Η αναδημοσίευση αυτού του ποστ στην καλύβα είναι και πρόσκληση για την παρέα μας: τι καλό νέο υπάρχει – πέρα από όσα αναφέρει ο Ξυδάκης; (NEO, λέμε – μην αρχίσουμε τις αρχαιολογίες…)
Του Νίκου Ξυδάκη
Πριν από μέρες έπεσα πάνω σ’ ένα βίντεο στο YouTube, εκ παραπομπής Facebook. Κωσταντής Πιστιόλης – ηπειρώτικα και τζαμαρίσματα, ο τίτλος. Ενα ερασιτεχνικό βίντεο γυρισμένο 25 Σεπτεμβρίου στην οικία του ακορντεονίστα Αλέκου Καμπουράκη, όπου είχαν μαζευτεί μουσικοί να τιμήσουν τα γενέθλια του συναδέλφου τους. Κλαρίνο και τραγούδι ο 24χρονος Κωσταντής Πιστιόλης, ακορντεόν ο οικοδεσπότης, κοντραμπάσο ο Πάνος Τσίτσικας, σαντούρια, βιολιά, μαντολίνο, κιθάρες παιδιά απόφοιτοι του Μουσικού Λυκείου Παλλήνης.
Τα 22 λεπτά του κακοφωτισμένου βίντεο αποκαλύπτουν μιαν άλλη Ελλάδα. Εγκαρδιωτική. Δεν είναι μόνο η ποιότητα της μουσικής και των μουσικών, είναι το ήθος και το αίσθημα που αναβλύζει, η δύναμη, η αισιοδοξία, ο αισθητικός και πνευματικός πλούτος. Κι είναι ένα ελπιδοφόρο μπόλιασμα της παράδοσης πάνω στον ίλιγγο του καιρού μας.
Ο Κωσταντής κατάγεται από την Κόνιτσα και έχει βγει από το Λύκειο Παλλήνης· παίζει κλαρίνο, άσκαυλο, τρομπέτα, φλάουτο, ό,τι πνευστό πέσει στα χέρια του. Τον τελευταίο καιρό συμμετέχει στο συγκρότημα του Γιάννη Χαρούλη. Επί σκηνής είναι ένας αρχαίος και υπερμοντέρνος ράστα που παίζει με όλο του το σώμα, χορεύει, τραγουδάει, δονείται σαν ροκ περφόμερ. Αγαπημένα του τραγούδια τα δημώδη ηπειρώτικα «Ξενιτεμένα μου πουλιά», «Ποιος πλούσιος απέθανε», με τις απροσδόκητα πλούσιες αναφορές στη σημερινή συνθήκη: «Ωρέ ξενιτεμένα μου πουλιά, πω πω, στο κόσμο σκορπισμένα. Η ξενιτιά σας χαίρεται, πω πω, τα νιάτα τα γραμμένα», και «Ποιος πλούσιος απέθανε και πήρε βιος γιέ μου μαζί του. Ωρέ πήρε τρεις πήχες σάβανο να ντύσει ο μαύρος το κορμί του».
Η βιρτουοζιτέ του 24χρονου Κονιτσιώτη είναι το προφανές. Το βαθύτερο είναι η αναπάντεχα δημιουργική σχέση αυτών των νέων παιδιών με την παράδοση· πώς κατορθώνουν να την κάνουν δραστική και απολύτως σύγχρονη τέχνη, να την μπολιάζουν με τον ηλεκτρισμό, τα ήθη της ροκ συναυλίας και του κλαμπ, με τη σημερινή ευαισθησία.
Ο νους τρέχει αμέσως στον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τον Γιάννη Αγγελάκα: είναι οι δύο τραγουδοποιοί με την μεγαλύτερη επιρροή και δημοφιλία σήμερα. Και οι δύο αναμιγνύουν διαρκώς τον ηλεκτρισμό με τα παραδοσιακά, το δημώδες με το ροκ, το λαϊκό με το μοντέρνο. Και οι δύο λατρεύονται σε μια ηλικιακή γκάμα που αρχίζει από τους τινέιτζερ και φτάνει στους εξηντάρηδες ― τρεις γενιές!
Είναι και οι δυο πενήντα-κάτι. Και φυσικά δεν είναι όμοιοι καλλιτεχνικά. Ο Θανάσης έκανε καριέρα σχετικά μεγάλος· ξεκίνησε από τα λαϊκά και βαθμιαία ανοίχτηκε στον ηλεκτρικό ήχο, τις πρωτοριακές αναζητήσεις, τις σιωπές. Και πάντα με σύνθετο, δύσκολο στίχο, σμίγοντας αξεδιάλυτα δημώδεις δεκαπεντασύλλαβους με Πεσσόα («Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος, η χαραυγή θα σε ξεκάνει»).
Ο Αγγελάκας ηγείτο της σημαντικότερης ροκ μπάντας: οι Τρύπες προσφέρουν ακόμη και σήμερα ροκ μύηση στους έφηβους. Μαζί με και μετά τις Τρύπες, ο Αγγελάκας, ήδη ροκ σταρ, προσέγγισε ταυτόχρονα το ρεμπέτικο και την πρωτοπορία, κι έκανε μερικά σπουδαία λαϊκά-ποπ τραγούδια. Η «Γιορτή», το «Σιγά μην κλάψω σιγά φοβηθώ, το Σαράβαλο («Ποιος κλαίει μέσα μου και μου λέει / ξύπνα δεν είναι όνειρο το χιόνι που μας καίει / η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει»), είναι ολοκληρωμένες καταγραφές του κόσμου μας, μετουσιωμένες με πολυφωνικά και ροκ τραγουδίσματα, με μπαγλαμάδες και tapes. Εθνικοί ύμνοι.
Αναπόφευκτα ο νους τρέχει στους Mode Plagal, στον τζάζμαν σαξοφωνίστα Θοδωρή Ρέλλο και τον ροκ κιθαρίστα Κλέωνα Αντωνίου, όταν αναδημιούργησαν εμπνευσμένα σε τζαζ πριν από δύο δεκαετίες, «Στης πικροδάφνης τον ανθό», το στοιχειωμένο τραγούδι στο φιλμ Σπιρτόκουτο του Γ. Οικονομίδη, που άνοιξε νέους δρόμους στο ελληνικό σινεμά. Οι Mode Plagal δεν έγιναν ποτέ σταρ, αλλά η επιρροή τους παραμένει ανεπανάληπτη και η παρουσία τους διαρκώς γόνιμη. Πιο πρόσφατα, άλλοι νεότεροι, όπως οι Χαΐνηδες, ή ο Γιάννης Χαρούλης με τα μοναδικά φωνητικά και εκφραστικά προσόντα, συνεχίζουν αυτή την επαναπροσέγγιση της παράδοσης. Και είναι εντυπωσιακά δημοφιλείς.
Γιατί; Προσφέρουν γενεαλογία, γείωση, ρίζες, ταυτότητα. Βακχεία και όνειρο. Υπηρετούν τη βαθύτατη και διαρκή ανάγκη για μια τέχνη λαϊκή και ιστορική, υψηλή και άμεση, δραματική αλλά όχι συναισθηματολογούσα, πικρή αλλά όχι μαύρη, όπου συνυπάρχουν λυτρωτικά η αποδοχή του θανάτου και η δόξα της ζωής. Ο Θανάσης, ο Αγγελάκας, οι Mode Plagal, οι πενηντάρηδες, μαζί με τους εικοσάρηδες Xαρούλη, Πιστιόλη, τα παιδιά της Παλλήνης, προβάλλουν το σκοτεινό παρόν στο φωτεινό μέλλον.
Τζαμάροντας στην παράδοση | βλέμμα.
Ακούστε -δείτε το βίντεο με τον Κωσταντή Πιστιόλη, εδώ:
10 Σχόλια
Comments feed for this article
20 Οκτωβρίου, 2013 στις 11:06 μμ
Πάνος
21 Οκτωβρίου, 2013 στις 9:03 πμ
M
—
Και γώ νόμιζα πως το ποστ ήτουνε για παράθυρα!
21 Οκτωβρίου, 2013 στις 9:05 πμ
vlad
Η παράδοση είναι σαν ζωντανός οργανισμός. Εξελίσσεται σύμφωνα με τους ανθρώπους που την βιώνουν και την αντιλαμβάνονται.
Ένα τραγουδάκι από τον Μπάμπη Παπαδόπουλο (μιας και το κείμενο αναφέρει τις Τρύπες)
Και ένα κείμενο για το πως η κρατική εξουσία έχει χρησιμοποιήσει κατά καιρούς την παράδοση προς όφελος της:
http://skourkos2012.blogspot.gr/2012_07_01_archive.html
21 Οκτωβρίου, 2013 στις 9:33 πμ
Πάνος
Vlad,
ενδιαφέροντα όλα αυτά. Στο χωριό μου πάντως δεν υπήρχε (δεκαετία ’60) «πολιτιστικός σύλλογος» (και δη με χορευτικό τμήμα) και έτσι η πρώτη και καλύτερη επαφή με την παράδοση ήρθε εντελώς… παραδοσιακά 😉
21 Οκτωβρίου, 2013 στις 2:04 μμ
vlad
Είχατε όμως δάσκαλο-γυμναστή που καμιά φορά ρίχνατε και κανα καλαματιανό.
Πάντως τα χωριά της Πελοποννήσου- Στερεάς (παλαιοελλαδίτες και ετσι….!) για τους εθνικούς κρατούντες δεν χρειαζόταν να αποδείξουν την ελληνικότητα τους όσο οι περιοχές Θεσσαλία και πάνω που ο πληθυσμός δεν ήταν »εθνικά» ομοιογενείς.
Στις »αμφιλεγόμενες» περιοχές έπρεπε οπωσδήποτε το κράτος να παρέμβει..όπως και το έκανε.
21 Οκτωβρίου, 2013 στις 2:14 μμ
kapetanios
τι έκανε λέει?
21 Οκτωβρίου, 2013 στις 3:22 μμ
Πάνος
Νέβερ. Σε Γυμνάσιο – Λύκειο (1973-1979) δεν θυμάμαι να συνέβη ούτε μια φορά κάτι τέτοιο. Στο δημοτικό (στο χωριό) χόρευαν τα κορίτσια… από μόνα τους το Μενούση και το πέρα στους πέρα κάμπους 😉
Για το Βορρά μην τρελαίνεσαι. Έτσι όπως τα λες είναι, αλλά δεν καταλαβαίνω προς τι τα θαυμαστικά. Έγινε πραγματικός πόλεμος (ΚΑΙ πολιτισμικός) και κέρδισε ο πιο δυνατός (στρατιωτικά, οικονομικά, πολιτισμικά). Αν έχαναν τότε οι παππούδες μας, η Μακεδονία θα τραγουδούσε τα ίδια ακριβώς τραγούδια με Βουλγάρικους στίχους (προσοχή, όχι σλαβομακεδόνικους) και τα ελληνικά θα ήταν μειονοτική γλώσσα. Αλλά και η (νυν ελληνική) Μακεδονία θα είχε εντελώς διαφορετική εθνολογική σύνθεση.
Αυτά όμως έληξαν ουσιαστικά στα 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών (οπότε άλλαξε άρδην και η εθνολογική σύσταση της Μακεδονίας, με την μαζική έλευση των Ελλήνων της Ανατολής, αλλά και των Πατριαρχικών ελληνόφωνων από τη Βουλγαρία). Χάθηκαν τα ελληνικά από το Μοναστήρι και τα βουλγάρικα (ή σλαβοκαμεδόνικα) από την Έδεσσα – αν και όχι εντελώς.
Οι χωροφύλακες προσπάθησαν φιλότιμα, αλλά ας μην έχουμε αυταπάτες: δεν ήταν αυτοί που έστρεψαν τους γηγενείς Μακεδόνες στα ελληνικά (και στην ελληνική συνείδηση – όπου δεν προϋπήρχε), αλλά η ακαταμάχητη (τότε) έλξη του «ελληνικού ονείρου».
«Γραικομάνους» τους έλεγαν οι Βούλγαροι όσους είχαν τη… ροπή αυτή.
21 Οκτωβρίου, 2013 στις 3:35 μμ
funes the memorious
……..ένα ελπιδοφόρο μπόλιασμα της παράδοσης πάνω στον ίλιγγο του καιρού μας.Η παράδοση είναι σαν ζωντανός οργανισμός.
Μήπως ή ευωχία περιλαμβάνει καί κανιβαλλισμό τού ζωντανού οργανισμού;
21 Οκτωβρίου, 2013 στις 8:22 μμ
Πάνος
Να κι ετούτα…
21 Οκτωβρίου, 2013 στις 8:57 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
Και αυτο ως βιβλιογραφια.
Στο 3.00, αλλα και σε αλλα σημεια , νομιζεις οτι ειναι καποιο μικρασιατικο ταξιμι…..
Οποιος παιζει μουσικη ας γραψει την αποψη του.