Οι ολιγοήμερες αποδράσεις από τα μεγάλα αστικά κέντρα μας δίνουν την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε αυτό που γνωρίζουμε ήδη: οι αυθεντικές γεύσεις της τροφής μας έχουν εξαφανιστεί – και αντικατασταθεί από γεύσεις – μαϊμού: παριστάνουν κάτι με το οποίο δεν έχουν την παραμικρή σχέση.
Επειδή τα παραπάνω είναι βαριές κουβέντες, θα δώσω ορισμένα παραδείγματα.
Κρέας – τυρί
Λένε – και πολύ σωστά – πως είμαστε αυτό που τρώμε. Αν ο κανόνας αυτός ισχύει για τους ανθρώπους, ισχύει και για τα ζώα που χρησιμοποιούνται στη διατροφή μας. Ας πάρουμε για παράδειγμα την παραδοσιακή γουρνοπούλα της Μεσσηνίας. Οι παλαιοί απογοητεύονται γιατί αυτό το πράγμα που τους πουλάνε δεν έχει καμιά γευστική συνάφεια με αυτό που υπήρχε πριν 40 χρόνια. Δεν φταίει ούτε το ψήσιμο, ούτε τίποτα: απλά το σημερινό γουρούνι έχει μεγαλώσει καταναλώνοντας τροφές που το οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα στην ανοστιά. Χωρίς να υπολογίζουμε το ρόλο των ορμονών και της υπερκατανάλωσης φαρμάκων, που μόνο νοστιμιά δεν προσθέτουν. Αποτέλεσμα: η περίφημη γουρνοπούλα δεν υπάρχει πια στη Μεσσηνία – κυκλοφορεί μονάχα το φάντασμά της. Το αυτό ισχύει για τα χοιρινά σουβλάκια απανταχού της χώρας: η όποια γεύση (;) στηρίζεται αποκλειστικά στην περίσσεια αλατοπίπερου και ρίγανης. Δηλαδή, μαϊμού κι εδώ. Το ίδιο και στο παραδοσιακό παστό, το οποίο διατηρεί πλέον μονάχα το όνομα, αλλά όχι τη γευστική χάρη. Είτε το λέμε σύγλινο, είτε απάκι, είτε πρόκειται για κάποιο από τα πολλά είδη λουκάνικου. Το αυτό ισχύει και σε πολλές περιπτώσεις αιγοπροβάτων, τα οποία μεγαλώνουν με μεγάλη αναλογία τζανκ-φουντ στη διατροφή τους. Και εδώ το πρόβλημα καλύπτεται στοιχειωδώς από το λίπος και τα αλατοπίπερα, που ισοπεδώνουν τη γεύση. Δεν υπάρχουν αυθεντικά αμνοερίφια, μεγαλωμένα στις πλαγιές των βουνών, με τρυφερό χορτάρι, ποικιλία χορταρικών και βλαστάρια πουρναριών; Στην τιμή των 7-9 ευρώ που διατίθενται στην αγορά, η λογική λέει πως όχι. Και το κρέας έχει λογική. Ακόμα και τα (απολύτως άγευστα) μοσχάρια και λοιπά βοοειδή, που φτάνουν στα σούπερ μάρκετ τίγκα στο ιχθυάλευρο, την ορμόνη και την αντιβίωση. Δεν ασχολούμαι καθόλου με τα κοτόπουλα παραγωγής, καθώς πρόκειται για την απόλυτη προσβολή της γεύσης. Όσο για το γάλα, διαφέρει από το νερό μόνο κατά το ότι δεν είναι και αυτό άχρουν. Γιατί άοσμον και άγευστον, είναι. Όπως και πολλά λευκά και κίτρινα τυριά που πωλούνται ως δήθεν φέτα / σφέλλα και κασέρι.
Φρούτα – λαχανικά
Πολύ λίγα φρούτα και λαχανικά μπορούν και ξεφεύγουν ακόμα από τη γευστική ισοπέδωση: τα σταφύλια (αν αποφύγουν τα ραντίσματα της τελευταίας περιόδου πριν την κατανάλωση) και τα ήδη… στερούμενα γεύσης μπρόκολα και κουνουπίδια. Η μοναδική σχέση που έχουν οι σημερινές ντομάτες με τις πραγματικές (που έχουν σχεδόν εξοβελιστεί από την παραγωγή) είναι το περίπου ίδιο χρώμα και σχήμα. Τίποτε άλλο! Το ίδιο ισχύει για τα μήλα, τα αχλάδια, τα καρπούζια, τα πεπόνια – ακόμα και για τα αγγούρια. Ένοχος εδώ είναι η υπερβολική λίπανση (όλα «βγαίνουν» στη γεύση) η εκτεταμένη χρήση ορμονών και η μαζική χρησιμοποίηση υβριδίων που εξασφαλίζουν βάρος, όγκο, εμφάνιση και ανθεκτικότητα στο σάπισμα. Υπάρχει βέβαια πάντοτε η πιθανότητα να συναντήσει κανείς ντομάτες ή πεπόνια που μοσχοβολάνε. Πριν χαρεί, ας εξετάσει την πιθανότητα να τα έχουν ραντίσει με ντοματέξ ή πεπονέξ. Και τα προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας; Και το ελαιόλαδο; Και τα παραδοσιακά οπωροκηπευτικά κάποιων νησιών ή απομακρυσμένων περιοχών; Και το μέλι; Τι γίνεται με όλα αυτά; Δεν ξέρω να σας πω. Σίγουρος 100% είμαι μονάχα για τη ρίγανη από τον Ταϋγετο, που μαζεύουν κάθε χρόνο ο θείος Κώστας και η θεία Βούλα και τη χρησιμοποιούμε για να εξαγνίζουμε τις ύποπτες ντοματοσαλάτες στη Θεσσαλονίκη.
Άρτος – Γλυκά
Έχοντας επισκεφτεί σχεδόν όλους τους νομούς της ηπειρωτικής χώρας, το Ιόνιο και το Βόρειο Αιγαίο, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι σε ελάχιστα μέρη παρασκευάζεται ακόμα ψωμί που να αξίζει το όνομά του. Το σύνολο της χώρας βολεύεται με μια ποικιλία από φτηνά (όχι στην τιμή) αρτοσκευάσματα, εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας και ανύπαρκτης γεύσης, την οποία προσπαθούν να «ξεγελάσουν» με περίσσεια αλατιού, προσθήκη σπόρων και άλλες μεθόδους. Αλλά, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των αρτοποιών, η κατάσταση ελάχιστα βελτιώνεται, καθώς υπάρχει πρόβλημα υλικού (τόπου και τρόπου παραγωγής των αλεύρων και της ζύμης) και φουρνίσματος. Το πραγματικό δυστύχημα είναι ότι πολύ λίγοι πλέον αναγνωρίζουν και αναζητούν το γευστικό ψωμί. Παρόμοιο πρόβλημα υλικών υπάρχει και με τα γλυκά. Πχ το γαλακτομπούρεκο είτε φτιάχνεται στη Θεσσαλονίκη είτε στην Καλαμάτα, ουδεμία σχέση έχει με την πλατωνική έννοια του συγκεκριμένου γλυκίσματος, εφ’ όσον χρησιμοποιείται γάλα σκόνη στη γέμιση και αλεύρι σκοτεινής καταγωγής στο φύλλο. Η γευστική κατάπτωση είναι πιο φανερή στις δίπλες – παραδοσιακό γλύκισμα της Πελοποννήσου και της Κρήτης: Για τα άλευρα, τα είπαμε. Προσθέστε την αντικατάσταση του μελιού από ένα γλυκερό ζωμό με βάση τη ζάχαρη, αφαιρέστε όσο περισσότερο καρύδι μπορείτε (διότι κοστίζει), χρησιμοποιείστε πολλές φορές το ίδιο λάδι ή σπορέλαιο στην προετοιμασία – και θα φτιάξετε ένα πράγμα που θα το πουλάτε ως δίπλες (12-18 ευρώ το κιλό) αλλά θα είστε ένοχος καραμπινάτης πλαστογραφίας.
Λύσεις
Υπάρχουν λύσεις σε όλα αυτά; Φυσικά υπάρχουν, λύσεις υπάρχουν για όλα. Μπορεί πχ κανείς να προμηθεύεται τα υλικά της οικογενειακής κουζίνας από κάποιο αγρόκτημα, τους παραγωγούς του οποίου γνωρίζει και εμπιστεύεται. Μπορεί να βρει το καλό ψωμί ή το καλοαναθρεμμένο χοιρινό ή την αυθεντική σφέλλα, διανύοντας άπειρα χιλιόμετρα και καταναλώνοντας αντίστοιχο χρόνο. Με άλλα λόγια, η καλύτερη ποιότητα κοστίζει, σε χρήμα και σε χρόνο. Και, προς το παρόν και σε ό,τι αφορά τη δική μας κοινωνία, μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε ατομική βάση ή σε μικρά κυκλώματα μεταξύ φίλων και συγγενών. Σε μιαν άλλη κοινωνία, οι παραδοσιακές, δηλαδή οι πραγματικές γεύσεις θα είχαν βρει το δρόμο τους για τα σχολεία, από τα νηπιαγωγεία έως τις φοιτητικές λέσχες – για αρχή. Και οι νέοι άνθρωποι θα γνώριζαν, τουλάχιστον, περί τίνος πρόκειται. Μπορεί κάποτε να γίνει και αυτό. Ως τότε η γεύση θα βρίσκει καταφύγιο σε κάποιες παλιές ή και νέες κουζίνες (όπου οι νοικοκυρές και οι νοικοκύρηδες ξέρουν και μπορούν να διαλέγουν τα υλικά που χρησιμοποιούν) και σε ελάχιστους, απελπιστικά λίγους, χώρους εστίασης.
ΥΓ. Δεν ασχολήθηκα καθόλου με τα ψάρια – εννοώ των ιχθυοκαλλιεργειών. Όχι γιατί δεν έχω άποψη (αλίμονο!) αλλά γιατί οι γνώσεις μου στο θέμα… δεν λένε!
13 Σχόλια
Comments feed for this article
27 Αυγούστου, 2012 στις 10:13 πμ
M
—
Τι μας θύμισες τώρα!!
Ααααχ οι γουρνοπούλες των πανηγυριών!!!
Πάντα περίμενα πως και πώς να με πάει ο συχωρεμένος ο παππούς μου στο πανηγύρι για να φάω γουρνοπούλα!
Εκείνο το πάχος κάτω απο το τραγανο ξεροψημένο δερμα ήταν θεϊκό!!!
Και τι μυρωδιές περίμεναν στον μπαξέ δίπλα στη γραμμή του τραίνου!!
Οι ντομάτες μοσχοβολούσαν απο μακρυά και όταν τις
τρωγαμε δεν θέλαν ούτε αλάτι ούτε τίποτα!Λίγο ψωμί ζυμωτό και λίγη μυτζήθρα και το κρασάκι του παππού!
Τώρα, 50 χρόνια αργότερα, αγοράζω ντομάτες στο σουπεμάρκετ της βορειοευρωπαϊκής πόλης που ζώ (προέλευση Ολλανδία!) και όταν τις κόβω, το δέρμα τους είναι 2 εκ. πάχος και μέσα έχουν νερό και λίγα σπόρια!
Κάπου διάβασα οτι οι «παλιές» ντομάτες δεν υπάρχουν πλέον, ούτε οι σπόροι τους.Έχουν αντικατασταθεί απο υβρίδια.
27 Αυγούστου, 2012 στις 11:51 πμ
σχολιαστης
Δε νομίζω ότι εξηγούνται τα πάντα με το θέμα της τιμής. Π.χ. οι δίπλες που πουλιόνται τουλάχιστον 12 ευρώ, θα μπορούσαν να είναι φτιαγμένες με σεβασμό στον καταναλωτή και να έχει ικανοποιητικό κέρδος ο διπλάς. Αλλά δεν …
27 Αυγούστου, 2012 στις 4:41 μμ
Δημήτρης Χρυσαφίδης
Αναφορικά με τις παληές ντομάτες και τους σπόρους τους ας αναφερθούμε στην αξιόλογη δουλειά που κάνει ο Παναγιώτης Σαϊνατούδης στο Πελίτι, όπου συλλέγει και καλλειεργεί παληούς ξεχασμένους σπόρους που συλλέγει περπατώντας στα πιο απομονωμένα μέρη της Ελλάδας.
Η αλλαγή στη γεύση μπορεί να οφείλεται σε πολλούς πραράγοντες. Θα περίμενε κανένας πώς το να πεί κάποιος ότι η αλλοίωση της γεύσης οφείλεται στις ορμόνες, ή στα λιπάσματα, ότι προϊόντα που δεν τα περιέχουν θα είναι τότε νόστιμα. Γιατί τα βιολογικά δεν είναι πάντα νοστιμότερα; Η προσέγγιση του Πάνου είναι ενδιαφέρουσα αλλά οι παράμετροι που παίζουν μπορεί να έχουν πολλές διαστάσεις , π.χ. ο κορεσμός του σύγχρονου ανθρώπου, η μη στέρηση, η ψυχολογική διάθεση, η έλλειψη ενδιαφέροντος για ζωή που μπορεί να συντελούν και στε μειωμένη όρεξηή στην΄γεύση όπως αυτήν την αντιλαμβανομαστε. Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τον θειό μου να καλλιεργεί ντομάτες και ήταν τίγκα στο φυτοφάρμακο (στη Θέρμη Θεσσαλονίκης). Ήταν όμως ιδιαίτερα νόστιμες. Τέλος, σημειώνω ότι από το άρθρο του Πάνου μάθαμε ότι ο Πλάτωνας έτρωγε γαλακτομπούρεκο.
27 Αυγούστου, 2012 στις 5:05 μμ
Πάνος
Μάλλον απίθανο (να έτρωγε ο ιδιαίτερα λιτός και ασκητικός Πλάτωνας γαλακτομπούρεκο). Εγώ, Δημήτρη, έκανα λόγο όχι για τον Πλάτωνα, αλλά για την πλατωνική ιδέα 😉
27 Αυγούστου, 2012 στις 5:07 μμ
Πάνος
σχο,
το θέμα της τιμής (ουσιαστικά: της κερδοσκοπίας) είναι σημαντικό, αλλά παρεμπίπτον – στο παρόν ποστ.
27 Αυγούστου, 2012 στις 5:46 μμ
Pepermint
γιατί βρε συ Πάνο…το γαλακτομπούρεκο είναι εκτός ασκητικής διατροφής ?
με τι την έβγαζε ο θείος ?…με ραδίκια ?
οι Ιδέες είναι αιώνιες…η γαστέρα όμως όχι
27 Αυγούστου, 2012 στις 8:51 μμ
Τάλως
Πιάστε από κοντά κάνα κυνηγό να φάτε άγριο κρεατάκι της προκοπής, κάνα τρυγονάκι, μαζέψτε κάνα σαλιγκάρι, κανα χορταράκι και πορευτείτε.
Καλώς σας ξαναβρήκαμε!
27 Αυγούστου, 2012 στις 9:08 μμ
Ενη
Σε ο,τι αφορά το φαγητό (κρέας, ψάρι, λαδερά, ψητά κλπ.) το κριτήριο ειναι η
μαγειρική.
Πχ. ενα ψητό της κατσαρόλας (κρύο ) που πρ’οσφερα προχθες το βράδυ σε φίλους, μαζί με μια νοστιμώτατη μελιτζανοσαλάτα (ψημένη μελιτζάνα – σκόρδο – λάδι – ξυδι – αλάτι – πιπ’ερι και οχι μαγιονέζες και λοιπές αηδίες)
ειχε την αποδοχή ολων και πηρα …..ευσημα μαγειρικης!!!!!! Χα
27 Αυγούστου, 2012 στις 10:44 μμ
σχολιαστης
Η διαφορά φαίνεται όταν μαγειρεύεις με τον ίδιο τρόπο κάτι που έχει αναπτυχθεί σωστά και κάτι …πλαστικό. Στη μια περίπτωση η καλή μαγειρική το απογειώνει ενώ στην άλλη προσπαθεί να το κάνει να τρώγεται. 😉
28 Αυγούστου, 2012 στις 12:23 πμ
Pepermint
Αφώτιστε…φίλε μου για εσένα
μου κάνει πολύ σε χαμένες γεύσεις
η μουσική του σήμερα, όχι όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά όπως είναι
γαμάνε τα τυπάκια
28 Αυγούστου, 2012 στις 3:51 πμ
calikarpos
Εγώ πριν φύγω για Αγγλία πήρα απο του Μουντζούρη τρία πακέτα ρίγανη Ταϋγέτου, κάτι κλωνάρια 40 εκατοστών! Μοσχοβολούν. Παλαιότερα την μάζευα και γώ ή την έπαιρνα απο την θεία… Κωστούλα στις Γαϊτσές στη Μάνη. Μπορώ να πώ, πως αυτή η ρίγανη είναι το μόνο αυθεντικό καλούδι εδώ πάνω, άντε και μαζί με το γάλα.. Υπάρχουν πάντως μαγαζιά όπως το ιταλικό La Gastronomia στο Dulwich, με πολύ καλό σικελιανό λάδι, μπορώ να πώ κατά πολύ καλύτερο, απο το Gaea το καλαματιανό που βρίσκω εδω. Πολύ ωραία μέλια, ζυμαρικά, τυριά που στην Ελλάδα, εγώ τουλάχιστον, σε ΑΒ δεν τα έχω βρεί. Για να μην μιλήσω για το Harrods και το Fortnum & Masons. Συμπέρασμα, η καλή ποιότητα πληρώνεται ακριβά πια ή όπως πολύ σωστά είπες, βρίσκεται απο το ανάλογο κύκλωμα συγγενών και φίλων.
4 Ιουνίου, 2015 στις 9:53 πμ
Fil
Το Πάσχα στην Κρήτη έφαγα αβρωνιές, κάτι σαν άγρια σπαράγγια.
Αν βρεθούν ποτέ μπροστά σας, ορμάτε! Απλά δεν υπάρχουν 😉
3 Ιουνίου, 2017 στις 1:58 μμ
Πάνος
https://greekcivilwar.wordpress.com/2017/06/03/gcw-1338/