Όταν μπήκε στο αμάξι δεν είχε προορισμό. Ήθελε να φύγει από το νοσοκομείο, αλλά δεν ήξερε που θα πήγαινε.
Αναρωτήθηκε μόλις άφησε τη Βέροια δεξιά και άρχισε να ανηφορίζει.
Ως τότε, οδηγούσε μηχανικά. Δε σκεφτόταν κάτι συγκεκριμένο. Μια μικρή φρασούλα ερχόταν, έφευγε και επέστρεφε, καμιά φορά την ψιθύριζε ή την έλεγε δυνατά.
“Αυτό είναι το τέλος…”
Μια φορά, τη δοκίμασε με ερωτηματικό:
“Αυτό είναι το τέλος;”
Θύμωσε με τον εαυτό του:
“Μη γίνεσαι μαλάκας… Αυτό είναι το τέλος, είτε σου αρέσει είτε δεν σου αρέσει!”
Λόγω επαγγέλματος και ειδικότητας δεν μπορούσε να έχει αμφιβολίες, όπως πολλές φορές το έκανε με τους ασθενείς του.
“Είναι δύσκολο χειρουργείο, αλλά…”
Στη δική του περίπτωση δεν είχε “αλλά”. Όλα κι όλα τα συμπτώματα ήταν λίγες ζαλάδες και κεφαλαλγίες, τα οποία απέδωσε στην κούραση της δουλειάς και δεν τους έδωσε σημασία. Ώσπου σήμερα το πρωί, με την ολοκλήρωση του πρώτου χειρουργείου της μέρας, κατέρρευσε.
Ήθελε να σκεφτεί.
“Πρέπει να σταματήσω κάπου, για να μπορέσω να συγκεντρωθώ”
Εκείνη τη στιγμή είδε την πινακίδα προς Καστοριά και γύρισε μηχανικά το τιμόνι.
*
Κάθισε σε μια σκιά, στην όχθη της λίμνης και παράγγειλε καφέ. Συνειδητοποίησε ότι πεινούσε, φώναξε το γκαρσόνι που απομακρυνόταν και παράγγειλε ένα τοστ.
Με τον καφέ, ήρθε έντονη η επιθυμία για τσιγάρο. Το είχε κόψει πριν δεκαεφτά χρόνια. “Σκατά…” μούγκρισε. Φώναξε πάλι το γκαρσόνι, ρώτησε και τελικά τον έστειλε να φέρει δύο πακέτα Camel άφιλτρα. Και σπίρτα.
Με τις πρώτες ρουφηξιές έκανε την πρώτη ολοκληρωμένη σκέψη, μετά την κατάρρευση:
“Ευθανασία σημαίνει καλός θάνατος. Ουσιαστικά, σημαίνει αποφυγή του υπολοίπου μιας μαρτυρικής ή επαχθούς επιβίωσης. Παρά τις όποιες διαφορές, η ευθανασία είναι αυτοκτονία”
Φύσηξε τον καπνό ψηλά.
“Που σημαίνει, μάγκα μου, ότι όπως και να πεις αυτό που σκέφτεσαι να κάνεις, δεν θα είναι τίποτε άλλο από αυτοκτονία…”
“Γιατρέ, τι κάνετε;” ακούστηκε ξαφνικά μια ενθουσιώδης φωνή.
Έστρεψε και είδε τον σαραντάχρονο άντρα που ερχόταν προς το μέρος του. Τον αναγνώρισε αμέσως, τον είχε χειρουργήσει πριν έξι χρόνια, είχε την ίδια εντόπιση με τη δική του, αλλά σε πολύ πρώιμο στάδιο. Παρά τη μαυρίλα του χαμογέλασε και αντάλλαξε θερμή χειραψία με τον άνθρωπο, ο οποίος δεν παρέλειπε συχνά-πυκνά που ερχόταν με δικούς του στο νοσοκομείο να τον επισκέπτεται και να του φέρνει ένα δίκιλο τσίπουρο, δικής του παραγωγής.
Τον ευχαριστούσε, αλλά δεν το έπινε. Απόφευγε το αλκοόλ. Προσπαθούσε, από τότε που έκοψε το τσιγάρο, να μην βάλει κιλά. Για τον ίδιο λόγο γυμναζόταν όσο μπορούσε. Η καλή φυσική κατάσταση είναι σημαντική για έναν χειρουργό.
“Και για έναν δραστήριο εραστή, επίσης” πρόσθεσε μια φορά ο αναισθησιολόγος του, με τον οποίο ήταν φίλοι και του μιλούσε ελεύθερα.
“Ευχαριστώ γιατρέ, δεν προλαβαίνω για καφέ, πρέπει να επιστρέψω στον ξενώνα!”
Έκανε μερικά μέτρα και στράφηκε ξαφνικά.
“Αν δεν έχετε κανονίσει, ελάτε να σας φιλοξενήσω” είπε. Και όταν είναι τον άλλον να γνέφει αρνητικά, συμπλήρωσε: “Δύο βήματα είναι το Νεστόριο! Εγώ πάντως θα χαρώ να σας δω το βράδυ και να πιούμε μαζί καναδυό τσίπουρα!”
Κούνησε το κεφάλι του.
“Τα τσίπουρα δεν πειράζουν τώρα πια… Το πρόβλημα είναι ότι δεν θα βάλεις γλώσσα μέσα σου” σκέφτηκε και χαμογέλασε.
Ο άλλος το πήρε αλλιώς.
“Εντάξει, λοιπόν, θα σας περιμένω!” φώναξε και έφυγε βιαστικός.
Τον θυμήθηκε, έξι χρόνια πριν, στο γραφείο του.
“Δεν είναι εύκολη επέμβαση, αλλά…”
*
Μετά από αρκετά τσιγάρα και έναν ακόμα καφέ, η σκέψη του δεν είχε προχωρήσει. Ήξερε ότι το χειρουργείο έπρεπε να γίνει το συντομότερο. Αύριο το πρωί, κιόλας. Οι πιθανότητες να μην ξυπνήσει ποτέ ήταν, θεωρητικά, ισοδύναμες με το να ξυπνήσει. Αν συνέβαινε το δεύτερο, θα ζούσε λίγες εβδομάδες ή λίγους μήνες ταλαιπωρίας, πόνου και αδυναμίας, πριν το οριστικό τέλος. Υπήρχε και μια πιθανότητα οι λίγοι μήνες να γίνουν περισσότεροι και το βάσανο της καθημερινότητας να είναι ανεκτό. Αλλά, δεν θα ήταν πια χειρουργός. Φαντάστηκε τον αναισθησιολόγο να συμπληρώνει: “ούτε εραστής, έστω και μέτριος”
Σκέφτηκε την Μαριλένα, τον ψευτοδεσμό που είχε. Απόψε θα τον περίμενε, να βγούνε για κλάμπινγκ. Είχαν σχεδόν 30 χρόνια διαφορά, αλλά η αποφυγή των καταχρήσεων και η προπόνηση, τον βοηθούσαν.
“Τι να σου πω καημένε, μου θυμίζεις τον Κωνσταντάρα, στο κάτι κουρασμένα παλικάρια…” έλεγε ο αναισθησιολόγος.
“Και εσύ μου θυμίζεις τον Παπαγιαννόπουλο στην ίδια ταινία…”
“Μα είναι δυνατόν να είσαι τόσο αφελής; Τι περιμένεις από τη Μαριλένα;”
“Αυτό που δεν είχα τόσα χρόνια από τη γυναίκα μου. Απαγορεύεται;” είπε σοβαρά και κάπως επιθετικά.
Ο αναισθησιολόγος κούνησε το κεφάλι και δεν απάντησε. Εξάλλου και ο ίδιος ήταν χωρισμένος και τα είχε φτιάξει με μια παντρεμένη νοσηλεύτρια.
Τότε θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει το κινητό του στο γραφείο του, κλειστό. Φεύγοντας πήρε μόνο τα κλειδιά του αυτοκινήτου και το πορτοφόλι του. Και από το φαρμακείο, παυσίπονα και τρεις ενέσεις μορφίνης.
“Χρέωσέ τες σε μένα” είπε στην αποσβολωμένη φαρμακοποιό.
*
Είχε νυχτώσει για τα καλά. Ο πανδοχέας είχε ανάψει το τζάκι και είχε κεράσει τα πρώτα τσίπουρα. Περίμενε να πέσει η θράκα για να ψήσει κρεατικά και ζαρζαβατικά. Ήταν καλή παρέα, γιατί έμενε σιωπηλός. Η γυναίκα του στην κουζίνα ετοίμαζε δύο ταψιά πίτες, προς τιμήν του γιατρού. Είχε στείλει τον μικρό στους γονείς της, παραδίπλα, για να μην ενοχλεί.
“Καλύτερο από το περσινό…” είπε αδειάζοντας το μικρό ποτηράκι.
“Γιατρέ, συμβαίνει κάτι;” ρώτησε ο άλλος. Η ερώτηση τριγύριζε από ώρα στο μυαλό του και τον βασάνιζε.
Άνοιξε το στόμα να απαντήσει, αλλά τον διέκοψε ο θόρυβος από το μπουρίνι που έπιασε ξαφνικά. Ο πανδοχέας τινάχτηκε και έκλεισε όσα παραθυρόφυλλα ήταν ανοιχτά.
“Συμβαίνει…” είπε σιγά “ότι αυτό είναι το τέλος. Ότι ήρθε το τέλος…”
“Του κόσμου;”
Γέλασε, πρώτη φορά από το πρωί.
“Βάλε. Το δικό μου το τέλος. Ο κόσμος θα συνεχίσει, επ’ αόριστον”
Ο πανδοχέας ξεροκατάπιε και γέμισε το ποτηράκι με τρεμάμενο χέρι.
“Και τώρα;”
Σήκωσε τους ώμους.
“Ο χρόνος φτάνει ίσα ίσα για τα διαδικαστικά, τα οποία δεν έχουν καμιά σημασία, εδώ που τα λέμε. Να φτιάξω μια διαθήκη, να κανονίσω να με πάνε για αποτέφρωση… “
Άνοιξε καινούριο πακέτο.
“Για τα σοβαρά, να αναλογιστώ τι σκατά έκανα σε όλη μου τη ζωή, μπορεί να φτάνει, μπορεί και όχι. Έχω αρχίσει κιόλας… Αλλά για να διορθώσω κάτι και για να ζήσω κάτι διαφορετικό, όχι, φίλε μου, τόσος χρόνος δεν υπάρχει…”
Ο πανδοχέας αναστέναξε αλλά δεν μίλησε.
“Το επείγον είναι να αποφασίσω τον τρόπο που θα πεθάνω. Μη γουρλώνεις τα μάτια, Βαγγέλη, τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Θα γυρίσω αύριο στη Θεσσαλονίκη, θα μπω στο χειρουργείο και θα πεθάνω εκεί ή θα βγω σακατεμένος, για να ζήσω λίγο ακόμα, ή…”
“Τι θέλεις να πεις, γιατρέ;”
“Αν ο θάνατος δεν είναι παρά ένα ορόσημο της συνειδητής ύπαρξης, η οποία συνεχίζεται με άλλη μορφή μετά απ’ αυτόν, τότε η επιθυμία διαχείρισης του θανάτου γίνεται ένα υπαρξιακό ερώτημα, το οποίο επιδέχεται μια μόνο απάντηση. Διαχείριση των όποιων προβλημάτων διαβίωσης με τον πλέον πρόσφορο τρόπο, όσο η ζωή διαρκέσει ή επιλέξουμε να διαρκέσει”
Ο Βαγγέλης δεν κατάλαβε πολλά, είπε όμως ότι η θρησκεία μας δεν μας επιτρέπει να επιλέγουμε εμείς οι ίδιοι.
“Σωστά. Αλλά δεν είμαι θρησκευόμενος, συνεπώς δεν με ενδιαφέρει τι επιτρέπει και τι απαγορεύει η θρησκεία. Θα σου πω πως το βλέπω. Ο θάνατος είναι το πέρασμα από την ύπαρξη στην ανυπαρξία, δεν υπάρχει δηλαδή συνειδητή ύπαρξη μετά απ’ αυτόν. Η ευθανασία, για να μη λέω αυτοκτονία και σε στεναχωρώ, είναι μια δυνατότητα, μια ευκαιρία αποφυγής του υπολοίπου μιας ζωής η οποία σημαίνει διαρκή σωματική, ψυχολογική και πνευματική καταπόνηση, χωρίς προοπτική βελτίωσης ή ανάταξης. Με αυτή την έννοια, είναι μια εύλογη επιλογή ελευθερίας”
Ο Βαγγέλης ήπιε σιωπηλός και ξαναγέμισε το ποτήρι του.
“Στη δική μου περίπτωση, το γεγονός μιας ευθανασίας – αυτοκτονίας μένει στην αυστηρά προσωπική σφαίρα, δεν εμπλέκει δηλαδή τρίτα πρόσωπα σε μια διαδικασία υποβοήθησης, συνεπώς είναι σχετικά απλή υπόθεση. Ό,τι κάνω θα το αποφασίσω και θα το τελειώσω μόνος μου. Καμιά σχέση με τα μπερδέματα της υποβοήθησης, όπου το προσωπικό πρόβλημα μετατρέπεται σε κοινωνικό και τελικά σε νομικό. Θυμάσαι την περίπτωση του δημοσιογράφου όπου ο εισαγγελέας διέταξε εκταφή, για να βρει στοιχεία ενοχοποίησης του παραστάτη – βοηθού;”
Ο Βαγγέλης είχε πια γλαρώσει και σε λίγο κοιμόταν κανονικά, πάνω στον καναπέ.
*
Μασούλισε ένα παϊδάκι απ’ αυτά που είχαν απομείνει και μια ψημένη κόκκινη πιπεριά. Τον καταλάβαινε τον Βαγγέλη, δεν μπορούσε να σηκώσει αυτό το ξαφνικό βάρος και ξέφυγε πίνοντας απανωτά τσιπουράκια.
“Τον τάραξα τον άνθρωπο…” σκέφτηκε. “Φοβόμουν ότι θα με τρέλαινε αυτός με την πολυλογία του, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο…”
Στην ησυχία, ακούστηκε ένας λυγμός από το βάθος.
Έστρεψε. Ήταν η Λαμπρινή, που δεν είχε χάσει λέξη απ’ όσα ειπώθηκαν.
Πήγε προς το μέρος της.
Η Λαμπρινή έκανε κι αυτή ένα βήμα και τον αγκάλιασε σφιχτά.
*
Έβλεπε με δέος το γκρεμό, με την ανατολή.
“Δεν είμαι έτοιμος… το κέρατό μου, δεν είμαι έτοιμος…” μουρμούρισε.
Χθες τέτοια ώρα είχε ξυπνήσει στο πλάι της Μαριλένας, ένοιωθε κάποια δυσφορία, αλλά ετοιμάστηκε όπως πάντα, στις οχτώ είχε το πρώτο χειρουργείο της μέρας.
Το τελευταίο της ζωής του. Μια κοπέλα γύρω στα είκοσι, σε απελπιστική κατάσταση.
“Δεν είναι εύκολη επέμβαση, αλλά…”
Τι να απόγινε η κοπέλα; Είχε σχεδόν τελειώσει, έμενε το ράψιμο. Θα το έκαναν οι άλλοι. Αλλά, πόσο θα ζούσε και σε ποιες συνθήκες;
Κι όμως, ο Βαγγέλης είχε ζήσει, έβλεπε χρόνια μετά το αγοράκι του να μεγαλώνει και έπινε τσίπουρα.
Αλλά δεν ήταν καιρός να αναρωτιέται για τους άλλους. Ούτε καν για τους δικούς του. Με την πρώην γυναίκα του δεν είχε μιλήσει εδώ και χρόνια. Δε συγχώρησε ποτέ την απιστία της, ενώ τις δικές του τις θεωρούσε φυσιολογικές.
“Ήταν ένας φαύλος κύκλος… Αλλά τώρα που δεν σε παίρνει άλλο, πρέπει να το παραδεχτείς, εσύ ήσουν ο αίτιος… Θα μου πεις, εδώ χώρισε μέχρι κι ο αναισθησιολόγος…”
Χαμογέλασε.
Η κόρη του είχε πάρει το μέρος της μάνας της, δεν του μιλούσε. Άλλωστε, ποτέ δεν είχαν επαφή, την έβλεπε πάντα στα πεταχτά.
Καθόταν σταυροπόδι στην άκρη του βράχου, είχε κουμπώσει το μπουφάν ως το λαιμό και κάπνιζε.
Στο τρίτο τσιγάρο τον επισκέφτηκε ο πρώτος δυνατός πόνος. Σχεδόν αφόρητος.
Σηκώθηκε, πήγε ως το αυτοκίνητο και ετοίμασε τη μορφίνη.
14 Σχόλια
Comments feed for this article
8 Αυγούστου, 2020 στις 5:54 μμ
silia
Εξαιρετικό!
Μου θύμισε τον χειρουργό σύζυγο μου, που πέθανε μέσα στο 11ωρο χειρουργείο του.
Δεν αναλάμβανε κανείς να τον χειρουργήσει. Ήθελε να χειρουργηθεί γιατί ήξερε πως αυτό το χειρουργείο του, θα ήταν ένα είδος ευθανασίας. Τελικά, έπεισε έναν συνάδελφο του στο Πανεπιστημιακό του Δημοκρίτειου, να τον χειρουργήσει.
Τα κατάφερε και «έφυγε» ανώδυνα, μέσα στον ύπνο της γενικής αναισθησίας.
________________________
Τί όμορφα ήταν όταν γράφαμε στα blogs…
8 Αυγούστου, 2020 στις 10:25 μμ
Πάνος
Σ’ ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο.
9 Αυγούστου, 2020 στις 2:37 πμ
atheofobos
Το να πεθάνεις στο χειρουργείο είναι ίσως ένας από του καλύτερους θανάτους που μπορεί να έχει κανείς.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι για τον χειρουργό και τον αναισθησιολόγο είναι τραγικό και ψυχοφθόρο.
10 Αυγούστου, 2020 στις 4:27 μμ
Anna Silia
Ναι, τραγικό και βαριά ψυχοφθόρο. Ο χειρουργός του έκανε ένα μήνα και παραπάνω, να γυρίσει στο χειρουργείο… Ήταν και φίλος και μαθητής του μακαρίτη…
Οι αναισθησιολόγοι, επίσης φίλοι… κάποιοι κολλητοί φίλοι μου, δεν ήθελαν να με κοιτάξουν στα μάτια για καιρό.
10 Αυγούστου, 2020 στις 6:32 μμ
Πάνος
Πριν πολλά χρόνια, ένας ξάδερφός μου χειρουργός χειρούργησε έναν συγγενή μας (όχι δικό του). Πήγε καλά, αλλά τρεις μέρες μετά ο εγκέφαλος πλημμύρισε και ο ασθενής πέθανε. Ο γιατρός το πήρε τόσο βαριά, που παραλίγο να παρατήσει την Ιατρική.
15 Αυγούστου, 2020 στις 12:05 μμ
Theo
Πολλή κατάθλιψη, γιατρέ μου 😦
15 Αυγούστου, 2020 στις 5:51 μμ
Πάνος
Θα έλεγα προσπάθεια αυτοσυναίσθησης και άμυνας, για την περίπτωση μη-αξιοβίωτης ζωής.
Δεν υπάρχει πιο ανθρώπινη – συγκινητική φράση στη θρησκευτική φιλολογία, απ’ αυτή, που ακούγεται κάθε Κυριακή: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών. Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά…».
Η αγωνία και η προσπάθεια για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αν τα πράγματα πηγαίνουν αλλιώς, δεν είναι «κατάθλιψη». Είναι ένας δύσκολος, όσο και ευγενής στόχος, που τιμά και δοξάζει τη ζωή.
Στα ανθρώπινα μέτρα.
16 Αυγούστου, 2020 στις 2:00 μμ
Theo
Και μετά απ’ αυτό ακολουθεί: «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωῆν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
Όταν κανείς τα δέχεται όλα όσα παραχωρεί ο Θεός, όσο οδυνηρά κι αν είναι, με την προοπτική της ανάστασης, τότε καταλήγει στη δοξολογία και τη χαρά «πάντων ἕνεκεν».
«Σοὶ χάριν ἐπὶ πᾶσιν ὁμολογοῦμεν, ἐπὶ ταῖς εἰσόδοις ἡμῶν ταῖς εἰς τὸν κόσμον καὶ ταῖς ἐξόδοις, αἳ τὰς ἐλπίδας ἡμῶν τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀκηράτου ζωῆς, διὰ τῆς σῆς ἀψευδοῦς ἐπαγγελίας προμνηστεύονται. […] οὐκ ἔστιν θάνατος, ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ἐκδημούντων, ἀλλὰ μετάστασις ἀπὸ τῶν λυπηροτέρων ἐπὶ τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα καὶ ἀνάπαυσις καὶ χαρά», λέει η ευχή της γονυκλισίας της Πεντηκοστής.
16 Αυγούστου, 2020 στις 4:37 μμ
Πάνος
Όταν, ΟΚ.
Κάποιος προβληματισμός όμως υπάρχει και για εμάς που δεν είμαστε θρησκευόμενοι – και ειδικότερα χριστιανοί 🙂
31 Αυγούστου, 2020 στις 6:47 μμ
ΒΕΛΗΣΑΡΗΣ
η φιλολογία γύρω από το «πρέπει» να πεθαίνει κανείς ήταν πολύ πιο «ελαφριά» και πολύ πιο ρομαντική στην Καλυψώ..!!
μάλλον όμως είναι ένα προσωπικό θέμα που έχει μεγάλη και σαφή σχέση με το χρόνο και τις συνθήκες που συζητιέται..
31 Αυγούστου, 2020 στις 7:57 μμ
Πάνος
Κι αν τύχει και γράψω τρίτη φορά για το θέμα, πάλι διαφορετικά θα είναι 🙂
Επί τη ευκαιρία, η «Καλυψώ» είναι στον εκδότη – ελπίζω όλα να πάνε καλά!
2 Σεπτεμβρίου, 2020 στις 11:26 πμ
ΒΕΛΗΣΑΡΗΣ
καλοτάξιδα λοιπόν..
3 Σεπτεμβρίου, 2020 στις 12:23 μμ
silia
Ευπώλητη η «Καλυψώ» 🙂
3 Σεπτεμβρίου, 2020 στις 12:58 μμ
Πάνος
🙂