Ένα τραγούδι (μιλάμε α’ κατηγορίας) πρέπει να είναι μια ολοκληρωμένη θεατρική πράξη. Να έχει δυνατό θέμα. Να έχει πρωταγωνιστές (έστω έναν) οι οποίοι να εξελίσσουν σκέψη – δράση – συναισθήματα από στροφή σε στροφή (δύσκολο, ε;) Να είναι γραμμένο με τη μεγαλύτερη δυνατή εκφραστική λιτότητα. Να έχει όμως και μια φράση – φλασιά που να καρφώνεται σαν πρόκα στο μυαλό και την ψυχή του ακροατή. Να περιέχει (αφανώς, έστω) στοιχεία του προσωπικού υπαρξιακού / ερωτικού αδιεξόδου.

Με λίγα λόγια, να φέρνει στην επιφάνεια πλούσιο μετάλλευμα, έτσι που να σκλαβώνει μονομιάς αυτόν που το ακούει με τη σαγήνη του.

Ελάχιστοι ρεμπέτες και λαϊκοί στιχουργοί το έχουν πετύχει αυτό – και από λίγες φορές ο καθένας. Από τους «έντεχνους» ο Νίκος Γκάτσος, αλλά και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Έκτοτε, πραγματικά μεγάλα τραγούδια έχει γράψει ο Άλκης Αλκαίος – και καναδυό άλλοι, περιστασιακά.

Ακούμε αυτό το πρωτογενές θαύμα του στίχου από αρκετούς – αλλά κάπως ξεθυμασμένο πια. Όχι γιατί οι στίχοι δεν είναι ωραίοι, αλλά γιατί φαίνονται πως είναι φτιαχτοί – δεν ξεπηδάνε χωρίς επιφυλάξεις από την απελπισία και το όριο της ανθρώπινης αντοχής, αλλά επικαλούνται την απελπισία και το όριο, που δεν είναι καθόλου το ίδιο.

Όλα αυτά ισχύουν αν έχουμε ως σημεία αναφοράς τα 300 με 400 πραγματικά αριστουργηματικά λαϊκά τραγούδια – πραγματικούς καθρέφτες της ψυχής.

Αν τα κριτήριά μας είναι λιγότερο φιλόδοξα, τα πράγματα διαφοροποιούνται άρδην…

(8.11.2005. Από τα μυστικά του Κόλπου)