Ο Αύγουστος μας αποχαιρετά με το κάψιμο του αρχαιολογικού χώρου στις Μυκήνες. Ας πάει στο καλό…

Μπροστά μας έχουμε ένα δύσκολο φθινόπωρο κι έναν ίσως πιο δύσκολο χειμώνα.

Η τριάδα των βασικών προβλημάτων είναι γνωστή: πανδημία, οικονομία, Τουρκία. Ίσως μοιάζει περίεργο, αλλά από τα τρία φαίνεται ότι αντιμετωπίζεται με σχετική επάρκεια μόνο το πρόβλημα που έχει η χώρα μας με την Τουρκία. Αλλά το «σχετική επάρκεια» ίσως είναι υπερβολικά αισιόδοξο.

Το πρώτο πρόβλημα που δεν κρύβεται πίσω από τα προβλήματα είναι η ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού. Πρώτα της κυβέρνησης, η οποία έχοντας φτιάξει ένα δήθεν «επιτελικό κράτος» πλατσουρίζει στα θολά νερά της επικοινωνιακής διαχείρισης των προβλημάτων, αφήνοντας την πραγματική αντιμετώπισή τους για το αόριστο μέλλον. Το οποίο δεν θα έρθει ποτέ, γιατί θα το προλάβουν οι εκλογές. Τις οποίες ακόμα κι αν κερδίσει η ΝΔ, πάλι θα έχει χάσει τη δυναμική και το χρόνο που μπορούσε όντως να κάνει πολιτικές τομές.

Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ πλατσουρίζει στα δικά του ρηχά νερά της εσωστρέφειας, αδυνατώντας να εμφανίσει μια συγκροτημένη και δυναμική πολιτική πρόταση. Κάποιοι λένε ότι είναι νωρίς ακόμα – προσωπικά θεωρώ ότι είναι πολύ αργά. Μπορεί όμως να ελπίζει στο κλασικό μεταπολιτευτικό μοντέλο: οι κυβερνήσεις γίνονται τόσο αντιπαθείς, που οι ψηφοφόροι κάνουν κυβέρνηση την εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση. Το έχουμε δει πολλές φορές, μπορεί να επαναληφθεί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ίδιων των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα «μικρά» κοινοβουλευτικά κόμματα υποθέτω ότι είναι καλά στην υγεία τους.

Το δεύτερο πρόβλημα, μετά το πολιτικό προσωπικό, είναι πολύ πιο βαθύ: είναι η ίδια η ελληνική κοινωνία. Η οποία εξακολουθεί να εκδηλώνει όλα τα συμπτώματα της παρακμής, χωρίς να φαίνεται κάποιο σημείο αισιοδοξίας. Ακόμα και τα (υποτίθεται) μαχητικά τμήματα της νεολαίας που έχουν κάποια επαφή με την πολιτική πράξη, σχεδόν πάντα περιορίζονται σε θεωρητικές δαιμονολογίες και τυφλό ακτιβισμό.

Υπάρχει άραγε κάποια αφορμή για αισιοδοξία;