστούς του Γιαχβέ δεν ήταν άξιος ο κόσμος και έπαιρναν τις ερημιές – ακριβώς όπως έκαναν και οι ένθερμοι  πιστοί του Ιησού (δηλαδή και πάλι του Γιαχβέ) λίγους αιώνες αργότερα. Αλλά και ο ίδιος ο Παύλος αναφέρει πως καταπιέζει το σώμα του[12]: αλλ’  υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι. Παραλείπει όμως να συμπληρώσει πως καταπιέζοντας, ενοχοποιώντας και συνθλίβοντας τις επιθυμίες του σώματος, καταστρέφει ταυτόχρονα την υγεία του σώματος, του μυαλού και της ψυχής.

Όλα αυτά γιατί τους κυρίευε η πίστη[13]έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων. Μια ελεύθερη απόδοση του ορισμού που δίνει ο Παύλος θα μπορούσε να είναι η παροιμιώδης έκφραση του ελληνικού λαού: με τα λόγια, χτίζω ανώγια και κατώγια…


[1] Πραξ. ΙΖ’ 30-31

[2] Πραξ. ΚΔ’ 14-15

[3] Γαλ. Β’ 6

[4] Ρωμ. Α’ 3-4

[5] Γαλ. Β’ 21, Γ’ 19, 23, 25, 26, 28 & 29

[6] Α’ Τιμ. Β’ 5

[7] Εβρ. Ζ’ 1 ,3

[8] Εβρ. Ι’ 31

[9] Εβρ. ΙΒ’ 6-8

[10] Φιλιπ. Β’ 12

[11] Εβρ. ΙΑ’ 35-36 & 38-40

[12] Α’ Κορ. Θ’ 27

[13] Εβρ. ΙΑ’ 1