Σήμερα στη δουλειά, η Κώστας η νοσηλευτής, μας είπε το ανέκδοτο που ακολουθεί. Κατά προσέγγιση, γιατί τα Χαλκιδικιώτικα είναι πέραν πάσης αποδόσεως…
*
Έφτασ’ η φουστανελάς η Μήτσους σ’ ηλικία γάμ’. Τη μπροξενεύανι το λ’πόν σ΄ένα κουντοχώρ’ μη μια κουπιλιά.
Τ’ λέει η μπάρμπας τ’: «Τώρα π’ παντρολουγιέσι, ανηψούδ’, πρέπ’ να ράψεις κι από κανένα σώβρακου».
Αγουράζ’ η Μήτσους καμπόσου χασέ κάτασπρου, ραβ’ δυό σώβρακα, πιρίσσεψι κιόλας.
Κινάν, η Μήτσους κι η μπάρμπας τ’ μη τα μ’λάρια να πάνι για του προυξινιό. Στου δρόμ’, τ’ς έρχεται της Μήτσους η γιανάγκη τ’, μη του συμπάθειου. Στέκ’νται, βγάζ’ η Μήτσους του σώβρακου, του κρειμάει στ’ν αγκαθιά, κάνει τη δ’λειά τ’, σηκώνητι κι φεύγ’γνι. Του σώβρακου απουμέν’ στ’ν αγκαθιά!
Στ’ς νύφ’ς τώρας, κάθ’νται κι βλέπ’ντι. Κάν’ έτσ’ η Μήτσους, κάθητι σταυρουπόδ’, σηκώνητι κι η φουστανέλλα τ’. Η νύφ’ κι οι δυό αδερφάδες της βλέπουνι και σέρν’νι τ’ φουνή: «Ιιιιιιι…» – κι σφαλίζουν του ένα μάτ’, αλλά γλιέπουν μη τ’ άλλου.
Κι η Μήτσους, ‘πηρήφανους για τ’ σώβρακό τ’: «Αυτό δεν είνι τίπουτας… Ιέχου άλλες δυό πήχες στου σπίτ’!»
*
Παρακαλούνται οι ευγενείς επισκέπτες – επισκέπτριες, μαζί με το σχόλιο («ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ…») να αφήνουν και το δικό τους ανεκδοτάκι, ενόψει ενός καλού αποκριάτικου ΣΚΔ!
9 Σχόλια
Comments feed for this article
28 Φεβρουαρίου, 2009 στις 2:46 πμ
Μαρία
Το πρώτο σόκιν ακέκδοτο που άκουσα στη ζωή μου γύρω στο 1960, όχι βέβαια σε άπταιστα χαλκιδικιώτικα. Ενδιαφέρον οτι λέγεται ακόμα.
28 Φεβρουαρίου, 2009 στις 4:30 πμ
Kits
Η ΤΥΦΛΟΜΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΜΦΙΛΑ
Από τη σπάνια έκδοση του βιβλίου του Ανδρέα Αβούρη «Ζακυνθινοί τύποι» ,Ζάκυνθος 1912
Τα βράδια τού χειμώνα εκάνανε διάφοροι συναναστροφή στο σπίτι τού γιατρού Κέκου, παίζοντας χαρτιά. Τακτικός στή συναναστροφή ήτανε και ο Πάμφιλας, ο οποίος εδιασκέδαζε την παρέα με τά, αστεία του. Είχε όμως το ελάττωμα, μόλις επερνούσανε οι δέκα ώρες, νά τόν παίρνει ο ύπνος καί νά κοιμάται ακουμπισμένος στην καρέκλα του όσο τόν αφίνανε.
Ένα βράδυ αρχίνησε η συναναστροφή κι ο Πάμφιλας δεν είχε πάγει ακόμα.
– Πως δεν εκομπάριρησε απόψε ο Πάμφιλας γιατρέ; Ερώτησε ένας από τήν παρέα.
– Όπου κι αν είναι θα έλθη.
– Άς τονε να πάει στο διάολο, που από τση δέκα ώρες ξεραίνεται σα γουρούνι και μας χαλάει το γούστο.
– Μωρές παιδία, του στρώνουμε καμμία παστορέλα να γελάσουμε;
– Μα το σταυρό τη θέλει. Μα τίι νά τού κάμουμε πού είναι κατεργάρης;
– Εγώ ξέρω, είπε ο γιατρός. Να τόν κάμω νά πιστέψει πώς είναι στραβός.
Όλη η παρέα εγελούσε φανταζόμενη το αστείο, όπου νάσου παρουσιάζεται ο Πάμφιλας.
– Καλησπερούδια αφεντάδες, τούς λέει. Κάτι κέφια έχετε. Μέ ποιόν γελάτε;
– Γυρεύεις!..Γιατί σιορ Πάμφιλα, άργησες απόψε;
– Μ’ έκοβε λίγο κι ήμουνα πεσμένος.
– Δέν έπινες ένα ρούμι;
– Ήπια διάσμο καί μού πέρασε.
–
Η συναναστροφή εξακολούθησε, άρχισε ο Πάμφιλας τά αστεία του, καί σε λίγο εστρωθήκανε στο παιχνίδι.
Ο Πάμφιλας δεν έπαιζε χαρτιά κι εκύτταζε το παιχνίδι καθήμενος σιμά στο γιατρό. Όταν επέρασε η ώρα, έγυρε ο Πάμφιλας κι αποκοιμήθηκε.
– Γιατρέ, λέει ένας από την παρέα, ο Πάμφιλας τα ξεπούλισε. Άκου ρουχουνιτό που χάνει.
– Αβάντι, σινιόροι, να κάνουμε την μπούφα. Θα σβύσουμε τα φωτερά και θα κάνουμε το κοντό πως παίζουμε μπρίσκολα. Θα φουνιάζουμε, θα κτυπάμε τα χέρια μας στο τάβλι γιά νά ξυπνήση ο Πάμφιλας, δέ θά βλέπη ολότελα, καί θα τού φανή πώς εστραβώθηκε.
Εσβήσανε τα φώτα, εγίνηκε τέλειο σκοτάδι καί αρχίσανε.
– Κάργο.
– Το σερνικό του
– Μεγαλύτερη.
– Φάτο με το τρία.
– Εδώ είναι ο άσσος, δεν είδες τό νόημα;
–
Κι εκτυπούσαν όλοι τα χέρια στο τραπέζι. Μέ τές φωνές καί τούς κτύπους εξύπνησε ο Πάμφιλας καί τρίβοντας τά μάτια:
– Καλέ εβουρλιστήκατε τούς λέγει καί παίζετε σκοτάδι;
– Άσε ρε Πάμφιλα και πάρε ένα μπούρμπουλο ακόμα.
– Μωρέ θεοσκόταδα, λέει παίζετε;
– Μέτρα καλά γιατρέ, καί τό νού σου να πάρουμε το φάντε.
Ο Πάμφιλας ακούγοντας νά παίζουνε καί μή βλέποντας καθόλου, εφοβήθηκε κι εφώναξε:
– Για το Θεό γιατρέ, δε βλέπω.
– Άς τα καημένε Πάμφιλα τα’ αστεία γιατί είμαι στην παρτίδα. Όξω έβγα νά πάρουμε το στερνό.
– Μωρέ τι αστεία κι εστραβώθηκα, φοβισμένα κι απελπισμένα εφώναξε ο Πάμφιλας. Βοήθεια Παναγιά μου!
– Καλέ αλήθεια το λές πώς δε βλέπεις; Με προσποιημένη έκπληξι του είπε ο γιατρός και του έπιασε τά χέρια.
– Αλήθεια, γιατρέ μου, έχασα το φώς μου. Ώ συφορέλια μου, μπόρα πού μ’ εύρηκε.
– Κουράγιο και δεν είναι τίποτσι. Γιά νά προβάρουμε βλέπεις το κερί;
Έβγαλε από τη τσέπη του ο γιατρός μια μεγάλη, την έτριψε δυνατά στο γόνυ και του την απήθωσε καφτή στα μάτια.
– Α! γιατρέ, μ’ έκαψες.
– Βλέπεις;
– Όχι.
– Μη σκιάζεσαι, είναι σοχαδιακές θαμπούρες που σ’ ευρήκανε μομεντάννια. Θα σου δέσω σφιχτά τα μάτια, θα σε πάμε αγάλια- αγάλια σπίτι σου να ησυχάσης και αύριο αμπονόρα θα έλθω να σε εξετάσω.
– Γλύτωσέ με, ντετόρο, στη ψυχή της σοραμάρες σου. Ώ! Συφορά που σε πλάκωσε, κακομοίρη Πάμφιλα, κλαίοντας έλεγε ο Πάμφιλας τη στιγμή πού τού δένανε τά μάτια.
Κρατώντας τον ο γιατρός και ένας άλλος και ξοπίσω όλοι οι άλλοι της παρέας, πού μέ βία εβαστούσαν τα γέλια, επήγανε τον Πάμφιλα στό σπίτι του.
Μόλις η Παμφιλίνα είδε τον άντρα της να τον ανεβάζη βασταχτά τόσο ασκέρι, έμπηξε τές φωνές:
– Ώ! Αντρούλη μου τι έπαθες;
– Μη σκιάζεσαι δεν είναι τίποτσι, τής είπε ο γιατρός. Τα μάτια του κάτι θαμπούρες επάθανε. Να πέσει νά ησυχάση κι αύριο αμπονόρα θα έλθω νά τόν εξετάσω. Πρόσεξε, κυρά μου, να πέση ανάσκελα καί νά μή κουνήση το κεφάλι γιά νά μή λυθή τό μαντήλι.
– Όπως προστάζης γιατρέ μου. Θά γιάνη η Τζόγια μου;
– Ντετόρο, αμπονόρα αύριο να’ χης βοήθεια τον Άγιο, παρακλητικά και κλαμένα έλεγε ο Πάμφιλας.
– Κουράγιο, και δεν είναι τόποτσι καρόνια.
– Άμποτες, άγιέ μου Παντελεήμονα! Είπε η Παμφιλίνα.
Πεσμένος ανάσκελα στό κρεβάτι ο Πάμφιλας εγύριζε σάν τό ψητό στή σούβλα από απελπισία και φόβο. Η γυναίκα του ορθή μπροστά του, τόν παρηγορούσε καί τού χάιδευε τά` χέρια.
– Κουράγιο τεζόρο μου, και θα περάση. Η κυρά η Παντοχαρά θα κάμη η χάρι τση τό θάμα. Μη στεναχωριέσαι χειρότερα.
– Ά! Γυναίκα, έχασα το φώς μου! Τι θα γενώ στραβός; Εχάθηκα! Πισκοπιανή μου ή γιάνε με ή πεθανέμε.
Μέ τήν αγωνία που έκανε ο Πάμφιλας, ελασκάρισε λίγο το μαντήλι κι εξεχώρησε τό θαμπερό φως του καντηλιού.
– Λύσε μου, γυναίκα, ογλήγορα το μαντήλι,γιατί σαν να βλέπω λίγο. Εφώναξε χαρούμενος ο Πάμφιλας. Δεν είναι αναμμένο το καντήλι;
– Ώ! Χρυσοπηγή μου, κάμε το θάμα σου, και να σου φέρω ξυπόλυτη μια λαμπάδα όσο στέκω! Είπε η Παμφιλίνα λυώντας το μαντήλι.
– Για άναψε και το καντηλιέρι, γιατί σαν να έγιανα. Είπε ο Πάμφιλας κι έκατσε στο στρώμα.
Όταν ανάφτηκε το καντηλιέρι, εκατάλαβε ο Πάμφιλας την μπούφα πού του εκάμανε καί δαγκάνοντας το δάκτυλο, είπε σιγά δίχως νά τόν ακούση η γυναίκα του.
– Χαλάλι σας πού μέ κάνατε να βουρλιστώ. Που θα μου πάς, σιορ Κέκο, θα στο πλερώθώ.
– Βλέπεις, ήλιε μου, τούπε η Παμφιλίνα
– Εσκπόπισες, γυναίκα το μπροκολόζουμο;
– Όσκε. Να σφάξω τον κόκορο να σου κάμω ζουμί;
– Δεν θέλω. Αύριο την αυγή αν δέ σού πώ να μην ανοίξης καμιανού. Ακούς;
Την άλλη μέρα πρωί επήγε ο γιατρός στό σπίτι του Πάμφιλα κι εκτύπησε την πόρτα.
– Ιδές ποιος είναι, λέει ο Πάμφιλας στη γυναίκα του. Ανοίγει λίγο το παράθυρο η Παμφιλίνα και του λέει:
– Ο γιατρός.
– Πήγαινε να του ανοίξης.
Έως που να ντυθή η Παμφιλίνα και να κατέβη ν’ ανοίξη του γιατρού, παίρνει ο Πάμφιλας από την κουζίνα την παδέλα με το μπροκολόζουμο, πού εβρωμούσε φοβερά, ανοίγει αθόρυβα το παράθυρο που ήταν πάνω από την είσοδο, που έστεκε ο γιατρός, χύνει απάνω του το βρωμερό υγρό, και του λέει:
– Να με συμπαθάς γιατρέ μου, γιατί είμαι στραβός!
Σ.Σ.
-Σε μια πιο hard εκδοχή αντί για την παδέλα με το μπροκολόζουμο ο Πάμφιλας αδειάζει πάνω στο γιατρό το κατρουγιάλι .
-Έχει διατηρηθεί η αρχική ορθογραφία
28 Φεβρουαρίου, 2009 στις 4:38 πμ
Kits
Να διευκρινήσω ότι η παραπάνω ιστορία είναι αληθινή και όχι ανέκδοτο
28 Φεβρουαρίου, 2009 στις 10:04 πμ
sarant
Κι αυτό αληθινό, νομίζω το καταγράφει ο Πανσέληνος.
Κάμποσοι λόγιοι μυτιληνιοί, μπεκρόπιναν και το είχαν ρίξει στα εντεψίζικα (άσεμνα) πειράγματα. Ένας απ’αυτούς ήθελε να στρέψει τη συζήτηση σε πιο υψηλές σφαίρες, οπότε έκανε έκκληση στην παρέα:
— Ρε παιδιά, ελάτε να πούμε κάτι πιο πλατύ, πιο βαθύ, πιο μεγάλο!
Και αναπόφευκτα:
— Της μάνας σου ο κ…!
28 Φεβρουαρίου, 2009 στις 10:13 πμ
zeppos
Δυό καλοί φίλοι τα πίνουν σε μπάρα..
Μετά από καμιά δεκαριά κούπες, η κουβέντα πάει στο σεξ..
Λέει ο ένας:
Ρε συ εγώ το γαμίσι το φχαριστιέμαι πολύ με την κυρά γιατί κι’αυτή το θέλει πολύ ..Εσύ πως τα πας με τη δικιά σου;
Άσε.. σταματάμε μόνο όταν φεύγω… Δεν το χορταίνει!!
Τι μου λες ρε.. Φωνάζει ρε .. φωνάζει κι’όλας;
Αν φωνάζει λέει.. αφού καμιά φορά την ακούω από το καφενείο!!
28 Φεβρουαρίου, 2009 στις 12:05 μμ
Μαύρος Γάτος
Ένα νεαρό ζευγάρι Αθηναίοι, μέρες που είναι, εκστρατεύει κάπου στα ψηλά βουνά. Μπαίνει σ’ ένα παραδοσιακό πέτρινο ταβερνάκι, κι έρχεται ο ταβερνιάρης ο Βλάχος ο ντουλάπας με τη μουστάκα να πάρει παραγγελιά.
– Εεεεεε…. από θαλασσινά, τί έχετε; Εκστομίζει το ξανθόν θήλυ πρωτευουσιάνικον γένος.
Ο βλάχος την κοιτάει λοξά, στρίβει λίγο τη μουστάκα, κι απαντάει:
– Αλάτι, μανδάμ!
Σ;ο)
2 Μαρτίου, 2009 στις 12:14 πμ
keraban
Πονηρό ανέκδοτο από Πόντια γιαγιά. ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ
3 Μαρτίου, 2009 στις 11:41 μμ
Πάνος
Πολύ ωραία όλα (και τα Ζακυνθινά και η πόντια και της μάνας του ο κ*λος και οι φωνές ως το καφενείο) αλλά…
…το καλύτερο (για μένα) ήταν το αλάτι του μαύρου γάτου!
Γειά σου Μιλτιάδη! 🙂
4 Μαρτίου, 2009 στις 10:41 πμ
ΘΥΜΩΜΕΝΗ
ΜΕΧΡΙ κι ο Θεός αγανάκτησε με την ανθρώπινη πλεονεξία, την ασυδοσία και την περιβαλλοντική καταστροφή: «Αυτό το αναθεματισμένο είδος που κυριάρχησε, για τον πλανήτη Γη αποτελεί πλέον μεγάλη απειλή. Πρέπει να εξαφανιστεί»!
ΣΤΕΛΝΕΙ τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ να φέρουν κοντά του τρεις αντιπροσωπευτικούς ηγέτες αυτού του μικρού πλανήτη που με τόση στοργή έφτιαξε, κι εκείνοι οι αχάριστοι κοντεύουν να τον αφανίσουν. Τον πρόεδρο Μπους – τον αυτοκράτορα, τον ζωντανό θρύλο των σοσιαλιστικών επαναστάσεων Φιντέλ Κάστρο, κι έναν ηγέτη από την κοιτίδα του πολιτισμού – τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
«ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ τα ψέματα!» τους λέει ο Υψιστος και γυαλίζει το μάτι του. «Σας έδωσα μια ευκαιρία τότε, με τον κατακλυσμό του Νώε και δεν την εκτιμήσατε. Τώρα πια είναι αργά…. Σ’ ένα μήνα θα καταστρέψω τη Γη! Αποφάσισα ότι το ανθρώπινο είδος είναι επικίνδυνο και πρέπει να εξαφανιστεί. Κι ύστερα θα ξαναρχίσει πάλι με αρμονία η ζωή απ’ την αρχή. Γυρίστε πίσω και ενημερώστε τους ανθρώπους για την απόφασή μου αυτή».
ΕΝΤΡΟΜΟΙ οι ηγέτες επιστρέφουν απ’ τον Παράδεισο στη Γη. «Αμερικανικέ λαέ!», αναφωνεί δακρυσμένος στο τηλεοπτικό διάγγελμά του ο πρόεδρος Μπους: «Εχω ένα καλό νέο κι ένα κακό. Το καλό νέο είναι πως αποδείχτηκε ότι υπάρχει Θεός. Το κακό νέο είναι ότι σ’ έναν μήνα από τώρα θα μας καταστρέψει. Μετανοώ για όλα και προσεύχομαι να συγχωρέσει κάποτε τις ψυχές μας. Θα τα ξαναπούμε στην Κόλαση»…
«ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ και συντρόφισσες!», μουρμουρίζει με δυσκολία απ’ το κρεβάτι του φευγιού του ο Φιντέλ Κάστρο: «Εχω δύο κακά νέα να σας πω. Πρώτον, ότι δυστυχώς υπάρχει Θεός. Αυτό ανατρέπει όλη τη φιλοσοφία της ζωής μου. Τον είδα με τα μάτια μου και συνειδητοποίησα πως μόνο Εκείνος μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη. Οι ανθρώπινες επαναστάσεις μας ήταν μάταιες. Το χειρότερο κακό όμως είναι πως ο Θεός τιμωρώντας όλους μας για όσα κάναμε σ’ αυτόν τον πλανήτη, αποφάσισε τον επόμενο μήνα να μας καταστρέψει».
«ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ, Ελληνες!» λέει με στόμφο στο διάγγελμά του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Εχω τη χαρά να σας ανακοινώσω δύο πολύ καλά νέα. Πρώτον: υπάρχει Θεός! Τον συνάντησα αυτοπροσώπως. Δεύτερο και σπουδαιότερο: όπως μου ανακοίνωσε στην κατ’ ιδίαν συνομιλία που είχα μαζί του σε έναν μήνα θα έρθει ο ίδιος και θα αναλάβει να συνεχίσει το έργο μου»!…