Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Μπελογιάννη «Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα» από τις εκδόσεις «ΑΓΡΑ»
Α’. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΛΑΓΩΜΑ
Η περίοδος 1931-32 είναι αρκετά δραματική για το λαό και την Ελλάδα. Η κρίση από ‘να μέρος κι η πολιτική των φαυλοκρατικών κυβερνήσεων από τ΄ άλλο, ερήμωσαν πάλι τη χώρα. Τα καπνά κι η σταφίδα έμεναν απούλητα, μαζί με τις εξαγωγές πέφτουν κι οι εισαγωγές. Οι αγρότες πεινούν, οι εργάτες μένουν άνεργοι, όλοι οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε απόγνωση. Οι μόνοι που απολαμβάνουν μακάρια τη ζωή τους και αδιαφορούν για την τραγική αυτή κατάσταση είναι – εκτός από τους νεόπλουτους που δημιούργησε η κυβέρνηση Βενιζέλου – οι ξένοι και ντόπιοι ομολογιούχοι, που μέχρι το 1932 έπαιρναν στο ακέραιο το τοκοχρεολύσιο.
Με την αφαίμαξη όμως αυτή, ο προϋπολογισμός του 1931-1932 θα ‘κλεινε με 1 δις έλλειμμα. Σε έσοδα 8.200 εκατομμυρίων έπρεπε να πάρουν οι ομολογιούχοι 4.400, δηλαδή τα 54%, την προηγούμενη χρονιά είχαν πάρει τα 40%. Για να πληρωθούν τώρα σε χρυσό, δεν αρκούσε το κάλυμμα της τράπεζας και δημιουργόταν άμεσος κίνδυνος να μείνει ο λαός χωρίς ψωμί, γιατί το περισσότερο στάρι εκείνο τον καιρό ερχόταν απ΄έξω. Η πληρωμή, λοιπόν, του τοκοχρεολύσιου θα ΄ταν εγκληματική παραφροσύνη. Εντούτοις, το Σεπτέμβρη του ’31 η κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσημα ότι τα τοκομερίδια των ομολογιούχων θα πληρωθούν στο ακέραιο και σε χρυσό. Και για να το πετύχει άρχισε να παίρνει μέτρα, που στρέφονταν κατά του λαού. Στις 8 του Οκτώβρη, γιορτή της Αγίας Πελαγίας, έγινε η δραχμοποίηση των καταθέσεων σε συνάλλαγμα, για να «προστατευθεί» το εθνικό νόμισμα και στην ουσία για να πληρωθούν οι ομολογιούχοι. Με το μέτρο της δραχμοποίησης ληστεύτηκαν χιλιάδες κόσμου και κέρδισε η Εθνοτράπεζα εκατοντάδες εκατομμύρια, ενώ ο τορπιλισμός της δραχμής συνεχιζόταν στη μαύρη αγορά του συναλλάγματος με πρωταγωνιστές τον Μαρή κι άλλα πρωτοπαλίκαρα του Κόμματος των Φιλελευθέρων.
Εκείνον ακριβώς τον καιρό άρχισε να ξεσπάει απειλητική η λαϊκή αντίδραση. Το προλεταριάτο και οι υπάλληλοι παλεύουν ακούραστα μ΄ απεργίες για το ψωμί τους, οι επαγγελματίες κινητοποιούνται κι οι αγρότες κάνουν ομαδικές καθόδους στις πόλεις. Ο Βενιζέλος μυρίστηκε τον κίνδυνο και επιχείρησε να βγει από το αδιέξοδο. Το Γενάρη του ΄32 απευθύνθηκε στις μεγάλες δυνάμεις και στο ΔΟΕ και παρακαλούσε να του δώσουν πεντάχρονη αναστολή στα χρεολύσια και 50 εκατομμύρια δολάρια για να συμπληρωθούν τα παραγωγικά έργα. Ο υπουργός των Εξωτερικών στην οικουμενική είχε χαρακτηρίσει το ΔΟΕ «απλούν τεχνικόν σώμα», αλλά ένας οργανισμός που κρατάει στα χέρια του τη ζωή ενός ολόκληρου λαού και οι πρωθυπουργοί πέφτουν στα πόδια του και τον παρακαλούν, δεν είναι καθόλου «απλούν τεχνικόν σώμα», αλλά υπέρτατος, κυρίαρχος και παντοδύναμος αφέντης της χώρας μας. Επίσης ο Βενιζέλος ζήτησε να ‘ρθει στην Ελλάδα κι αντιπρόσωπος της δημοσιονομικής επιτροπής της ΚΤΕ (σ.σ. Κοινωνία των Εθνών) για να κάνει «επιτόπιον έρευνα» και να διαπιστώσει σε πόσο κρίσιμη οικονομική κατάσταση βρισκόταν η χώρα. Στο τέλος τους έδινε την υπόσχεση ότι με το δάνειο που θα του ΄διναν, θα πλήρωνε και τους τόκους των εξωτερικών δανείων.
Οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παλεύοντας τότε κι αυτές να ξεπεράσουν την κρίση που έδερνε τη χώρα τους, δεν έδωσαν καμία σημασία στο διάβημα του Βενιζέλου. Μόνο η δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ ευαρεστήθηκε με τα πολλά να μας στείλει σαν αντιπρόσωπό της τον σέρ ‘Οτο Νιμάγερ για να κάνει έλεγχο στα οικονομικά της χώρας μας. Ο Νιμάγερ, πρώην υπουργός των Οικονομικών, ήταν τότε διευθυντής της Τράπεζας της Αγγλίας. Ήρθε στην Ελλάδα, έλεγξε τα έσοδα και τα έξοδα κι έφυγε κάνοντας μια έκθεση στο συμβούλιο της ΚΤΕ, στην οποία σύσταινε να μας ελεήσουν μονάχα με μια χρονιάτικη αναστολή του χρεολύσιου και το αντίστοιχο πόσο να διατεθεί για τα παραγωγικά έργα μαζί μ΄ένα δάνειο από 10 εκατομμύρια δολάρια. Η δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ, που συνήρθε στο Παρίσι, χαρακτήρισε σαν επείγουσα την ανάγκη ενός δανείου για τα τοκοχρεολύσια, όμως μόλις και μετά βίας και με χίλιες δυο επιφυλάξεις και υποδείξεις αναγνώρισε ότι επιβάλλεται η προσωρινή ανακούφιση της Ελλάδας από τα εξωτερικά χρέη μ΄αναστολή των χρεολυσίων για ένα χρόνο! Αλλά επειδή πάνω στο τελευταίο αυτό ζήτημα η ελληνική κυβέρνηση είχε φέρει από την αρχή αντιρρήσεις, το συμβούλιο της ΚΤΕ κηρύχτηκε τελικά αναρμόδιο και μας παρέπεμψε να συνεννοηθούμε απευθείας με τους ομολογιούχους. Ο Μαρής, που βρισκόταν τότε στο Παρίσι για να υπερασπίσει τα συμφέροντα της Ελλάδας, ομολόγησε αργότερα ότι τα μέλη της δημοσιονομικής επιτροπής προσπαθούσαν να βρουν κάποια προσωρινή λύση για να τη συνδυάσουν με έλεγχο πάνω στα οικονομικά μας, σαν να μην ήταν αρκετός ο ΔΟΕ.
Είχε όμως περάσει πια η εποχή του ’97. Η φάρα του Γκλίξμπουργκ ήταν τότε μακριά από την Ελλάδα. Στην πατρίδα μας είχε πια αναπτυχθεί ένα πολυάριθμο προλεταριάτο, αρκετά ώριμο πολιτικά, που συγκλόνιζε την περίοδο εκείνη με τις απεργίες και τις διαδηλώσεις του το αστοτσιφλικάδικο οικοδόμημα. Το ΚΚΕ, ξεπερνώντας την κρίση του, πλούσιο πια σε πείρα και μονολιθικό ιδεολογικά, άρχιζε να αναδείχνεται αρχηγός των εργαζομένων της πόλης και του χωριού. Γι αυτό μια απόπειρα της κυβέρνησης για την επιβολή καινούργιου βαρύτερου ελέγχου ήταν όχι μόνο καταδικασμένη, αλλά θα απειλούσε ολόκληρο το πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα των αστοτσιφλικάδων.
Μπροστά σ΄αυτή την απελπιστική κατάσταση ξεκινάει ο ίδιος ο Βενιζέλος και πηγαίνει στη Γενεύη. Κάνει μια δραματική έκκληση στο συμβούλιο της ΚΤΕ, αλλ΄αυτό περιορίζεται μόνο να λάβει σε υπό σημείωσιν τη γνώμη της δημοσιονομικής επιτροπής και παραπέμπει πάλι την ελληνική κυβέρνηση στους ομολογιούχους. Για καινούργιο δάνειο ούτε συζήτηση δεν μπορούσε να γίνει. Εν τω μεταξύ η κατάσταση τραβάει όλο και στο χειρότερο. Στις 25 του Μάρτη γίνεται μια μεγάλη σύσκεψη υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας και με σκοπό να μελετηθεί η οικονομική κατάσταση και τα μέτρα που πρέπει να παρθούν. Ανάμεσα στους συσκεπτόμενους βρίσκονται πολλοί υπεύθυνοι για το κατάντημα του τόπου. Οι καταχρήσεις, η κερδοσκοπία και οι ρεμούλες γίνονται το πιο συνηθισμένο φαινόμενο. Η διαφθορά κι η ηθική εξαχρείωση της κυβερνητικής κλίκας φτάνει στο κατακόρυφο. Νόθεψαν ακόμα και το κινίνο, πράξη αρκετά χαρακτηριστική για τη σαπίλα που βασίλευε ανάμεσα στην παράταξη που κυβερνούσε τη χώρα.
Β’. Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ
Επόμενο ήταν κάτω απ΄αυτές τις συνθήκες να μεγαλώνει η απόγνωση κι η αγανάκτηση του λαού. Ο κόσμος άρχισε να κάνει γιουρούσι στους φούρνους. Οι πορείες πείνας πλήθαιναν καθημερινά. Ο Βενιζέλος έπρεπε να διαλέξει. Ή τα τοκομερίδια ή το ψωμί του λαού. Τελικά πήρε την απόφαση, αφού πρώτα ειδοποίησε το ΔΟΕ, ν΄αναστείλει τα χρεολύσια των εξωτερικών δανείων και να πληρώσει τα τοκομερίδια σε δραχμές. Μα κι οι δραχμές δεν ήταν εύκολο να οικονομηθούν. Οι κρατικές εισπράξεις το 1929-30 έφτασαν τα 9.242 εκατομμύρια. Το 1932-33, παρόλες τις καινούργιες φορολογίες, θα ΄φταναν σε 7.779 εκατομμύρια. Με την υποτίμηση της δραχμής οι ομολογιούχοι θα ΄παιρναν κάπου 6.000 εκατομμύρια. Για να σώσει την «πίστη» της χώρας, η κυβέρνηση επέβαλε, κάτω από τόσο τραγικές συνθήκες, καινούργιες φορολογίες 740 εκατομμυρίων, χωρίς να σωθεί μ΄αυτά η κατάσταση.
Και τότε- 16.4.1932 – ο Μαρής έστειλε ένα γράμμα στο ΔΟΕ και του δήλωνε ότι η κυβέρνηση ήταν αναγκασμένη να κηρύξει από την 1η του Μάη προσωρινό χρεοστάσιο και για τους τόκους. Έτσι, ήρθε η καινούργια χρεοκοπία. Η κυβέρνηση, όμως, που δεν μπορούσε να ανεχτεί το στίγμα, έδωσε εντολή στους αντιπροσώπους της στο Λονδίνο και το Παρίσι να ‘ρθουν σ΄επαφή με τους ομολογιούχους για να ρυθμίσουν το ζήτημα. Ο Μιχαλακόπουλος, υπουργός των Εξωτερικών, δήλωσε στη δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ ότι θα δεχόταν πρόθυμα να ‘ρθουν «αμερόληπτοι» διαιτητές και να ελέγξουν ίσαμε ποιό βαθμό μπορούμε να πληρώσουμε τα τοκομερίδια, «αφού προαφαιρεθούν τα απαιτούμενα για το primum vivere του ελληνικού λαού». Την ίδια θέση έπαιρνε κι ο Παπαναστασίου. Όλοι ήταν πρόθυμοι να καταδικάσουν το λαό να ζει μ΄ένα ξεροκόμματο, για να πληρωθούν οι ομολογιούχοι. Αυτοί όμως ήταν ανένδοτοι και τα ζητούσαν όλα ή τίποτε.
Αυτή την εποχή, ο Μαρής υποχρεώθηκε να φύγει από το υπουργείο των Οικονομικών σχεδόν με τη βία. (Είχε μπει μέσα, καθώς λένε, ξυπόλυτος και βγήκε με καντάρια χρυσάφι). Η Εθνοτράπεζα στις κρίσιμες εκείνες για τα συμφέροντά της στιγμές έβαλε απόλυτα δικό της υπουργό, τον Βαρβαρέσο, που προκαλεί αμέσως την άρση της σταθεροποίησης, σχεδόν τυπική γιατί την είχε από καιρό προκαλέσει η μαύρη αγορά του συναλλάγματος. Έτσι, επιβάλλεται πάλι η αναγκαστική κυκλοφορία. Στην έκθεσή του πάνω στον προϋπολογισμό του 1932-33, ο Βαρβαρέσος θέλησε να δικαιολογήσει τη χρεοκοπία. Τα ελλείμματα, είπε, δεν μπορούμε πια να τ΄αποφύγουμε με φορολογίες. Με περικοπές των εξόδων – σε βάρος κυρίως των μισθωτών – μόνο 480 εκατομμύρια οικονομήσαμε. Γι΄αυτό είναι αναπόφευκτο να καταφύγουμε στην ελάττωση των ποσών που διαθέτουμε για την υπηρεσία του δημόσιου χρέους, επειδή μας απορροφούν τα 55% του προϋπολογισμού και μάλιστα σε συνάλλαγμα. Γι΄ αυτό η κυβέρνηση βρέθηκε «εις την αναπόδραστον ανάγκην» να δώσει την άδεια στον υπουργό των Οικονομικών να αναστείλει τα χρεολύσια των εξωτερικών δανείων και τον τόκο «εν όλω ή εν μέρει». Σκόπευαν οπωσδήποτε να πληρώσουν ένα μέρος από τους τόκους. Στον προϋπολογισμό όμως δεν έγραφαν ακριβώς το ποσό, ελπίζοντας να το μεγαλώσουν οπωσδήποτε με τους φόρους. Έτσι αύξησαν κατά 25% τη φορολογία στα εισαγόμενα εμπορεύματα κι ενώ η κατάσταση ήταν κάτι παραπάνω από τραγική, οι Έλληνες πολιτικοί βρίσκονταν σ΄αδιάκοπη κίνηση και συγκίνηση και τους απασχολούσε αποκλειστικά το ζήτημα της πληρωμής των ομολογιούχων. Παντού είχαν φουντώσει οι σχετικές συζητήσεις. Ο Μιχαλακόπουλος, ο Παπαναστασίου κι ο Καφαντάρης υποστήριζαν να τους πληρώσουμε με τα καπνά μας. Οικονομολόγοι, πολιτικάντες, τραπεζίτες, όλοι έγραφαν και υπόδειχναν κάποιον τρόπο πληρωμής και κανένας δεν υποστήριξε να μην πληρώσουμε τίποτα.
Η οικονομική κρίση άρχισε να εξελίσσεται και σε πολιτική και οικονομική χρεοκοπία, να μεταβάλλεται σε γενική χρεοκοπία του αστοτσιφλικάδικου κόσμου. Ο Βενιζέλος, αντιμετωπίζοντας την πολιτική του χρεοκοπία και τη λαϊκή κατακραυγή, επιχείρησε μια πολιτική μανούβρα. Παραιτήθηκε κι ανέβηκε πρωθυπουργός ο Παπαναστασίου. Σε τέτοιες όμως στιγμές κι η δημαγωγία μπορεί να καταντήσει επικίνδυνη για την κυρίαρχη τάξη. Γι αυτό κι ο αρχηγός των Εργατοαγροτικών διώχτηκε μέσα σε μια βδομάδα κι ανέβηκε πάλι στην κυβέρνηση ο Βενιζέλος, με υπουργό των Οικονομικών τον Βαρβαρέσο. Στις 10 Αυγούστου ψηφίστηκε ο νόμος της δραχμοποίησης. Η άρση της σταθεροποίησης κι η δραχμοποίηση έδιναν το δικαίωμα στις τράπεζες να ληστέψουν άλλη μια φορά τον κόσμο. Η Κτηματική Τράπεζα-θυγατέρα του Χάμπρο και της Εθνικής – έκανε τους μικροϊδιοκτήτες να βρεθούν από τη μια μέρα στην άλλη με διπλάσιο περίπου χρέος.
Γ’. ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΕΙΣ
Συγχρόνως άρχισαν πάλι, οι συνεννοήσεις με τους ξένους ομολογιούχους. Ο Βαρβαρέσος έφυγε για την Ευρώπη κι υστέρα από μακριές διαπραγματεύσεις, συμφώνησαν το Σεπτέμβρη του 1932 να πληρω θούν 30% των τόκων για το 1932-33, κι αν βελτιωνόταν αργότερα ή κατάσταση, να πάρουν 35%. Από το Δεκέμβρη όμως του ίδιου χρό νου, η τότε κυβέρνηση άρχισε να παρακαλεί με υπόμνημα της τους ξένους να μην κρατήσουν το παραπάνω ποσοστό, γιατί ή κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Οι ομολογιούχοι έκαναν πώς υποχωρούν, αλλά ο ΔΟΕ, βάσει της συμφωνίας, είχε κατακρατήσει σε δραχμές -από τις υπέγγυες προσόδους- ολόκληρο το 35% και αρνήθηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα τη διαφορά του 5% ! Επίσης, ο ΔΟΕ υπολόγισε το πο σοστό σε χρυσές κι όχι σε χάρτινες λίρες, κερδίζοντας έτσι σημαν τική διαφορά σε βάρος της Ελλάδας. Η κυβέρνηση κατάφυγε σε διαιτητή, αλλά η απόφαση του δεν βγήκε ακόμα. Κοντά σ’ αυτά, ή εγγλέζικη κυβέρνηση μας υποχρέωσε να υπογράψουμε μια συμφω νία με το αγγλικό θησαυροφυλάκιο, σύμφωνα με την οποία αναλαβαίναμε να πληρώσουμε 3.767.548 φράγκα, πού το μοιράστηκαν ή Αγγλία κι ή Γαλλία σαν αποζημίωση για τα ποσά πού είχαν ξοδέ ψει όταν εγγυήθηκαν το δάνειο του 1898. Τότε ακριβώς κι οι ομο λογιούχοι μετάνιωσαν πού δέχτηκαν το 30% και δεν τα ‘παιρναν ζη τώντας περισσότερα. Και ξαναρχίζουν πάλι συνεννοήσεις ατελείω τες και καταθλιπτικές για τη χώρα. Όλοι σχεδόν οι αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο ότι μια ανοιχτή χρεοκοπία θα κατάστρεφε την πίστη και τα οικονομικά της Ελλάδας. Όχι όμως μία αλλά εκατό φορές να λέγαμε στους ομολογιούχους ότι δεν έχουμε να τους πληρώσουμε, πάλι δεν θα παθαίναμε την οικονομική, εθνική και ηθική ζημιά πού πάθαμε με τις ατέλειωτες κι εξευτελιστικές για την αξιοπρέπεια της χώρας μας συζητήσεις.
Εν τω μεταξύ, το Σεπτέμβρη του 1932 έγιναν εκλογές και στις 4 Νοέμβρη ανάλαβε πρωθυπουργός ο Τσαλδάρης, με υφυπουργό των Οικονομικών τον Μ. Ευλάμπιο. Το Δεκέμβρη έγινε υπουργός των Οικονομικών ο Κ. Αγγελόπουλος. Η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση δεν είχε βελτιωθεί καθόλου. Η κερδοσκοπία οργίαζε κι ο τιμάριθμος από 15 πού ήταν το 1931 ανέβηκε στα 20 το ’32. Αυτή, λοιπόν, την περίοδο ο Αγγελόπουλος αποτέλεσε μια μεγάλη εξαίρεση, ανάμεσα στους φαυλοκράτες πολιτικούς. Και παλιά τα είχε βάλει, με το ΔΟΕ και στην Κτηματική Τράπεζα κήρυξε τον πόλεμο κι αργότερα στην τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία ήταν ο πρώτος αστός πολιτικός που εξορίστηκε από τον Μεταξά. Μόλις ανάλαβε το υπουρ γείο δήλωσε αμέσως ορθά-κοφτά και μ’ επιμονή ότι δεν πρέπει να πληρώσουμε όχι 30% αλλά ούτε πεντάρα στους ξένους και ντόπιους ομολογιούχους. Σε λίγες μέρες ο Αγγελόπουλος διώχτηκε από το υ πουργείο, ασφαλώς με την επέμβαση «εξωελληνικών» παραγόντων.
Τον αντικατέστησε ο τραπεζίτης Σπύρος Λοβέρδος και στις ε φτά μέρες πού ‘κανε υπουργός, πρόλαβε να πληρώσει αμέσως το 30% στους ομολογιούχους και να μαδήσει τη χώρα από το αναιμικό της συναλλαγματικό απόθεμα. Στις 16 του Γενάρη έπεσε ο Τσαλ δάρης κι ήρθε ο Βενιζέλος με υπουργό των Οικονομικών τον Καφαντάρη. Ο αρχηγός όμως των Προοδευτικών δεν πρόλαβε να εξ αγγείλει το καινούργιο πρόγραμμα του, γιατί στις εκλογές της 5ης του Μάρτη ξαναπήρε την εξουσία ο Τσαλδάρης, με υπουργό των Οικονομικών τον Λοβέρδο. Οι Λαϊκοί μόλις ανέβηκαν στην κυβέρ νηση κάλεσαν τους ομολογιούχους να κάνουν αυτοψία στη χώρα μας για να αντιληφθούν την οικονομική της κατάσταση. Αυτοί όμως υπόδειξαν σαν αρμόδια την ΚΤΕ και η κυβέρνηση άρχισε τότε να παρακαλεί την Κοινωνία των Εθνών να ‘ρθει μια δημοσιονομική επιτροπή. Τότε ο Καφαντάρης σε μια αγόρευση του για τον προϋ πολογισμό του ’33-’34 επιτέθηκε στην κυβέρνηση για την πρόσκλη ση δημοσιονομικής επιτροπής κι εξήγησε ότι την επέμβαση της ΚΤΕ δεν την ήθελε όχι από έλλειψη ευλάβειας στο θεσμό, αλλά γιατί «εξ επισήμων ανακοινώσεων και άλλων σχετικών στοιχείων είχε πεισθεί ότι ή ΚΤΕ δεν επείχε θέσιν τρίτου εις την υπόθεσιν των χρεών, άλλ’ είχαν άμεσον και απροκάλυπτον είς αυτήν ενδιαφέρον στρεφόμενον υπέρ των ομολογιούχων». Πρότεινε δε να ‘ρθει ή κυ βέρνηση σε απευθείας συνεννόηση με τους ομολογιούχους και να τους πληρώσουμε με τα προϊόντα μας.
Τελικά, ή επιτροπή της ΚΤΕ ήρθε το Μάη και μετά τις έρευνές της έκανε σχετική έκθεση, στην όποια λέει ότι για να πληρώσει ή Ελλάδα πρέπει ν’ αναπτύξει τις εξαγωγές και τα εμβάσματα και να ελαττώσει τις εισαγωγές της! Τον Ιούνη του 1933 συνήλθε στο Λον δίνο η δημοσιονομική επιτροπή για να εξετάσει την έκθεση και ν’ ακούσει τον Λοβέρδο και τον Μάξιμο πού είχαν πάει κι αυτοί στο Λονδίνο για να υπερασπίσουν τα συμφέροντα της Ελλάδας και να πετύχουν μια συνεννόηση με τους ομολογιούχους. Αυτοί όμως αρνή θηκαν να συζητήσουν με τους Έλληνες αντιπροσώπους, ζητώντας 271/2% για το 1933-34 και 371/2% για τον άλλο χρόνο, ενώ η ελληνική κυβέρνηση πρόσφερε 221/2% και 271/2% (η διαφορά ήταν 600 εκα τομμύρια δραχμές). Η πρόταση να λύσει τη διαφορά ένας διαιτη τής, απορρίφτηκε χωρίς συζήτηση και περιφρονητικά από τους ομολογιούχους. Τότε οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν και πάλι.
Στον Λοβέρδο και τον Μάξιμο η δημοσιονομική επιτροπή «σύ στησε» να βάλουν καινούργιους φόρους για να πληρώσουν τους ξέ νους. Οι δυο υπουργοί αποχαιρέτησαν την επιτροπή με την υπόσχεση ότι θα εξασφαλίσουν τους τόκους των ομολογιούχων και μάλιστα ανάφεραν στην επιτροπή τι είδους και πόσους φόρους θα βάλουν στο λαό, για να το πετύχουν. Κι έτσι γύρισαν πίσω στην Ελλάδα αποφασισμένοι να εξευμενίσουν με κάθε μέσο τους κατόχους ομολο γιών και τέτοιοι κάτοχοι -εν παρενθέσει- ήταν κι ο Λοβέρδος κι ο Μάξιμος.
«Ίσως επί του σημείου τούτου η στάσις της Ελλάδος θα έπρε πε να ήτο περισσότερον αποφασιστική…», γράφει ο Άγγελος Αγ γελόπουλος, γιατί τον ίδιο καιρό οι Τούρκοι κι οι Γερμανοί αρνή θηκαν κάθε πληρωμή και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν διαμαρ τυρήθηκαν καθόλου.
Δ’. Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Η καινούργια επαφή έγινε το Σεπτέμβρη του ’33 κι οι διαπραγμα τεύσεις τράβηξαν πολύ καιρό. Αύτη ήταν ή κλασική τους μέθοδος. Κερδοσκοπούσαν στην αγορά μ’ αυτό τον τρόπο και συγχρόνως μας εκβιάζανε τελικά να υποχωρήσουμε, γιατί αυτή ή εκκρεμότητα των συνεννοήσεων νέκρωνε την οικονομική ζωή της χώρας. Έτσι επαναλαμβάνεται η ιστορία του ’97. Πάλι η πατρίδα μας βρίσκεται σε αγωνία περιμένοντας την απόφαση των εκμεταλλευτών της. Τότε η δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ, για να επηρεάσει τις συζητή σεις προς όφελος των ομολογιούχων και να εκβιάσει έτσι τη λύση δίνοντας ένα γερό όπλο στους τοκογλύφους και μια εύκολη δικαιο λογία στον Λοβέρδο, δημοσίεψε μια έκθεση, με την οποία διαπιστώνει βελτίωση στη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας. Με παρόμοιες πιέσεις, εκβιασμούς και παρασκηνιακές ενέργειες υπο γράφτηκε, τέλος, το Νοέμβρη, μια συμφωνία για δυο χρόνια. Τα χρεολύσια αναστέλλονταν για δυο χρόνια κι από τους τόκους θα πλη ρώναμε 271/2% το 1933-34 και 33% το 1934-35. 0ι τόκοι μόνο του δα νείου του 1898 θα πληρώνονταν στο ακέραιο. Η πληρωμή θα γινόταν με συνάλλαγμα του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης κι η ελληνική κυβέρνηση θα ‘γραφε στον προϋπολογισμό της το σύνολο των τόκων, που θα το ξαναδανειζόταν τάχα από το ΔΟΕ, καταθέτοντας του ίσο ποσό άτοκα γραμμάτια σε δραχμές. Ο Λοβέρδος, για να συγκεν τρώσει το ποσοστό πού συμφώνησε, έβαλε σ’ ενέργεια δεκάδες και νούργια φορολογικά νομοσχέδια, όλα σε βάρος του λαού, ενώ ο ίδιος, όπως ξεσκεπάστηκε τότε στις εφημερίδες, είχε επιχειρήσει να δια φύγει με διάφορους αθέμιτους τρόπους τη φορολογία.
Η συμφωνία πρόβλεπε καινούργιες διαπραγματεύσεις στις αρ χές του 1935 για τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό και το Φλεβάρη πήγε στο Λονδίνο ο Πεσμαζόγλου, καινούργιο οικονομολογικό αστέρι της πλουτοκρατικής κλίκας. Πρόεδρος τότε του συμβουλίου των ομολογιούχων ήταν ο σερ ΄Οστεν Τσάμπερλεν, αδερφός του κατόπιν πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεν. Η πολιτική των δυο αδελφών είναι μια ατέλειωτη αλυσίδα από εξευτελισμούς και προδοσίες μικρών και μεγάλων λαών. Στο πρόσωπο τους, το εγγλέζικο χρη ματιστικό κεφάλαιο είχε αποκτήσει τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του για μια ολόκληρη εποχή. Μόλις άρχισαν οι συν ομιλίες, οι ομολογιούχοι ζήτησαν 50%. Ο Πεσμαζόγλου πρόσφερε 35%. Αυτοί, αρνήθηκαν κι έτσι οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν. Η ελληνική κυβέρνηση -κάτω από τη λαϊκή πίεση- δήλωσε τότε στους ομολογιούχους ότι θα τους πλήρωνε τα τοκομερίδια τους πού έληγαν την 1η του Απρίλη, με ποσοστό 35%. Ο ΔΟΕ διαμαρτυρή θηκε αμέσως γιατί έτσι ή κυβέρνηση παραβίαζε το νόμο του 1898 και, καθώς τις είχε στο χέρι, κατακράτησε όλες τις υπέγγυες προσ όδους υπολογίζοντας τόκους και χρεολύσια για όλα τα δάνεια πού ήταν κάτω από τον έλεγχο του. Συγχρόνως με τη διαμαρτυρία και το πραξικόπημα του ΔΟΕ, άρχισαν αλλεπάλληλα διπλωματικά δια βήματα από τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις, ενώ το συμβούλιο των ομολογιούχων στο Λονδίνο λυσσασμένο σύσταινε στα μέλη του να μη δεχτούν να εισπράξουν το 35%. Έπεσαν όλοι πάνω στη φτωχή μας χώρα να την πνίξουν. Παρ΄ όλα αυτά, όμως, το 52% των ομολογιούχων έτρεξαν να εισπράξουν το 35% και για τα υπόλοιπα έχει ο θεός. Και πράγματι ο θεός των τοκογλύφων, ενσαρκωμένος στο πρόσωπο του Γκλίξμπουργκ, τους βοήθησε.
Ε. ΈΡΧΕΤΑΙ Ο ΓΚΛΙΞΜΠΟΥΡΓΚ
Σ΄όλο αυτό το διάστημα, άλλες κύριες ασχολίες του Λαϊκού Κόμματος ήταν οι επιστημονικές καλπονοθεύσεις και η συστηματική ρουσφετολογία. Πάνω στο δημόσιο ταμείο είχαν ριχτεί μ΄άγριες διαθέσεις οι φίλοι του κόμματος, που τόσα χρόνια είχαν μείνει μακριά από την εξουσία. Ο Τσαλδάρης, περισσότερο κατάλληλος για δικολάβος παρά για αρχηγός κόμματος, ξόδευε όλη την, όχι και τόσο πληθωρική, ζωτικότητά του σε επιφυλάξεις, σοφίσματα και σε διάφορου συνδυασμούς που σοφιζόταν για ν’ αντιμετωπίσει, την αντιπολίτευση και τις γκρίνιες των φίλων του πού τρώγονταν σαν τα σκυλιά.
Οι αντιθέσεις ανάμεσα στα δύο αστοτσιφλκικάδικα μπλοκ οξύνονται και παίρνουν τη μορφή ανοιχτής ένοπλης σύγκρουσης το Μάρτη του ’35. Το «αντιβενιζελικό» κράτος – εφεύρεση του Μεταξά – παρόλη την τρομοκρατία που ξαπόλυσε όταν επιβλήθηκε, δεν κατάφερε να πνίξει το λαϊκό κίνημα. Οι εκλογές του Ιούνη του ’35 φανερώνουν ότι οι λαϊκές μάζες αρχίζουν να χειραφετούνται πια από την επιρροή των πλουτοκρατικών κομμάτων και να προσανατολίζονται προς τ΄αριστερά. Η κατάσταση αυτή αρχίζει να καταντάει αρκετά επικίνδυνη για την ντόπια πλουτοκρατία και πολύ επιζήμια για τους ξένους κεφαλαιούχους, που θα επιθυμούσαν να ασχολιέται ο ελληνικός λαός με τα «ειρηνικά» του έργα και να μην καταγίνεται τόσο πολύ στην πολιτική. Και τότε όλοι οι αντιδραστικοί πλουτοκρατικοί κύκλοι του εσωτερικού και του εξωτερικού, με πρώτη την Εθνοτράπεζα, με τις συμβουλές και την έγκριση του Βενιζέλου, με την ανοχή των ψευτοδημοκρατικών κομμάτων και με τις ευλογίες και τα χειροκροτήματα των ομολογιούχων, άρχισαν να κηρύχνουν την πολιτική της «συμφιλίωσης». Όργανο για την πραγματοποίησή της θα ΄ταν ο δεύτερος Γεώργιος Γκλίξμπουργκ, που τον τάιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια ο Χάμπρο. Φτάνει να ‘ρχόταν ο βασιλιάς για να αγαπηθούν βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί και να ζήσει ο λαός ευτυχισμένος.
Επειδή, όμως, ο λαός με μια μεγαλειώδη συγκέντρωση των αντιφασιστικών δημοκρατικών του δυνάμεων έδειξε την ακλόνητη διάθεσή του να υπερασπίσει τις δημοκρατικές του ελευθερίες, ανάλαβε να κανονίσει τα περαιτέρω αυτοχειροτονηθείς σε αντιβασιλιά Γ. Κονδύλης, με το διαβόητο δημοψήφισμα που οργάνωσε το Νοέμβρη του ’35.
Κι έτσι η Ελλάδα απόχτησε πάλι βασιλιά και σε λίγο και «εθνικό» κυβερνήτη, οι ομολογιούχοι εξασφάλισαν, όπως θα δούμε, το ποσοστό που ζητούσαν και τον ελληνικό λαό ανάλαβε να τον επαναφέρει στα ειρηνικά του έργα ο Μανιαδάκης.
6 Σχόλια
Comments feed for this article
23 Φεβρουαρίου, 2012 στις 8:34 πμ
Μιχάλης Μιχελής
Το «Κίνημα της Ομόνοιας»
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Συνέβη πριν από ογδόντα χρόνια (1931) επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, ενεργοποίησε το σύνολο των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας –ακόμη και την αεροπορία–, αποδείχθηκε ότι οφειλόταν απλά σε λίγους «αγανακτισμένους» της εποχής, καταγράφηκε από τον Τύπο ως «Κίνημα της Ομόνοιας» και παραδόθηκε σύντομα στη λήθη. Ερευνώντας ωστόσο το ζήτημα μετά από τόσες δεκαετίες διαπιστώνουμε πως μόνον ένας πίστεψε πραγματικά πως έπρεπε να αντισταθεί και εκείνος κατέληξε στη φυλακή!
Στις ημέρες μας η λέξη «κίνημα» έχει αποκτήσει εντελώς διαφορετική έννοια από εκείνην που είχε στην προπολεμική Ελλάδα, η οποία είχε γνωρίσει δεκάδες επιτυχημένα και μη κινήματα. Επιτυχημένο θεωρείτο το κίνημα που κατέληγε στην ανάληψη της εξουσίας, συνήθως από αξιωματικούς του Στρατού που εμπλέκονταν στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Στα δεκάδες αυτά κινήματα εντάσσεται και το «Κίνημα της Ομόνοιας», το οποίο οι περισσότεροι θεώρησαν «κωμικό», άλλοι «τουλάχιστον ύποπτο», κάποιοι τρίτοι «μεμονωμένας κινήσεις εστερημένας ευρυτέρας σημασίας» και άλλοι ως καθαρή «προβοκάτσια» για να περάσουν σκληρά αστυνομικά μέτρα.
Οι πληροφορίες: Όλα ξεκίνησαν τον Μάιο 1931, όταν στο «Ειδικόν Τμήμα Ασφαλείας» έφθασαν πληροφορίες ότι θα ξεσπούσαν ταραχές. Οι δυσμενείς συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί από την οικονομική κρίση που μάστιζε την χώρα, τα αυστηρά μέτρα που λαμβάνονταν από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, οι απολύσεις και τα κύματα αστυφιλίας έδιναν τροφή στις φήμες για οργανωμένες αντιδράσεις από αγανακτισμένες ομάδες πολιτών.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες των αστυνομικών αρχών, τα επεισόδια θα ξεκινούσαν από την πλατεία Ομονοίας. Οι οργανωτές τους θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τη μεγάλη κίνηση για να παρασύρουν τον κόσμο, ο οποίος ούτως ή άλλως ήταν έτοιμος να αντιδράσει. Ακόμη περισσότερο οι ιθύνοντες ανησύχησαν επειδή οι πληροφορίες ανέφεραν πως η ενέργεια θα συνοδευόταν και από αεροπλάνο, το οποίο θα υψωνόταν πάνω από την πόλη για να δώσει το σύνθημα της έναρξης των ταραχών.
Οπότε σε συνεχείς συσκέψεις στις οποίες συμμετείχαν οι υπουργοί Εσωτερικών και Στρατιωτικών και οι αρχηγοί των όπλων και της Αστυνομίας, αποφασίστηκε να τεθούν σε επιφυλακή ο Στρατός και ο Στόλος, ενώ ένα αεροπλάνο
έλαβε εντολή να πετά πάνω από την πόλη τις μεσημβρινές ώρες της 8ης Μαίου 1931 και να ενημερώνει τις Αρχές. Χωροφυλακή και στρατός ανέλαβαν τη φρούρηση των υπουργείων, του Ταχυδρομείου και των άλλων δημόσιων και δημοτικών καταστημάτων.
Το… κίνημα και οι προκηρύξεις: Πράγματι, την ώρα που πετούσε το στρατιωτικό αεροπλάνο πάνω από την πλατεία Ομονοίας, άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί και να ακούγονται κραυγές «Ζήτω η Επανάστασις», «Ζήτω το Εθνος» κ.ά. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει προς διάφορες διευθύνσεις τρομαγμένος. Δύο άτομα πυροβολούσαν στον αέρα. Αμέσως έτρεξαν άνδρες της Ασφάλειας που καιροφυλακτούσαν και έπεσαν κυριολεκτικά πάνω στους δράστες. Ταυτόχρονα, έφθασαν δυνάμεις της Αστυνομίας και άνδρες της «Ειδικής Ασφάλειας». Ο ένας από τους δράστες πυροβόλησε ανεπιτυχώς εναντίον του άνδρα της Ασφάλειας που πήγε να τον συλλάβει.
Ωστόσο, εκτός από τα όργανα της τάξης παρενέβησαν και οι περαστικοί και τους ξυλοφόρτωσαν μέχρι… αναισθησίας. Τυχαία από το σημείο περνούσε και ένας απόστρατος ταγματάρχης, υπασπιστής άλλοτε του δικτάτορα Πάγκαλου. Το γεγονός έδωσε αφορμή να αποκτήσει «ταυτότητα» το κίνημα.
Επί τόπου κατασχέθηκαν περίστροφα, δυναμίτιδες έτοιμες για χρήση, αλλά και μηχανογραφημένες προκηρύξεις. Οι τελευταίες καλούσαν τον ελληνικό λαό να επαναστατήσει και υπογραφόταν από την «Πανελλήνια Επαναστατική
Επιτροπή». «Ελληνικέ λαέ, ήλθεν η ώρα της επαναστάσεως εναντίον εκείνων, οι οποίοι σε κυβερνούν σήμερον» ανέφερε η προκήρυξη, η οποία δικαιολογούσε την επανάσταση λόγω «των κλοπών, των νοθειών και των καταχρήσεων κατά παράβασιν του Συντάγματος και διά της αθλίας συνεργείας των δήθεν εκπροσώπων του λαού γερουσιαστών και βουλευτών».
Οι δράστες αφέθηκαν ελεύθεροι.
Ποιοι ήταν όμως εκείνοι που εμφανίστηκαν ως πρωτεργάτες του κινήματος που πατάχθηκε εν τη γενέσει του; Ο επικεφαλής, ο οποίος έριξε και τις πρώτες πιστολιές, ήταν ο 45χρονος Κορίνθιος κτηματίας Αντώνιος Αντωνόπουλος και κύριος συνεργάτης του ο «φρεατωρύχος», πρώην χωροφύλακας και ουσιαστικά «μπιστικός» και συνομήλικος του πρώτου Σπύρος Κοντοβουνήσιος. Ο πρώτος μάλιστα ήταν γνωστός διότι είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον Πάγκαλο όταν ήταν δικτάτορας. Εκείνη η απόπειρα είχε γίνει στο ξενοδοχείο «Ποσειδώνιον» των Σπετσών. Και από
πολέμιος του Πάγκαλου είχε γίνει από τους στενότερους και φανατικούς οπαδούς του, μέχρι που ένα χρόνο νωρίτερα -το 1930- στο σπίτι του είχε οργανωθεί ένα ακόμη αποτυχημένο κίνημα! Παρά το γεγονός ότι και άλλοι συμμετείχαν στα επεισόδια της Ομόνοιας, ποτέ δεν συνελήφθησαν.
Εννοείται ότι οι δράστες προφυλακίστηκαν για να αποφυλακιστούν στα τέλη Ιουλίου του ίδιου χρόνου (1931), αφού το δικαστήριο τους καταδίκασε σε 8μηνη φυλάκιση και χρηματικό πρόστιμο, το οποίο κατέβαλε ο Αντωνόπουλος.
Επίλογος: Μαγκούρα εναντίον του υπουργού!
Από τότε ο πρωτεργάτης Αντωνόπουλος χάθηκε από το προσκήνιο, αλλά παρέμεινε στην επικαιρότητα ο Κοντοβουνήσιος, ο οποίος είχε πάρει φαίνεται σοβαρά το ρόλο του επαναστάτη. Περίπου δεκαπέντε ημέρες μετά την αποφυλάκισή του, στα μέσα Αυγούστου, πέρασε από την οδό Αιόλου, αγόρασε μία μαγκούρα και την έστησε έξω από το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Όταν λοιπόν εμφανίστηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης Νικόλαος Αβραάμ, ο οποίος εκείνες τις ημέρες κατηγορείτο για διάφορα σκάνδαλα, επιτέθηκε και τον πλάκωσε στις μαγκουριές! Στο Αυτόφωρο Πλημμελειοδικείο που οδηγήθηκε, ο
Κοντοβουνήσιος κατέθεσε πως επιτέθηκε στον υπουργό διότι «έχω αγανακτήσει απ’ όσα διαβάζω στις εφημερίδες» και πως δεν μπορεί «να είναι υπουργός ένας τέτοιος άνθρωπος».
Αυτή τη φορά όμως το δικαστήριο δεν του χαρίστηκε. Του επιβλήθηκε η αυστηρότερη ποινή -6 μήνες- χωρίς εξαγορά και οδηγήθηκε πάλι στη φυλακή. «Εάν το ήξερα ότι είναι τόσο μικρή η ποινή θα έδερνα άλλους πέντε υπουργούς», είπε
φεύγοντας από το δικαστήριο ο Κοντοβουνήσιος, ενώ οι εφημερίδες κατέγραφαν ως «ανισόρροπον» τον προστάτη του Αντ. Αντωνόπουλο. Την ίδια ημέρα η κυβέρνηση Βενιζέλου προέβαινε σε κατάσχεση όσων εφημερίδων είχαν αναφερθεί στο «σκάνδαλο Αβραάμ».
Σημείωση: Σ’ ένα παλιό post της «Καλύβας», είχα γράψει (Μιχ.Μιχ.), για ένα από τα πρώτα ρεπορτάζ του Άρη Βελουχιώτη, που ως δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη» τότε, είχε ασχοληθεί με το «σκάνδαλο του Αβραάμ» (κίναιδος) και εξ αιτίας αυτού είχε κλείσει η εφημερίδα, από τις κρατικές αρχές.
23 Φεβρουαρίου, 2012 στις 9:41 μμ
Βασίλης
Για το κείμενο του post: οι ομοιότητες με τη σημερινή πραγματικότητα είναι ανατριχιαστικά μεγάλες. Γι’αυτό και οι καθ’έξιν φιλομνημονιακοί και φιλοευρωενωσιακοί θα κάνουν πάσο (και γαργάρα).
Αυτή η άτιμη η ιστορία λοιπόν επαναλαμβάνεται διαρκώς. Και, δυστυχώς όχι ως φάρσα, αλλά και πάλι ως τραγωδία.
Ἕλληνες ἀεί παῖδες… (*)
(*) με την κακή έννοια, δυστυχώς
23 Φεβρουαρίου, 2012 στις 10:07 μμ
σχολιαστης
Οι πιο πολλοί που γράφουν στην καλύβα είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης. Ο καθένας με τις παραλλαγές του. Χρησιμοποίησε τις γαργάρες για το λαιμό, και μην προσβάλλεις τους άλλους, Βασίλη.
23 Φεβρουαρίου, 2012 στις 11:30 μμ
Βασίλης
σχο,
εκτιμώ οτι η παρέμβασή σου δίκην αυτοκλήτου προστάτη των σχολιαστών της καλύβας (μετά -προσωπικής- προσβολής(;) σε βάρος μου) είναι καθ’ υπερβολήν και όχι δικαιολογημένη.
Αν κι εγώ θεωρούσα «προσβολές» τους χαρακτηρισμούς που έχουν γραφτεί για τους «αντιμνημονιακούς» στην καλύβα (από διάφορους σχολιαστές – εσού συμπεριλαμβανομένου), και παρενέβαινα κάθε φορά ρίχνοντας λάδι στη φωτιά, θα το είχαμε κάνει μπάχαλο εδώ μέσα.
Εκτός εάν θεωρείς οτι επειδή οι «φιλοευρωενωσιακοί» είναι περισσότεροι στην καλύβα, απολαμβάνουν αυξημένα προνόμια παρομοίων «προσβολών» προς τους υπολοίπους, οπότε καταλαβαίνω…
Εγώ πάντως ήλπιζα σε κάποια σκέψη ή σχόλιο επί του κειμένου και για το πώς (δεν) διδασκόμαστε από την ιστορία. Αλλιώς «τζάμπα καίει η λάμπα», όπως λέτε σε τούτα τα μέρη.
Ειρήνη 🙂
24 Φεβρουαρίου, 2012 στις 12:15 πμ
σχολιαστης
Βασίλη, εσύ μίλησες για γαργάρα. 🙂
Ειρήνη. 🙂
Εντάξει, ήμουν υπερβολικός, δεν έπρεπε να γράψω το σχόλιο.
27 Ιουνίου, 2016 στις 9:36 πμ
Ο Νίκος Μπελογιάννης για τη χρεοκοπία του 1932 – Σημειώσεις για τον Εμφύλιο
[…] Πηγή: Ο Νίκος Μπελογιάννης για τη χρεοκοπία του 1932 | Η καλύβα … […]