(φωτογραφία του Κωνσταντίνου Μάνου)
Μες την παλιά μου γειτονιά
μια μέρα θα γυρίσω
και τη στερνή μου αναπνιά
στον τόπο μου θ’ αφήσω.
Είχε πει η Ιωάννα το 73 ότι θα γύριζε πίσω. Μαθαίνω ότι το καλοκαίρι έρχεται οριστικά.
Ο γυρισμός του ξενιτεμένου
-Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ’ τὸν τόπο τὸ δικό σου.
-Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο•
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.
-Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις•
θ’ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ’ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγά-σιγὰ θὰ ‘ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.
-Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ’ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ’ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ’ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.
-Παλιέ μου φίλε δὲ μ’ ἀκοῦς;
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.
-Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μου λὲς
ὅσο μιλᾶς τ’ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.
-Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σοῦ ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ’ τὴ γῆς κι ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους.
-Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.
Γ. Σεφέρης, Ἀθήνα, ἄνοιξη ’38
49 Σχόλια
Comments feed for this article
3 Μαρτίου, 2011 στις 12:18 μμ
kazana Dina
N αναστεναξω ,μανα μ, δεν μ ακους,
να κλαψω δεν με βλεπεις,
να στειλλω γραμμα για να ρθεις,
τα εξοδα δεν εχω…
3 Μαρτίου, 2011 στις 1:08 μμ
sissa ben dahir
3 Μαρτίου, 2011 στις 1:31 μμ
kazana Dina
3 Μαρτίου, 2011 στις 1:57 μμ
vel
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:00 μμ
Πάνος
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:00 μμ
Πάνος
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:01 μμ
Πάνος
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:02 μμ
Πάνος
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:03 μμ
vel
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:03 μμ
Πάνος
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:03 μμ
Πάνος
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:04 μμ
vel
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:04 μμ
Πάνος
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:05 μμ
vel
Πάνο, ετοιμάζεσαι;
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:05 μμ
Πάνος
Και το καλύτερο:
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:07 μμ
Πάνος
Όχι, περιμένω να ψηθούν οι ιχθείς… 😉
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:08 μμ
Πάνος
Για τον vel:
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:10 μμ
Πάνος
Κι ένας ουσάκ – μανές με τον Παγιουμτζή, επί του θέματος:
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:11 μμ
vel
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:12 μμ
Πάνος
Μη ξεχνάμε κι αυτό:
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:16 μμ
vel
Πάμε Αργεντινή; ή Πέραμο;
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:16 μμ
Πάνος
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:17 μμ
Πάνος
Μόλις φύγαμε για Κάσο… 🙂
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:19 μμ
Πάνος
Πάμε όμως ως τα υψίπεδα του Καραμπάχ…
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:19 μμ
vel
να κάτσω στο τιμόνι;
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:21 μμ
Πάνος
Βγάλτε τα μαντίλια…
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:22 μμ
vel
ΑΙΓΑΙΟ!!!
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:23 μμ
Πάνος
Ρε συ, θα καούνε τα ψάρια…
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:24 μμ
vel
το καλύτερο για τέλος : μετανάστης στην αγκάλη σου…
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:24 μμ
Πάνος
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:28 μμ
vel
καλή όρεξη!
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:41 μμ
kazana Dina
vel,
Ολοι να ετοιμαζομαστε, να παιρνουμε σειρα! εχουμε μεγαλωσει και πολυ!….
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:42 μμ
vel
ναι, αλλά θα φύγουμε τραγουδώντας…χοχο
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:43 μμ
σχολιαστης
Στον υπολογιστή μου για κάποιο λόγο, όλα όσα ανεβάσατε βγήκαν ένα μαύρο πλαίσιο!
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:44 μμ
kazana Dina
και κλαιγοντας…
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:45 μμ
vel
σχο, ίσως δεν είσαι έτοιμος..
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:45 μμ
vel
..απο καιρό..
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:50 μμ
σχολιαστης
Εστρωσε!
3 Μαρτίου, 2011 στις 2:54 μμ
vel
‘επρεπε να μιλήσει ο Καβάφης..
πάντως να προσέξεις τα δικά μου τραγούδια γιατί του Πάνου ..άστα..
3 Μαρτίου, 2011 στις 3:01 μμ
sissa ben dahir
Οι διαφορές στα τραγούδια και τις μουσικές τους είναι στατιστικά εμφανείς. Τα μεν μιλάνε στην πλειοψηφία τους με γλυκύτητα για τη νόστο, τα δε κλαίγονται ακατάπαυστα για τα βάσανα του ξενιτεμένου.
Τα μεν σε ταξιδεύουν σε θάλασσες, κι αρχαία ερείπια που θες να μοιάζουν με όσα ήξερες, τα δε σε νταλκαδιάζουν κι λιγοστή αφήνουν ελπίδα γαλήνης. Τα συναισθήματα κάτω από την επήρεια των οποίων γράφτηκε το ποστ, με κάνουν να επιλέγω σαφώς την πρώτη ματιά.
3 Μαρτίου, 2011 στις 3:22 μμ
Πάνος
!!!
3 Μαρτίου, 2011 στις 3:47 μμ
Μ
—
Με τόση κλαψομουνίαση μαζεμένη έπαθα ένα πράμα,… μια ψυχολογία,..πώς το λένε..
Μετανάστης,γαρ!
3 Μαρτίου, 2011 στις 4:57 μμ
Ενη
«Oπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»
……………………………………………..
…………………………………………….
……………………………………………
Τι θέλουν ολοι αυτοί που λένε
πως βρίσκονται στην Αθήνα η στον Πειραια;
Ο ενας ερχεται απο τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον αλλο
μήπως «ερχεται εξ Ομονοίας»
«Οχι ερχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι΄ειν΄ ευχαριστημένος
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ενα παγωτό»
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως ειμαστε ξέμπαρκοι
ολοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν ολα
τα καράβια
περιγελάμε εκείνους που τη νοιώθουν.
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δεν βρίσκεται πουθενά
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζονται
…………………………………………………
………………………………………………..
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδευει ολοένα ταξιδεύει
……………………………………….
……………………………………….
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένανς
αργάτης
καμιά αλυσίδα δεν ελαμψε βρεμένη στο στερνό φώς που
βασιλεύει
…………………………………………….
……………………………………………
Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες….
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937
Γιώργος Σεφέρης – Καλοκαίρι 1936
υγ. Ζητώντας συγγνώμη απο τον ποιητή που δεν αντέγραψα το ποίημα ολο.
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 1982
3 Μαρτίου, 2011 στις 5:04 μμ
Ενη
Vel
Το «μιλώ για τα παιδιά μου» της Μοσχολιού θα αφήσει Ιστορία…..
Μπράβο για την επιλογή.
υγ. Σήμερα πήρα ενα γράμμα με γραμματόσημο τη Bίκυ Μοσχολιού!!!!
3 Μαρτίου, 2011 στις 5:50 μμ
zeppos
Με έφιαξε το θέμα και είπα να γράψω το πιο κάτω
(μετά από λίγο γούγλισμα)
«Στη ξενιτιά»
Ίσα που προλάβαμε το μπάρκο.
Κρατούσαμε ο ένας τον άλλο σφιχτά πότε από τον ώμο και πότε αλλά μπρατσέτα και κουτρουβαλούσαμε τον κατήφορο της Δραπετσώνας ως τα λεμονάδικα. Μεθοκοπάγαμε ως την τελευταία ώρα, ποιός ξέρει αν θα ξαναβλέπαμε τον Περαία μας..
Το «Γιάννενα» σφύριζε με κείνη τη μπασάρικη μπουρού και ο μαύρος καπνός που έβγαινε απ’το φουγάρο υψώνονταν κι’άπλωνε σκεπάζοντας το γαλανό πάνω απ’τις παράγκες μας. Ο Φώτης γελούσε δυνατά με το χάλι μας, ενώ εγώ τον ρώτουμε συνέχεια για τα λεφτά. Τα 25 δολάρια που ήταν το «διαβατήριό» μας για την ξενιτιά τάχα ράψει με διπλό πανί στη μέσα τσέπη του σακακκιού και ήξερα οτι η χήρα μάνα του Φώτη είχε κάνει το ίδιο.
Ο πράκτορας που μας είχε κάνει τα συμβόλαια μας περίμενε στη σκάλα όλο νεύρα και μας άρχισε στις χριστοπαναγίες. Τούπα και γω κανα δυό του πούστη που για να βγάνει τα εισιτήρια, μας ήβαλε να υπογράψουμε το χαρτί για δύο χρόνια «σκλάβοι» στα κοτοπουλάδικα χωρίς μισθό και μετά χωθήκαμε σαν χαμένοι κάτω στο «κάτεργο».
Η τρίτη θέση που μας ήβαλε ήταν για τους αδέκαρους μετανάστες που στοιβάζονταν σαν πακέτα μέσα στη βρώμα. Ψειριάσαμε από την πρώτη μέρα και ο Φώτης κιτρίνισε σαν φλουρί με το πρώτο κύμα. Η βρώμα από τα ξερατά τριγύρω έκανε τα πράματα χειρότερα και γω τα χρειάστηκα με την όψη του φίλου μου. Είχα ορκιστεί στη χαροκαμένη μάνα του να τον προσέχω. Ήταν ανέμελος ο Φώτης και ήμουνα σίγουρος οτι κάπου θα μπλέκαμε με την αδιαφορία του για οτιδήποτε είχε σχέση με το αύριο. Για την ώρα όμως η θάλασσα και η μπόχα είχαν αναλάβει να τον κρατάνε ήσυχο.
Για «διαμονή» μας είχαν βάλει σε δυο φέρετρα, έτσι τά’λεγε ο κακόμοιρος ο Φώτης τα ξύλινα κρεβάτια που στο τριόροφο το ύψος μεταξύ τους δεν ξεπερνούσε τους 70 πόντους. Όλα εκεί τα κάναμε, πλύσιμο, ντύσιμο, φαΐ και να βολέψουμε τους μπόγους μας. Οχι οτι οι γυναίκες ήταν ξέχωρα. Με τα ρούχα τους έφιαναν ένα μπερντέ για τα λιμασμένα μας μάτια.
Στις ρεκλάμες των πρακτορείων για τους μετανάστες το φαγητό περιγραφόταν ως υγιεινό και θρεπτικό. Εκεί είδαμε όμως οτι σχεδόν δεν τρωγόταν. Συνήθως το μισό φαγητό που ετοιμαζόταν για τους μετανάστες κατέληγε στα ψάρια του ωκεανού. Εμείς λεφτά για την «καντίνα» δεν είχαμε, αλλά απ’ότι μάθαμε το φαγητό και από κει ήταν το ίδιο και χειρότερο κι’έτσι κάναμε υπομονή για τις τρεις βδομάδες της Οδύσσειας. Εγώ δηλαδή επείνασα, οχι όμως ο Φώτης γιατί την περισσότερη ώρα ήταν στη κουπαστή και ξερνοβόλαγε. Τι έβγαζε ήταν η απορία όλων μας εκεί… Την παραμονή της άφιξης στο Αμέρικα, μας έδωσαν να φάμε καλό φαΐ για νάμαστε λέει σε φόρμα για τους γιατρούς.
Πλεύρισε το καράβι στο λιμάνι μια ζεστή μέρα του Ιούνη του 17. Το λιμάνι πατωμένο, το τελωνείο ήταν πλεούμενο απάνω στα νερά.
Ήρθε το υγειονομικό και ο γιατρός άρχισε να εξετάζει έναν, έναν βιαστικά με μια ματιά και λίγο ψαχούλεμα. Όσους έβρισκε καλά τους
έδινε μια κάρτα με την λέξη «ΟΡΑΪΤ» στ’αμερικάνικα. Μούδωσε κι’εμένα μια με μπλε και την έχωσα στα σβέλτα στην μέσα τσέπη μου.
Στεκόμασταν σούζα στις γραμμές σαν φαντάροι και τρέμαμε από την αγωνία. Όσοι ήταν άρρωστοι έπαιρναν μια κάρτα με την λέξη «ΣΙΚ» με κόκκινο μολύβι. Κανείς με κόκκινο δεν έπρεπε να αποβιβαστεί στο χώμα σύντομα. Θα τους έβαζαν σε καραντίνα και θα ξαναπέρναγαν από γιατρούς την άλλη μέρα ή το πολύ σε δυο μέρες. Αν ήταν άκομη άρρωστοι σε τρεις μέρες θα τους ξανακοίταζε μια επιτροπή, ανώτερη! Αν και τότε δεν τους έβρισκαν εντάξει, τότε θα γύριζαν πίσω στη χώρα τους με το ίδιο πλοίο.
Η καραντίνα όπως μας έλεγαν ήταν κάτι μπουντρούμια πολύ χειρότερα από το «κάτεργο» του πλοίου. Ο Φώτης δεν είχε καταφέρει να χωθεί δίπλα μου και στεκόταν παραπέρα σε καμιά δεκαριά νομάτους απόσταση. Του έριξα μια ματιά καθώς ο γιατρός τούδινε την κάρτα του. Ο Φώτης λύγισε και γω κατάλαβα οτι πήρε κόκκινο.
Τώρα;
Περιθώρια για κουβέντες δεν είχαμε. Μας έβγαλαν τους «μπλε» στοίβες στη στεριά και μας φόρτωσαν στις μαούνες. Σε δέκα περίπου λεφτά είχαμε φτάσει στο νησί. Το έλεγαν «Ελης Αϊλαντ», το νησί των δακρύων λέει, αυτό που οι Έλληνες μετανάστες το ήξεραν ως «Καστιγγάρι».
Είχα μείνει χωρίς ανάσα. Τι θα έκανα με το φίλο μου;
Θα τον άφηνα στη τύχη του;
Δεν θα τα κατάφερνε χωρίς εμένα ρε γαμώ την τύχη μου.
Ούτε ένα γειά δεν είπαμε.
Η ψυχή επήγε στη Κούλουρη!
Εκεί στο νησί μας άρχισαν στις σοβαρές εξετάσεις. Μας έβαζαν να βαδίζουμε στη γραμμή και κάποιοι με καπέλα από ένα ξύλινο εξώστη έβλεπαν αν εκούτσενε κανείς. Όσοι επέρναγαν κι απ’αυτό, την άλλη μέρα θα περνάγαμε το τελικό ξεσκαρτάρισμα από γιατρούς πάλι και μετά από την εξέταση από έναν επόπτη φρονημάτων.
Το βράδυ ήρθε ένας Έλληνας διερμηνέας ο Μίλτος ο Ρήγος. Θα μας εξηγούσε τις ερωτήσεις του και θα μίλαγε στην επιτροπή για το τι πιστεύαμε. Καλός άνθρωπος μου φάνηκε και βάλθηκα να τον ψήσω να έχει το νου του να μάθει κάτι για τον Φώτη. Μου ζήτησε λεφτά ο πούστης όμως, εγώ δεν είχα λέπι και έτσι έμεινα με την αγωνία.
Βιαζόμουνα τώρα να περάσω. Έλεγα οτι θα προλάβαινα να τον βρώ. Δεν είχα κανένα πρόβλημα με τους γιατρούς και τους επόπτες. Ήμουνα τότε γεροδεμένος και ψηλός σαν τους αμερικάνους. Δούλευα στα βαπόρια του ντόκου εργάτης φορτωτής και κουβαλούσα με ευκολία τρία – τρία τα σακιά. Το ταξίδι με τσαλάκωσε λιγάκι αλλά η έννοια μου για τον Φώτη μούδωκε φτερά και έκανα πιο πολλά απ’οτι μου ζητούσαν.
Ενας αξιωματικός με έβαλε στο μάτι και είπε κάτι στον Μίλτο. Ο διερμηνέας μου το μετάφερε με μούτρα ξινισμένα.
«Αυτός σε θέλει για τον στρατό» μου είπε, «Εργάτη στο στρατόπεδο». Είδα την ευκαιρία και του έγνεψα ναι, παρ’όλο που ήξερα οτι για να σπάσω το «χαρτί» για την δουλειά που υπόγραψα θα χρειαζόμουνε πολλά λεφτά. Ο «αντζέντης» μας περίμενε έξω στο μώλο του Μανχάταν, να περάσουμε τις εξετάσεις να μας πάρει για το εργοστάσιο. Ο Μίλτος κανόνισε να βρώ τον αξιωματικό έξω στο ντόκο και γω άρχισα να κάνω όνειρα. Δεν μπορεί, θα μας βοήθαγε ο καραβανάς. Θάχε το μέσο στους γιατρούς να περάσουν τον Φώτη. Οι μέρες πέρασαν αργά με βάσανα, πήρα το Οκ και μας έβγαλαν με τη λάτζα στη στεριά ένα απόγευμα. Ο ήλιος μόλις είχε χαθεί και οι δρόμοι ήταν σαν μέρα από τα φώτα κι’όλας.
Είχα κανονίσει να πάω να βρώ τον καραβανά σε μια ταβέρνα εκεί κοντά που είχε λέει Ιταλό μάγερα. Θα τρώγαμε μου είπε πολύ καλά, κατόπιν θα πηγαίναμε μαζί με άλλους που είχε διαλέξει στο στρατόπεδο και την άλλη μέρα θα υπογράφαμε τα συμβόλαια. Καλά και άγια όλα αυτά, αλλά εγώ είχα μόνο τον φίλο μου να σκεφτώ.
Δεν μπορεί, ο Θεός των Ελλήνων θα με άκουσε ω; φαινεται και δεν περπάτησα ούτε εκατό μέτρα στο ντόκο όταν άκουσα τη φωνή του Φώτη να ουρλιάζει, «Που είσουνε ρε μαλάκα»; Την ίδια ώρα τον είδα να τρέχει με φόρα πάνω μου. Πέταξε το βρωμερό το σακάκι χάμω και αγκαλιαστήκαμε σαν παιδιά. Αφού ηρεμήσαμε λίγο άρχισε να μου μουρμουρίζει την περιπέτειά του. Σκαστός ήτανε πλέον και έπρεπε να κρυφτούμε να μην τον πιάσουν. Δεν είχε την υπομονή να τον ξαναδούν. Ετσι ήταν από πάντα ο Φώτης. Εκανε το δικό του και στ’αρχίδια του!
«Μόλις μας έβγαλαν απάνω άρχισε ο νους μου να γυρίζει. Να με γυρίσουν πίσω αποκλείεται είπα. Σκεπτόμουν να το σκάσω. Με τη σκούφια, τα παπούτσια λυτά, το πανωφόρι στον ώμο, είπα να μπω σε μια βάρκα να κρυφτώ τη νύχτα, στη σκιά του πλοίου να πέσω στο νερό. Φοβήθηκα μην πνιγώ δεν το ‘βρισκα καλό. Αποφάσισα να κάνω τον κόπο να κατέβω απ΄ τη σκάλα. Βάζω τα χέρια πίσω. Κατεβαίνω μπροστά στους κλητήρες. Μπαίνω τάχα για το νερό μου, βρίσκω μια πόρτα, άλλοι κλητήρες μέσα δεν δώσαν σημασία. Στρίβω δεξιά, τραβάω κάτι διαδρόμους, βλέπω γυαλί και απόξω κόσμο να περνάει. Βγαίνω όξω και δεν το πίστευα. Ήμουν στην πόλη χωρίς να μου μιλήσει κανείς! Κρύφτηκα κάτω από το γερανό που είναι στην άλλη άκρη του μώλου κι’ ερχόμουνα κάθε μέρα εδώ που βγάζουν τους ανθρώπους οι λάτζες για να σε δώ!»
Εκείνα τα λόγια του φίλου μου δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Η χαρά που πήρα μ’έκανε να ξεχάσω όλη την τυραννία του ταξιδιού.
Μείναμε μαζί για δυό χρόνια «δεμένοι» με το συμβόλαιο σκλάβοι στο κοτοπουλάδικο.
Μετά χαθήκαμε!
Πήρε ο καθένας τον δρόμο που είχε χαράξει η μοίρα του.
Zeppos
3 Μαρτίου, 2011 στις 6:46 μμ
sissa ben dahir
άφεριμ ζέππε!
3 Μαρτίου, 2011 στις 8:08 μμ
Ενη
Βρε σύ Ζέππε, αυτό ειναι ενα εξαιρετικό σενάριο για κινηματογραφικη ταινία.
Που ειναι οι εγχώριοι σκηνοθέτες;
Αν ειμασταν σε Ιταλία μεριά, σίγουρα κάποιος θα ενδιαφέρονταν. 🙂
υγ. Καποια παρόμοια φίλμ απο Ιραν η αλλες χώρες της περιοχής, τα θαυμάζουμε γιατί ειναι πραγματικά αριστουργήματα.
3 Μαρτίου, 2011 στις 8:36 μμ
zeppos
Eχει κι’αλλες «ουρές» και λεπτομέρειες Ενη, αλλά πέρασαν τόσα χρόνια… και ξεχνώ πια!
3 Μαρτίου, 2011 στις 8:56 μμ
Πάνος
Μπα, το θυμητικό σου είναι άριστο… 😉
Αναλυτική (και καλογραμμένη) περιγραφή των υπερατλαντικών ταξιδιών των προ-παπούδων μας για την Αμέρικα υπάρχει σε ένα πρόσφατο μυθιστόρημα – αυτό εδώ: