Αχ Σαλονίκη, ποιητών φύτρα…
Ο ποιητής 
Αυτός ο αθώος 
Αυτός ο μάγος 
Ο θαυματοποιός 
Ο μυστηριώδης δαμαστής των λέξεων 
Που λατρεύει την ομορφιά 
Αυτός ο μικρός θεός που μιλά
 Και με το λόγο του γίνεται φως

Θα ‘ρθουν χαρούμενα παιδιά…

Θα ‘ρθουν χαρούμενα παιδιά
Που θα τρυγήσουν τα λιπόθυμα χρώματα,

Θα ‘ρθουν κορίτσια
Που θ’ ανεμίσουνε τις σημαιούλες των αγρών,

Ορφανεμένες Κυριακές
Μ’ όλη την αίγλη μιας καμπάνας
Εωθινής.

Και δεν ξεχνώ μήτε τα δέντρα με τους καρπούς των,
Μήτε και τον ιδρώτα εκείνων που τα πότισαν
Για να ψηλώσουν.

Τα φύλλα δίνουνε τα χέρια τους,
Μοιράζονται τη φτώχεια της ζωής τους.

Μέσ’ απ’ τα στίφη των νεκρών
Πορεύεται η ελπίδα.

Ένας χείμαρρος πλημμυρίζει
Τα στεγνά καλοκαίρια.

Η αγάπη ανοίγει, καρτερεί
Το βλέφαρο του ήλιου.

(Από τη συλλογή: Εωθινή ελεγεία )