του Κώστα Λουκέρη*
Κάθε εκπαιδευτικό σύστημα στα σύγχρονα έθνη-κράτη δεν μπορεί παρά να ΜΗΝ περιέχει προβλέψεις για την ανατροπή της οποιασδήποτε καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, η οποία το ιδρύει, το χρηματοδοτεί και το ελέγχει. Καμιά κυρίαρχη ομάδα ή καθεστώς δεν προέβλεψε την αυτοακύρωσή του και μάλιστα οργανωμένα και θεσμικά. Συνηθέστερο είναι να βλέπουμε κυρίαρχες ομάδες, τάξεις, συνασπισμούς τάξεων, κόμματα να αγωνίζονται μέχρις εσχάτων για την οργάνωση και εξασφάλιση της αέναης κυριαρχίας τους κι αυτό περιλαμβάνει και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Πολλές φορές η «κυριαρχία» γίνεται μέσω αυτών που αποκαλούμε ελίτ, ενός μικρού τμήματος του πληθυσμού που ξεχωρίζει, ενός τμήματος που εκπαιδεύεται εξειδικευμένα για να στελεχώσει τους πιο νευραλγικούς τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Τα έθνη-κράτη προσφέρουν πάμπολλα παραδείγματα γέννησης και αναπαραγωγής τέτοιων ελίτ, είτε αυτές αφορούν την αναπαραγωγή της οικονομικής κυριαρχίας και των οικονομικά κυρίαρχων μέσω των Πανεπιστημίων της Ivy League στις Η.Π.Α., είτε αφορούν τους αξιωματούχους της Ε.Ν.Α., οι οποίοι συνήθως στελεχώνουν και το Προεδρικό Μέγαρο στη Γαλλία, είτε τις περιβόητες σοβιετικές κομματικές σχολές.
Στην Ελλάδα τα πράγματα μοιάζουν διαφορετικά. Εδώ οι «κυρίαρχες ομάδες» μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, εντός κι εκτός αυτού, δεν επεδίωξαν μια μεθοδική, θεσμική κι ανοικτή διαδικασία αναζήτησης των αρίστων, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι τα άξια στελέχη του κράτους ή και του ιδιωτικού τομέα. Δεν επεδίωξαν κάτι τέτοιο, γιατί περισσότερο τους εξυπηρετούσε ένα κράτος-φέουδο, εντός του οποίου θα ηγούντο οι μέτριοι , παρά ένα κράτος-στρατηγείο, το οποίο και θα είχε πιθανόν αντιρρήσεις με την πελατειακή και μεταπραττική λογική των «κυρίαρχων ομάδων».
Ως εκ τούτου, οι όποιες προσπάθειες ενίσχυσης και καλλιέργειας «αριστείας» στην Ελλάδα σκόνταψαν, ακυρώθηκαν, ναρκοθετήθηκαν. Η Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, η οποία φτιάχτηκε για παραγωγή εξειδικευμένων στελεχών του δημοσίου τομέα, είδε και βλέπει τις/τους αποφοίτους της να μαραζώνουν στη δημόσια διοίκηση, παραγκωνισμένοι τόσο από την πολιτική ηγεσία όσο κι από την υπαλληλική ιεραρχία, μια που έθεταν σε αμφιβολία τις ικανότητες και τη βούληση και των δύο. Αντίστοιχα τα Πειραματικά Σχολεία καταργήθηκαν με την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία το 1981 για να μετατραπούν σχετικά πρόσφατα σε Πρότυπα Πειραματικά, να γίνουν ιδιαίτερα δημοφιλή ανάμεσα σε γονείς και φροντιστηριάρχες και να επιχειρείται να αποδομηθούν σήμερα.
Για μια φορά ακόμα στην ελληνική κοινωνία προσπαθούμε να βρούμε απαντήσεις στη λάθος ερώτηση. Γιατί η ερώτηση δεν είναι αν είναι καλή ή κακή η «αριστεία», εάν ο πειραματισμός στην εκπαίδευση ωφελεί ή βλάπτει ή εάν έχει δίκιο ο υπουργός ή οι πολέμιοι συμμαθητές του από το Κολλέγιο Αθηνών. Η ερώτηση είναι εάν η ελληνική πολιτεία θεωρεί ότι έχει την ανάγκη παραγωγής μιας ελίτ, την οποία θα παράγει το ίδιο το κράτος με συγκεκριμένο και διαφανή τρόπο ή αν θα συνεχιστεί η παρούσα κατάσταση.
Εάν δούμε τη σημερινή κατάσταση με ειλικρίνεια και καθαρό νου θα αντιληφθούμε ότι στην Ελλάδα σαφώς και υπάρχει παραγωγή μιας ελίτ. Μόνο πουτην τελευταία παράγουν «άλλοι» κι όχι το ελληνικό κράτος ή «τρίτοι» με προδιαγραφές που χει θέσει η ελληνική πολιτεία ή άλλος δημόσιος φορέας. Ο υπόδικος κύριος Χριστοφοράκος (δε θυμάμαι ποια χρόνια πήρε το βραβείο του μάνατζερ της χρονιάς) και αρκετοί άλλοι φωστήρες της ελληνογερμανικής ρεμούλας ήταν απόφοιτοι συγκεκριμένων σχολείων και σχολών. Το Κολλέγιο Αθηνών είναι η θερμοκοιτίδα πρωθυπουργών και υπουργών, των περισσότερων αποτυχημένων. Οι υποτροφίες για τις καλές Σχολές και Πανεπιστήμια των Η.Π.Α. κοσμούν τα βιογραφικά πολλών αμερικανοσπουδαγμένων και συχνότερα αποτυχημένων πολιτικών. Η στοργική Γαλλία, τροφός των επαναστατημένων Ελλήνων διανοουμένων, δε στάθηκε ικανή να σταματήσει την όρεξη των προοδευτικών αποφοίτων της από το να βάλουν το δάχτυλο στο μέλι, όταν τους δόθηκε η δυνατότητα.
Θα ήταν αστείο να περίμενε κανείς από μια χώρα στην οποία απουσιάζει ιστορικά η εθνική αστική τάξη να υπάρχει πρόβλεψη δημιουργίας ελίτ με εθνικά χαρακτηριστικά. Είναι υποκριτικό όμως να μιλούμε υπέρ ή κατά της αριστείας ξεχνώντας και την απουσία μιας εθνικής αστικής τάξης και τη δομή και λειτουργία του ελληνικού κράτους αλλά και τον μέχρι σήμερα τρόπο δημιουργίας των εγχώριων ελίτ. Στην Ελλάδα και παρά τις όποιες αξιέπαινες προσπάθειες εθνικών ευεργετών δεν ευοδώθηκαν η «αριστεία» και τα «πρότυπα σχολεία» όχι γιατί κάποιοι αριστεροί ακύρωσαν τη διαδικασία μα γιατί προτιμήθηκε η πελατειακή λογική. Οι «μέτριοι» δεν κυριάρχησαν στο δημόσιο χώρο επειδή έδιωξαν τους «άριστους». Οι «άριστοι» δεν είχαν ποτέ χώρο σε ένα σύστημα «μέτριο» που εξυπηρετούσε μέτριους πολιτικούς, μέτριους επιχειρηματίες και φυσικά μέτριους γραφειοκράτες.
Όμως όταν επιχειρείς μια αλλαγή στον εκπαιδευτικό χώρο πρέπει να ξεκαθαρίζεις ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζεις και με ποιο στόχο. Εάν το ερώτημα είναι «θέλουμε ή όχι κρατικά παραγώμενη ελίτ μέσα από διαφανείς διαδικασίες και ίσες ευκαιρίες ιδιαίτερα για τους αδυνάμους» τότε να συζητήσουμε. Να δούμε πώς δεν θα αποκλείουμε λαμπρά μυαλά για να προκρίνουμε «γόνους», πώς θα εκμεταλλευόμαστε τις καλύτερες και τους καλύτερους της κοινωνίας μας κι όχι τις κόρες και τους γιους, τ’ ανήψια και τους κουμπάρους. Να εξετάσουμε παράλληλα γιατί, τουλάχιστον μεταδικτατορικά, τα παιδιά των περισσοτέρων Υπουργών Παιδεία φοίτησαν σε ιδωτικά σχολεία, απαξιώνοντας το θεσμό που κλήθηκαν να υπηρετήσουν.
Και, ίσως το πιο σημαντικό, να δούμε γιατί στο καλό τη θέλουμε μια τέτοια άλλη «ομάδα αρίστων». Γιατί και ελίτ υπάρχει και «άριστοι» που την αποτελούν. Όμως ενώ η ελίτ υπάρχει χωρίς εισαγωγικά, οι άριστοι παραμένουν στενά εγκλωβισμένοι στα «εισαγωγικά» των πολιτικών που κλήθηκαν να υπηρετήσουν με θρησκευτική ευλάβεια ακόμα κι όταν οδηγηθήκαμε στα βράχια. Δυστυχώς ή ευτυχώς η υποκρισία δε βοηθάει να αναλύσει κανείς την πραγματικότητα.

*ο Κώστας Λουκέρης, εκπαιδευτικός και πολιτικός επιστήμονας, είναι μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας των Οικολόγων Πράσινων