(Σχόλια σε μια συζήτηση του 2008, στην καλύβα, όταν συζητούσαμε για το πώς θα ονομαστεί μια στάση του… μετρό της Θεσσαλονίκης! https://panosz.wordpress.com/2008/07/13/metro/ )
Η Θεσσαλονίκη είναι πολυπολιτισμική πόλη. Δεν έχει πια πολλούς Εβραίους. Δεν υπάρχουν μουσουλμάνοι εξ Οθωμανών – αλλά θα εκπλαγείς αν κάτσεις να δεις από πόσες καρυδιές καρύδια υπάρχουν εδώ… Πολυπληθέστεροι οι Αλβανοί και οι Πόντιοι από την τέως Σοβιετική Ένωση, αλλά και οι παλαιοί (τρεις γενιές, μονάχα…) Πόντιοι πρόσφυγες και Έλληνες Μικρασιάτες και Αρμένιοι και ευάριθμοι Γερμανοί (μεγάλη παροικία στην Περαία!) και Ρώσοι και παντοειδείς Βαλκάνιοι (μεταξύ τους λίγοι Έλληνες Βορειοηπειρώτες) και αρκετοί Παλαιστίνιοι και Λιβανέζοι και Σύροι και Αφρικάνοι (κυρίως από Νηγηρία και Τσαντ ) και Κινέζοι…
…και (βεβαίως… ) πάμπολλοι Μωραϊτες, αιγαιοπελαγίτες,, Κρητικοί, Βλάχοι, Σαρακατσαναίοι, Καραγκούνηδες κλπ κλπ…
Μόνο Επτανησιακή παροικία δεν έχω εντοπίσει (κυρίως από φολκλορικές εκδηλώσεις) αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κιόλας! Τώρα που το σκέφτομαι θυμάμαι έναν Κεφαλλονίτη που είχε (έχει;) ταβέρνα στην Ολυμπιάδος! Ξέρω κι έναν Λευκαδίτη οδοντίατρο, που πήρε… »Ρωσοπόντια» – και οι κόρες τους αριστεύουν στα γράμματα και τον αθλητισμό!
Κάθε προέλευση και μια διαφορετική κουλτούρα …ως τώρα. Τώρα είμαστε στη φάση της ταχείας ομογενοποίησης, με εμβληματικά σημεία σύγκλισης το σκυλάδικο, το φραπόγαλο, την αντιπαροχή, το ΙΧ και τον… Ψωμιάδη.
Σημειώνω την εμπειρική μου παρατήρηση ότι σοβεί πραγματικός ρατσισμός των παλαιών ποντίων προσφύγων εις βάρος των ποντίων που ήρθαν πρόσφατα, από την τέως Σοβιετική Ένωση. Αυτό, ως καλοκάγαθος Μωραϊτης, δε μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω…
Να μη ξεχάσουμε μια από τις πιο σημαντικές (πολυπληθείς) ομάδες: τους Ρομά.
Και, φυσικά, υπάρχουν κάθε λογής Μακεδόνες και Θρακιώτες. Όπως και λίγοι (αλλά… γεροί) Κωσταντινουπολίτες.
*
Υπολείμματα του παρελθόντος υπάρχουν ακόμα, πολλά. Το πρόβλημα είναι η ανάδειξή τους. Ας έχουμε υπόψη, ωστόσο, ότι η πληθυσμιακή αναλογία θα ήταν εντελώς διαφορετική υπέρ των γηγενών Ορθοδόξων (Ελλήνων) αν δεν γινόταν η μεγάλη σφαγή του 1821 – για την οποία έμαθα κι εγώ από τον Μαζάουερ. Μιλάμε για ολοκαύτωμα αναλόγου μεγέθους με εκείνο των Εβραίων!
Και κάτι άλλο: έχω διαβάσει ότι το πογκρόμ που έγινε πριν τον Β’ΠΠ είχε ως αποτέλεσμα τη φυγή 10.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Παλαιστίνη!
Όσο για την πολιτική στάση των Εβραίων (μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων), ήταν σαφής η επιλογή τους. Η Εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης έκανε λάθος εκτίμηση – και το πλήρωσε ακριβά. Αλλά σαφέστατα δεν είναι αυτός ο λόγος που εξαφανίστηκε: ο λόγος ήταν οι Ναζί.
*
Η συζήτηση που έγινε στην καλύβα με αφορμή την πρόταση για ονομασία μιας στάσης του μετρό της Θεσσαλονίκης με τρόπο που να θυμίζει την ιστορική παρουσία της εβραϊκής κοινότητας, ήταν εκτεταμένη και, πολλές φορές, έντονη.
Εκείνο που περνάει σαν κόκκινη γραμμή και αυτή τη συζήτηση, όπως όλες αυτού του είδους τις συζητήσεις, είναι η επιζητούμενη σχέση με τη μνήμη και την ιστορία. Πολύ φυσικά, καθένας επιλέγει τη μνήμη και διαμορφώνει την ιστορία, ανάλογα με το πώς προσδοκά (επιθυμεί) να ερμηνεύσει το παρόν και να προδιαγράψει το μέλλον.
Αποτέλεσμα είναι να βλέπουμε σε τέτοιου είδους συζητήσεις να μπερδεύονται απροσδόκητα η επίκληση της παράδοσης με νεωτερικά προτάγματα ή ο καλοκάγαθος ουμανισμός με ένα μόλις καλυπτόμενο κυνισμό. Ωστόσο, όταν κλείνει ένας τέτοιος κύκλος, έρχεται η ώρα της ψύχραιμης σκέψης… για να ανοίξει έναν καινούριο, παρόμοιο με τον προηγούμενο. Αλλά, πάντα μένει κάτι. Τουλάχιστον για όσους συζητάμε καλόπιστα και χωρίς a priori στόχευση την αυτοδικαίωση.
Δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να αποδίδει το φαινόμενο του Ολοκαυτώματος των Ελλήνων Εβραίων (1943- 44) σε άλλο παράγοντα, πέρα από τους ναζί. Οι τριβές, η (αμοιβαία, άλλωστε) καχυποψία, η σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων, οι προκαταλήψεις κλπ μεταξύ των εβραϊκών κοινοτήτων και των ελληνόφωνων πληθυσμών του ελληνικού κράτους, σε όλη την ιστορική του διαδρομή, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Η ιστορία έχει καταγράψει τρεις «ιδρυτικές» για το ελληνικό κράτος σφαγές εβραϊκών κοινοτήτων, στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του ’21: στην Τριπολιτσά, στο Βραχώρι (Αγρίνιο) και στο Νιόκαστρο. Έχει καταγράψει και δυο πογκρόμ, εις βάρος των Ελλήνων Εβραίων: στην Κέρκυρα (1891) και στη Θεσσαλονίκη (1931).
Ωστόσο είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αντισημιτισμός, με τη μορφή την έκταση και την «ιδεολογική επεξεργασία» που έλαβε αυτός σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Καχυποψία, αντιπάθεια κλπ υπήρχαν και στον 19ο και 20ο αιώνα. Όπως υπήρχε και η μακραίωνη συμβίωση, η οποία δημιουργούσε δεσμούς ανάμεσα στους Έλληνες και τους Εβραίους. Θέλω να πω, ότι μετά το 1921 και πριν το Ολοκαύτωμα, οι σχέσεις με τις εβραϊκές κοινότητες δεν ήταν μονοδιάστατες, ή άσπρο ή μαύρο. Στο χώρο και στο χρόνο εμφανίζονταν και όλα τα ενδιάμεσα χρώματα. Συστηματικός, κατά κάποιον τρόπο, και πολιτικά / κοινωνικά αξιόλογος αντισημιτισμός εμφανίστηκε ουσιαστικά μία φορά, περί το 1931, αλλά ήταν και τοπικά και χρονικά περιορισμένο φαινόμενο, καθώς δε μπόρεσε ούτε να διαρκέσει, ούτε να επεκταθεί πέραν της Θεσσαλονίκης.
Στο πρόχειρο αυτό σημείωμα δε θα μείνω ιδιαίτερα στα γεγονότα πριν το Ολοκαύτωμα της κατοχής. Ωστόσο, θα ήθελα να σημειώσω ότι στη συνείδηση των ορθόδοξων ελληνόφωνων πληθυσμών, που περνούσαν από την οθωμανική κυριαρχία στη συγκρότηση του νεωτερικού εθνικού κράτους, οι εβραϊκές κοινότητες ήταν πολιτικά εχθρικές, καθώς μέχρι τέλους είχαν συνδέσει τα συμφέροντά τους με τη συντήρηση της Αυτοκρατορίας. Δηλαδή, με την αναστολή της εθνικής / πολιτικής/ κοινωνικής / οικονομικής προοπτικής για τους επαναστατημένους ή ευρισκόμενους σε εμπόλεμη κατάσταση / αντιπαλότητα με τους Τούρκους, επί έναν ολόκληρο αιώνα (1821- 1922). Σε όλη αυτή την περίοδο, η στάση των εβραϊκών κοινοτήτων απέναντι στους Έλληνες συμπατριώτες τους ήταν επιφυλακτική – κι αυτό μεταφραζόταν αυτόματα σε εχθρική. Οι εβραϊκές κοινότητες είχαν εντελώς διαφορετικούς στόχους: ήθελαν να προφυλάξουν τις σχέσεις και τα προνόμια που είχαν εξασφαλίσει στα πλαίσια των μιλλέτ της Αυτοκρατορίας και, προφανώς, δεν μπόρεσαν να εκτιμήσουν (προβλέψουν) σωστά τις ιστορικές εξελίξεις και να προσαρμοστούν σε αυτές.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αν δε μεσολαβούσαν οι ναζί, οι ελληνικές εβραϊκές κοινότητες θα ήταν ένας από τους σημαντικότερους στρατηγικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της χώρας μας. Κι ακόμα, οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή πιθανότατα θα ήταν διαφορετικές. Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, τολμώ να ισχυριστώ ότι θα ήταν σήμερα μια από τις οικονομικές και πολιτισμικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, αν δεν καταστρεφόταν η εβραϊκή της κοινότητα. Αλλά, η θύελλα του ναζισμού τα έφερε έτσι ώστε όλα αυτά να είναι απλές υποθέσεις – και η Θεσσαλονίκη να έχει μεταβληθεί ανεπανόρθωτα σε Μπουγατσαδούπολη. Αλλά με τα «αν» δε γίνεται δουλειά – ας επιστρέψουμε στην πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι ότι το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων αντιμετωπίστηκε από τον ελληνικό λαό, το επίσημο ελληνικό κράτος, την ορθόδοξη Εκκλησία και τις μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις (ΕΑΜ- ΕΛΑΣ ) ως πρόβλημα που αφορούσε δυο ξένους: τους Γερμανούς και τους Εβραίους. Οι Γερμανοί ήταν αυταπόδεικτα ξένοι. Και οι Εβραίοι θεωρήθηκαν ξένοι γιατί υπήρξαν αδιάφοροι / αμέτοχοι / επιφυλακτικοί ή και εχθρικοί στη θανάσιμη πάλη των Ελλήνων και του νεότευκτου κράτους τους με την Αυτοκρατορία. Επιπλέον, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, η αυτάρκεια της εβραϊκής κοινότητας (απόρροια του μεγέθους της, της πολιτισμικής της στάθμης και της παράδοσής της ) την οδήγησε στο να τονίζει τη διαφορά και την αντίθεση με το κυρίαρχο πια ελληνικό στοιχείο, γεγονός που επέτεινε το διαχωρισμό – τη στιγμή που θα έπρεπε να επιδιωχθεί, ως πολιτική προτεραιότητα, η ώσμωση και η άμβλυνση των αντιθέσεων. Η εβραϊκή κοινότητα ουσιαστικά συνέχισε να εφαρμόζει την παλαιά της πολιτική, ενώ οι συνθήκες είχαν αλλάξει άρδην.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι στα 1943 η εβραϊκή κοινότητα δεν είχε δημιουργήσει κανέναν ουσιαστικό πολιτικό / συμμαχικό δεσμό με ελληνικές δυνάμεις (κρατική ελίτ, Εκκλησία, αντίσταση) που θα μπορούσαν, την κρίσιμη στιγμή, να δράσουν, όχι για την αποτροπή του Ολοκαυτώματος (αυτό ήταν αδύνατον) αλλά για το μετριασμό του αριθμού των θυμάτων του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ούτε το επίσημο ελληνικό κράτος, ούτε καν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ έδωσαν σημασία και βαρύτητα στο Ολοκαύτωμα ΜΕΤΑ την απελευθέρωση, παρόλο που το συγκεκριμένο έγκλημα αφορούσε το μεγαλύτερο αναλογικά σύνολο Ελλήνων πολιτών, που δολοφονήθηκε από τους ναζί.
Οι πολιτικές κινήσεις που έγιναν στα 1943, κυρίως από τη Εκκλησία, με πρωτοστατούντα τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, για την αποτροπή του Ολοκαυτώματος (προς τον πρωθυπουργό Λογοθετόπουλο και προς τις Γερμανικές αρχές κατοχής ) έγιναν αργά (τις μέρες που είχε ήδη αρχίσει η μεταφορά των Θεσσαλονικιών Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης), ήταν υποτονικές (αν συγκριθούν με τις άλλες δυναμικές καμπάνιες ανυπακοής που πραγματοποιήθηκαν στην κατοχή ) και είχαν ως βασικό αίτημα την ανθρωπιστική μεταχείριση των Ελλήνων Εβραίων – και τίποτα περισσότερο. Η μοναδική κίνηση στη Θεσσαλονίκη καταγράφεται (και πάλι ) ως πρωτοβουλία της Εκκλησίας (μετά από έκκληση του Συμβουλίου της εβραϊκής κοινότητας ), σε επίπεδο ενοριών – και είχε ως αποτέλεσμα την (περιορισμένη, από τα πράγματα ) έμπρακτη συμπαράσταση πολλών Θεσσαλονικιών προς τους Εβραίους, αλλά σε προσωπικό πάντοτε επίπεδο.
Αξίζει να συγκριθεί αυτή η δραστηριότητα με εκείνη της Κέρκυρας (που απέτυχε, παρόλη την έντασή της) εκείνη της Ζακύνθου (που πέτυχε απολύτως) και εκείνη των Αθηνών (που πέτυχε, σε σημαντικό βαθμό). Αξίζει επίσης να επισημανθεί το εκτεταμένο φαινόμενο προστασίας των φυγάδων Εβραίων, είτε από τις αντιστασιακές οργανώσεις, είτε από την Εκκλησία (Δαμασκηνός) σε συνεργασία με κρατικές δομές (Έβερτ) είτε από ανθρώπους της υπαίθρου, το οποίο όμως γινόταν σε προσωπική βάση και υπό το πνεύμα του ανθρωπισμού και της συμπαράστασης στον συγκεκριμένο διωκόμενο ή τη συγκεκριμένη διωκόμενη οικογένεια.
Ειδικά για το Εβραϊκό Νεκροταφείο (σημερινό ΑΠΘ ) το αίτημα της κατάργησής του και της απόδοσης του χώρου σε άλλες χρήσεις ήταν κοινωνικό και το είχαν θέσει ήδη από το 1925 οι πρόσφυγες που κατέκλυζαν τις γύρω συνοικίες – και οι οποίοι επιζητούσαν την έκταση για τις δικές τους ανάγκες στέγασης. Το επίσημο κράτος ήθελε το χώρο για να στεγάσει το Πανεπιστήμιο. Ωστόσο, τίποτε δεν είχε γίνει ως το 1942, καθώς οποιαδήποτε σχετική ενέργεια ήταν αυτονόητο ότι θα έπρεπε να γίνει μετά από συνεννόηση με την εβραϊκή κοινότητα.
Αν δούμε την εκρηκτική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή, αλλά και στη συνέχεια, θα διαπιστώσουμε ότι πολύ δύσκολα θα παρέμενε ως τις μέρες μας η έκταση του νεκροταφείου στην αρχική της χρήση. Η επιχείρηση της «εκκαθάρισης», που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1942, με ευθύνη της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας (δηλ. του ελληνικού κράτους ) αποτελεί ανεξίτηλο ιστορικό στίγμα, γιατί:
– έγινε χωρίς να προηγηθεί συνεννόηση με την εβραϊκή κοινότητα – και χωρίς να προβλεφθεί κανένα εύλογο αντάλλαγμα.
– υλοποιήθηκε σε μια ιστορική στιγμή όπου η εβραϊκή κοινότητα βρισκόταν σε θανάσιμη αγωνία και απόλυτη πολιτική και κοινωνική αδυναμία.
– πραγματοποιήθηκε με τον πιο χυδαίο τρόπο, χωρίς να ληφθεί πρόνοια για σηματοδότηση του χώρου και απόδοση οποιασδήποτε τιμής στους νεκρούς (και κατά προέκταση στους ζωντανούς -ακόμα – Έλληνες Εβραίους )
– δεκάδες χρόνια μετά, το επίσημο ελληνικό κράτος, το ΑΠΘ και ο Δήμος της Θεσσαλονίκης εξακολουθούν να παριστάνουν τον ανήξερο / αδιάφορο για το γεγονός.
Τα τρία πρώτα στοιχεία αφορούν το ελληνικό κράτος (κατοχικό, εμφυλιακό και αυτό που ακολούθησε) και την πόλη της εποχής (αρχές και κατοίκους), συνολικά.
Το τελευταίο αφορά πρωτίστως όλους εμάς, τους σημερινούς κατοίκους της ευρύτερης Θεσσαλονίκης – και αναμένει ακόμα τη λύση του.
Διατύπωσα εξαρχής τις επιφυλάξεις μου για την ονομασία της στάσης του μετρό «Παλαιό Εβραϊκό Νεκροταφείο» ή «Εβραϊκά μνήματα», γιατί δε νομίζω ότι θα αποδειχτεί λειτουργική στην πράξη. Μετά τη μεγάλη συζήτηση που έγινε, στην καλύβα και στου abravanel, που άνοιξε το θέμα στα ιστολόγια, θα επιχειρήσω να διατυπώσω ορισμένες προτάσεις.
Σήμερα η Θεσσαλονίκη είναι πολυπολιτισμική πόλη. Ταυτόχρονα, η διαδικασία ομογενοποίησης των πάντων (σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο) βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Αν τα πράγματα εξακολουθήσουν να κινούνται στην ίδια φορά, συζητήσεις όπως αυτή δεν θα έχουν το παραμικρό νόημα σε λίγα χρόνια από τώρα.
Δε νομίζω ότι μπορεί να επιτευχθεί κάτι με την παραδοσιακή επίκληση του φιλότιμου, του ανθρωπισμού, της ευθύνης, της υποχρέωσης κλπ. Ούτε καν με επίκληση της ενοχής.
Το πρόβλημα της μνήμης για την εβραϊκή κοινότητα είναι πρόβλημα μνήμης της συνολικής ιστορίας της πόλης. Αφορά και τους μουσουλμάνους και τους Αρμένιους και τους Σλαβομακεδόνες και όλες τις άλλες ιστορικές παρουσίες, που σήμερα υπάρχουν μονάχα ως «φαντάσματα». Η λύση του προβλήματος έχει δυο προϋποθέσεις:
α) τη δυνατότητα αυτοκατάφασης των σημερινών κατοίκων (εννοώ του κυρίαρχου, αν και πολυμερούς, ελληνικού στοιχείου), και
β) την προοπτική μιας άλλης πορείας για το μέλλον της Θεσσαλονίκης.
Μόνο αν η σημερινή Θεσσαλονίκη στηριχτεί στα πόδια της πολιτικά και πολιτισμικά, αν διεκδικήσει ένα διαφορετικό μέλλον, με μια δυναμική διεκδίκηση μιας διαφορετικής ποιότητας ζωής, θα μπορέσει να «τακτοποιήσει» και τους εκκρεμείς λογαριασμούς με το παρελθόν της.
Η Θεσσαλονίκη του Ψωμιάδη, του Άνθιμου, του Παπαγεωργόπουλου, της φοβικής και συντηρητικής της αριστεράς, της ψοφοδεούς κάστας των πανεπιστημιακών και της παρόμοιας του εμπορικού / επιχειρηματικού της κόσμου, με τις εσωστρεφείς και οπισθοδρομικές ενώσεις των Ελλήνων προσφύγων της κλπ δεν είναι σε θέση να το κάνει. Ουσιαστικά, δεν έχει κανένα μέλλον – οπότε δεν έχει ούτε τα φόντα να αναμετρηθεί και με την ιστορία της.
Συνεπώς, η διαδικασία ανάδειξης της ιστορικής μνήμης για την εβραϊκή κοινότητα της πόλης δεν είναι κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί μεμονωμένα και ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που γίνονται στην πόλη. Με αυτή την έννοια δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος, ότι κάτι σημαντικό θα συμβεί τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο, προσπαθώντας να ενισχύσω την άποψη ότι πέρα από τον ουμανισμό, τις καλές προθέσεις κλπ είναι ύψιστο συμφέρον της πόλης να αναδείξει την πραγματική ιστορία της, διατηρώ την ελπίδα για ένα διαφορετικό μέλλον.
Ίσως με δικαιώσουν τα μικρά παιδιά, που πλημμυρίζουν στα διαλείμματα τα τσιμεντένια προαύλια των σχολίων. Ανάμεσά τους, και τα δικά μου παιδιά.
*
Η φωτογραφία: Εβραίοι φρουτέμποροι της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 20ου αιώνα. Πηγή: https://enthemata.wordpress.com/2012/07/22/kakouriotis1/
5 Σχόλια
Comments feed for this article
22 Οκτωβρίου, 2015 στις 3:33 πμ
lycabettus
Πόσο μας τιμάει που ασχολείσαι (και δημοσιεύεις) αυτά!
Ως «καλοκάγαθος μωραϊτης» (αλλά και ως έλληνας), με πιάνει μεγάλος καημός όσο σκέφτομαι τι ανθρώπινο πλούτο χάσαμε…
22 Οκτωβρίου, 2015 στις 9:05 πμ
Πάνος
«Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, τολμώ να ισχυριστώ ότι θα ήταν σήμερα μια από τις οικονομικές και πολιτισμικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, αν δεν καταστρεφόταν η εβραϊκή της κοινότητα».
22 Οκτωβρίου, 2015 στις 10:26 πμ
δεξιος
Δεν έχει νόημα ο επιμερισμός ευθυνών διότι όλοι βαρύνονται εξίσου, σιωνισμός, ΙΚΣ, ραββίνος, ελληνική εθνική και τοπική εξουσία και πρωτίστως οι ναζί.
Aπό σχόλιο του προηγούμενου ποστ.
Ξέχασε τους Παλαιστίνιους.
http://www.haaretz.com/israel-news/1.681525
22 Οκτωβρίου, 2015 στις 10:54 πμ
Πάνος
Ο Νετανιάχου είναι ένας (πολύ) επικίνδυνος φανατικός. Επικίνδυνος όχι μόνο για την Μ. Ανατολή αλλά και για το ίδιο το Ισραήλ.
10 Αυγούστου, 2016 στις 12:06 μμ
Η Θεσσαλονίκη, οι Εβραίοι και οι… άλλοι – Σημειώσεις για τον Εμφύλιο
[…] Πηγή: Η Θεσσαλονίκη, οι Εβραίοι και οι… άλλοι | Η καλύβα ψηλά … […]