You are currently browsing the category archive for the ‘Στοχασμοί’ category.
Η ελληνικότητα ( = το να είσαι Έλληνας) δεν είναι στατική κατάσταση (από κληρονομιά). Είναι δυναμική, συνεχής, διεκδίκηση – και γίνεται εφ’ όσον ο ενδιαφερόμενος λαός (εμείς) το θέλει από τη μια και από την άλλη το μπορεί: είναι λαός ζωντανός και όχι ζαβλακωμένος!
Οι παππούδες μου, της στενής οικογένειάς μου, ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που έχτισαν το νεο-ελληνικό κράτος, με την ελληνική του ταυτότητα. Ωστόσο, νοιώθω ότι αυτή η πολύτιμη κληρονομιά μου δεν αξίζει πεντάρα τσακιστή, αν δεν μπορώ εγώ ο ίδιος να διεκδικήσω και να κερδίσω, ανά πάσα στιγμή, εξαρχής την ελληνικότητά μου. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Η Φύση δεν κάνει λάθος, γιατί ΔΕΝ έχει ηθική, έχει Φυσική Επιλογή. Άρα ο αρχηγός που θα μπουρδουκλωθεί και θα τον φάνε οι λύκοι καλώς θα φαγωθεί, γιατί λόγω βλακείας δε μπορεί να προστατέψει το κοπάδι του (το οποίο χάρη στη θυσία του θα διασωθεί, στο μεγαλύτερο μέρος του – και θα αναζητήσει νέο αρχηγό)
Η Φύση μας λέει λοιπόν ότι δεν αρκεί να έχεις μεγάλα κέρατα (λεφτά) αλλά και να καταλαβαίνεις πούθε πάνε τα τέσσερα. Παράδειγμα πρόσφατο, ο μεγαλο-πολυ-εκατομυριούχος Μπάφετ, ο οποίος είπε στα ίσια στους πολιτικούς (και στους ψηφοφόρους): «κόφτε τις μαλακίες και φορολογείστε μας σωστά, δηλαδή πολύ περισσότερο!».
Αλλά, ένας Μπάφετ δε φέρνει την άνοιξη – ειδικά αν έχει να κάνει με κερασφόρα ζώα (πολιτικούς και ψηφοφόρους).
(14.9.2011. Από την καλύβα ψηλά στο βουνό)
Ένα τραγούδι (μιλάμε α’ κατηγορίας) πρέπει να είναι μια ολοκληρωμένη θεατρική πράξη. Να έχει δυνατό θέμα. Να έχει πρωταγωνιστές (έστω έναν) οι οποίοι να εξελίσσουν σκέψη – δράση – συναισθήματα από στροφή σε στροφή (δύσκολο, ε;) Να είναι γραμμένο με τη μεγαλύτερη δυνατή εκφραστική λιτότητα. Να έχει όμως και μια φράση – φλασιά που να καρφώνεται σαν πρόκα στο μυαλό και την ψυχή του ακροατή. Να περιέχει (αφανώς, έστω) στοιχεία του προσωπικού υπαρξιακού / ερωτικού αδιεξόδου.
Με λίγα λόγια, να φέρνει στην επιφάνεια πλούσιο μετάλλευμα, έτσι που να σκλαβώνει μονομιάς αυτόν που το ακούει με τη σαγήνη του.
Ελάχιστοι ρεμπέτες και λαϊκοί στιχουργοί το έχουν πετύχει αυτό – και από λίγες φορές ο καθένας. Από τους «έντεχνους» ο Νίκος Γκάτσος, αλλά και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Έκτοτε, πραγματικά μεγάλα τραγούδια έχει γράψει ο Άλκης Αλκαίος – και καναδυό άλλοι, περιστασιακά.
Ακούμε αυτό το πρωτογενές θαύμα του στίχου από αρκετούς – αλλά κάπως ξεθυμασμένο πια. Όχι γιατί οι στίχοι δεν είναι ωραίοι, αλλά γιατί φαίνονται πως είναι φτιαχτοί – δεν ξεπηδάνε χωρίς επιφυλάξεις από την απελπισία και το όριο της ανθρώπινης αντοχής, αλλά επικαλούνται την απελπισία και το όριο, που δεν είναι καθόλου το ίδιο.
Όλα αυτά ισχύουν αν έχουμε ως σημεία αναφοράς τα 300 με 400 πραγματικά αριστουργηματικά λαϊκά τραγούδια – πραγματικούς καθρέφτες της ψυχής.
Αν τα κριτήριά μας είναι λιγότερο φιλόδοξα, τα πράγματα διαφοροποιούνται άρδην…
(8.11.2005. Από τα μυστικά του Κόλπου)
Αν όχι, κάπου θα έχετε ακούσει τον τίτλο του βιβλίου του «οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο». Κάποιοι θα έχουν δει την ταινία, με τον Γουώρεν Μπήτι. Μοναδική φυσιογνωμία, στη μεγάλη (και παντελώς άγνωστη, καθότι αποσιωπημένη) φιλελεύθερη, αγωνιστική παράδοση των λαών των ΗΠΑ, ένας γεννημένος αστός που επέλεξε να γίνει μπολσεβίκος και να εμπλακεί στα εσωτερικά της επαναστατικής αριστεράς του καιρού του. Δείτε το (δοξολογικό) κομμάτι του Κάρολου Μπρούσαλη, αλλά μη μείνετε σ’ αυτό… Ο Τζον Ριντ έχει το μέγεθος τραγικού ήρωα που μπλέκεται εκούσια με δυνάμεις κυριολεκτικά ακατανίκητες: την Ιστορία και τη Μοίρα, τις οποίες φιλοδοξεί να επηρεάσει ή και να κατευθύνει, ως την τελική του συντριβή. Κάτι που έκαναν εκατομμύρια άνθρωποι στο παρελθόν και που θα κάνουν άλλα τόσα στο μέλλον, έστω χωρίς το χάρισμα και τη λάμψη του νεαρού δημοσιογράφου από το Πόρτλαντ του Όρεγκον.
Η ευθανασία ήταν πάντα σημείο αντιλεγόμενο, από τα αρχαία χρόνια, ως τις μέρες μας. Η ύψιστη ελευθερία της ζωής είναι να μπορεί ο άνθρωπος να αποφασίζει ο ίδιος το χρόνο και τον τρόπο για το τέλος της; Οι Ευρωπαίοι, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, λένε ναι – και οι Έλληνες δεν εξαιρούνται.
Το χαμηλότερο ποσοστό έναντι των υπόλοιπων Ευρωπαίων έχουν οι Έλληνες αναφορικά με τη θετική αντιμετώπιση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, δηλαδή της ευθανασίας. Βέβαια περισσότεροι από τους μισούς απάντησαν θετικά στο ερώτημα.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Ένωση Ιατρικών Συνηγόρων Ελβετίας (SMLA) και διεξήχθη στην Αυστρία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Σουηδία. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Στον σύγχρονο κόσμο που τον έχει εγκαταλείψει η φιλοσοφία, που τον έχουν κατακερματίσει οι εκατοντάδες επιστημονικές εξειδικεύσεις, μας έμεινε το μυθιστόρημα σαν έσχατο παρατηρητήριο απ’ όπου μπορείς να αγκαλιάσεις την ανθρώπινη ζωή σαν σύνολο. Ερνέστο Σάμπατο.
Ίσως γι’ αυτό το μυθιστόρημα μας ασκεί τέτοια γοητεία – είτε το διαβάζουμε, είτε το γράφουμε. Αλλά, η επιθυμία να αγκαλιάσεις την ανθρώπινη ζωή (= να κατανοήσεις τα ακατανόητα) δεν είναι παρά μια μεταμφιεσμένη θεολογία, που επιστρέφει με την αλαζονική φιλοδοξία να παρηγορήσει τον ανήσυχο αγνωστικισμό μας. Γιατί, εδώ που τα λέμε, είναι ζόρικο αυτό που διατύπωσε ο παππούς Ηράκλειτος: οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει. Και αυτό που σημαίνει το μυθιστόρημα είναι η αγωνία μας ότι θα μείνουμε για πάντα αμαθείς, όσο παθόντες της ζωής κι αν είμαστε.
Ευτυχώς που στο αμέσως παρακάτω επίπεδο βασιλεύει η καθαρή απόλαυση της αφήγησης, μιας από τις κορυφαίες έμφυτες χάρες του ανθρώπου. Είτε διαβάζει, είτε γράφει.
Το υπνοδωμάτιο του Μπέργκμαν σήμερα
Ελπίζω να μου συγχωρήσουν οι αναγνώστες της καλύβας το σημερινό μου ξεστράτισμα από τη συνήθη θεματολογία της. Διάβασα στη Lifo http://www.lifo.gr/mag/columns/4696#comments τούτο το κείμενο, και με τις πρώτες γραμμές ζήλεψα που δεν είχα καταφέρει να γράψω με τον τρόπο που το κάνει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, για ένα θέμα που είναι από εκείνα που συνεχώς στριφογυρίζουν μέσα στο κεφάλι μου και αναζητούν μια έξοδο. Αισθάνθηκα ότι τα μικρά και μεγάλα στοιχειά που κατοικούν στο κεφάλι μου έχουν κλώνους και στα μυαλά πολλών άλλων ανθρώπων. Ακόμα και μεγάλων όπως ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Respect.
«Χόρευε ώσπου τ’ αστέρια να γκρεμιστούν μαζί με τα δοκάρια της σκεπής…»
Σε ένα παλιό κινητό μου, στις Επαφές, στο όνομα «Μαμά» είχα attached μια φωτογραφία από το «World of Interiors». Ήταν το στρωμένο κρεβάτι του Μπέργκμαν στο νησί Φαρό, τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Μια γκρίζα πλεχτή κουβέρτα σε ένα δωμάτιο με ξύλινο πάτωμα και ταπετσαρία. Ελάχιστα έπιπλα. Όχι πίνακες. Το πλάγιο θαμπό φως του Βορρά. Η ακινησία που βασιλεύει στα δωμάτια των ηλικιωμένων -η τάξη, ο αργός χρόνος, το τικ τακ του ρολογιού, τα σωματίδια σκόνης στις αχτίδες του ήλιου- όλα αυτά που μοιάζουν με προετοιμασία αναχώρησης. Μια γλυκιά και φριχτή γαλήνη. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Ο Σωκράτης ήταν παιδί της πόλης. Τριγυρνώντας στην Αθήνα ένοιωθε όπως το ψάρι στο νερό. Αλλά όχι μονάχα αυτό: απόφευγε συστηματικά να βγαίνει στην εξοχή! Να τι είπε, μια από τις ελάχιστες φορές που ξεπόρτισε από το άστυ:
Είμαι εραστής της γνώσης… Η ύπαιθρος και τα δέντρα δεν θα με διδάξουν τίποτα, σε αντίθεση με τους ανθρώπους στην πόλη. (Πλατ., Φαίδρος, 230d). Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Οι δύο συζητούσαμε σοβαρά (στα τσίπουρα) για τη γνωστή θέση του Επίκουρου ότι όταν ο θάνατος είναι εκεί, δεν θα είσαι εσύ εκεί, οπότε νο πρόμπλεμ. Ο τρίτος, το έθεσε αλλιώς: η ζωή εισερχομένη από την πόρτα, ο θάνατος παραμονεύει στο παράθυρο- Θρασύβουλας!
Ένα: Η ψυχή είναι θνητή – πεθαίνει μαζί με το σώμα. Δε μένει κανένα μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης που να κινδυνεύει με …αθανασία. Συνεπώς, λέει ο Επίκουρος, δεν θα έχουμε θλίψη για όσα χάσαμε, ούτε συνείδηση, ούτε κανενός είδους φόβο. (Στο σημείο αυτό ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Απόστολος Παύλος κουνάνε συγκαταβατικά τα κεφάλια τους – τι λέει ο άνθρωπος; )
Δύο: Όταν μας συμβεί ο θάνατος δεν θα είμαστε εκεί πια, οπότε προς τι ο πανικός; Όπου είναι ο θάνατος δεν είμαστε εμείς και όπου είμαστε εμείς δεν είναι ο θάνατος. Ο Γούντυ Άλλεν το είπε διαφορετικά – και περισσότερο εύστοχα: Δεν φοβάμαι το θάνατο, απλώς δε θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Να τον είχε ακουστά ο Ζαμπέτας τον Ηράκλειτο, είναι πιθανό. Να τον είχε «διαβάσει» είναι απίθανο. Δείτε τώρα πως συναντιούνται, στο εντελώς αναπάντεχο:
Ο Γέρων Ηράκλειτος:
μη επιλίποι υμάς πλούτος, έφη, Εφέσιοι, ίν’ εξελέγχισθε πονηρευόμενοι (Β’ 125)
(έλεγε: είθε να μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να είναι πάντοτε ολοφάνερη η κακία σας)
Ο Γέρων Ζαμπέτας (από το βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου, εκδ. ντέφι, σελ. 43):
Για το εγκεφαλικό ξέχασμα που έχουν πάθει όλοι τους – όπως χαρακτηριστικά έλεγε – αλλά που τους ευχαριστώ πολύ για την πολυτέλεια που μου δίνουν να ντρέπομαι γι’ αυτούς…
Μάλιστα κύριε!
Ο ΓΑΠ το είπε διαφορετικά: Έλληνας γεννιέσαι και γίνεσαι.
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_08/02/2010_323061
Ο ΓΑΠ είναι σωστός, αν πρόκειται για τις γραφειοκρατίες και τις ιθαγένειες. Η δική μου φράση είναι σωστή αν μιλάμε για την ουσία, δηλαδή για τη μετοχή στον κοινό ζωτικό μύθο – και μάλιστα με συνείδηση ότι πρόκειται περί μύθου.
(από τη πρώτη παράσταση στο theatre Babylon το 1953 )
Καθένας που διαθέτει έμπειρο μάτι και πολιτικό αισθητήριο παρατηρεί ότι σε αυτή τη προεκλογική περίοδο ο ΓΑΠ αποδύεται σε ένα προσωπικό αγώνα . Αγώνα για πολιτική αυθυπαρξία , για δικαίωση μετά από 2 ήττες , για ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του . Πρόκειται για αγώνα με υπαρξιακά χαρακτηριστικά , για προσωπικό στοίχημα και από ένα τέτοιο αγώνα , στη πραγματικότητα απολίτικο , δεν περιμένει ο έμπειρος και κωλοπετσωμένος παρατηρητής και πολλά.
Όταν βλέπεις το θάνατο να σου χαμογελάει, μ’ εκείνο το ακαταμάχητο χαμόγελο, παγώνεις. Ούτε το θέλω, ούτε η αγάπη, ούτε τα ψέματα πιάνουν μία. Και τότε πρέπει να ανασυνταχτείς, για τη μάχη. Το ξέρεις, θα χάσεις. Η ζωή δεν είναι τίποτα περισσότερο από προθάλαμος του θανάτου. Μυριάδες και μυριάδες σπρώχνουν- φύγετε, να έρθουμε εμείς. Τη μάχη τη δίνεις μονάχος. Ο θάνατος σε ξαρματώνει. Χάνεις τις βεβαιότητες, τη σιγουριά, τις καβάτζες, τη ρουτίνα σου. Χάνεις τη γη κάτω από τα πόδια σου. Παλεύεις μετέωρος, άοπλος, απελπισμένος. Στην άκρη της απελπισίας βρίσκεις τη μόνη ελπίδα: δεν υπάρχει ελπίδα. Τότε πατάς γερά στο χώμα, ζεσταίνονται πάλι οι πατούσες σου. Και, αν σου αρέσουν οι μεγάλες κουβέντες, ρίχνεις μια στο θάνατο: Άντε και γαμήσου, καριόλη! Εκείνος, δεν απαντάει. Ποτέ. Τι θα περίμενες να σου πει, δηλαδή;
(Πενήντα πλην κάτι, πενήντα συν …όσο πάρει. Στον παπούλη)
Διέσχισα τη Μπουγατσαδούπολη οδηγώντας: από τη Δυτική είσοδο (όπου επιμορφώνομαι στα κομπιουτερικά) ως την Περαία. Ευτυχώς, το Δεύτερο είχε απευθείας μετάδοση μιας συναυλίας από τα Τζουμέρκα – και περνούσα καλά. Ξαφνικά άκουσα το Γιώργο Μεράντζα να αποδίδει παθιασμένα ένα τραγούδι των Κατσιμιχαίων που έλεγε ότι τίποτα δεν έχει χαθεί, το παρελθόν μας δικαιώνεται από τη μνήμη μας, αρκεί μια σπίθα για ν’ ανάψει πυρκαγιά κλπ. Το τραγούδι βέβαια είναι μια δευτεροκλασάτη παραλλαγή του αρχετυπικού των Ρασούλη- Λοΐζου τίποτα δεν πάει χαμένο, αλλά δεν είναι εκεί το ζήτημα. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Λίγες ώρες πριν φύγω, έπεσα πάνω σ’ αυτό το τραγούδι:
Χριστέ μ’ και άς εποίνες με δέντρον σ’ έναν ομάλιν
κι εδίνες με πολλά καρπόν και χαμελά κλωνάρια,
έστενες και ση ρίζα μου κι ένα κρύον πεγάδι.
Κι όντας κινούν τα κόρασια κι αχπάσκουν σόν παρχάρι,
ν’ έρχουνταν, πίνε ασό νερό μ’ και τρώγν’ ασόν καρπό μου
κι όσοι παρανεγκάσκουσαν, ας κείνταν σήν εβόρα μ’.
Είναι μια εξαιρετική εικόνα – και τη γουστάρω. Άντε όμως να τη συνδυάσεις με τη λαχτάρα του ταξιδιού, που σε τραβάει στους δρόμους…
*
(Γλωσσάρι στα σχόλια)
Ο γάμος είναι μια πολύ εξευτελιστική κατάσταση… Υπομένεις πράγματα και συμπεριφορές που δε θα δεχόσουν ποτέ σε μια ελεύθερη σχέση. Θα έπαιρνες το καπελάκι σου και θα έφευγες… Γιατί στην ελεύθερη σχέση έχεις τον εαυτό σου, ενώ στο γάμο, δεν ισχύει αυτό… Γιατί; Ξέρω κι εγώ; Ο γάμος είναι μυστήριο…
*
Περίπου αυτά έλεγε πριν λίγο, από τηλεοράσεως, ο Διονύσης Σαββόπουλος, έμπειρος παντρεμένος – αφού στις 28 Οκτωβρίου κλείνει σαράντα χρόνια στο άθλημα. Ως …νέος (μόλις δώδεκα χρόνια θητεία!) τον άκουγα με ενδιαφέρον. Ρωτήστε με το 2035!
Το είπε ο ώριμος άντρας έτσι ήσυχα, τους γύρισε την πλάτη και πήγε να ενωθεί με τα πιτσιρίκια που έπαιζαν το κότσι, στα πέτρινα σκαλοπάτια: ψωμία, λαδία, βασιλεία, λουρία!
Όταν δεν ήταν μπροστά τον θεωρούσαν μέχρι και γραφικό. Από βασιλική γενιά – αλλά τα παράτησε όλα σύξυλα (δόξα, χρήμα, εξουσία, καταναλωτισμό) και ασχολήθηκε αφιλοκερδώς με το πιο κουραστικό άθλημα που υπάρχει σ’ αυτόν το βίο: τη σκέψη.
«Μα την Αρτέμιδα» είπε ένας από την παρέα, «μας την είπε πάλι!»
«Πως το είπε, πως το είπε ακριβώς;» Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Σώμα και πτώμα διαφέρουν: το πρώτο έχει τον θάνατο μπροστά του, ενώπιόν του, ενώ το δεύτερο έχει το θάνατο όπισθέν του (Μάριος Μπέγζος, Επίμετρο: Θρησκεία και θάνατος. Στο: ΘΑΝΑΤΟΣ και εσχατολογικά οράματα. Θρησκειοϊστορικές προοπτικές. Επιμέλεια – εισαγωγή: Φώτης Τερζάκης. ΑΡΧΕΤΥΠΟ, 2003)
*
Η κύρια διάκριση συνίσταται στο ότι το σώμα έχει τη ζωή μπροστά του, ενώ το πτώμα έχει ήδη ζήσει τη ζωή. Όλο το θέμα είναι η ποιότητα αυτής της ζωής – ο θάνατος είναι στην πραγματικότητα δευτερεύον πρόβλημα. Η αντίληψη αυτή μάλλον δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Αντίθετα με τις «αναστάσεις» και τα συμπαρομαρτούντα θλιβερά διανοητικά κατασκευάσματα, δηλαδή τις επεξεργασίες του εβραϊκού /νεοπλατωνικού /χριστιανικού δράματος, όπου η ζωή αντιμετωπίζεται απλώς ως το προοίμιο του θανάτου και όχι ως μοναδική και ανεπανάληπτη αξία.
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι
Τ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ ανάμεσό τους;
*
Αηδόνι, όπως Αδωνάι, όπως Άδωνης. Ο Σεφέρης δε ρωτάει το Θεό για να πάρει απάντηση στο μεγάλο ερώτημα – γνωρίζει πολύ καλά πόσο ανόητο (άνευ νοήματος) είναι κάτι τέτοιο. Η ερώτηση απευθύνεται στο πουλί με το θαυμαστό κελαϊδισμό – ο οποίος δε μεταφράζεται. Άρα, το ερώτημα θα παραμείνει μετέωρο. Είναι ή δεν είναι; Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει για τον Θεό πως δια τούτο το μη είναι μάλλον, δια το υπερείναι, ως οικειότερον επ’ αυτού λεγόμενον προσιέμενος. Το μη είναι (το υπερείναι) ταιριάζει περισσότερο στο Θεό. Κάπου εδώ πρέπει να τελειώνει και η συζήτηση, αλλά που… Ο άνθρωπος θα σκάσει αν δεν κάνει το Θεό να είναι όχι με το δικό του τρόπο (του Θεού – μη είναι ή υπερείναι) αλλά με τον ανθρώπινο. Έτσι ο θεός – Λόγος του Σύμπαντος, περί του οποίου δικαιούμαστε να ρωτήσουμε το αηδόνι (γνωρίζοντας πως δεν θα πάρουμε απάντηση) μεταφέρεται στα θλιβερά καραγκιοζιλίκια των θρησκειών, όπου το υπερείναι υφίσταται ανηλεώς την ανθρώπινη αδυναμία…
*
Ο τίτλος του ποστ είναι ο τίτλος του ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη, απ’ όπου οι στίχοι της αρχής.
Η Δύση είναι ένας πολιτισμός που θέτει ερωτήματα’ η Ανατολή έχει μόνο απαντήσεις
Ας το δεχτούμε, κατ’ αρχήν, ως υπόθεση εργασίας. Η γεωγραφία και η ιστορία τοποθέτησαν την Ελλάδα στο μεταίχμιο των δύο μεγα-συνόλων του πολιτισμού. Επόμενο είναι το ερώτημα, προς τα που κλίνει η χώρα μας, όχι σε πολιτικό επίπεδο (αυτό έχει απαντηθεί από το 1821) αλλά σε πολιτισμικό. Για να το θέσουμε αλλιώς: σε τί συνίσταται (από τι λογής υλικά αποτελείται) η περίφημη ελληνική ιδιοπροσωπία; Υπάρχει κάτι τέτοιο – ή πρόκειται για επινόηση;
Τα ίδια ερωτήματα ισχύουν και για τους γείτονες, που βρίσκονται στο ίδιο γεωγραφικό και ιστορικό μεταίχμιο. Υπάρχει αλβανική, βουλγάρικη, σέρβικη ιδιοπροσωπία – και είναι περισσότερο δυτικής ή ανατολικής ύφανσης; Οι Ρώσοι, είναι Δύση ή Ανατολή; Και πόσο σημαντικό (ή ασήμαντο) ποσοστό δυτικότητας έχει ποτίσει τους πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας;
Υπάρχει, έστω ως θεωρητική πιθανότητα, περίπτωση να διαμορφωθεί από εμάς ή από εμάς και τους γείτονες σε συνεργασία, μια νέα πρόταση, που θα αμφισβητεί τα θέσφατα του δυτικού παραδείγματος (ανάπτυξη, κυριαρχία στη φύση, κοινωνικός δαρβινισμός) και ταυτόχρονα θα αφήνει πίσω τις έτοιμες απαντήσεις (η σωτηρία της ψυχής, είναι πολύ μεγάλο πράγμα…) της Ανατολής;
*
Επειδή σας βλέπω …πορωμένους με την καλύβα (20.000 επισκέψεις καταγράφηκαν από την πρώτη του Φλεβάρη!) σκέφτηκα να ανεβάσω ξανά κάποια παλιότερα ποστάκια, με ωραίες (συνήθως) συζητήσεις, όσο κρατάει το «χαζάιν πιρούιτ». Το σημερινό (αναρτημένο στις 12 Ιανουαρίου 2007) αφιερώνεται στον π2, ο οποίος τότε λεγόταν απλώς «π» 🙂
Repost εξαιτίας ενός άρθρου που θα βρείτε στα έσχατα σχόλια.
Τι είναι ο χρόνος;
Ποιος μπορεί να τον εξηγήσει;
Ποιος μπορεί να αρθρώσει έστω μια σκέψη γι’ αυτόν;
Τι είναι πιο οικείο και πιο σύγχρονο από τον χρόνο;
Τι είναι λοιπόν;
Αν με ρωτούσε κανείς ξέρω ότι αν θα έπρεπε να του εξηγήσω δεν θα μπορούσα.
Ξέρω μόνο ότι δεν θα υπήρχε παρελθόν αν τίποτε δεν περνούσε.
Και δεν θα υπήρχε μέλλον αν τίποτε δεν μας πλησίαζε.
Και δεν θα υπήρχε παρόν αν δεν υπήρχε κάτι που να υφίσταται.
Πως υπάρχουν αυτές οι δύο έννοιες του χρόνου;
Για τον Ηράκλειτο ελευθερία σημαίνει αποδοχή της αναγκαιότητας. Διαλέγω αυτό που θέλω σημαίνει αφήνομαι να με οδηγήσουν οι συμπαντικές δυνάμεις, όπως ο λόγος, ο θεός, ο χρόνος, η μοίρα… Άρα ελευθερία και αναγκαιότητα δεν αντιτίθενται, συντίθενται.
Η Ορθοδοξία το βλέπει τελείως διαφορετικά: το πρόσωπο κάνει υπόσταση την ουσία του ελεύθερα, όπως θέλει, άρα δεν έχει καμιά ουσιαστική δέσμευση, λογική εξάρτηση και φυσικό προκαθορισμό. Aυτή είναι η ορθόδοξη αντίληψη για το θεϊκό, άρα και για το ανθρώπινο, αφού ο άνθρωπος έγινε κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν και, παρά την πτώσιν, έχει ως τελικό και ύψιστο σκοπό τη θέωσή του!
Είναι δυο τρόποι για να αντιλαμβανόμαστε την ελευθερία – προφανώς με τις παραλλαγές τους. Υπάρχει τρίτος;
Με πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος
Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή
(Αντώνης Φωστιέρης)
*
Δεν είναι ο θάνατος το σημαντικό – τόχουμε ξαναπεί. Το σημαντικό είναι η καλή ζωή. Τον θάνατο τον φοβούνται μονάχα όσοι δεν έζησαν, όσοι πέρασαν τη ζωή τους χωρίς να ζήσουν – λες και η αθανασία θα είχε κάποιο νόημα για δαύτους. Όταν φτάνεις στο θάνατο ξοδεμένος, όταν δηλαδή έχεις δουλέψει σωστά το μεροδούλι σου στη γη, τι να φοβάσαι; Τότε, δε πάει να ψιθυρίζει και να μουρμουρίζει αυτός θα και να και τρίχες κατσαρές… Δεν τον ακούς, γιατί δε σε ενδιαφέρει. Και τώρα, που ο θάνατος μοιάζει πολύ μακρινή υπόθεση, το να τον συλλογίζεσαι είναι καλό, γιατί παρακινείσαι να αξιοποιείς το χρόνο. Να ζεις δηλαδή πραγματικά, στα μέτρα της ψυχής και του μυαλού σου – και να μην ξοδεύεις τον καιρό χαζολογώντας.
Εν κάλλει γυναικός πολλοί επλανήθησαν και εκ τούτου φιλία ως πυρ ανακαίεται
(Σοφία Σειράχ, Θ 8 )
Αν η φιλία γίνεται παρανάλωμα κάθε φορά που εμφανίζεται ο έρωτας, είναι γιατί η γυναίκα συνιστά ενδογενή τρέλα, παραλήρημα της επιθυμίας και κακό αγιάζι στα φυλλοκάρδια, ενώ η φιλία παραμένει τερπνό πάρεργο της ψυχής
(Κωστής Παπαγιώργης, τα μυστικά της συμπάθειας, Καστανιώτης, σελ. 88)
Είμαστε φίλοι και δεν αξίζει
μία γυναίκα να μας χωρίζει
(Ρεμπέτικο τραγούδι) Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
..το μόνο επαναστατικό που μας απόμεινε είναι αυτή η εγγενής ανωριμότητά μας
*
Σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η περίφημη επαναστατικότητα; Είναι μια αυθόρμητη διάθεση ανταρσίας; Είναι η πολιτική βούληση να αλλάξεις τον κόσμο – συνήθως εστερνιζόμενος κάποια πολιτική /φιλοσοφική θεωρία με θεολογικό υπόστρωμα και μυθολογική σκέψη; Και έχει στ’ αλήθεια σχέση αυτή η «επαναστατικότητα» με την ηλικία ή το συμπέρασμα αυτό βγαίνει από μια επιδερμική ανάλυση; Τέλος, η εγγενής ανωριμότητα είναι όντως επαναστατική ή πρόκειται για μια ακόμα αυθαίρετη πρόταση; Αυτός ο στοχασμός, γεμάτος ερωτηματικά, παραμένει πάντοτε ανοιχτή πρόκληση.
Repost. Πρώτη ανάρτηση, 1 Δεκεμβρίου 2006
Ξένος είμαι στο σπίτι μου
ξένος στους δρόμους
με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.
Νίκος Καρούζος, Ο Γιάννης μέσα στο έαρ.
*
Αλήθεια, ποιο είναι το έχειν μας; Ποια είναι η σχέση μας με τον περίγυρό μας;
Στην πραγματικότητα το έχειν, σε όλες τις πιθανές και απίθανες εκδοχές του, είναι μια ψευδαίσθηση. Και οι σχέσεις, κατά περίπτωση, σχεδόν πάντοτε μερικές και αποσπασματικές: όπου φτάνει ο άλλος, περισσεύεις εσύ. Κι όπου είσαι ολόκληρος εσύ, δεν μετέχει ο άλλος.
*
Με λένε Πάνο δεν έχω τίποτα δικό μου.
Και ήρθανε και λιώσανε
τα νύχια του αετού από τη μοναξιά
Και το ράμφος του μονάχος του γύρισε
μοναχός να πεθάνει.
Κατερίνα Γώγου, από το Μήνα των παγωμένων σταφυλιών
*
Τόσοι μήνες, στα μυστικά του Κόλπου και την καλύβα, δε θυμάμαι να έγραψα ούτε ένα ποστάκι για τη μοναξιά. Ίσως γιατί έχω να τη συναντήσω χρόνια τώρα. Κι όμως, έζησα πολύ μαζί της, της μιλούσα, μου απαντούσε. Περνούσαμε καλά. Μια μοναξιά με βιβλία και δίσκους και δημιουργική διάθεση και ηλικία που συγχωρά τα όνειρα – υπερπαραγωγές, είναι μοναξιά πολυτελείας. Είχε όμως και κάμποσες πικρές στιγμές η σχέση μας, όταν με έπιανε το φεγγάρι, ας πούμε. Τότε σήκωνα το τηλέφωνο και της απιστούσα.
Αστεία που μοιάζουν όλα αυτά, μετά τους στίχους της Κατερίνας… η πραγματική μοναξιά, η μοναξιά που απελπίζει τον αητό και τον κάνει ν’ αποζητά το θάνατο… είναι η μοναξιά χωρίς ελπίδα… και είναι ο χειρότερος δρόμος του θανάτου, γιατί ο αετός τον περπατά απαρηγόρητος. Εκτός αν η λύτρωση βρίσκεται ακριβώς στην άκρα απελπισία. Κι αν δεν είναι εκεί, που θα είναι; Αλλά κι αν είναι εκεί, ποιος τον θέλει αυτόν το δρόμο;
…εκείνη στέκεται αγέρωχη και φεύγει
Εννοεί «όχι» ή «ναι»;
*
Όταν την ιστορία την αφηγείται ο άντρας, στο τέλος είναι εκείνος που φεύγει, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τις πανέμορφες γυναίκες, να σπαράζουν που τον έχασαν.
Όταν την ιστορία την αφηγείται η γυναίκα, είναι αυτή που του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι, για λόγους που η ίδια γνωρίζει – και τους αναπτύσσει με άνεση. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Ακόμα αν είναι της χαράς, ευφρόσυνες, ερωτικές, του γλεντιού, του γέλιου – στο ίδιο σημείο καταλήγουν: ίχνη δακρύων . Γιατί έχουν πια παγώσει, μαζί με τα σβησμένα κεριά του βίου κι αυτό η ψυχή δεν το αποδέχεται. Οι πιο πρόσφατες, καπνίζουν ακόμα και φέρνουν πιο ορμητικούς ποταμούς στα μάτια. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Άλλο έψαχνα να βρω, έπεσα ξαφνικά πάνω σ’ αυτόν τον εξαίσιο στίχο του Σεφέρη (από τα τρία κρυφά ποιήματα) και πώς να προχωρήσω; Στέκομαι λοιπόν και τον χαίρομαι. Και σκέφτομαι ότι αλλιώς ο Σεφέρης φαντάστηκε τη σύνθεση (μεταφυσική – με τους όρους του καλού και του κακού σε διαρκή αντιπαράθεση) κι αλλιώς την προσλαμβάνω εγώ, ο ταπεινός μαθητής αυτού που είπε οδός άνω κάτω μια και ωητή – δηλαδή το καλό και το κακό είναι ΕΝΑ, ενιαίο, αδιαχώριστο. Όπως το φως και το σκοτάδι!
Και σαν απογεύομαι τη χαρά του σεφερικού στίχου και του ηρακλείτειου στοχασμού που ανέσυρε, έρχεται να με βρει, σαν το βόλι, ο σκληρός λόγος του μεγάλου Κρητικού, από την Ασκητική του:
Και το ένα ετούτο, δεν υπάρχει!
Να ‘σαι νέος, είκοσι πέντε χρονών, γερός, να μην αγαπάς κανένα πρόσωπο ορισμένο, άντρα ή γυναίκα, που να σου στενεύει την καρδιά και να μη σε αφήνει αν αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια και σφοδρότητα τα πάντα, και να οδοιποράς πεζός, ολομόναχος, μ’ ένα δισάκι στον ώμο, από τη μιαν άκρα ως την άλλη, στην Ιταλία, και να ‘ναι άνοιξη και να μπαίνει το καλοκαίρι και να ‘ρχουνται, φορτωμένοι φρούτα και βροχές, ο χινόπωρος κι ο χειμώνας – θαρρώ ο άνθρωπος θα ήταν αναίδεια να θέλει μεγαλύτερη ευτυχία.
Όταν διάβασα για πρώτη φορά την Αναφορά στον Γκρέκο, ήμουν δώδεκα με δεκατριών χρόνων. Το κομμάτι αυτό, που το ‘γραψε γέρος πια ο γεννημένος ταξιδευτής, το πρόσεξα σε μια από τις κατοπινές αναγνώσεις, στις τρεις δεκαετίες που πέρασαν από τότε. Και σκέφτηκα – τι αξίζει το ταξίδι, όταν το κάνεις ολομόναχος; Μήπως το ταξίδι το συντροφικό, με τη γυναίκα που αγαπάς, με φίλους καλούς, είναι μικρότερη τύχη στον άνθρωπο; Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Και ιδού πως επιτυγχάνουμε και πάλι
Αφού τα ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιας γυναικός
Μιας γυναικός γυμνής και κοιμωμένης
Κατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο.
*
Εκτός από τις μεγάλες κλίμακες, υπάρχουν και οι μικρές, στα ανθρώπινα μέτρα. Για να λέμε την αλήθεια, αυτές είναι που έχουν πρακτική σημασία – γιατί πάνω σ’ αυτές ο άνθρωπος πλέκει το νήμα της ύπαρξής του. Μέρα φεύγει, μέρα έρχεται, το υπάρχειν νοηματοδοτείται, κατά τον Ανδρέα Εμπειρίκο, από τη γυμνή κοιλίτσα της γυναίκας, που ξάπλωσε στην άμμο κουρασμένη από το κολύμπι και περιμένει τους άντρες ν’ αφήσουν τη βαθιά φιλοσοφία (και τις μπύρες) και ν’ ασχοληθούν μαζί της.
Συλλογίζομαι συχνά το θάνατο. Όχι, δε σκέφτομαι πώς να τον νικήσω. Απλά θέλω να φύγω από το ρινγκ με ξαφνικό νοκ-άουτ. Κι αν δε συμβεί αυτό, να είμαι εγώ αυτός που θα διακόψει τον αγώνα – πριν ο Άλλος αρχίσει να το γλεντάει.
Repost, πρώτη ανάρτηση 20 Μαΐου 2007. Το ποστ δεν είναι αυτό εδώ, βρίσκεται στα σχόλια.
Τα έχουμε όλα και μας έχουν.
Είμαστε από ύλη κι ασήκωτο φτερό,
τα κόκαλά μας από θάλασσα κι ασβέστη.
Είναι μερικά ποιήματα που περιέχουν σχεδόν τα πάντα, με μια πυκνότητα θαρρείς ηρακλείτεια. Εδώ, στους στίχους του Γιώργου Θέμελη, αντανακλάται ολόκληρος ο αξεπέραστος γέροντας της Εφέσου – δε χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση.
Χαρά στον Έλληνα που ελληνο-ξεχνά
και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά
εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
-σάμπως φταις κι εσύ καημένη-
και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά
Η Ελλάδα είναι, κατά βάθος, ουτοπία. Ου-τόπος. Μια οπτασία θεσπέσια, που δε μπορείς να την προσδιορίσεις (θα πει: να την περιορίσεις) σε όρια γεωγραφικά. Για να μπορεί να υπάρχει, να είναι παντού, είναι τρόπος κρυσταλλωμένος σε ανθρώπινο έθος. Υπάρχει ή είναι της φαντασίας γέννημα πλάνο; Υπάρχει, μας διαβεβαιώνει ο ποιητής. Στα όρια του ελληνικού κράτους – ή στα πέρατα του πλανήτη, αδιάφορο. Την έχεις, όπου κι αν βρίσκεσαι, φτάνει να ξέρεις και να αγαπάς. Να ξέρεις ότι είναι μύθος, αλλά να τον αποδέχεσαι το μύθο – δηλαδή την ανθρώπινη δύναμη και αδυναμία ταυτόχρονα. Γιατί ο άνθρωπος χωρίς μύθο ταυτότητας δεν μπορεί να ζήσει. Κι όσοι το αμφισβητούν αυτό, απλώς επιλέγουν κάποιον άλλο ζωτικό μύθο – αλλάζοντας τα ρούχα τους και φορώντας τα αλλιώς. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Δεν υπάρχει κερδισμένος μετά το θάνατο. Συνεπώς, όλοι τα παίρνουμε όλα. Δηλαδή, παίρνουμε τη γνώση πως μπαίνουμε οριστικά στο Μεγάλο Τίποτα – που είναι ένα και το αυτό με το Μεγάλο Άπαν.
(Άκουγα καθώς οδηγούσα, από το ραδιόφωνο, μια συνέντευξη του Νίκου Νικολαΐδη, δοσμένη το 2003. Το ποστάκι αυτό «γράφτηκε» στο αυτοκίνητο, υπό τους ήχους του Γιάννη Αγγελάκα. Καλό ταξίδι, κύριε Νίκο)
Οι κόκκινες παραρούνες μαγνητίζουν το βλέμμα. Κυριαρχικές, όμορφες, απόλυτες… Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Θε μου πόσο παράξενοι
είν’ οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας
και γελαστοί οι ανθρώποι…
Μέσα από έναν απλό στίχο, ο Δημήτρης Αποστολάκης (των Χαϊνηδων) αποδίδει καταπληκτικά το ελληνικό / ηρακλείτειο συναμφότερον της χαράς και της πίκρας. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Θυμώι μάχεσθαι χαλεπόν΄ ό γαρ άν θέληι, ψυχής ωνείται (Ηράκλειτος, Β85)
*
Μπορούμε να το αποδώσουμε έτσι:
Είναι δύσκολο να αντιτάσσεται κανείς στις επιθυμίες του. Γιατί ό,τι θέλει, το αγοράζει με τίμημα την ψυχή του.
(Τάσος Φάλκος – Αρβανιτάκης)
ή έτσι:
Δύσκολο να στήνεις αμάχη ενάντια στην επιθυμία΄
γιατί ό,τι αυτή θέλει, το εξαγοράζει με την ψυχή σου.
(Νίκος Δενδρινός)
Αλλά κι έτσι:
Σκληρό να λες «όχι» στις ορμές σου. Ψωνίζουν ό,τι λαχταρούν και το πληρώνουν με την ψυχή σου.
Κι αλλιώς:
Ματαιοπονία να πολεμάς το κτήνος μέσα σου. Ψωνίζει ό,τι γουστάρει και το ξοφλά υποθηκεύοντας την ψυχή σου.
* * *
Όπως κι αν μεταφράσουμε την ηρακλείτεια ρήση, το νόημα μένει το ίδιο: υπάρχει κάτι πέρα από την ανθρώπινη θέληση και την ανθρώπινη δυνατότητα να ακολουθούμε το Λόγο. Όσο σκληρά κι αν αγωνιστούμε (να εγκρατευτούμε στον ορθό λόγο ή και ν’ αγιάσουμε στον εξ’ αποκαλύψεως λόγο) στο τέλος το αποτέλεσμα θα είναι 5-0 υπέρ του αντιπάλου. Δηλαδή του βωβού, πανίσχυρου κτήνους που τρέφουμε μέσα μας και λέγεται επεκτατική διάθεση. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε, εναλλακτικά, «το καπιταλιστικό μας γονίδιο». Δε χάνει ποτέ το άτιμο, μας λέει ο παππούς… Κι όσο εμείς κλωτσάμε αγανακτισμένοι, αυτό ξοδεύει την ψυχή μας, κάνοντας ό,τι γουστάρει!
Τελευταια σχολια