Αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, γενοκτονίες και εργαλειοποίηση της μνήμης
Αντώνης Λιάκος
Στο καινούριο νομοσχέδιο καταπολέμησης του ρατσισμού, όπως άλλωστε και στο προηγούμενο του Ρουπακιώτη, υπάρχει ένα αγκάθι το οποίο διχάζει τις δυνάμεις που θέλουν να το ψηφίσουν, ή αποτελεί στοιχείο διαπραγμάτευσης για εκείνες τις δυνάμεις που ανέχονται τον ρατσισμό αλλά είναι υποχρεωμένες να το ψηφίσουν για να φανούν εντάξει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για τις γενοκτονίες. Να τιμωρείται η άρνηση των γενοκτονιών ή μήπως κινδυνεύει για τον λόγο αυτό η ελευθερία γνώμης; Και ποιες γενοκτονίες εννοεί ο νομοθέτης; Εκείνες που έχουν αναγνωριστεί διεθνώς από τον Ο.Η.Ε. ή και εκείνες που έχουν αναγνωριστεί από τα εθνικά κοινοβούλια; Θα τιμωρούνται όσοι αρνούνται το Ολοκαύτωμα, δηλαδή τη γενοκτονία των Εβραίων στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ή και όσοι αρνούνται τα εγκλήματα του κομμουνισμού, και ακόμη όσοι αρνούνται τις γενοκτονίες των Ποντίων και των Ελλήνων της Μικρασίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο; Τα ερωτήματα αυτά τροφοδοτούν συχνά στα Μ.Μ.Ε. μια αφοριστική συζήτηση που πολώνεται ανάμεσα σε εκείνους που υποστηρίζουν πως τον όρο γενοκτονία πρέπει να τον χρησιμοποιούμε μόνο στην περίπτωση των Εβραίων, και στους άλλους που τον επεκτείνουν και στους Ποντίους.
Οι έννοιες της γενοκτονίας και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας εισήγαγαν νομικές παραμέτρους και μια ηθική διάσταση στην ιστορία. Ο όρος καθιερώθηκε μετά από επίμονες προσπάθειες του Raphael Lemkin, Πολωνοεβραίου που διέφυγε από τους ναζί και χαρακτήριζε με τον όρο αυτό το τι συνέβαινε στους Εβραίους της Πολωνίας, κατά τη διάρκεια του πολέμου, αν και δεν μπορούσε να φανταστεί την όλη διάσταση του εγκλήματος. Το έντονο ενδιαφέρον του Lemkin για το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο είναι προγενέστερο της εξόντωσης των Εβραίων, και μάλιστα δεν αναφέρεται πουθενά, ακόμα και στα προπαρασκευαστικά κείμενα του νομοθετήματος, στην εβραϊκή περίπτωση. Αναφέρεται στα μαζικά εγκλήματα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, στην εξόντωση των Αρμενίων, στα αντιεβραϊκά πογκρόμ στην Πολωνία. Βέβαια, ο αφανισμός των Εβραίων ήταν για τον Πολωνό νομικό ένα υπεργεγονός που θεμελίωσε τις θέσεις του πάνω στην αναγκαιότητα διεθνούς ποινικοποίησης αυτών των εγκλημάτων. Ως νομοθετικό εγχείρημα, η σύμβαση κατά των γενοκτονιών δεν αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Αλλά ο χαρακτηρισμός ενός γεγονότος ώς «γενοκτονία» ανήκει αποκλειστικά στη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τη σύμβαση του Ο.Η.Ε. για την «Πρόληψη και τιμωρία του εγκλήματος της γενοκτονίας», άρθρο 2, γενοκτονία χαρακτηριζόταν κάθε πράξη με πρόθεση να καταστρέψει, εν μέρει ή συνολικά, μια εθνική, εθνοτική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα. Στην πρόταση να περιληφθούν στα εγκλήματα και μαζικές εξοντώσεις ανθρώπων για πολιτικούς λόγους, οι μαζικές θανατώσεις πολιτικών αντιπάλων, αντέδρασαν οι Σοβιετικοί – και καταλαβαίνουμε τον λόγο. Πάντως μερικές από τις μεγαλύτερες σε έκταση μαζικές σφαγές έγιναν για πολιτικούς λόγους και έμειναν ατιμώρητες.
Ο όρος που προτάθηκε Geno-/politicides, δηλαδή γενο-/πολιτικοκτονίες, δεν καθιερώθηκε ως νομικά δόκιμος όρος. Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου συνέβησαν 50 περίπου μαζικά εγκλήματα αυτού του τύπου, και τα θύματα υπολογίζονται ανάμεσα στα 12 με 22 εκατομμύρια.
Η εισαγωγή του όρου γενοκτονία σημαίνει ότι τα μαζικά εγκλήματα του παρελθόντος δεν θα πρέπει να μείνουν ατιμώρητα και πως θα πρέπει να γίνουν αντικείμενα δημόσιας αποδοκιμασίας. Ο όρος αφορά την πολιτική διάσταση της ιστορικής γνώσης. Διεκδικώντας την αναγνώριση μιας γενοκτονίας, διεκδικούμε την τιμωρία των δραστών και των εμπνευστών αυτών των εγκλημάτων.
Από τα μεταπολεμικά χρόνια έως σήμερα, το ζήτημα της αναγνώρισης των γενοκτονιών απέκτησε μεγάλες διαστάσεις. Υπήρξαν πάνω από 40 σχετικές αιτήσεις στον Ο.Η.Ε. και σε εθνικά κοινοβούλια. Το ζήτημα της αναγνώρισης μερικών από αυτές, όπως η αρμενική γενοκτονία, το ουκρανικό Holodomor, καθώς και τα μαζικά εγκλήματα των Ιαπώνων στη Ματζουρία και την Κορέα αποτελούν ακόμη αντικείμενο διεθνούς διαμάχης. Η αρμενική γενοκτονία αναγνωρίστηκε στις χώρες όπου η αρμενική διασπορά είχε ιδιαίτερο βάρος στο εκλογικό σώμα, ικανή να αντισταθμίσει την επιρροή της Τουρκίας. Ανάλογοι πολιτικοί υπολογισμοί βαραίνουν και στην αναγνώριση της ουκρανικής λιμοκτονίας ή των μαζικών εκτελέσεων στις βαλτικές χώρες από τους Σοβιετικούς. Άλλα εγκλήματα, όπως αυτά που συνέβησαν στη Ρουάντα και τη Βοσνία, εκδικάζονται ως γενοκτονίες ή ως πράξεις γενοκτονίας στα ad hoc διεθνή ποινικά δικαστήρια. Το αίτημα για την αναγνώριση γενοκτονιών συνδέεται με αιτήματα αναδυόμενων εθνικοτήτων, όπως στην περίπτωση των Τσετσένων, των Κούρδων, των Τσερκέζων των Ουιγούρων κ.ά. Μερικές γενοκτονίες, οι οποίες αναφέρονται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα αιώνες πριν, όπως των Αφρικανών σκλάβων και των Ινδιάνων της Αμερικής, προβλήθηκαν μέσα στο πλαίσιο των κινημάτων αναγνώρισης πολιτικών δικαιωμάτων και ανα-θεώρησης της ιστορίας.
Θεσμοποιώντας τη μνήμη των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, η παγκόσμια τάξη που εγκαθιδρύθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, υπεράσπισε έναν συγκεκριμένο τρόπο ανάμνησης του παρελθόντος, και αυτόν τον τρόπο τον θεώρησε ως ένα αγαθό που χρειάζεται προστασία. Η επέκταση και ο προσδιορισμός του τι συνιστά «γενοκτονία», με τη σειρά του, δημιούργησε μια τάση να ονομαστεί γενοκτονία κάθε αδικία που είχε υποστεί κάθε λαός στο παρελθόν, γιατί η αναγνώριση ενίσχυε τoν αυτοσεβασμό και την ταυτότητά του. Ωστόσο το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε η μαζική εκτέλεση αμάχων στη Σρεμπρένιτσα (8-12.000 νεκροί) ως γενοκτονία, ενώ δεν έχουν αναγνωριστεί ως γενοκτονίες οι θανατώσεις εκατομμυρίων για πολιτικούς λόγους, θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις ως προς το τι προσδιορίζεται γενοκτονία και με ποια κριτήρια. Υπάρχει κάποιο ποσοτικό κριτήριο που τίθεται σε απόλυτους αριθμούς; Αναλογικά μήπως; Ποιοτικά; Και με τι κριτήρια; Τα μαζικότερα εγκλήματα, παρά το διατυπωμένο διεθνώς αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης, έχουν μείνει ατιμώρητα:
Σουδάν (1956-72: 400.000-600.000 θύματα)
Νότιο Βιετνάμ (1965-75: 400.000-500.000 θύματα)
Ινδονησία (1965-66: 500.000-1.000.000 θύματα)
Πακιστάν (1971: 1.000.000-3.000.000 θύματα)
Καμπότζη (1975-79: 1.900.000-3.500.000 θύματα)
Ουγκάντα (1980-86: 200.000-500.000 θύματα)
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι «τι είναι γενοκτονία;». Με ποια κριτήρια ονομάζεται μια μαζική εξόντωση γενοκτονία; Το ζήτημα δεν είναι αν η διαδικασία της εξόντωσης έχει για θύματα αμάχους χωρών που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή μελετημένη εξόντωση πληθυσμών με κριτήριο τη φυλή ή το θρήσκευμα. Ένα γεγονός δεν είναι από μόνο του γενοκτονία. Ονομάζεται εκ των υστέρων έτσι, κάτω από συγκεκριμένες νομικοπολιτικές προϋποθέσεις που αφορούν το παρόν της αναγνώρισης και όχι το παρελθόν της διάπραξης. Η γενοκτονία δηλαδή δεν είναι ένα «αντικειμενικό γεγονός». Η χρήση του χαρακτηρισμού γενοκτονία εξαρτάται από το ποιες συνέπειες επιδιώκουμε να έχει ο τρόπος που αναφερόμαστε στο γεγονός.
Δεν θα πρέπει επομένως να ξενίζει ότι στο πλαίσιο αυτό η διαδικασία της αναγνώρισης μιας γενοκτονίας γίνεται αντικείμενο πολιτικής διεκδίκησης και διαβούλευσης. Γύρω από την αναγνώριση των γενοκτονιών αναδεικνύονται οργανώσεις και ακτιβιστές. Υπάρχει ακόμη και μια διεθνής ένωση αναγνώρισης γενοκτονιών, η οποία εντούτοις δεν έχει καμία υπόσταση στα αντίστοιχα φόρα των ιστορικών, ή έχει το αντίστοιχο βάρος με τις λεγόμενες «ευρωπαϊκές σπουδές», κατηγορία φτερού.
Το ερώτημα είναι τώρα γιατί επιμένουμε σε ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο να υπάρχει διάταξη για την άρνηση του Ολοκαυτώματος, ενώ διστάζουμε να δεχτούμε κάτι παρόμοιο για το ποντιακό και το μικρασιατικό. Η πρώτη απάντηση αφορά τις νομικές συνεπαγωγές. Μπορούν να διωχθούν οι δράστες; Αν μια κυβέρνηση, όπως λ.χ. η προηγούμενη ιρανική, αρνείται το Ολοκαύτωμα, υφίσταται διεθνείς συνέπειες. Μπορεί να διωχθεί η τουρκική κυβέρνηση που το αρνείται; Είναι δυνατό να προβάλλουν οι Έλληνες ως όρο την αναγνώριση των γενοκτονιών κάθε φορά που συνάπτουν σχέσεις με τους Τούρκους; Ο νομικός ορισμός κατοχυρώνεται από τις κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν. Στην αντίθετη περίπτωση, ο χαρακτηρισμός αδειάζει από το νόημά του και υπονομεύει τη μνήμη του ίδιου του γεγονότος. Να το πω διαφορετικά: Ο πληθωρισμός στη χρήση του όρου δημιουργεί δύο τάξεις γενοκτονιών. Τις ισχυρές, που επιβάλλουν νομικές δεσμεύσεις, και τις ανίσχυρες, που δεν μπορούν να επιβάλλουν. Βέβαια μερικοί εθνικιστές χρησιμοποιούν ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο την επίκληση των γενοκτονιών, για να δημιουργούν εστίες έντασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Εδώ πρόκειται για κατάφωρη εργαλειοποίηση της μνήμης και των νεκρών. Η προβολή τους λίγο απέχει από την προσβολή τους.
Αν το προηγούμενο επιχείρημα συνιστά μια αναγνώριση του πώς έχουν τα πράγματα, υπάρχει όμως και το δέον. Οι μαζικές σφαγές πληθυσμών είναι κάτι που δεν λείπει από την ιστορία. Και καθένα από αυτά τα γεγονότα έχει τις δικές του ιδιαίτερες συνθήκες. Αν σε κάτι διακρίνεται η εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί, είναι γιατί ταυτόχρονα συνιστά και ιδιαίτερο και γενικό γεγονός. Ο αντισημιτισμός είναι ένα κουκούτσι που κρύβεται μέσα σε κάθε ρατσισμό και σε κάθε έξαψη του φασισμού. Η έκρηξη του νεοναζισμού είναι έκρηξη αντισημιτισμού. Πρόκειται για μια βαθιά ιδεολογία, για μια ριζωμένη καχυποψία που κρύβεται ακόμη και στις πιο αθώες προτάσεις. «Εντάξει, αλλά είναι διαφορετικοί» ακούς από τους πιο καλοπροαίρετους. Αυτό το διάχυτο αλλά βαθύ αίσθημα, μεταμορφώθηκε μεθοδικά από τους ναζί, σε μια συστηματική πολιτική εξόντωσης ολόκληρων πληθυσμών από το 1933 έως το 1945. Οι ναζί έβαλαν φωτιά σε ένα δάσος αντισημιτικών αντιλήψεων που υπήρχαν με τον πιο διαφορετικό τρόπο. Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα, η άρνηση του Ολοκαυτώματος σημαίνει ρατσισμό. Κάθε είδους ρατσισμό. Το επιχείρημα αυτό δεν έχει να κάνει με τη συζήτηση για τη μοναδικότητα ή όχι του Ολοκαυτώματος. Το Ολοκαύτωμα είναι πάντα επίκαιρο, με την έννοια ότι δεν αποτελεί τη μνημόνευση ενός εγκλήματος ανάμεσα στα άλλα, αλλά τη μνημόνευση του εγκλήματος που αναπαράγεται σε κάθε νέο ρατσιστικό έγκλημα. Δεν συνιστά την εξόντωση του εθνικά διαφορετικού ή του θρησκευτικού «άλλου», αλλά την εξόντωση εκείνου που δεν θεωρείται πλέον άνθρωπος. Ακόμη κι όταν ένας Ισραηλινός στρατιώτης σπάει τα κόκαλα ενός Παλαιστίνιου νέου, είναι αντισημίτης. Από την άποψη αυτή, η παράθεση του Ολοκαυτώματος δίπλα στα άλλα εγκλήματα το ουδετεροποιεί και το εξουδετερώνει γιατί του αφαιρεί τον δυναμικό και διδακτικό του χαρακτήρα ως προς το σήμερα, επομένως τη σημασία του ως προς τον ρατσισμό που το νομοσχέδιο έχει σκοπό να καταπολεμήσει.
Η τιμωρία όσων αρνούνται ότι έγινε μια γενοκτονία, ή μειώνουν τη σημασία της, είναι ένα βήμα παραπέρα. Καθορίζει κανόνες μνήμης. Τι και πώς οφείλουμε να θυμόμαστε και τι όχι. Πολλοί ιστορικοί έχουν αντιδράσει, θυμίζω την έκκληση της Blois «Liberté pour l’histoire» το 2009 που καταδικάζει παρόμοιους νόμους ως περιοριστικούς της ελευθερίας της έρευνας και της έκφρασης γνώμης, και ζητά την ανάκλησή τους. Εκείνο στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι είναι να καταδικάζεται ο λόγος του μίσους για τα θύματα και ο εγκωμιασμός των εγκλημάτων. Και αυτό σημαίνει την καταδίκη του λόγου του μίσους (hate speech) όχι μόνο για τα θύματα των γενοκτονιών, αλλά για όλα τα θύματα που υπέστησαν βίαιο θάνατο εξαιτίας της φυλετικής, εθνικής, θρησκευτικής ή γενετήσιας ιδιαιτερότητάς τους.
Τα παραπάνω δεν αποσκοπούν σε μια διαβάθμιση εγκλημάτων, ούτε κάποιοι νεκροί βαραίνουν περισσότερο ή λιγότερο από τους άλλους. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι πως οι διατάξεις στο νομοσχέδιο για τον ρατσισμό που διαχέουν το αδίκημα της άρνησης των γενοκτονιών, όπως στην περίπτωση των Ποντίων και των Μικρασιατών, στην πραγματικότητα εξουδετερώνουν τον λόγο που μπαίνουν σε ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο.
Και επίσης, η πράξη της διαπραγμάτευσης, δηλαδή τι θα ονομαστεί και τι θα συμπεριληφθεί ως γενοκτονία, εργαλειοποιεί τη μνήμη και προσβάλλει τους νεκρούς γιατί τους βάζει στη ζυγαριά της διαπραγμάτευσης. Η μνήμη και ο σεβασμός στους νεκρούς δεν έχει ανάγκη κανονικοποίησης μέσω του νόμου. Ο σεβασμός κερδίζεται με το να σκύψουμε πάνω στις συνθήκες που γέννησαν αυτά τα τρομερά εγκλήματα, και κυρίως στην εμπειρία των ανθρώπων που τα υπέστησαν. Η αναγνώριση αυτής της εμπειρίας, η ενσυναίσθηση αυτών των συνθηκών θα μας ενδυναμώσει ιστορικά ώστε να αντιταχθούμε σε όσους διαπράττουν ή καλλιεργούν το κλίμα για εγκλήματα εναντίον των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων σήμερα.
O ιστορικός οφείλει να αποφεύγει δραστικά τη χρήση «κανονιστικών» εννοιών και κατηγοριών – ειδικά σε θέματα τόσο ευαίσθητα. Ενώ δηλαδή στη νομική γλώσσα η γενοκτονία ανήκει στην τάξη των αυστηρά κανονιστικών εννοιών, ο ιστορικός μπορεί να αρκεστεί στη χρήση εννοιών αποκλειστικά αναλυτικών-περιγραφικών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι ιστορικοί R. Hilberg και S. Friedländer (αλλά και πολλοί άλλοι) χρησιμοποιούν έννοιες όπως «καταστροφή ή αφανισμός των Εβραίων», δηλαδή περιγραφικές και όχι κανονιστικές όπως «γενοκτονία» ή ακόμη τον θρησκευτικό όρο «Ολοκαύτωμα». Ο ιστορικός δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον δικαστή. Από νομική άποψη, ο χαρακτηρισμός ενός γεγονότος ως γενοκτονία ανήκει αποκλειστικά στον δικαστή που μπορεί να επιβάλει διώξεις και τιμωρίες για την άρνησή του. Το θέμα βέβαια τίθεται τελείως διαφορετικά από την άποψη των δημόσιων χρήσεων της ιστορίας, όπου η έννοια της γενοκτονίας είναι έννοια «γένους» και επομένως μεταμορφώνει το γεγονός σε ένα σημείο ενός κλειστού σημειολογικού συστήματος, απαλλαγμένου από εξωτερικές ιστορικές αναφορές.
Α. ΛΙΑΚΟΣ: Βγάλτε τους νεκρούς από τη ζυγαριά! – ΧΡΟΝΟΣ online magazine.
12 Σχόλια
Comments feed for this article
16 Δεκεμβρίου, 2013 στις 12:16 μμ
pestooposthes
Reblogged this on blog it.
16 Δεκεμβρίου, 2013 στις 12:37 μμ
σχολιαστης
Υπάρχουν οι καλές γενοκτονίες και οι κακές!
16 Δεκεμβρίου, 2013 στις 1:10 μμ
kapetanios
εάν πραγματικά θέλουμε να μιλήσουμε για γενοκτονίες ( και όχι να τις επικαλεστούμε με σκοπό την δική μας πολιτική αφήγηση) θα πρέπει να κάνουμε μια βαθειά βουτιά στην ιστορία
16 Δεκεμβρίου, 2013 στις 1:14 μμ
M
—
Λογικότατος ο καθηγητής:
Αφού δεν μπορούμε να «επιβάλλουμε» στούς άλλους να αναγνωρίσουν και να σέβονται τις γενοκτονίες των Ποντίων και Μικρασιατών, δεν πρέπει να το επιχειρήσουμε!
Το οτι ο εν λόγω ανήκει στο συνάφι εκείνο, που θέλει να «επιβάλλει» να μην ανακινούνται καν τέτοια θέματα, αρκεί για να γράφει κανείς τέτοιες απόψεις εκεί που δεν πιάνει μελάνι.
16 Δεκεμβρίου, 2013 στις 1:51 μμ
Πάνος
Επί του θέματος, η (φιλελεύθερη) άποψή μου είναι σαφής: καμιά απαγόρευση / αστυνόμευση σε οποιονδήποτε για θέματα Ιστορίας, των γενοκτονιών συμπεριλαμβανομένων. Όταν επιχειρείς να κάνεις τον κεχαγιά στη μαλακία του αλλουνού, μπαίνεις σε ανελεύθερο και επικίνδυνο τριπάκι. Εκείνο που πρέπει να τιμωρείται είναι η πρόκληση μίσους / η προτροπή για διάπραξη εγκλημάτων. Δατς όλ.
16 Δεκεμβρίου, 2013 στις 2:20 μμ
Don Johnson
«O ιστορικός οφείλει να αποφεύγει δραστικά τη χρήση «κανονιστικών» εννοιών και κατηγοριών – ειδικά σε θέματα τόσο ευαίσθητα. Ενώ δηλαδή στη νομική γλώσσα η γενοκτονία ανήκει στην τάξη των αυστηρά κανονιστικών εννοιών»
και προηγούμενα έχει χρησιμοποιήσει 10 φορές τον όρο ολοκαύτωμα. Για την πλατεία Ταχρίρ με τους αδελφούς μουσουλμάνους καλός είναι. Για κάτι παραπάνω όχι.
16 Δεκεμβρίου, 2013 στις 3:48 μμ
papoylis
Θεωρώ το άρθρο πολύ σημαντικό για όποιον μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς υποστηρίζει εδώ ο Α.Λ.
Συμφωνώ δε με την άποψη που εξέφρασε εδώ ο Πάνος
16 Δεκεμβρίου, 2013 στις 8:51 μμ
δεξιος
Το επιχείρημα όμως του Λιάκου είναι ρεαλιστικό,άσχετα εάν το λέει επειδή συμφέρει και την άποψή του : η Ελλάδα δεν μπορεί να επιβάλλει τη δική της ιστορική άποψη στην Τουρκία,δεν μπορεί δηλαδή να αρχίσει να συλλαμβάνει Τούρκους πολίτες ή μειονοτικούς της Θράκης που αρνούνται τη γενοκτονία των Ποντίων.Εδώ ούτε η Γαλλία δεν επέβαλε τελικά την ποινικοποίηση της γενοκτονίας των Αρμενίων λόγω των αντιδράσεων της Τουρκίας.
Αντίθετα η άποψη περί ολοκαυτώματος επεβλήθη με τα όπλα των Συμμάχων στους Γερμανούς το 1945.
Βασική αρχή όλων των νομικών συστημάτων είναι η ύπαρξη εξουσίας για την επιβολή των νόμων.Εάν δεν υπάρχει αυτή η εξουσία απλώς νομοθετείς στον αέρα,όπως και θα νομοθετήσουν οι βουλευτές αφού αρνούνται να ψηφίσουν το νόμο χωρίς αναφορά σε γενοκτονίες που αναγνωρίζει η βουλή,δηλαδή και των Ποντίων για να μη χάσουν ψήφους.
Μετά θα αναλάβει η κυβέρνηση να πείσει τους δικαστές,πιθανώς με παροχή νέας δόσης αναδρομικών προς αναγνώριση του λειτουργήματός τους,να μην εφαρμόσουν το νόμο.
16 Δεκεμβρίου, 2013 στις 9:03 μμ
papoylis
Έτσι ακριβώς , όσον αφορά τουλάχιστον τη «μικροπολιτική» όψη των πραγμάτων 🙂
16 Δεκεμβρίου, 2013 στις 10:54 μμ
Γιάννης
Μόνο πράξεις πρέπει να τιμωρούνται και οι άμεσα ηθικοί αυτουργοί/συνεργάτες στην διάπραξή τους. Αυτό είναι, είτε το κατανοούμε είτε το αποκρύβουμε, μια πολιτική απόφαση με βάση τον παρόντα συσχετισμό δυνάμεων που «ορίζει» τι συνιστά βία. Με μια τέτοια απόφαση τίθεται το όριο μεταξύ της πράξης και τις θεωρίας. Όλα τα άλλα είναι εναντίωση στην ελευθερία του λόγου να είναι ακόμη και τέτοιος, δηλαδή βίαιος. Από ιδιώνυμα έχουμε πολλά.
ο Λιάκος με τα μεταμοντέρνα του καλά το προσπαθεί αναπαλαιώνοντας τη σαβούρα του ’90
17 Δεκεμβρίου, 2013 στις 1:17 μμ
M
—
«Αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο: στον αστερισμό της «πολιτικής ορθότητας»…
…
Το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο που εκκρεμεί (και φαίνεται ότι θα εκκρεμεί για πολύ ακόμα…) στη Βουλή έχει προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις, τόσο επί της αρχής, όσο και επειδή δεν συμπεριλαμβάνει ρητώς στις γενοκτονίες των οποίων η άρνηση ποινικοποιείται, τις αναγνωρισμένες από την ελληνική Βουλή γενοκτονίες του Ποντιακού και Μικρασιατικού Ελληνισμού. Επειδή στο δημόσιο διάλογο επικρατεί σύγχυση σχετικά με κρίσιμες έννοιες (ηθελημένη και μη), θα επιχειρηθεί εδώ μια κάπως αναλυτικότερη προσέγγιση του θέματος.
Το «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο έχει μεγάλη ιστορία – και η ιστορία πάντα εξηγεί πολλά. Οι διαδοχικές και επίμονες προσπάθειες της «πολυπολιτισμικής» κεντροαριστεράς για τη θέσπιση «αντιρατσιστικού» νομοσχεδίου εξηγούνται ως αγωνιώδης προσπάθεια διαφοροποίησης από την «επάρατη δεξιά» σε κάποιο πεδίο πολιτικής, αφ’ ότου με τη σύμπραξή της σε πολιτικές λιτότητας έχασε το βασικό συστατικό «προοδευτικότητας», δηλαδή την επιδίωξη κοινωνικής δικαιοσύνης.
Το νομοσχέδιο λοιπόν έλκει την καταγωγή του από την κυβέρνηση (ποιου άλλου…) του πρωθιερέα του «αντιρατσισμού» και της «πολυπολιτισμικότητας» Γ. Παπανδρέου, που το 2011 κατέθεσε (δια του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Μ. Παπαϊωάννου) σχετική πρόταση νόμου, αλλά ατύχησε. Στη συνέχεια η πρόταση κατατέθηκε εκ νέου από το ΠΑΣΟΚ την άνοιξη του 2012 – αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση και στη συνέχεια ακυρώθηκε λόγω των εκλογών του Μαϊου 2012. Η επόμενη προσπάθεια προώθησης του «αντιρατσιστικού» νομοσχεδίου έγινε ένα χρόνο αργότερα, επί υπουργίας Ρουπακιώτη, την εποχή που ακόμα η ΔΗΜΑΡ στήριζε την κυβέρνηση Σαμαρά και αναζητούσε πεδία διαφοροποίησης (που δεν θα ενοχλούσαν την τρόικα, εννοείται). Η προσπάθεια Ρουπακιώτη προσέκρουσε σε αντιδράσεις του Μεγάρου Μαξίμου και τελικώς εγκαταλείφθηκε με βάση τις τεκμηριωμένες αντιρρήσεις της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής αλλά και την άποψη του τότε αναπληρωτή υπουργού Εσωτερικών Χ. Αθανασίου ότι «δεν χρειάζεται». Ο κ. Αθανασίου λίγο αργότερα, αναλαμβάνοντας ως υπουργός Δικαιοσύνης δήλωσε ότι το «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο «δεν αποτελεί προτεραιότητα». Όμως φαίνεται ότι οι προτεραιότητες άλλαξαν, κι έτσι το «αντιρατσιστικό» κατατέθηκε από τον ίδιο τον κ. Αθανασίου…
Δεν γνωρίζουμε τι προκάλεσε αυτή την υποχώρηση της κυβέρνησης προς την κεντροαριστερή «πολιτική ορθότητα», της οποίας π.χ. ο Χ. Λαζαρίδης είναι γνωστός πολέμιος. Ένα πιθανό κίνητρο θα μπορούσε να είναι η προσπάθεια του Μαξίμου να στηρίξει τον «αδύναμο κρίκο» της κυβέρνησης, που είναι το ΠΑΣΟΚ. Όποια κι αν είναι τα κίνητρα όμως, η κατάθεση αυτού του νομοσχεδίου συνιστά σοβαρό ολίσθημα.
Παρά τις πρόσθετες εγγυήσεις που προβλέπει το νέο νομοσχέδιο, η ουσία παραμένει: το νομοσχέδιο ποινικοποιεί γνώμες. Και η ποινικοποίηση της γνώμης αντίκειται στην ελευθερία έκφρασης και είναι απαράδεκτη σε οποιαδήποτε κοινωνία θέλει να λέγεται δημοκρατική. Ειδικά η ιστορία παραμένει αντικείμενο αέναης έρευνας, και οι διαφορετικές απόψεις ως προς την ερμηνεία της πρέπει να είναι σεβαστές. Η επιβολή «επίσημης αλήθειας» και η ποινικοποίηση της αμφισβήτησής της αρμόζει μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Το γεγονός ότι η ελευθερία της έκφρασης και της ιστορικής έρευνας συχνά γίνεται αντικείμενο κατάχρησης από «πονηρούς» και εξτρεμιστές (όπως είναι τόσο οι αρνητές του Ολοκαυτώματος όσο και οι εγχώριοι – και εγχώριες – αρνητές των τουρκικών γενοκτονιών), δεν είναι επιχείρημα για τη φαλκίδευση της ελευθερίας αυτής. Αυτός εδώ ο ιστότοπος έχει επανειλημμένα σταθεί απέναντι στο νεοναζιστικό εξτρεμισμό (1,2,3,4,5), αλλά και στον εθνομηδενισμό (1,2,3). Αλλά οι ερμηνείες της ιστορίας, ακόμα και οι διαστρεβλωμένες, απαντώνται με αντεπιχειρήματα και στοιχεία, όχι με απαγορεύσεις.
Το πρόβλημα του νομοσχεδίου επομένως είναι κατ’ εξοχήν πρόβλημα φιλοσοφίας: καμία άποψη σχετικά με την ιστορία δεν επιτρέπεται να ποινικοποιείται. Όπως έγραψαν και οι γάλλοι ιστορικοί της κίνησης “Liberte’ pour l’ Histoire” («Ελευθερία για την Ιστορία»): «Η ιστορία δεν είναι θρησκεία. Ο ιστορικός δεν αποδέχεται κανένα δόγμα. Σε ένα ελεύθερο κράτος, ο καθορισμός της ιστορικής αλήθειας δεν είναι δουλειά της Βουλής, ούτε των δικαστηρίων». Και αξίζει να σημειωθεί ότι, στη Γαλλία, ο νόμος που ποινικοποίησε την άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων κρίθηκε αντισυνταγματικός το 2012.
Οι οπαδοί του «αντιρατσιστικού» προβάλλουν ως επιχείρημα την ανάγκη εναρμόνισης με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, και συγκεκριμένα με την απόφαση 2008/913 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – αλλά η απόφαση αυτή δεν απαιτεί οπωσδήποτε νέο νόμο για την εφαρμογή της. Η συγκεκριμένη απόφαση έχει εκδοθεί με βάση το άρθρο 34 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως ίσχυε το 2008), που ορίζει ότι το Συμβούλιο μπορεί: «(β) να υιοθετεί αποφάσεις-πλαίσιο με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών. Οι αποφάσεις-πλαίσιο δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων. Δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα».
Συμπέρασμα: κανείς δεν αναγκάζει την ελληνική Πολιτεία να υιοθετήσει ένα νέο «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο» και να αντιγράψει επί λέξει την απόφαση 2008/913. Σημασία έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, και αυτό καλύπτεται άριστα στην Ελλάδα από τον προηγούμενο νόμο, τον ήδη ισχύοντα ν. 927/1979. Αυτά έλεγε, πολύ σωστά, και ο κ. Αθανασίου το Μάιο του 2013, άσχετα αν αργότερα άλλαξε γνώμη…
Αλλά ας ξεπεράσουμε το πρόβλημα της ποινικοποίησης της γνώμης, ας δεχτούμε για λίγο ότι χρειαζόταν νομοθετική παρέμβαση για την εφαρμογή της απόφασης 2008/913 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Ελλάδα, και ας δούμε το «πονηρό» σημείο της ελληνικής νομοθετικής παρέμβασης, που αφορά τον προσδιορισμό των γενοκτονιών, των οποίων η άρνηση τιμωρείται. Όπως θυμόμαστε καλά, το θέμα αυτό είχε προκαλέσει την ανησυχία της γνωστής κυρίας Ρεπούση και την παρέμβασή της προς άλλους βουλευτές, προκειμένου να μην «αξιοποιηθεί ο νόμος από εθνικιστικούς κύκλους». Και πράγματι, οι παρεμβάσεις της κυρίας Ρεπούση και των ομοϊδεατών της φαίνονται να έχουν πετύχει το στόχο τους – τουλάχιστον στη σημερινή μορφή του νομοσχεδίου… Συγκεκριμένα:
Η απόφαση 2008/913 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν επιβάλλει στα κράτη να προσδιορίσουν ποιες γενοκτονίες «προστατεύονται» δια της ποινικοποίησης της άρνησής τους. Η νομοθετική ρύθμιση μπορεί να παραμείνει αόριστη, αφήνοντας έτσι στο εκάστοτε δικαστήριο να κρίνει, εκτός των άλλων, και τον χαρακτήρα του ιστορικού γεγονότος ως γενοκτονίας ή μη. Αυτή η αοριστία όμως θα άφηνε το πεδίο ελεύθερο στους (κατά την κ. Ρεπούση) «εθνικιστές»… γιατί ποιο ελληνικό δικαστήριο δεν θα αναγνώριζε ως γενοκτονίες αυτές που χαρακτηρίστηκαν έτσι από τη Βουλή των Ελλήνων;
Έτσι φαίνεται πως «ενεργοποιήθηκε» (από ποιον άραγε;) μια εναλλακτική δυνατότητα: στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 της απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ δίνεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να δηλώσουν ότι θα τιμωρούν την πράξη άρνησης ή χονδροειδούς υποτίμησης της σοβαρότητας γενοκτονιών κλπ, μόνον «εφόσον έχουν αναγνωρισθεί με αμετάκλητη απόφαση εθνικού δικαστηρίου αυτού του κράτους μέλους ή/και διεθνούς δικαστηρίου ή με αμετάκλητη απόφαση διεθνούς δικαστηρίου μόνον». Προσοχή: η απόφαση του Συμβουλίου δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη αυτόν τον περιορισμό, αλλά και δεν επιτρέπει άλλους πέρα από αυτόν. Δηλαδή αν ένα κράτος επιλέξει να περιορίσει τις γενοκτονίες των οποίων απαγορεύεται η άρνηση, τότε τα κριτήρια που είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει για τον προσδιορισμό τους είναι οι αποφάσεις δικαστηρίων (διεθνών ή εθνικών) και μόνο – άλλα κριτήρια δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν. Επομένως, αν ο ελληνικός νόμος κάνει χρήση της δυνατότητας προσδιορισμού των γενοκτονιών, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει ως κριτήριο τις αποφάσεις της Βουλής που τις αναγνώρισαν, παρά μόνο τις αποφάσεις δικαστηρίων (και ας μας συγχωρήσουν οι πατριωτικές φωνές που ζητούν το αντίθετο).
Αλλά δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο – το μόνο που χρειάζεται για να ματαιωθούν τα σχέδια της «εθνομηδενιστικής» πτέρυγας είναι να αφαιρεθεί από το νομοσχέδιο η φράση που προσδιορίζει συγκεκριμένα τις γενοκτονίες των οποίων απαγορεύεται η άρνηση, και να απομείνει η γενική διάταξη, που θα ερμηνεύεται κάθε φορά από τα δικαστήρια. Όσοι μπαίνουν στη συζήτηση του «προσδιορισμού» των γενοκτονιών, στην πραγματικότητα μπαίνουν να παίξουν στο «γήπεδο» της κας Ρεπούση και των ομοϊδεατών της, που είναι το άρθρο 1 παρ. 4 της απόφασης 2008/913. Επαναλαμβάνουμε λοιπόν: η εφαρμογή αυτού του άρθρου της απόφασης δεν είναι υποχρεωτική και άρα κανείς δε χρειάζεται να παίξει στο γήπεδο αυτό…
Εν κατακλείδι: Τι πρέπει να γίνει με το «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο;
Ως πρώτο σχόλιο, επιμένουμε ότι το νομοσχέδιο πρέπει να αποσυρθεί για λόγους αρχής: στις δημοκρατίες δεν επιτρέπεται η ποινικοποίηση της γνώμης, ειδικά όταν αυτή αφορά σε ιστορικά γεγονότα.
Ως δεύτερο σχόλιο, αν το νομοσχέδιο κρίνεται (για άγνωστους λόγους) αναγκαίο, τότε πρέπει να απαλειφθεί εντελώς η διάταξη που προσδιορίζει συγκεκριμένα τις γενοκτονίες των οποίων απαγορεύεται η άρνηση, και να απομείνει η γενική διάταξη, που θα ερμηνεύεται κάθε φορά από τα δικαστήρια. Και δε νομίζουμε ότι θα υπάρξει ελληνικό δικαστήριο που θα αρνηθεί τις γενοκτονίες που αναγνώρισε η ελληνική Βουλή…
http://www.enkripto.com/2013/12/blog-post.html
18 Δεκεμβρίου, 2013 στις 8:41 πμ
δεξιος
Επειδή όλα αυτά στο τέλος καταλήγουν στο ΕΔΑΔ καιρός να καταλάβουν οι εθνοφύλακες και οι Πόντιοι ότι δεν είναι όλες οι γενοκτονίες ίδιες όχι λόγω του Λιάκου ή της Ρεπούση αλλά λόγω υπέρτερων δυνάμεων.
http://www.skai.gr/news/world/article/248203/epithesi-stin-eleutheria-ekfrasis-i-dioxi-gia-arnisi-genoktonias-armenion/