Ο παππούς Παντελής δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει. Αλλά, επειδή ήταν άνθρωπος μορφωμένος (είχε βγάλει το Σχολαρχείο, αλλά, περιέργως μετά έγινε αγρότης) και αγαπητός, οι Εαμίτες τον ήθελαν στον ΕΛΑΣ.
Ο παππούς δεν έδινε αφορμές. Μια φορά, λέει, κουβαλούσε στον ώμο ένα μαδέρι και το πήγαινε στο σπίτι του, το οποίο έχτιζε τότε. Το μαδέρι ήταν συνεταιρικό, όπως και όλη η απαραίτητη ξυλεία: με μια ξυλεία, έχτιζαν δύο σπίτια – και τη μετακινούσαν ανάλογα με τις ανάγκες.
Τον σταμάτησαν στην πλατεία του χωριού τρεις ένοπλοι Ελασίτες.
– Συλλαμβάνεσαι!
Ο παππούς ήταν τέρας ψυχραιμίας. Ατάραχος, απαντάει:
– Καλά. Να πάω τούτο δω στο σπίτι, να ειδοποιήσω και τη γυναίκα μου και φεύγουμε.
– Όχι! Άσε το μαδέρι χάμου και πάμε!
Και πήγαν, ποδαράτοι, στο Χανδρινού – δυο τρεις ώρες απόσταση. Τρεις μέρες αργότερα ο Παντελής επέστρεψε στο χωριό.
Μια φορά μονάχα εκδηλώθηκε βίαια: πήγε ένας νεαρός, ο Φίλιος, καμιά δεκαριά χρόνια νεότερος από τον ίδιον, στο σπίτι του και εκεί βρήκε την πεθερά του, την οποία και άρχισε να φοβερίζει ότι θα τους σκοτώσει όλους. Γυρίζει ο παππούς, τη βρίσκει κλαμένη.
– Να, ο Φίλιος, αυτό κι αυτό…
Πάει ο παππούς στην αγορά, τον βρίσκει στο καφενείο. Τριγύρω καμιά δεκαριά, Ελασίτες και σόγια του.
– Τι δουλειά είχες ρε να πας στο σπίτι μου; Τι έλεγες στην πεθερά μου;
Και τον αρχίζει στους κατακέφαλους και τον κάνει εκατό οκάδες, εκεί μπροστά σε όλους. Κανείς δεν αντέδρασε. Οι χωρικοί μάλλον συμφώνησαν ότι ο Φίλιος τα ήθελε και τα έπαθε, αλλά το βασικό ήταν (υποθέτω, σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά) ότι ήθελαν πάντοτε τον Παντελή στον ΕΛΑΣ.
Ήρθε κάποια στιγμή, που το πράγμα δεν έπαιρνε αναβολή.
– Θα πάρεις όπλο.
– Δεν παίρνω.
– Τότε, έλα κοντά μας.
Και τον πηγαίνουν σε κάποιο στρατόπεδο, από αυτά που διατηρούσε το ΕΑΜ για τους «αντιδραστικούς». «Ευτυχώς, κανένας δεν σήκωσε χέρι απάνω μου» αφηγιόταν αργότερα ο παππούς «αλλιώς και ’γω δεν ξέρω τι θα είχε γίνει…». Έβλεπε όμως τι γινόταν με τους άλλους, τι μεταχείριση και τι τύχη είχαν οι «αντιδραστικοί».
Σαράντα μέρες πέρασαν, ο Παντελής κρατούμενος στο στρατόπεδο. Είδε ότι τα πράγματα έσφιγγαν – και το πήρε απόφαση:
– Φέρτε μου όπλο!
– Μπράβο, συναγωνιστή!
Σαράντα μέρες έκανε ο παππούς κρατούμενος κι άλλες σαράντα μέρες αντάρτης του ΕΛΑΣ. Σαν Ελασίτης βρέθηκε εκείνη τη μέρα του Σεπτεμβρίου στην Πύλο, τότε που λυντσάρανε τους προκρίτους της κωμόπολης, τους έσφαζαν και τους πέταγαν από το μπαλκόνι στην πλατεία. «Άνοιγαν τα κεφάλια τους σαν καρπούζια, όπως έπεφταν χάμου…» διηγιόταν ο παππούς.
Εκείνες τις μέρες πρέπει να σκοτώθηκε ο κουνιάδος του. Αυτός είχε μια κόρη, περί τα δεκαπέντε και δεν την άφηνε να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις της ΕΠΟΝ. Η γυναίκα του όμως, η Μαρίτσα, ήταν αριστερή και συμβούλευε το κορίτσι αντίθετα. Ώσπου ένα βράδυ γινόταν συγκέντρωση και η κοπέλα δεν πήγε, γιατί δεν την άφησε ο πατέρας της. Την ίδια νύχτα ήρθαν και τον συνέλαβαν οι Ελασίτες και τον έκλεισαν σ’ ένα κατώι. Κατάλαβε ότι θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα και κατάφερε να δραπετεύσει και να κρυφτεί. Τον κυνήγησαν, αλλά δεν τον βρήκαν. Με τα πολλά έφτασε στα Τάγματα (αγνοώ που ακριβώς) και κατατάχτηκε, για να γλιτώσει. Οι πληροφορίες λένε ότι τον έσφαξαν μέσα στο Κάστρο της Πύλου – είναι ένας από αυτούς που τα πτώματά τους δε βρέθηκαν ποτέ.
Αυτό το σκληρό παιγνίδι έπαιξε ο Εμφύλιος στα δυο κουνιαδάκια, σ’ εκείνο το μικρό χωριουδάκι της Πυλίας. Ο Παντελής μπήκε στον ΕΛΑΣ και επέζησε, ο κουνιάδος του πήγε στα Τάγματα και σκοτώθηκε. Θα μπορούσε να έχει συμβεί ακριβώς το αντίστροφο…
*
Η φωτογραφία είναι άσχετη με τα περιστατικά που αναφέρονται στο ποστ.
12 Σχόλια
Comments feed for this article
23 Σεπτεμβρίου, 2011 στις 4:58 πμ
Γιάννης - 2
Αγαπητέ Πάνο,
Ελπίζω να διαβάσει τα παραπάνω ο φουριάζος υμνητής του «ηρωϊκού ΕΛΑΣ» Μιχάλης Μαυροσκούφης (άραγε του αρέσει το Μ ή ο παππούς ήταν μαχαιροβγάλτης του ακατανόμαστου;) που πιστεύει ότι με ύβρεις, με γενικόλογα, και με τα γραφόμενα του Ιού και του Κωστόπουλου, θα αντικρούσει τα στοιχεία που δίνω στο πόστ μου γιά την σφαγή των εκατοντάδων αιχμαλώτων στον Μελιγαλά -αμάχων, νέων, γερόντων, ανδρών, γυναικών, ταγματασφαλιτών.
Για ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ δεν έχει πολύ σημασία τι ακριβώς ήταν τα θύματα, από την στιγμή που ήταν αιχμάλωτοι, και δεν δικάστηκαν από καμιά αρχή.
Ο παππούς Παντελής προφανώς ήταν παλληκαράκι και πάνω από αυτό είχε τον σεβασμό των συγχωριανών του, ΑΛΛΑ, πάλι ΠΡΟΦΑΝΩΣ, στο χωριό του δεν θα είχε και φανατικούς πολιτοφύλακες του ΕΑΜ, γιατί τότε δεν πιστεύω ότι θα είχε ξεμπερδέψει τόσο εύκολα!
Άλλοι, στη Μεσσηνία έσκαψαν μόνοι τον τάφο τους κάτω από τα γέλια και τα βασανιστήρια των πολιτοφυλάκων του ΕΑΜ γιά πολύ μικρότερο μπλέξιμο με την εξουσία του ΕΑΜ.
23 Σεπτεμβρίου, 2011 στις 6:52 πμ
Πάνος
Συμπλήρωμα:
Ο κουνιάδος του Παντελή, ο Μήτσος, είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης καμιά δεκαριά μέρες, ίσως και παραπάνω (όπως είπαμε, μάλλον είχε σφαχτεί μέσα στο Κάστρο της Πύλου). Οι δικοί του ανησυχούσαν. Ένας αδερφός του σκέφτηκε το ακόλουθο τέχνασμα, για να μάθει κάτι: Γέμισε έναν τορβά με ψωμί, τυρί, ελιές, ντομάτες και άλλα τρόφιμα και πήρε το δρόμο να βγει απ’ το χωριό. Πριν βγει, συνέβη αυτό ακριβώς που επιδίωκε: Ένας γείτονας εαμίτης τον ρώτησε που πάει με το ντορβά φουσκωμένο.
– Πάω να βρω τον αδερφό μου, να του πάω φαϊ…
– Γύρνα πίσω, ο αδερφός σου σκοτώθηκε.
Έτσι σιγουρεύτηκαν για την τύχη του εξαφανισμένου και άρχισαν να τον κλαίνε.
23 Σεπτεμβρίου, 2011 στις 6:57 πμ
Πάνος
Γιάννη,
το χωριουδάκι που λέμε είναι η Σχινόλακα, 3-4 χιλιόμετρα πάνω από τη Γιάλοβα. Ανέκαθεν ήταν μικρό, μέχρις …παρεξηγήσεως. Και οι κάτοικοί του ήταν σχεδόν όλοι συγγενείς και φίλοι μεταξύ τους. Ο παππούς, όπως τον θυμάμαι, ήταν μορφωμένος και πανέξυπνος. Κυρίως όμως ήταν τυχερός.
23 Σεπτεμβρίου, 2011 στις 10:57 πμ
1ας
Καλά πλάκωσε ένοπλο ΕΛΑΣίτη μπροστά σε 10 άτομα του ΕΛΑΣ,και οι υπόλοιποι δεν κάνανε απολύτως τίποτα και απλά κοιτάγανε;;Μιλάμε η «κοκκινη τρομοκρατία» ήταν απίστευτη.Τύφλα να έχει ο…Οσάμα και η 17Ν 😆
Και ο ΕΔΕΣ έκανε επιστράτευση με το ζόρι στις περιοχές που κατείχε.Βέβαια για «ΕΔΕΣιτικη τρομοκρατία» κανείς δεν γράφει,η «κοκκινη» είναι πιο «in».
Πάνο σόρι που έγραψα,αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω από τα γέλια που μου προκάλεσε η διήγηση της «επαίσχυντης πράξης τρομοκρατίας» του ΕΛΑΣ.Αριστερός μπετόβλακας γάρ .Θα μπορούσα να γράψω και άλλα και στον Γιάννη-2 αλλά ξέρω ότι η λογοκρισία των αντισταλινικών οικολόγων θυμίζει άλλες εποχές 😉
οπότε απλά πέρασα να πω(;) ένα γειά.
23 Σεπτεμβρίου, 2011 στις 11:17 πμ
Άγγελος
Το τέχνασμα του αδερφού του φονευμένου έρχεται σούμπιτο από την ομηρική εποχή όμως.
δυνατό κείμενο.
23 Σεπτεμβρίου, 2011 στις 12:51 μμ
σχολιαστης
H ιστορία έχει γραφτεί όπως ακριβώς έγινε. Το ξέρω γιατί έχω κι εγώ σχέση με τη Σχινόλακα.
Αυτό που δε γράφτηκε είναι ότι είχαν συλλάβει για …επιμόρφωση και την πεθερά του Παντελή η οποία τα παιδιά που τη συνέλαβαν τα είχε ξεγεννήσει διότι έκανε τη μαία στο χωριό. Χο!
23 Σεπτεμβρίου, 2011 στις 6:30 μμ
Πάνος
Άγγελε,
έτσι είναι. Και είναι κρίμα που δε μπορώ να μεταφέρω το ιδιόλεκτο αυτού του ανθρώπου – τον οποίο είχα γνωρίσει κι εγώ (νε-πάω-μαθαίνω-νε-αδρεφό… κλπ).
*
1ας,
ως συνήθως …τριπλάρεις τον εαυτό σου. Ποιός μίλησε καλέ μου για «ένοπλους»; Έχεις ένα ελαφρυντικό, ότι χρησιμοποίησα (κακώς) τη λέξη «ελασίτες» για την παρέα του καφενείου, αλλά παραμένει γεγονός ότι το μυαλό σου το χρησιμοποιείς περισσότερο ως …διακοσμητικό στοιχείο 😉
Επιπλέον, γίνεσαι και πονηρό φιδάκι – αλλά πάλι δαγκώνεις την ουρά σου: πότε, καλέ μου μπετόβλακα, υπέστης την παραμικρή λογοκρισία στην καλύβα; Με τι μούτρα λοιπόν μιλάς για «λογοκρισία των αντισταλινικών οικολόγων», βρε καραγκιοζάκο;
Άντε γεια, λοιπόν – και με την έννοια άντε μέχρι τη γωνία να δεις αν έρχομαι…
*
Μια και έκανε μια συμπλήρωση ο σχολιαστής, θα κάνω κι εγώ άλλη μία: έλεγαν στον Μήτσο να φύγει από το χωριό και να κρυφτεί, γιατί το ΕΑΜ τον είχε βάλει στο μάτι. Αυτός αρνιόταν, επιμένοντας «μα δεν έχω κάνει τίποτα ρε παιδιά, γιατί να φύγω, γιατί να με πειράξουν;». Μέχρι το βράδυ που τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στο κατώι.
23 Σεπτεμβρίου, 2011 στις 8:56 μμ
1ας
Κύριε Πάνο,
Αν εσείς δεν γνωρίζετε τις λεπτομέρεις από την Ιστορία της περιόδου δεν σας φταίω εγώ.Στα 2 νήματα που έχετε ενεργά για τον εμφύλιο έχετε εσείς προσωπικά τουλάχιστον 3 απλοικά λάθη :
α)Στη φωτογραφία του Μελιγαλά,κάτω δεξιά υπάρχει φωτογραφία από νεκρούς από τα Δεκεμβριανά.
β)Αναφέρετε ότι ο Ιωαννίδης ήταν καθοδηγητής της ΟΠΛΑ,ενώ ήταν ο Πλουμπίδης και ο Αναστασιάδης σε όλη την Κατοχή,ο Ιωαννίδης ήταν μετά την Απελευθέρωση.
γ)Αναφέρεστε στο νήμα του παππού σας σε ΕΛΑΣίτες χωρίς όπλα, ενώ δεν μιλάτε ούτε για ΕΑΜίτες ούτε κάν(!!) για εφεδροελασίτες.
Σοβαρά λάθη,για κάποιον που «χαρίζει» αβέρτα την ταμπέλα του «μπετόβλακα» από εδώ και από εκεί.Τέλος πάντων,από άτομο που διαβάζει τα βιβλία της «Ελεύθερης Σκέψης» και του «Πελασγού» για να μάθει ιστορία δεν πρέπει να περιμένω περισσότερα.
Αυτά,και ζητώ συγγνώμη που χάλασα τη παρέα σας.Δε θα ξαναγίνει.Για τους χαρακτηρισμούς,δεν πρόκειται να κάνω κάποιο σχόλιο.Αφήνω αυτό το προνόμιο σε όσους σας διαβάζουν.
.-
23 Σεπτεμβρίου, 2011 στις 9:13 μμ
Πάνος
1ας,
δε συνεχίζω μαζί σου, είναι σα να κλέβω φραγκοδίφραγκα από ερημικό ξωκλήσι… 😉
Άντε στο καλό.
10 Μαρτίου, 2015 στις 2:47 μμ
Rena
Θα ήθελα , αν μπορείτε, να με ενημερώσετε τίνος είναι η μαρτυρία. Πρόκειται για μια από τις κλασικές πια αναζητήσεις αγνοούμενων από τον εμφύλιο. ο πατέρας μου χρόνια έψαχνε τον πατέρα του , τον Φίλιο, Ελασίτη, και ηα αναζήτηση πλέον έχει γίνει και δικό μου «τάμα». Αν , λοιπόν, υπάρχει κάποιο παππούδι από το οποίο μπορώ να αντλήσω πληροφορίες, θα ήμουν πολύ πολύ ευγνώμων Πάνο
10 Μαρτίου, 2015 στις 3:11 μμ
Πάνος
Η μαρτυρία είναι «οικογενειακή»: η μάνα μου, για τον πατέρα της και τους δικούς του εκείνης της εποχής. Αν θέλεις να ρωτήσεις κάτι άλλο, το μέηλ μου είναι panosz at otenet.gr
6 Μαΐου, 2016 στις 5:35 μμ
Πως ο παππούς μου έγινε αντάρτης του ΕΛΑΣ – Σημειώσεις για τον Εμφύλιο
[…] Από τα σχόλια της πηγής: https://panosz.wordpress.com/2011/09/22/civil_war-118/ […]