eco

Πριν τις ευρωεκλογές του Ιουνίου λέγαμε ότι δύσκολα θα εμφανιστεί ξανά περισσότερο πολιτικά  ευνοϊκή περίοδος για τους Οικολόγους – Πράσινους. Κι όμως, αυτό το «περισσότερο» είναι κιόλας μπροστά μας!

Είναι ολοφάνερο ότι τα δυο μεγάλα κόμματα δε μπορούν πια να ανταποκριθούν στον εθιμικό τους ρόλο, να εναλλάσσονται στην εξουσία. Οι παθογένειες που έχουν αναπτύξει (από το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο ηγεσίας και πολιτικού προσωπικού αμφοτέρων, μέχρι την πανθομολογούμενη διαπλοκή με ό,τι μπορεί να τους αποφέρει χρήμα ή κοινωνική ισχύ) έχουν φτάσει σε τέτοιο επίπεδο που δυσκολεύουν ή και ακυρώνουν εντελώς την πολιτική τους λειτουργία υπέρ των πολιτών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι απουσιάζει οποιοδήποτε στοιχείο πραγματικής πολιτικής πρότασης για τον τόπο από το λόγο και των δυο. Το ΠΑΣΟΚ είναι ανεύθυνο, λέει η ΝΔ, για να εισπράξει την απάντηση να φύγει αυτή η ανίκανη κυβέρνηση (για να έρθουμε εμείς).

Αυτή η αντιπαράθεση είναι στείρα και αδιέξοδη. Το να ισχυρίζεται ένα κόμμα εξουσίας ότι είναι περισσότερο υπεύθυνο ή πιο ικανό από το άλλο, δε συνιστά πολιτικό διάλογο, απλά οριοθετεί την αντιπαράθεση για την κυβερνητική εξουσία στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο.

Κάθε φορά που είχαμε εναλλαγή του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στη διακυβέρνηση, υπήρχε (κουτσά στραβά, αλλά υπήρχε) ένα θετικό πολιτικό μήνυμα αλλαγής, που δημιουργούσε ένα καλό κλίμα ανάμεσα στους ψηφοφόρους. Ακόμα και στην τελευταία εναλλαγή στη διακυβέρνηση, το 2004, η ΝΔ είχε να πει κάτι πολιτικά δυναμικό: μιλούσε για την επανίδρυση του κράτους.

Σήμερα, ούτε η ΝΔ ούτε το ΠΑΣΟΚ είναι σε θέση να διατυπώσουν μια πολιτική πρόταση που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απάντηση στα αδιέξοδα και την απογοήτευση που βιώνουν οι πολίτες. Οι καιροί των παχιών αγελάδων πέρασαν και είναι απίθανο να ξανάρθουν στο ορατό μέλλον, τα πολιτικά ρεύματα του εκσυγχρονισμού που έδωσαν κάποια πνοή στα δυο κόμματα εξουσίας έχουν ξεφουσκώσει – και, σα να μην έφτανε αυτό, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχουν πλέον αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη συνείδηση των πολιτών ως φορείς και εκφραστές μιας γενικευμένης διαφθοράς.

Τα δυο μεγάλα κόμματα θα συσπειρώσουν ένα μέρος από τους ψηφοφόρους τους του παρελθόντος. Όλα δείχνουν ότι το ΠΑΣΟΚ θα κερδίσει τις εκλογές, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν καταφέρει να αποχτήσει την αυτοδυναμία στη Βουλή. Αλλά και αν συμβεί κάτι τέτοιο, πολύ μικρή σημασία θα έχει, αν δεν έχει δημιουργηθεί παράλληλα ένα δυναμικό πλειοψηφικό ρεύμα αλλαγής, μέσα στην κοινωνία. Και αυτό σήμερα φαίνεται εντελώς απίθανο. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σε πολύ σύντομο διάστημα θα περιπέσει στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα η ΝΔ. Που σημαίνει ότι η πολιτική στην Ελλάδα θα χωθεί ακόμα πιο βαθιά στα αδιέξοδα και στην ανυποληψία.

Αντίστοιχες, αλλά όχι παρόμοιες, δυσκολίες αντιμετωπίζουν τα κόμματα της αριστεράς. Το ΚΚΕ, έχοντας πετύχει την ολοκληρωτική επιστροφή στις ρίζες του σταλινισμού έχει μπει σε μια πορεία παρατεταμένης πολιτικής εξασθένησης, η οποία δεν είναι αναστρέψιμη. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περάσει από την αισιοδοξία και την αυτοπεποίθηση στον προβληματισμό για την ίδια του τη συγκρότηση και την πολιτική προοπτική.

Κοινό και κεντρικό πρόβλημα για τις δυο κοινοβουλευτικές αριστερές δυνάμεις ήταν και παραμένει η αδυναμία να πείσουν τους πολίτες ότι διαθέτουν μια υλοποιήσιμη πρόταση για την οικονομία. Εντελώς νέο κοινό πρόβλημα για τις δύο δυνάμεις της αριστεράς, το οποίο μάλλον δεν έχουν αντιληφθεί επαρκώς ακόμα, είναι ότι πλέον αμφισβητείται απερίφραστα το σημείο όπου θεωρούσαν ότι διέθεταν υπεροχή έναντι των άλλων, δηλαδή η περίφημη ηθική της αριστεράς.

Είναι παράλογο, βεβαίως, να επικαλείται την ηθική και την πολιτική ανιδιοτέλεια το στρώμα των γραφειοκρατών και των παρατρεχάμενων που ζει και αποκτά κοινωνικό και πολιτικό έρεισμα κουμαντάροντας τις τύχες της αριστεράς. Στις περισσότερες των περιπτώσεων έχοντας αναδειχθεί όχι μέσα από την κοινωνική δυναμική, αλλά από τη συμμετοχή στις φράξιες (ΣΥΡΙΖΑ) ή την άνευ όρων προσκόλληση στην ηγεσία, υπό το πρόσχημα της κομματικότητας (ΚΚΕ). Το παράλογο λειτούργησε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά τώρα η δυναμική του έχει τελειώσει. Και αυτό μπορεί να αποδειχτεί ευεργετικό, μακροπρόθεσμα, για την αριστερά, αλλά θα είναι εξαιρετικά επώδυνο μέχρι να αναγκαστούν οι επαγγελματίες γραφειοκράτες και τα ποικίλα κομματόσκυλα να απαλλάξουν την αριστερά (και την κοινωνία) από την παρουσία τους.

Με το ΛΑΟΣ δεν θα ασχοληθώ ιδιαίτερα. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά έχω την εντύπωση ότι ήδη εξάντλησε τα όριά του και σύντομα θα έχει την τύχη ανάλογων σχηματισμών του παρελθόντος.

*

Αν η ανάλυση που προηγήθηκε είναι σωστή, μπορούμε να πούμε ότι η κατάσταση για τους Οικολόγους – Πράσινους σε επίπεδο κοινωνικής, πολιτικής και εκλογικής αποδοχής, είναι ακόμα πιο ευνοϊκή τώρα, απ’ ό,τι ήταν τον Ιούνιο του 2009. Η διέξοδος για τους πολίτες θα είναι και πάλι η αποχή (παθητική ή ενεργητική), το λευκό και το άκυρο. Μια εναλλακτική, θετική, διέξοδος θα μπορούσε να είναι η υποστήριξη στους Οικολόγους – Πράσινους. Το ποσοστό επιλογής αυτής της διεξόδου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους τους Ο-Π.

Το Πράσινο κόμμα έχει ορισμένα πολύ σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα: βάζει νέα θέματα στην πολιτική αντζέντα και δημιουργεί ενδιαφέρον και πολιτική αγορά, γιατί τα θέματα αυτά (ιδίως για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης και για την ποιότητα ζωής) αφορούν το σύνολο της κοινωνίας, αλλά κανένας ως τώρα δεν ασχολήθηκε με αυτά, με τον τρόπο που τα προσεγγίζουν οι Ο-Π. Επιπλέον, τα στελέχη των Ο-Π διαθέτουν το τεκμήριο της …αθωότητας, αυτό που λέγαμε ότι το έχασε η αριστερά. Αυτά, σε συνδυασμό με την πολιτική φρεσκάδα και την έλλειψη αιχμών στην πολιτική στρατηγική, η οποία επιτρέπει την πολυσυλλεκτικότητα, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μεγάλη επιτυχία, εκλογική, καταρχήν, και πολιτική στη συνέχεια.

Εκτός όμως από τα πλεονεκτήματα, ο χώρος της πολιτικής οικολογίας χαρακτηρίζεται από κάποιες εγγενείς αδυναμίες, οι οποίες εν μέρει τα ακυρώνουν. Η σημαντικότερη αδυναμία των Ο-Π είναι ότι δεν εκφράζουν ένα υπαρκτό κοινωνικό κίνημα, με αξιόλογη έκταση και βάθος. Δεν έχουν ρίζες στην κοινωνία. Είναι περισσότερο μια πρόταση που έρχεται απέξω και από πάνω – και επειδή διαθέτει μεγάλη πολιτική δυναμική, δημιουργεί ανταπόκριση. Επιπλέον, το πολιτικό προσωπικό που διαθέτουν χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη πολιτική ετερογένεια, η οποία δε φαίνεται, προς το παρόν, να ξεπερνιέται. Περιβαλλοντιστές, άνθρωποι των ΜΚΟ, φιλόζωοι, εναλλακτικοί αριστεροί, σταλινογενείς και αυθεντικοί φιλελεύθεροι συνυπάρχουν …σχεδόν ειρηνικά, αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι είναι πρακτικά ανέφικτο, υπό αυτές τις συνθήκες, να γίνουν κοινά αποδεχτές θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες για την οικονομία, την παιδεία, το κράτος και την αγορά – και όλα τα υπόλοιπα μεγάλα θέματα της πολιτικής.

Η τρίτη μεγάλη αδυναμία των Ο-Π είναι η λιγότερο (ή καθόλου) πολιτική, αλλά είναι εκείνη που απειλεί περισσότερο από τις δυο που αναφέρθηκαν να μην επιτρέψει στο κόμμα να εκμεταλλευτεί όσο θα μπορούσε την άκρως ευνοϊκή πολιτικά συγκυρία, στην οποία βρισκόμαστε. Πρόκειται για την κατάσταση  διχασμού που έχει δημιουργηθεί στο εσωτερικό του φορέα. Όπου η διαφορετική από την επικρατούσα άποψη καταγγέλλεται συστηματικά ως συνειδητή υπονόμευση του κόμματος και δεν συζητιέται ποτέ επί της ουσίας, αλλά αυτός που την εκφέρει δέχεται ορυμαγδό προσωπικών επιθέσεων από κάποιους που διαθέτουν εμφανώς μειωμένη ικανότητα πολιτικής αντίληψης, αλλά υπερευαίσθητα αντανακλαστικά κομματικού πατριωτισμού. Το αποτέλεσμα είναι μια ομάδα λίγων «υπερπατριωτών» να δημιουργεί σε μόνιμη βάση ένα νοσηρό και αποθαρρυντικό κλίμα, το οποίο λειτουργεί σαν πραγματική τροχοπέδη για την ομαλή λειτουργία του κόμματος.  Με την ανοχή, πιθανόν και την επίνευση των κορυφαίων στελεχών – τα οποία δέχονται συνήθως την κριτική και στα οποία θα αποδοθεί τελικά και η ευθύνη για την κατάσταση! Ευτυχώς, αντίθετα με τα άλλα δύο μειονεκτήματα που ανάφερα, αυτό μπορεί να ξεπεραστεί σχετικά εύκολα. Αρκεί αυτό να συμβεί έγκαιρα – και όχι κατόπιν εορτής, όταν δηλαδή θα έχει καταφέρει να απογοητεύσει εντελώς πολλά μέλη, και να οδηγήσει στην αδράνεια.

Το ξεπέρασμα των αδυναμιών και η εκμετάλλευση της ευνοϊκής συγκυρίας από τους Οικολόγους – Πράσινους δεν είναι αυτοσκοπός. Έχει νόημα μονάχα αν τα αντιλαμβανόμαστε όλα αυτά ως δυνατότητα θετικής συμβολής στην προσπάθεια της κοινωνίας να αντιμετωπίσει περισσότερο αποτελεσματικά τα προβλήματα που δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τα παραδοσιακά κόμματα της δεξιάς, της σοσιαλδημοκρατίας και της αριστεράς. Πρέπει να προσέξουμε πολύ, όσοι υποστηρίζουμε το φορέα της πολιτικής οικολογίας, ώστε η προσπάθειά μας για αποτελεσματικές δράσεις υπέρ του περιβάλλοντος, των εργαζομένων  και της ποιότητας ζωής, να μην καταλήξει στη δημιουργία μιας νέας ομάδας, πράσινων αυτή τη φορά γραφειοκρατών, η οποία θα ενταχθεί ομαλά στο σύστημα, αλλά δεν θα εξυπηρετήσει σε τίποτα τις ανάγκες της κοινωνίας. Αντίθετα, πρέπει να συμβάλλουμε κατά το δυνατόν, ώστε οι Οικολόγοι – Πράσινοι να μεγαλώσουν και να ωριμάσουν, με ένα και μοναδικό σκοπό: να είναι θετική διέξοδος στην αγωνία των ενεργών πολιτών και αποτελεσματικό μέσο στην προσπάθειά τους να επηρεάσουν την πολιτική και τις αποφάσεις που λαμβάνονται.

Οι εκλογές που θα γίνουν σε λίγο θα είναι ένα κρίσιμο τεστ για όλους. Όχι καθοριστικό, ίσως, για τους Οικολόγους – Πράσινους, αλλά σημαντικό οπωσδήποτε. Γιατί υπάρχουν για πρώτη φορά τόσο ευνοϊκές δυνατότητες εισόδου στη Βουλή, αλλά και γιατί οι Ο-Π πιθανόν να βρεθούν μπροστά στο μεγάλο δίλημμα της συμμετοχής με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη διακυβέρνηση του τόπου. Το οποίο, δυστυχώς, κάποιοι επέλεξαν (και επέβαλαν) να μην έχει συζητηθεί έγκαιρα και σε βάθος από τους κατεξοχήν ενδιαφερόμενους, δηλαδή τα μέλη των Ο-Π, ώστε η πολιτική πρόταση που θα υποβληθεί στους ψηφοφόρους να είναι ξεκάθαρη και να κριθεί το Πράσινο κόμμα και γι’ αυτήν.

Κλείνοντας θα ήθελα να κάνω μια τελευταία παρατήρηση: στις ευρωεκλογές του 2009 ήταν πολύ φυσικό να εμφανιστούν αδυναμίες (ορισμένες πραγματικά κραυγαλέες) στην προεκλογική εκστρατεία των Ο-Π, οι οποίες εν μέρει οφείλονταν στην απειρία του πρωτάρη και εν μέρει στην αλαζονεία και στον ξερολισμό ορισμένων προσώπων. Στις εθνικές εκλογές που θα γίνουν σε λίγο δεν θα είναι σωστό να πατήσουμε τις ίδιες ή παρόμοιες πεπονόφλουδες. Γιατί η συγκυρία είναι υπερ- ευνοϊκή τώρα και όσες γκάφες κι αν κάνουμε οι ίδιοι, πιθανότατα θα επιτευχθεί ο στόχος για είσοδο στη Βουλή. Δε θα είναι όμως υποχρεωτικά το ίδιο και την επόμενη φορά.