Γράφει ο Θάνος Γιαννούδης, Φιλόλογος
Δεν πιστεύω σχεδόν καθόλου στις δισκοκριτικές, ιδιαίτερα στη σημερινή πραγματικότητα. »Η δισκογραφία δυστυχώς έχει πεθάνει» είχε δηλώσει ο αείμνηστος Βασίλης Δημητρίου σε έναν νέο που τού είχε στείλει στίχους, εξηγώντας του γιατί η συνεργασία τους ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί υπό τις παρούσες συνθήκες. Η ελληνική έντεχνη μουσική έχει πεθάνει θα προσέθετα επίσης. Πέθανε αργά και βασανιστικά, με τα πρώτα χτυπήματα της »γυφτιάς» και της παλινόρθωσης του ρεμπέτικου στα τέλη του 70 να δίνουν τη θέση τους στα πολύ πιο συντεταγμένα κύματα της δυτικοποίησης, του ατομικού δρόμου, της μαζικής σκυλοκουλτούρας και της καταβαράθρωσης της κάθε λογής συλλογικής συνεκτικής αφήγησης στα χρόνια που ακολούθησαν, για να έρθει έπειτα ο μετα-μοντερνισμός ως το καταφύγιο των λυκοφιλιών των συνασπισμένων μετριοτήτων για να αποτελειώσει ό,τι απέμεινε. Τη σημερινή (τι σημερινή; Μετρά δεκαετίες πια…) κατάσταση περιγράφει και ο -πάντα διεισδυτικός- Ηλίας Ανδριόπουλος στον »Πρώτο Ύμνο» του που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Ήμουν πολύ κοντά τότε στο να γράψω κάτι ανάλογο μ’ αυτό το κείμενο, όμως ο νέος δίσκος του Γιάννη Μαρκόπουλου (»Εντεύθεν», 2015) αποτέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Κι αυτό γιατί, ενώ πρόκειται για την καλύτερη δουλειά του συνθέτη την τελευταία εικοσαετία πιάνοντας το νήμα από την αριστουργηματική -και λησμονημένη- »Ανα-γέννηση», είμαι σχεδόν βέβαιος πως θα περάσει εντελώς μα εντελώς απαρατήρητος.
Ο 76χρονος Γιάννης Μαρκόπουλος, σε κάθε περίπτωση ένας Τιτάνας και ένας Σικελιανός της ελληνικής μουσικής, ίσως ο δεύτερος πιο πλήρης συνθέτης μετά τον »Παλαμά» Μίκη, με δεκάδες τραγούδια-ύμνους στο ενεργητικό του, δίνει τα πρώτα του καινούρια τραγούδια μετά την είσοδο της Ελλάδας στην εποχή των μνημονίων και του διεθνούς οικονομικού ελέγχου, με τριάντα όμως σχεδόν χρόνια να απέχουν από την τελευταία του »μεγάλη» (με τη στυγνή και γλοιώδη γλώσσα των δεικτών) επιτυχία, τον »Ηλεκτρικό Θησέα». Στο μεσοδιάστημα των δεκαετιών αυτών δεν έχει πάψει ποτέ να δημιουργεί καινούριες δουλειές (κυρίως ορχηστρικά και συμφωνικά έργα), παραμένοντας ο μόνος διαρκώς εν ενεργεία συνθέτης από την κλασική περίοδο του 60 και 70. Προσαρμοζόμενος αναγκαστικά στην εποχή του διαδικτύου, κυκλοφορεί τον δίσκο σε ψηφιακή μορφή μέσω των itunes και της πλατφόρμας του Spotify. Και κάπου εδώ αρχίζει το κακό. Το ευγενές κι αποφασιστικό πρόσωπο του συνθέτη ξεπροβάλλει σαν ζωγραφισμένο μέσα από το λευκό φόντο και ακριβώς δίπλα του πέφτουν διαφημίσεις προγραμμάτων, ευτελών τραγουδιών, καταναλωτικών προϊόντων, με αποκορύφωμα το ανεκδιήγητο »όταν τα φώτα πέφτουν, κάτι σηκώνεται, προφυλακτικά τάδε». Το σύστημα, πολύμορφο και πανέξυπνο, θα σού δώσει ως »φιλελεύθερο» τον χώρο ν’ ακουστείς, αλλά με τους όρους του, δίπλα-δίπλα με τα τίποτα, καταλήγοντας να κάψει φυσικά και τα χλωρά μαζί με τα ξερά, αφού πρώτα σέ ειρωνευτεί στα μούτρα και σέ εξευτελίσει.
Πιστός στην αρχή του για ένα έργο σύνθετο, λυρικό κι εξωστρεφές, ο μεγάλος συνθέτης δεν παρουσιάζει τίποτα κατώτερο απ’ ό,τι περιμέναμε. Μακάρι ο Γιάννης Μαρκόπουλος να έδινε ένα έργο στρυφνό, ατομιστικό, κλειστό κι ελιτίστικο, η πίκρα μου θα ήταν πολύ μικρότερη. Αντιθέτως, έχουμε να κάνουμε με την καλύτερη και την πιο πλήρη δουλειά του εδώ και δεκαετίες – κι αυτό ακριβώς είναι που κάνει την κατάσταση ακόμα πιο τραγική. Σε ποιο κοινό και σε ποια κοσμαντίληψη μπορεί άραγε να μιλήσει ένα τέτοιο έργο εν έτει 2015; Οι »παλιοί» ακροατές του Μαρκόπουλου έχουν μεγαλώσει πολύ για να κάνουν χώρο στην καρδιά και τη δισκοθήκη τους για νέα κεφάλαια, ενώ οι νέοι στους οποίους αφιερώνει κιόλας το έργο ο συνθέτης, πιθανότατα δεν γνωρίζουν καν το όνομά του, με την ευθύνη φυσικά να μην βαραίνει αυτόν ούτε στο ελάχιστο. Αλήθεια, τι ξέρει ο μέσος εικοσάρης για τη »χρυσή γενιά» του έντεχνου-λαϊκού τραγουδιού που άλλαξε τον ελληνικό πολιτισμό κι απέδειξε στην πράξη πως τα προτάγματα της Γενιάς του 30 είναι εφαρμόσιμα; Πιθανότατα μια -ηθελημένα- γραφική εικόνα του Μίκη Θεοδωράκη των σχολικών επετείων και μια οικειοποιημένη από το μεταμοντέρνο εκδοχή τμήματος του Μάνου Χατζιδάκι. Αυτά και μόνον! Αν και μού φαντάζει αδιανόητο να ζεις και να δημιουργείς το τώρα χωρίς να ξέρεις τι προηγήθηκε πριν από σένα, από πού παραλαμβάνεις και ως πού μπορείς να τό οδηγήσεις για να τό κληροδοτήσεις στους επόμενους, φαίνεται πως αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει. Μουσική αποσπασματική, εσωστρεφής, δήθεν »απελευθερωτική», χωρίς κοινές συνισταμένες βγαίνει πια αφειδώς προς το κοινό και το κενό, με ένα πρόταγμα του είδους »η ταξιδιάρα ψυχή μου πήγε στα ουράνια και κάηκε και τώρα παίζω τα ρέστα μου με τον αλανιάρη το Χάρο». Μουσική που μετά τη δύση του ήλιου θα χαθεί, αλλά δεν τήν νοιάζει γιατί θα έχει κάνει το κομμάτι της και θα έχει παρασύρει μαζί της προς το κενό και ό,τι είχε με κόπο δημιουργηθεί πρωτύτερα. Κι αν διανοηθείς να διαφωνήσεις, να σού προσάπτουν πως είτε είσαι με το συρφετό τους είτε με την εμετική σκυλοπόπ κουλτούρα. Σκοτεινιά…
Κι έρχεται, μεσούσης της σκοτεινιάς, ο Γιάννης Μαρκόπουλος να μιλήσει για το »από εδώ και πέρα». Στο επίκεντρο της προβληματικής των στίχων του κύκλου βρίσκονται η έννοια της πατρίδας, με μικρούς ηγέτες και αστέρες της »τηλεδιασημότητας» να κάνουν κουμάντο, με μετανάστες να αναζητούν »νέα αμφίβολη πατρίδα», με νιάτα καταδικασμένα να σκύβουν το κεφάλι (»να είναι η νεότητα πικρή σαν δηλητήριο/ να καταντούν τα νιάτα μας κάτεργο και μαρτύριο»), μέχρι να χτυπήσει »τρεις φορές το ξυπνητήρι». Ο δημιουργός έχει πλήρη συναίσθηση της βαλτωμένης κατάστασης και προσπαθεί να τήν αντικρούσει μέσω της αγάπης και του φωτός, με την προσπάθειά του όμως να καθίσταται αυτομάτως δονκιχωτικός και καταδικασμένος αγώνας. Το ζευγάρι άντρα-γυναίκας στο ρομαντικότατο »Πλάι στη θάλασσα» ερωταποκρίνεται, με τις κουβέντες που ανταλλάσσει και υμνούν μαγικά τον έρωτα να ηχούν στο σήμερα τόσο μα τόσο απόμακρες: »Σχεδόν να είμαι βέβαιος πως είσαι γιασεμί (…) τα άνθη και το πέλαγο σού φτιάξαν το κορμί» λέει αυτός (Δ. Αναστασιάδης), για να του απαντήσει εκείνη (Α. Ανδρεάδη) »Ο κάθε χτύπος τρέφει την ψυχή/ αχ! κι αυτή μου πλάθει το κορμί/ Αν θα γίνεις κύμα, θα ‘μαι γιασεμί/ κι ας μείνει όνειρο τούτη η στιγμή». Δυστυχώς το τραγούδι »αλανιάρη Χάρο» δεν έχει για να γίνει κατανοητό! Πιο πριν, αυτή έχει δηλώσει: »θέλω να γνωρίζω τι σημαίνει εγώ/ και ποιο το νόημα της ζωής μου εδώ». Πώς να ταυτιστεί με τη βαθιά ανάγκη για την εύρεση της σαφήνειας και της ουσίας μας ως ανθρώπινου όντος μέσω του έρωτα η σημερινή κοπέλα που έχει γαλουχηθεί στην αποσπασματικότητα και στις ιδέες πως »ο έρωτας ορίζεται μέσω της απουσίας του», »τα αισθήματα αποτελούν προβολές των άλλων», η »αγάπη συνειδητή κατασκευή» και δεκάδες άλλες παραπλήσιες αρλούμπες που κυκλοφορούν ανερυθρίαστα; Το τραγούδι καταλήγει απογειωτικά με το »άνοιγμα των περάτων του κόσμου» για να περνά η αγάπη »αμόλυντη σε κάθε εποχή». Τα μεγάλα έργα τέχνης υπερβαίνουν την εποχή τους και μιλούν στην αιωνιότητα μάς λέει η κληροδοτημένη αλήθεια, αγνοώντας όμως πόσο βίαια και χυδαία έχουν κλείσει στην παγκοσμιότητα την πόρτα που βγάζει στα ουράνια.
Σε έναν κόσμο όπου »το ηλιοβασίλεμα πεθαίνει κάθε μέρα», όπως παραδέχεται στην »Θαλπωρή», ο Μαρκόπουλος αντιτάσσει την ιδέα της θαλπωρής που μπαίνει στα σπίτι »λευκοντυμένη, με ροζ κορδέλα». Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως η θαλπωρή μπαίνει ως δια μαγείας στο κάθε σπίτι – τι θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει ο μέσος αστός στη μορφή της; Για να τήν κατανοήσει και να τήν καλοδεχτεί προϋποθέτει να έχει κοιτάξει πρώτα στην ψυχή του κι αυτό ακριβώς είναι που αποφεύγει επιμελώς η νεωτερικότητα φοβούμενη να αντιμετωπίσει το σκοτάδι της ανυπαρξίας της, γι’ αυτό εξάλλου διαρκώς τό μεταλλάσσει και τό μεταμορφώνει. »Ό,τι αλλάζει να τ’ αντέξεις» μάς συμβουλεύει αλλού, με την αγάπη να ξεπροβάλλει πάλι ως αντιστάθμισμα στη σκληρότητα της πραγματικότητας. Και φτάνουμε τώρα στην πιο συγκινητική στιγμή του δίσκου, στο τραγούδι »Θυμάμαι εσένα», σε στίχους του Γ. Σκούρτη αν θυμάμαι καλά από πέρυσι που τό ‘χα ακούσει στο Ηρώδειο -μπορεί να κάνω και λάθος (γιατί -μαντέψτε!- του Spotify δεν του καίγεται καρφί για τους άλλους συντελεστές…). Το τραγούδι είχε ακουστεί πέρυσι με τη φωνή του Λάκη Χαλκιά, για να τό ερμηνεύσει τελικά στο δίσκο ο Γιώργος Νταλάρας. Το τραγούδι αυτό, λοιπόν, που θα περάσει εντελώς απαρατήρητο όπως και όλος ο δίσκος κάτι που μαρτυρούν και οι αμείλικτοι δείκτες θεάσεων, αποτελεί (δυστυχώς) ένα από τα δέκα καλύτερα που έχει ερμηνεύσει ο τραγουδιστής στη θρυλική καριέρα του. Με αφορμή τις αναμνήσεις ενός περασμένου -αλλά όχι λησμονημένου- έρωτα, υψώνεται ένας φόρος τιμής σ’ έναν κόσμο που έχει φύγει, σε μια συλλογική αντίληψη που έσπασε βίαια, σε μια Ελλάδα που σε μια παράλληλη πραγματικότητα μάς περιμένει ακόμα κι αναρωτιέται τι έχει πάει τόσο στραβά και δεν έχουμε φανεί -ειδικά αν έχεις διαμορφωθεί με την κοσμαντίληψη του κοινωνικού τραγουδιού θα σέ κάνει να βάλεις τα κλάματα, αναλογιζόμενος τι κόσμο θα μπορούσαμε να έχουμε αν δεν είχαμε εξευτελίσει την έννοια »άνθρωπος». Προσωπικά, αυτομάτως τό κατέταξα σ’ εκείνη την πολύ κλειστή κατηγορία που έχω τους »Αργοναύτες» του Ανδριόπουλου, το »Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα» του Μίκη, το »Γράμμα απ’ τη λεγεώνα των ξένων» του Μούτση. Ο τελευταίος, όμως, που υπεραγαπώ, όπως πρώτος άνοιξε το δρόμο για το πέρασμα στην εποχή των τραγουδοποιών, πρώτος διέγνωσε και το αδιέξοδο κι έγραψε από τα 55του τον επίλογο μπροστά στο επερχόμενο τίποτα, αποσυρόμενος. Ίσως εντέλει αυτή να είναι η λύση; Δεν τό γνωρίζω, ούτε χρωματίζω θετικά ή αρνητικά τη στάση του, ειλικρινά προβληματίζομαι και αναρωτιέμαι.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, όμως, δεν αποσύρθηκε, αλλά παραμένει ενεργός και κάνει το ολέθριο σφάλμα να δώσει ένα κλασικό έργο και μια εικόνα από την ολότητα σε μια μετακλασική κι έκκεντρη εποχή, γι’ αυτό και θα φροντίσουν να τόν αγνοήσουν παραδειγματικά. Στη »Λυπημένη» που κορυφώνει και κλείνει το δίσκο, ο συνθέτης μελοποιεί ξανά τον πολυαγαπημένο του Γιώργο Σεφέρη και το πολύ γνωστό ποίημα της κομβικής για την ελληνική Λογοτεχνία »Στροφής» του. Τολμώντας να μελοποιήσει ένα ποίημα ογδόντα ετών, ο Μαρκόπουλος δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να μάς υπενθυμίζει την αλήθεια ή -αν προτιμάτε τα λόγια του νομπελίστα ποιητή- »το νόημα που στον κόσμο δίνει έναστρος ουρανός». Πόσο γραφικό, αλήθεια, φαντάζει στον μετανεωτερικό κόσμο μας να λες πως ένα συν ένα ισούται με δύο ή πως το Β έπεται του Α! Όχι, Γιάννη Μαρκόπουλε, δεν ξέρετε ούτε ο Σεφέρης ούτε εσύ, οι ευτελιστές της ανθρώπινης ύπαρξης ξέρουν, γι’ αυτό κι έφτιαξαν έναν κόσμο φαιό και μικροπρεπή, ίσο δηλαδή με τα μέτρα τους και το ανάστημά τους. Αυτός είναι κι ο λόγος, άλλωστε, που θα βγουν να σέ χαρακτηρίσουν »εκφραστή μιας άλλης, ξεπερασμένης εποχής», ονομάζοντας την επίχρυση μετριότητά τους που τοποθετούν στο κέντρο του περίκλειστου σύμπαντός τους »εκφραστή του τώρα». Ντροπή σου, λοιπόν, Γιάννη Μαρκόπουλε, που βγαίνεις σαν από μια ρωγμή του χρόνου και μάς δίνεις ψεύτικες ελπίδες, θυμίζοντάς μας τι σήμαινε άνθρωπος και Ελλάδα πριν αρχίσει η παραχάραξη του είναι τους! (…) Σκοτεινιά και πάλι σκοτεινιά κι έχει πολύ ακόμη να χειροτερέψει η κατάσταση στον αιώνα που απλά αποδομεί ό,τι έφτιαξαν οι προηγούμενοι. Μέ τρομάζει η οικειοποίηση επιλεκτικών όψεων του έντεχνου-λαϊκού από το μεταμοντέρνο που αναμένεται να λάβει χώρα τις δεκαετίες του 2020 και 2030, πιάνοντας το νήμα από τις επιλεκτικές παλινορθώσεις του Ρεμπέτικου και του Λαϊκού, ακόμα περισσότερο όμως μέ τρομάζει αυτό που θα ακολουθήσει μετά. Εκεί που λες ότι δεν έχει άλλο, να που βυθίζεσαι ένα ακόμα επίπεδο. Κανονικά τώρα έπρεπε να βγω και να γράψω ένα φινάλε με ευχολόγια, σαν κάτι μαγικό που θα μάς βγάλει από το σκοτάδι, όμως λυπάμαι, αδυνατώ, γιατί βασικά δεν είμαι πια καθόλου σίγουρος ότι αυτό θα συμβεί. Για την ακρίβεια, τα εικοσιπέντε χρόνια που βρίσκομαι σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είχα ποτέ περισσότερες αμφιβολίες από αυτήν τη στιγμή….
5 Σχόλια
Comments feed for this article
12 Αυγούστου, 2015 στις 9:12 μμ
σχολιαστης
Καλός είναι, κορυφαίος δε νομίζω!
13 Αυγούστου, 2015 στις 12:59 πμ
bas
Μετά από αυτό θα ήταν δόκιμο να ονομάζεται ο Αι-Γιάννης ο Μαρκόπουλος.
(Σε μια χώρα όπου ελλείψει αρίστων οι μέτριοι αποθεώνονται)
13 Αυγούστου, 2015 στις 7:20 μμ
nikiplos
κατ’ αρχήν να συγχαρώ τον ΚΓ για το κείμενο της παρουσίασης της δουλειάς «εντεύθεν» του Γ. Μαρκόπουλου. Κάπως πρωτότυπη βέβαια είναι αυτή η παρουσίαση αφού την εντάσσει και την εκτείνει μέσα στον γενικότερο πολιτισμικό μαρασμό της ελληνικής κοινωνίας, όχι μόνο εκείνον της λαϊκής μας μουσικής. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό ακριβώς πρώτα· το σημείο εκείνο της επιτυχίας ή αποτυχίας ενός καλλιτεχνικού εγχειρήματος που απευθύνεται στο ευρύ κοινό: το λαϊκό τραγούδι, στην μορφή που καταχρηστικά στα ελληνικά αποκαλείται ως ‘έντεχνο-λαϊκό’.
Πριν μιλήσουμε με τα αμείλικτα νούμερα, τους αριθμούς, ας δούμε ένα μέρος της εικόνας που είναι η δεκτικότητα του κοινού. Είναι αναμφισβήτητο ότι το κοινό αφομοιώνει τα πιο εύπεπτα τραγούδια πιο εύκολα. Ένα σουξεδάκι, ολίγον καψουροτράγουδο με μουσικούλα τζινγκλάκι που επίσης απομνημονεύεται εύκολα. Ένα δύσκολο τραγούδι, είτε ξεχνιέται, είτε απλά ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά για μια ακόμη … ζεμπεκιά, όπως πχ τα δυσερμήνευτα τραγούδια του Δημήτρη Μητροπάνου. Ο Μίκης αυτήν την δεκτικότητα την είχε περιγράψει σε man work hours: Θέλει πολλές για να ακούσεις Βάγκνερ, ελάχιστες για Σπύρο Ζαγοραίο…
Αναμφισβήτητα αυτή η δεκτικότητα έχει να κάνει και με την ιστορική φάση που περνάει η κοινωνία που καλείται να αφομοιώσει την προσφερόμενη κουλτούρα. Τα μετεμφυλιακά βάσανα κι εκείνα της ξενητιάς έκαναν ευεπίφορο το κοινό στο να δεχτεί στα 60ς τον Ζαγοραίο αλλά και τον Μπιθικώτση. Το καθημαγμένο στη γωνία κοινό αναζητούσε εναγώνια μια ταυτότητα, ένα σταθερότερο βάθρο. Αυτό του το προσέφερε η ποίηση, κι ας μην την καταλάβαινε· Καταλάβαινε το μπουζούκι, τον Μπιθικώτση, τη χροιά της φωνής. Τον πολιτικό βρασμό, τον εξέφρασαν μια χαρά οι μουσικοί θούριοι και τα εμβατήρια του Μίκη. Το κοινό ήταν εκεί να συστρατευτεί, έτσι κι αλλιώς θα το έκανε αργά ή γρήγορα· όπως το έκαναν και οι στημμένοι από τα τηλεοπτικά δίκτυα απελευθερωτές του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν. Ένα καλό χολυγουντιανό σκηνικό θέλει και την απαραίτητη μουσική υπόκρουση.
Ήταν λοιπόν αναμενόμενο βάσει αυτής της ιστορικής μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας της Μεταπολίτευσης, από τον κορεσμό του πολιτικού τραγουδιού, σε πιο δυναμική λαϊκοπόπ κουλτούρα. Η κλάψα και το μοίρι, μοίρι του Κοντολάζου και του Μυτιληναίου, έδωσε τη θέση της στην σκυλοποπ κουλτούρα της Ταραχής του Λευτέρη Πανταζή και της μαζικής στρατιάς των απίθανων νέων τραγουδιστών τύπου Σάκη Ρουβά, αυτού που οι πιστοί οπαδοί του Ζαγοραίου ονόμασαν «πουστροσκυλάδικο». Αυτά τα εγχειρήματα φυσικά δεν ήταν καθόλου αυθόρμητα, αλλά επιβλήθηκαν από την εγχώρια λαϊκοπόπ κουλτούρα: τα λαμογοκλεμμένα χρήματα, έπρεπε να φαγωθούν στις σκυλοπίστες-υπερπαραγωγή του Αχιλλέα Μπέου, όχι με ταπεινό «μπαλαντάϊ» αλλά πλέον με Σκωτσέζικο Μάλτ, αμαξάρα Καγιέν, δίμετρη γκομενίτσα φερέλπιδα της πασαρέλας, πουράκλα αβάνας και όλο το συρφετό του ατάλαντου ελληνικού wanabies που συνωθήθηκε υπό την πολιτιστική μπαγκέτα του Πέτρου Κωστόπουλου. Η κοινωνία είχε απωθημένα να «γαμήσει» και να σκίσει, να κάνει εφέ, θόρυβο γύρω από τα ασήμαντα ονόματά της. Μάϊκονος και Ψαρρού και (αρχιδο)ξαπλώστρα των 3000€/μήνα ή στα χρόνια του ΚΑΚ, της αφθονίας και της σπατάλης 1000€/εβδομάδα. Η Κομμώτρια από τη Λάρισα με ένα εξάμηνο weight wachers και μπόλικη σιλικόνη, είχε την τιμητική της. Βουρ στον πατσά!
Η κοινωνία που τη διαδέχθηκε δεν έχει χρόνο. Δεν σνομπάρει όλα αυτά. Τα επιτιμά χαιρέκακα γιατί δεν έχει την δυνατότητα να τα απολαύσει. Δεν τα ακύρωσε επ’ ουδενί. Τα ιλουστρασιόν περιοδικά με τα ξέκωλα, συνεχίζουν ακάθεκτα… Η κοινωνία χειμάζεται αποχαυνωμένη με το i-phone ή την φθηνιάρηκη παραλλαγή της του 100€ στο χέρι. Ακουστικά, δυνατή η μουσική, σέλφις, «κοίτα τι ωραία περνάω εγώ ρε μαλάκα μου»… Η ευκολία ανήχθηκε σε «βύσμα» και η επιτυχία σε «λαμόγιο». Πλέον η φράση «λαμόγιο» δεν αποτελεί βρισιά, αλλά κοπλιμέντο.
Δεν είναι μόνο ο δίσκος του Γιάννη Μαρκόπουλου που δεν τον έχω ακούσει και δεν αμφισβητώ τον αρθρογράφο, που θα περάσει απαρατήρητος, είναι το σύνολο της έντεχνης εγχώριας μουσικής. (Αποφεύγω τον όρο έντεχνο-λαϊκό, γιατί εμπεριέχει μιαν υποκρισία· Ο Τσιτσάνης ήταν άτεχνο λαϊκό ας πούμε? )
Ποιά από τις καλές μας χορεύτριες είναι γνωστή? Ποιοί συγγραφείς ή ποιητές? Ποιοί νέοι μουσικοί? Ακόμη και από τους λαϊκούς τρε μπανάλ, ο Καραντίνης είναι στην ηλικία μου, πενηνταρίζει οσονούπω…
Η κοινωνία είχε πάντα ένα ευάριθμο μουσικό κίνημα που σύχναζε σε τελείως στεγανά όπως Κλασσικά Ωδεία, Αίθουσες, Μέγαρα κοκ. Αυτό το τμήμα ήταν πάντοτε ελιτίστικο και ξεκομμένο από την κοινωνία. Ήταν βέβαια λογικό: Για τον Γερμανό, ο Μπαχ έχει παρωδήσει τη λαϊκή του μουσική παράδοση. Στην Ελληνική Μουσική, ούτε ο Χρήστου, ούτε ο Ξενάκης έκαναν κάτι τέτοιο. Την διαφορά την έκανε το έντεχνο: Χατζηδάκης, Θεοδωράκης, Μούτσης, Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Μικρούτσικος, Λεοντής κοκ. Το έντεχνο πήρε τη λαϊκή μουσική παράδοση και την πήγε έξω από τα όρια της μονότονης μονωδίας του ανατολίτικου μακαμιού. Έβαλε ξόμπλια, στολίδια, δρόμους, εναρμονίσεις, ήχους αλλά και λόγια… Το ζήτημα, είναι ότι δεν έγινε με τη σειρά του κλασσικό, ώστε να αρχίσει να δημιουργεί παράδοση. Σε αυτό ο συγγραφέας του άρθρου Θάνος Γιαννούδης έχει απόλυτο δίκιο: Η κοινωνία αντέδρασε με την επανανακάλυψη του ρεμπέτικου, την «εκδίκηση της γυφτιάς».
Η μουσική κουλτούρα του έντεχνου αλλοτριώθηκε σε «ό,τι του φανεί του λωλοστεφανή»… Χάθηκε σε κενά, υπήρξε αποσπασματική, κατακερματισμένη, ανερμάτιστη. Αλλά όπως είπαμε, το κοινό δεν ενδιαφερόταν πλέον. Ξέφρενο είχε ορμήξει στα ΜΟΠ, στα πακέτα Ντελόρδας, στους αεριτζήδες: Το ενδιέφερε μόνο χλιδή φράγκα γκόμενες… Ακόμη και για τον φτωχό μεροκαματιάρη, ήρθαν οι Ρωσίδες και οι Βουλγάρες και τον ξεχαρμάνιασαν…
Συμφωνώ με τον κύριο Γιαννούδη. Όλα ετούτα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ενδεικτικά μιας θνήσκουσας παρακμής. Θα ακούσω τον δίσκο του ΓΜ για πολλούς λόγους, κυρίως γιατί ανέκαθεν υπήρξα φανατικά πιστός του. Όχι από το σποτιφάϊ, ούτε από το σπεντζοφάϊ… Μάλλον από Σιντί… 🙂
(συγνώμη για το σεντόνι… )
14 Αυγούστου, 2015 στις 12:26 πμ
Πάνος
νικι,
ες αύριον 😉
21 Αυγούστου, 2015 στις 4:30 μμ
thanosgiannoudis
Μια διόρθωση στους στίχους της »Θάλασσας» – »κι ας μείνει αιώνια τούτη η στιγμή» είναι το σωστό.