m

Του Νικήτα Μακρένιν

       Έστεκε εκει μπροστά μου. Ψιλή, λυγεροκορμη, πανέμορφη. Γυμνή και παραδομένη. Τα μεταξένια της μαλλιά έπεφταν στο ώμους της και άγγιζαν τα γυμνά στήθη της. Δυο άγαλματενιες μπάλες που στέκονταν περήφανες πάνω σε ενα ονειρεμένο κορμί. Ένας αληθινός άγγελος. Το χαμόγελο της με καλούσε κοντά της. Τα ματιά της γαλάζια σαν του ουρανού έψαχναν το βλέμμα μου.
– έλα, μου είπε.
Μια λέξη έφτανε. Την πλησίασα και την έπιασα απο τη μέση. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα.


– Πάρε με εραστή μου.
Τη σήκωσα και την ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Έπεσα πάνω της και μπήκα κατευθείαν μέσα της. Με όριζε αυτή πια. Απόλαυση, ηδονή , λόγια ακατάληπτα.Βογγητα. Ο κόσμος χανόταν γύρω μου. Ήμασταν μόνοι στο σύμπαν. Εγω κι αυτή. Ενα σώμα. Ενα σώμα που άρχισε να αιωρείται πάνω απο το κρεβάτι. Ένιωθα πως ήμασταν στον αέρα. Ναι, ήμασταν στον αέρα. Και σιγά σιγά σηκονομασταν ακόμα πιο ψηλά. Πετούσαμε. Στην αρχή μέσα στο δωμάτιο, μετα έξω, πάνω απο τη στέγη, πάνω απο τις στέγες των διπλανών σπιτιών. Δεν σταματούσα. Έμπαινα μέσα της πιο δυνατά. Ακατάπαυστα. Ακούραστα. Οι κραυγές μας πρέπει να ακούγονταν τώρα σε όλη την πόλη. Δυο ουράνια σώματα κάνουν έρωτα στον ουρανό. Πετάξαμε πάνω απο πόλεις και χωριά, πάνω απο βουνά και θάλασσες, ωκεάνοι πάθους μας πλημυριζαν. Τελειώσαμε και οι δυο μαζι μέσα σε εναν παθιασμένο οργασμο. Έμεινα ακινήτος μέσα της. Σιγά σιγά αρχιζαμε να χάνουμε ύψος. Έβλεπα απο ψηλά να προσγειώνομαστε στη γη, στην αυλή μου και σε λίγο μέσα στο σπίτι, πάνω στο κρεβάτι μου.
Σηκώθηκε απο πάνω μου και την είδα με τη άκρη του ματιού μου να ντύνεται. Φόρεσε ενα απλό τζιν και ενα λευκό μπλουζάκι. Κάτι μου θυμίζει πλέον αυτή η γυναίκα.
– που πας έρωτα? της λέω
– Φεύγω τώρα, μου απαντάει. Να μη με αναζητήσεις ποτέ.
– Μια ερώτηση μόνο. Ποια είσαι?
– Το μουνι που σε πέταγε….. μαλάκα !
Πετάγομαι απο το κρεββάτι ιδρωμένος και λαχανιασμένος. Ανοίγω το παράθυρο να ανάπνευςω. Νιώθω να πνιγομαι. Παίρνω μερικές ανάσες. Κοιτάζω τα πράγματα στο σπίτι. Ο νεροχύτης μπουρδελο, γεμάτος άπλυτα πιάτα, τα ρούχα μου πεταμένα παντού. Τα ρούχα της γυναίκας μου παρατημένα και τσαλακωμένα πάνω στις καρέκλες. Αποφάγια πάνω στο τραπέζι και ενα μπουκάλι κρασί άδειο. Ενα ακόμα σπασμένο στο πάτωμα. Ναι, ξέρω τι εχει συμβεί. Ξύπνησα για τα καλα και μπορω να θυμηθώ. Έφυγε επιτέλους η πουτανα !