Κάθε µέρα που περνά ξεριζώνω τα οράµατά µου, ξεριζώνω τα µάτια µου.
∆εν θέλω, δεν µπορώ, να βλέπω κάθε µέρα ανθρώπους να πεθαίνουν.
Προτιµώ να ‘µαι από πέτρα και να ζω στο σκοτάδι
από το να υποµένω τη ναυτία της εσωτερικής µου εξασθένησης
και να χαµογελώ δεξιά κι αριστερά για να κάνω τη δουλειά µου.
Οµως δεν έχω άλλη δουλειά από το να είµαι εδώ λέγοντας την αλήθεια
στη µέση του δρόµου, στους τέσσερις ανέµους.
(…)
Μου µιλούν για τον Θεό ή µου µιλούν για την Ιστορία. Γελώ
που πρέπει τόσο µακριά να αναζητήσω την εξήγηση της δίψας
που µε καταβροχθίζει, της δίψας να ζω σαν τον ήλιο
στο έλεος του ανέµου, αιώνια.
Σχολιάστε
Comments feed for this article