»…να ‘ναι οι λαοί αδελφωμένοι, Μαύροι-Λευκοί ένας λαός»
.
αλβανία
 .
– Η Αλβανία ως πράξη αντίστασης κατά της δικτατορίας
 .
– του Θάνου Γιαννούδη*
.
      Οι σχολικές γιορτές σχεδόν πάντα θεωρούνται αγγαρεία, ευκαιρία για τα »φυτά» να δείξουν την τυφλή υπακοή τους στην καθηγητική αυθεντία και την κυρίαρχη αφήγηση, για τους »καλλίφωνους» και τις »καλλίφωνες» να εντυπωσιάσουν  με τις κορώνες τους τον μικρόκοσμο της τάξης τους και για τους υπόλοιπους απλά χαμένα λεπτά της ώρας από μια μέρα χωρίς μαθήματα. Φυσικό επακόλουθο των παραπάνω είναι κανένας απολύτως να μην μπαίνει στη διαδικασία να εξερευνήσει τι απαγγέλλει, τι τραγουδά και τι ακούει αντίστοιχα. Κι έτσι, με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, η μαθητιώσα νεολαία αποχωρεί, έχοντας και πάλι εγγυηθεί την απρόσκοπτη και ομαλότατη συνέχιση του υπάρχοντος συστήματος. Κι αυτό είναι εξαιρετικά θλιβερό, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις το ίδιο το καθεστώς μάς εφοδιάζει -άθελά του- με τα όπλα εκείνα που θα κινητοποιήσουν μια σειρά από αλυσιδωτές διαδικασίες για την ανατροπή του κι εμείς δεν είμαστε σε θέση να τις αξιολογήσουμε και να τις εκμεταλλευτούμε. Κάτι, τέτοιο, λοιπόν, θα υποστηρίξω πως συμβαίνει και στην περίπτωσή μας.

       Κι αν στη γιορτή προς τιμήν της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα, στην εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου αρκετές φορές δυσκολεύεσαι να βρεις από πού να κρατηθείς. Κι όμως, ένας κλασικότατος δίσκος του 1973 που θυμόμαστε μόνο σε εθνικές επετείους, η »Αλβανία» των Γ. Κατσαρού- Πυθαγόρα σε ερμηνεία Μαρινέλλας παρέχει όλα εκείνα τα εχέγγυα που του επιτρέπουν να διαβαστεί ακριβώς αντίστροφα απ’ ό,τι μας παρουσιάζεται, ανανεώνοντας το ενδιαφέρον μας και δίνοντας κατευθύνσεις για τους αγώνες του σήμερα. (Πρόκειται, μάλιστα, για τον πρώτο δίσκο που άκουσα ποτέ στη ζωή μου στο πικ-απ και κατέχει, έτσι, μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου.)
       Σε προγενέστερο άρθρο (https://panosz.wordpress.com/2014/05/21/thanos_giannoudis/), είχα αναφερθεί στη λογοκρισία της Χούντας, η οποία και ανέκοψε βίαια ένα πνευματικό κίνημα πολιτικά χρωματισμένο που εκφράστηκε στη συνέχεια πληθωρικά με τη Μεταπολίτευση. Τα »πέτρινα» χρόνια της Επταετίας η μουσική, όμως, κάθε άλλο παρά στάσιμη έμεινε, με το έντεχνο-λαϊκό τραγούδι που είχε προτείνει ο Θεοδωράκης να σταθεροποιείται μορφικά και να αγκαλιάζεται τόσο από νεότερους συνθέτες και ερμηνευτές όσο κι από την πλατιά μάζα του κοινού. (Το αν και κατά πόσον το έντεχνο-λαϊκό τραγούδι αποτέλεσε έμπρακτη εφαρμογή στη μουσική των προταγμάτων της γενιάς του 30 αποτελεί θέμα μιας συζήτησης που ακόμα δεν έχει κλείσει, ίσως όμως εξηγεί και την απίστευτα συνεκτική του θέαση του κόσμου δεκαετίες μετά το de facto πέρασμα στη μοντέρνα συνθήκη) Στο πλαίσιο αυτό, τα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα περνούν ενσωματωμένα μέσα από θεωρητικά »ουδέτερα» τραγούδια, για να διαφύγουν της λογοκρισίας. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, μάλιστα, είναι οι περιπτώσεις όπου τα καλέσματα αυτά περνούν μέσα από δίσκους που φαίνεται πως πειθαρχούν σε όλα ως προς τα προτάγματα και τη στόχευση που είχε θέσει το καθεστώς των Συνταγματαρχών. Ως τέτοια περίπτωση αξίζουν να διαβαστούν τραγούδια της »Μικράς Ασίας» και του »Αγίου Φεβρουαρίου» και -ιδίως- η »Αλβανία».
        Ο συνθέτης Γιώργος Κατσαρός κάθε άλλο παρά αποτελεί το κατ’ εξοχήν παράδειγμα αντίστασης στη Χούντα, καθώς τα χρόνια της Επταετίας έδρασε χωρίς να εμποδιστεί, δίνοντας τα καλύτερα έργα του και συμμετέχοντας στις περίφημες »γιορτές» του καθεστώτος. Σ’ αυτόν πιστώνεται και η σύνθεση της μουσικής του τραγουδιού που έμελλε να θεωρηθεί ο »Ύμνος της 21ης Απριλίου» -αξίζει, βέβαια, να τονιστεί πως ο ίδιος αρνείται ότι το έγραψε με αυτή την πρόθεση- Με τη Μεταπολίτευση, πάντως, ο Κατσαρός γνώρισε πτώση στην καριέρα του και δεν κατάφερε να απαλλαγεί από το στίγμα αυτό, γεγονός που αδικεί ορισμένα σημαντικότατα τραγούδια που έγραψε. Ο Πυθαγόρας, από την άλλη, στιχουργός λαϊκών κι αριστερών καταβολών, έγραψε πληθώρα επιτυχιών τα χρόνια αυτά, κυρίως με ερωτικό κι »ανώδυνο» περιεχόμενο. Στα 1973, τώρα, εκμεταλλευόμενοι ίσως και την χαλάρωση της λογοκρισίας πριν τη δεύτερη Χούντα Ιωαννίδη, κυκλοφορούν ένα δίσκο που το πλαίσιό του θα παρέπεμπε πλήρως στους λόγους και τις στοχεύσεις της 21ης Απριλίου. Τραγούδια, δηλαδή, για το »ΟΧΙ» του 40, την ελληνική αντίσταση στο Μουσολίνι, τη νέα εθνική εποποιία. Το σημείωμα, μάλιστα, του δίσκου και οι φωτογραφίες που περιέχει προς αυτή την κατεύθυνση συντείνουν. Κι εκεί ακριβώς έρχονται ο τίτλος του δίσκου και τα τραγούδια, προσφερόμενα για πολλαπλές αναγνώσεις πέραν της προκαθορισμένης κι επιφανειακής.
        Αντί, λοιπόν, να ονομάσουν έναν δίσκο τέτοιας θεματολογίας με τίτλο ηρωικό κι εθνεγερτικό, του δίνουν το όνομα »Αλβανία», από τη χώρα που αποτέλεσε το θέρετρο των ελληνοϊταλικών μαχών του χειμώνα του 40-41. Δίνοντας το όνομα μιας ξένης χώρας σε τέτοιου είδους δίσκο, δημιουργείται εξαρχής ένας προβληματισμός που συνιστά ίσως και πρόκληση, ιδίως όταν αυτή η χώρα θεωρείται από τη Χούντα ύψιστος εθνικός εχθρός που έχει κλέψει την »αδελφούλα» Βόρειο Ήπειρο και η ανακύκλωση των προσκλήσεων των δυο χωρών τοποθετείται σε τακτική βάση. Η τιτλοφόρηση αυτή δίνει την εντύπωση πως η ανάγνωση του 40 που ακολουθεί ίσως να μην είναι η αναμενόμενη και η ορισμένη ως »ορθή», αφού, προσεγγίζοντας τον ελληνικό αγώνα διαμέσου της Αλβανίας -τότε κομμουνιστικής, αν παίζει κι αυτό το ρόλο του-, η οπτική γωνία αλλάζει, όπως και τα συμπεράσματα που θα προκύψουν.
         Προφανώς και δεν πρέπει κανείς να φτάνει στο άλλο άκρο και να περιμένει κάποιου είδους »ανθελληνισμό» ή αποδόμηση των εθνικών προτύπων μέσα στο δίσκο. Αυτά εξυμνούνται και εξυψώνονται, όλη όμως η προσπάθεια έγκειται στο να ιδωθούν και να διεκδικηθούν από διαφορετική οπτική γωνία κι όχι από τη χουντική που επιδιώκει να μονοπωλήσει τον πατριωτισμό για να δικαιολογήσει τις αυθαιρεσίες και την ανελευθερία του καθεστώτος. Ο δίσκος ξεκινά με τα »Παιδιά απ’ το Βραχώρι» που κινούν για τον πόλεμο με τα ιδανικά που τους έχουν οριστεί και το μόνο που καταφέρνουν είναι να χάσουν τη ζωή τους. Τόσο τα κορίτσια όσο και η γη τους πλήττονται από τη γενιά που πάει χαμένη, αφού ο κύκλος έσπασε και οι ήρωες δεν θα μπορέσουν να φέρουν σε πέρας αυτά για τα οποία ήταν από τη φύση τους προορισμένοι. Με το ρεφραίν, ο στιχουργός περιγράφει -μέσω της εικόνας των δύο παιδιών- δυο διαφορετικούς τύπους ανθρώπων που παραπέμπουν σε στάσεις ζωής της εποχής τους: ο πρώτος έχει αποδεχθεί την κατάσταση ως μη αναστρέψιμη κι αναζητά διαφυγή μέσω των ονείρων, ενώ ο δεύτερος »τροχάει το μαχαίρι» και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να αντιδράσει. Στο ίδιος μήκος κύματος και ο »Εφεδρος», νησιώτης που επίσης φεύγει από τον τόπο του και βρίσκεται εκεί που δεν ανήκει, εκεί όπου μόνο ο θάνατος τον περιμένει, με τον γενέθλιο τόπο να αργοσβήνει ως ως τελευταία του ανάμνηση πριν χαθεί για πάντα στην απόλυτη εξομοίωση του χιονιού. Τα μετάλλια θα μείνουν να σκονίζονται στον τοίχο με τα βαρύγδουπα λόγια τους, ενώ δίπλα τους δεν θα υπάρχει ζωή για να τα χαρεί. Η πραγματικότητα όπως την γνωρίζαμε έχει διασαλευθεί και οι ήρωες αφήνονται σε μια νέα μοίρα, πολύ μακριά απ’ αυτή για την οποία ήταν προορισμένοι. (Η ανάγνωση που θέλει το στίχο »πάει κι η Αμοργός» να αποτελεί έμμεση αναφορά στο Ν. Γκάτσο και κριτική στη -μη σύμφυτη εξέλιξη της Ιστορίας και του κόσμου- θετικιστική πνοή της γενιάς του 30 είναι λίγο τραβηγμένη και προς το παρόν την αφήνω εδώ)
        Επόμενη καινοτομία του κύκλου τραγουδιών αποτελεί η θέαση του πολέμου ως συστήματος που συμμετέχουν κι αυτοί που μείναν πίσω και ιδίως το γυναικείο φύλο. Η γυναίκα στην »Αλβανία» δεν είναι η Βέμπω που μιλά για τα κατορθώματα του στρατού και τα στραπάτσα του Μουσολίνι. Είναι η ηπειρώτισσα που υπερβαίνει τη γυναικεία φύση της για να μεταφέρει τα πολεμοφόδια στο βουνό κάτω από αντίξοες συνθήκες, σε μια εικόνα που θα παραπέμψει τις αντάρτισσες των ετών που θα ακολουθούσαν στη σύγχρονη ελληνική ιστορία (με το τετράστιχο του ρεφραίν να κοσμεί ένα πολύ όμορφο άγαλμα επί της Π. Μελά κοντά στο Λευκό Πύργο). Είναι η γυναίκα που θα λάβει το γράμμα του αγαπημένου της από το μέτωπο στο ομώνυμο τραγούδι, χωρίς να είναι σε θέση να ξέρει πότε -και αν- ο σύντροφός της θα είναι σε θέση να της ξαναγράψει, πολλώ δε μάλλον αν θα ζει κι ορισμένες στιγμές μετά το τέλος του γράμματος. Είναι η γυναίκα που θα επικαλεστεί την κλαίουσα Παναγιά -που κι αυτή δεν μπορεί πια να κάνει κάτι στη νέα εποχή που έχει περάσει ο κόσμος- στο ακροθαλάσσι, στην τελευταία, »ευλογημένη» (όσο στέκει πια ο όρος αυτός με το νεωτερικό ουρανό άδειο) νύχτα πριν τον οριστικό χωρισμό, στο πιο ανοιχτό ως προς τη θεματολογία του τραγούδι του δίσκου.
       Οι πολεμιστές της πυθαγόρειας »Αλβανίας» δεν είναι μηχανές θανάτου, μα άνθρωποι μα αισθήματα. Έτσι, όταν ο Αντρέας βρεθεί σε πλεονεκτική θέση έναντι των αντιπάλων του που δεν τον έχουν αντιληφθεί στο »Μάνα θα τους περιμένει», ο στιχουργός παρεμβαίνει ανοιχτά στο συμβάν και τον καλεί να μην προχωρήσει στην εξόντωσή τους. Ο Πυθαγόρας θα παρέμβει ελάχιστες φορές στα τραγούδια και μόνο όταν οι περιστάσεις είναι οριακές, όπως συμβαίνει εδώ. Στις πιο απάνθρωπες στιγμές του κόσμου, στο μέτωπο του πολέμου, ο Αντρέας καλείται να υπερβεί τις συνθήκες και να δει πως τα παιδιά που βρίσκονται απέναντί του δεν είναι παρά αντίστοιχο νέοι Ιταλοί που έχουν συρθεί στον πόλεμο για τα συμφέροντα των ισχυρών και να τους σπλαγχνιστεί, αναλογιζόμενος τη μάνα και την οικογένεια από την οποία θα λείψουν. Μια προσέγγιση πρωτοπόρα και διεθνιστική, που καταλύει τους φυλετικούς διαχωρισμούς και θυμίζει τα »Γράμματα απ’ το μέτωπο» στις »Πυραμίδες» του Ρίτσου, με τους ταξικούς διαχωρισμούς να αχνοφαίνονται ως διαμορφωτικός παράγοντας έναντι των εθνικών. (Όσο κι αν προσπάθησα -επιστράτευσα να φανταστείτε ακόμα και το Νίκο Σαραντάκο!- δεν κατέστη δυνατό να βρω ποια πόλη την Ιταλίας είναι η Μπρένη που αναφέρει ο Πυθαγόρας). Παραπλήσιο το μοτίβο και στο »μελαχρινό Ναπολιτάνο» (δεν πληροί άραγε τα κριτήρια της Αρείας Φυλής; 😀 ), που αλληλοεξοντώθηκε με τον ψαρά του Αιτωλικού Πάνο χωρίς να ξέρει πραγματικά το γιατί. Πλέον, με το θάνατο να τους σκεπάζει, έχουν εξισωθεί και μονιάσει απόλυτα, αφού άλλωστε ποτέ δεν είχαν και το παραμικρό να χωρίσουν ως άτομα κι ως πολίτες του κόσμου. Κι εδώ ο στιχουργός σχολιάζει ξανά και δηλώνει πια ξεκάθαρα τις κατευθυντήριες γραμμές του εγχειρήματός του: »Νάναι οι λαοί αδελφωμένοι, μαύροι λευκοί ένας λαός». Το κατά πόσο αυτό το δίστιχο πειθαρχεί ή όχι με την Επταετία θαρρώ πως δεν χρήζει του παραμικρού σχολιασμού…
          Στο πιο »εθνικά ορθό» τραγούδι του δίσκου, το »Αργυρόκαστρο», που ολοκληρώνεται μάλιστα και με εμβατήρια, η εικόνα του κόσμου που παραληρεί στους δρόμους προϊδεάζει  τις αυθόρμητες λαϊκές εκδηλώσεις του 1974, μετά την πτώση της δικτατορίας. Η λευτεριά τίθεται ως βασικό δικαίωμα όλων των λαών και η κραυγή: »Αέρα!» ανασημασιοδοτείται στα νέα συμφραζόμενα, αυτή τη φορά εναντίον της νέας τυραννίας του ελληνισμού. Στον »Θεσσαλό φαντάρο», τώρα, που χάνεται κι αυτός μακριά απ’ τον τόπο του, παρακολουθούμε έναν διγενικού τύπου διάλογο του πολεμιστή με το Χάρο. Ο φαντάρος τελικά υποκύπτει στο αναπόδραστο της μοίρας, κρατώντας όμως ακέραια την ψυχή και στη συνείδησή του, κάτι αντίστοιχο με την στάση που επιλέγει ο καλλιτέχνης μέσα σε ανελεύθερο περιβάλλον όπως αυτό του καθεστώτος της Επταετίας.
          Ο δίσκος ολοκληρώνεται, μετά από δύο τραγούδια που μιλούν για την πρόσκαιρη ήττα, με ένα δυναμικό κάλεσμα για αγώνα, ανατροπή και αντεπίθεση, που αποτέλεσε και τον λόγο λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου αυτός να σταματήσει να ακούγεται. Εδώ πια ο στιχουργικός λόγος είναι ωμός κι ξεκάθαρος. Και πάλι η μορφή της μάνας είναι αυτή που θα »κρύψει το σπαθί και το πιστόλι» κατ’ εντολήν του γιου, μέχρι τη στιγμή που θα πιαστεί το νήμα από το παιδί του πρώτου τραγουδιού, θα γίνει το »μεγάλο πήδημα» και η ελευθερία θα επανέλθει. Η Ελλάδα ήταν και θα είναι συνώνυμη με τη δημοκρατία και την ελευθερία και οποιαδήποτε παρέκκλιση, όπως και η ισχύουσα το 1973, θα λάβει την απάντηση που της αξίζει. Ο κύκλος έκλεισε, το πραγματικά πατριωτικό καθήκον επιτελέστηκε. Μένει μόνο να κινητοποιηθούν οι διαδικασίες που θα φέρουν την πολυπόθητη αντί-δραση.
          Η »Αλβανία» δεν είναι ο δίσκος που άλλαξε την πορεία του ελληνισμού και του ελληνικού τραγουδιού, ούτε έριξε τη δικτατορία, αποτελεί όμως την κορύφωση μιας κραυγής που αδυνατούσε να βγαίνει με το σταγονόμετρο, δοσμένη με τη σωστή ισορροπία φαινομενικής πειθάρχησης-καλέσματος σε αγώνα (κι ίσως μια προσπάθεια εξιλέωσης του ενός εκ των δύο δημιουργών). Η μουσειοποίηση και η αδιαφορία των γιορτών που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή δεν αξίζουν σε ένα τέτοιο έργο, που κινητοποιεί διαρκώς το αδρανές άτομο στην προσωπική του, αλλά και στην ευρύτερη, ανθρώπινη μάχη, δίνοντας κι ένα καλό μάθημα σε οπαδούς ακροδεξιών και φιλοφασιστικών μορφωμάτων που με την κρίση βγήκαν από τα θλιβερά λαγούμια του μίσους όπου ανήκουν. Όσο ο καθένας θα διεκδικεί τη μονοπώληση του »εθνικού» για δικό του λογαριασμό, τόσο ο Ναπολιτάνος, ο Αντρέας, ο Έφεδρος και τα Παιδιά απ’ το Βραχώρι θα είναι εκεί για να μας θυμίζουν την αέναη μάχη για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, μια μάχη πραγματικά εθνική -και γι’ αυτό, άλλωστε, τόσο παγκόσμια και πανανθρώπινη!
* Ο Θάνος Γιαννούδης είναι φιλόλογος.