Μας αφορά όλους, είναι το κορυφαίο θέμα των ημερών, αλλά ελάχιστη συζήτηση γίνεται επί της ουσίας, σε πολιτικό επίπεδο. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρότασή της και την υπερασπίζει όσο μπορεί, αλλά η αντιπολίτευση μοιάζει πολιτικά αυτοευνουχισμένη: καμιά πρόταση επί της ουσίας, πέρα από κοινοτοπίες και στείρα άρνηση παλαιοκομματικού τύπου.

Κι όμως, παρά τα κάποια θετικά σημεία, η πρόταση της κυβέρνησης είναι λάθος στη σύλληψή της. Διότι επιλέγει τη (σχεδόν) διατήρηση των συντάξεων στο ύψος που βρίσκονται σήμερα, εις βάρος των εργαζόμενων / ασφαλισμένων, οι οποίοι αδικούνται κατάφωρα.

Τα πράγματα θα μπορούσε να ήταν απλά: τόσα μπορεί να διαθέτει το δημόσιο στα ταμεία για τις συντάξεις, τόσα μπορεί να δίνει – χωρίς να καταστρέφει ολόκληρες κατηγορίες πληθυσμού ήδη μισοκατεστραμμένες,  όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Όταν θα μπορεί να δώσει περισσότερα, θα δώσει περισσότερα.

Σε απλά ελληνικά, τέθηκε λάθος προτεραιότητα. Γιατί με την πρόταση της κυβέρνησης μπαίνει το κάρο μπροστά από το άλογο: πρώτα πρέπει να εξασφαλίσεις μια οικονομία σε κίνηση και χωρίς φρικαλέα ποσοστά ανεργίας και μαύρης εργασίας και μετά να προσπαθήσεις να διατηρήσεις τις παρεχόμενες συντάξεις στο ύψος τους. Με την πολιτική που επιλέχτηκε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το σύστημα θα καταρρεύσει – γιατί κανένας (εργαζόμενος) δεν θα πληρώνει σχεδόν το σύνολο του εισοδήματός του σε ασφαλιστικές εισφορές και πάσης φύσεως φόρους. Χωρίς καν να καθιερώνεται το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που θα μπορούσε να είναι ένα πραγματικό δίχτυ ασφάλειας για το τμήμα του πληθυσμού που βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση.

Τέλος, η διατήρηση ή η αυξομείωση των συντάξεων (και των μισθών) ελάχιστη σημασία έχει όσο βρίσκεται σε λειτουργία ο κόφτης της παρανοϊκής (ουσιαστικά ανεξέλεγκτης) φορολόγησης. Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αλλά δυστυχώς το μάθημά μας δεν το έχουμε κατανοήσει – και θα μείνουμε ανεξεταστέοι ακόμα μια φορά.

Θα έχουμε όμως την ευκαιρία για μια νέα προσπάθεια;