death.gif

Ένας γνωστός θεωρητικός της αριστεράς[1] κάνει λόγο για οντολογική ανάγκη των ανθρώπων στην πίστη. Πρόκειται, πράγματι, για κατηγορία οντολογικής τάξεως;Ας δούμε πως αντιμετωπίζει το θέμα ένας ψυχαναλυτής, ο Irvin Yalom[2]: Κάθε άνθρωπος έχει νιώσει το άγχος που συνοδεύει τις σκέψεις γύρω από το θάνατο, την έλλειψη νοήματος, την ελευθερία (δηλαδή τη θεμελιώδη έλλειψη δομής στην ύπαρξη, das Nichts) και τη βαθύτερη μοναξιά – και η θρησκεία ξεπροβάλλει ως θεμελιώδης προσπάθεια του ανθρώπινου γένους να καθησυχάσει το άγχος της ύπαρξης. Συνεπώς η αιτία που η θρησκευτική πίστη είναι πανανθρώπινη είναι ότι το υπαρξιακό άγχος είναι πανανθρώπινο. Μοιάζει επομένως προφανές ότι, αντί να έχουμε δημιουργηθεί από θεούς, εμείς δημιουργούμε θεούς για την ανακούφισή μας και, όπως έχουν τονίσει οι φιλόσοφοι από τις απαρχές του ανθρώπινου λόγου, τους δημιουργούμε καθ’ ομοίωσίν μας.

Οι ορθόδοξοι αρέσκονται να αναφέρονται στη βιωματική σχέση τους με τον Θεό και να χρησιμοποιούν την επίκληση του βιώματος των ιδίων και των Πατέρων, ως ύψιστο αποδεικτικό μέσο για την τεκμηρίωση της αλήθειας, δηλαδή της πίστης τους. Ο δύσπιστος ψυχαναλυτής, όμως, δεν πείθεται τόσο εύκολα[3]: Πιστεύω ότι αυτοί οι εξαιρετικοί ισχυρισμοί απαιτούν εξαιρετικές αποδείξεις – και λέγοντας αυτό εννοώ αποδείξεις πέραν του απλού βιώματος, το οποίο (…) είναι εύθραυστο, επισφαλές, ευμετάβλητο και εξαιρετικά ευπηρέαστο.

Αλλά, γιατί ο άνθρωπος ρέπει προς την θρησκευτικότητα[4]; Είναι τόσο σαγηνευτική η σκέψη μιας προκαθορισμένης απλής ανάθεσης ενός έργου για τη ζωή (…) Πόσο ανακουφιστικό να ξέρεις ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει ένας αληθινός, γνήσιος, καθορισμένος, προσχεδιασμένος σκοπός ζωής κι όχι απλώς το άυλο φάντασμα ενός επινοημένου σκοπού ζωής (…). Ένας θρήσκος άνθρωπος παρηγοριέται από την παρουσία μιας θεότητας που τον παρατηρεί προσωπικά, που δεν είναι μόνο ενήμερη για την ύπαρξή του αλλά εντέλει του υπόσχεται και την επανένωση – με νεκρούς αγαπημένους, με τον Θεό, με την παγκόσμια ζωτική δύναμη[5].

Τελικά, πρόκειται για κάτι αναπόφευτο[6]; Μερικές φορές νοιώθω μια βαθιά θλίψη για την ευθραυστότητα που υποκρύπτει η ανθρώπινη φύση. Αυτή είναι που γεννά την ευπιστία μας και την πανίσχυρη ανάγκη να πιστεύουμε, η οποία με τη σειρά της προσκολλάται αυτόματα σε κάτι σαν να ήταν το απαραίτητο για τη ζωή μας οξυγόνο.

Ο Καστοριάδης[7] απορρίπτει, χωρίς περιστροφές, ότι υπάρχει ανάγκη για πίστη: Το ιερό είναι ένα θεσμισμένο ομοίωμα του απύθμενου. Δεν έχω ανάγκη από ομοιώματα και η μετριοφροσύνη μου με οδηγεί στη σκέψη πως αυτό που μπορώ εγώ από την άποψη αυτή, το μπορούν όλοι. Πίσω από τις ερωτήσεις σας υπάρχει η ιδέα πως μόνο ένας μύθος θα μπορούσε να θεμελιώσει τη συνοχή της κοινωνίας με τους θεσμούς της. Ξέρετε πως αυτό ήταν ήδη ιδέα του Πλάτωνος: Το θείον ψεύδος. Αλλά το θέμα είναι απλό. Από τη στιγμή που γίνεται λόγος για θείον ψεύδος, το ψεύδος μένει ψεύδος και ο χαρακτηρισμός θείον δεν αλλάζει τίποτα.

Το βλέπουμε σήμερα με τις γελοίες χειρονομίες αυτών που θέλουν να κατασκευάσουν επί παραγγελία μια αναγέννηση της θρησκευτικότητας για υποτιθέμενους πολιτικούς λόγους. Υποθέτω ότι αυτές οι εμπορικές δραστηριότητες πρέπει να προκαλούν τη ναυτία όσων μένουν πραγματικά πιστοί. Πραματευτάδες θέλουν να πλασάρουν τη βαθιά φιλοσοφία ενός διευθυντού της Ασφάλειας: Εγώ το ξέρω ότι ο ουρανός είναι άδειος, αλλά οι άνθρωποι πρέπει να πιστεύουν πως κατοικείται, διαφορετικά δεν θα υπακούσουν στο νόμο. Τι αθλιότητα!

Υπάρχουν, φυσικά, και οι αντίθετες απόψεις. Ο Τ. Φωτόπουλος[8] συνοψίζει, ως εξής: …οι πρώτοι πιστεύουν στην ύπαρξη ενός ξεχωριστού οντολογικού πεδίου (Θεός κλπ) που υπάρχει ανεξάρτητα από τη φαντασία μας και δεν το γνωρίζουμε δια των αισθήσεων και του Λόγου, ενώ οι δεύτεροι πιστεύουν ότι αυτό το ξεχωριστό πεδίο δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά προϊόν της φαντασίας μας και δεν υφίσταται ανεξάρτητα από αυτήν.

Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Θεός δεν υφίσταται για τους ανθρώπους ανεξάρτητα από τη φαντασία τους, δεν υποχρεώνει να μην υπάρχει Θεός. Μόνο που η προσέγγισή του είναι τόσο πολύ έξω από τις ανθρώπινες αντιληπτικές και νοητικές δυνατότητες, που είναι ανόητο ακόμα και να συζητάμε για την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη Θεού, τη φύση του κλπ. Κάποιοι[9] επιχειρούν μια ηρακλείτεια προσέγγιση σ’ ένα θεό που δεν είναι προσωπικός, δεν είναι συνειδητός, δεν ακούει προσευχές, δεν δέχεται αναθήματα, είναι πέρα από το καλό και το κακό, βρίσκεται μέσα στον κόσμο κλπ. Αλλά, ακόμα και αυτή η προσέγγιση είναι το ίδιο αυθαίρετη, όσο και οι άλλες… Μη εική περί των μεγίστων συμβαλλώμεθα, μας παραγγέλλει ο Ηράκλειτος (Β47)ας μην αραδιάζουμε αστήρικτες εικασίες για τα μέγιστα ζητήματα.

dostoevsky.jpg Αντίθετα, εκπληκτική είναι η παρατήρηση του Ντοστογιέφσκι[10]: Ο Θεός είναι συνθετική προσωπικότητα του λαού – από την αρχή ως το τέλος της Ιστορίας του. Ποτέ ως τα τώρα δε συνέβη όλοι ή πολλοί λαοί να έχουν έναν κοινό Θεό. Πάντοτε ο κάθε λαός είχε τον ιδιαίτερο Θεό του.

Τελικά, όλοι εκκινούν με καλές προθέσεις. Γράφει ο Γ. Σιακαντάρης[11]: Όπως υποστηρίζει ο Φρόιντ, η αγάπη για τον άνθρωπο και ο περιορισμός της οδύνης είναι κοινός στόχος πίστης και λογικής. Επομένως (…) πίστη και λογική δεν είναι απαλλαγμένες αυταπατών. Η θρησκευτική αυταπάτη όμως δεν επιδέχεται αναθεώρηση, ενώ οι όποιες αυταπάτες της λογικής δεν επιφέρουν καμία πολιτική τιμωρία και είναι ευεπίφορες σε μεταβολές.

Οι θρησκευόμενοι ελεεινολογούν τον άθεο υλισμό, στην κοινωνία, στην πολιτική, στην Ιστορία. Αλλά, η ακόλουθη άποψη φαίνεται πολύ κοντά στην πραγματικότητα[12]: Η πίστη στο υπερφυσικό και όχι η έλλειψη πίστης είναι που θα μας καταστρέψει. Δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξουμε στο παρελθόν για να ανιχνεύσουμε τα τεράστια ρεύματα καταστροφής που έχει προκαλέσει η δογματική πίστη.

Που οδηγούν οι ανάγκες

Η πίστη οδηγεί αναπόφευκτα στη θρησκεία. Ο James δίνει τον ακόλουθο ορισμό[13]: τα αισθήματα, οι πράξεις και οι εμπειρίες των ανθρώπων στη μόνωσή τους, στο βαθμό που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σε σχέση με οτιδήποτε μπορεί να θεωρήσουν θείο. Ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει κάτι που μας ενδιαφέρει, ίσως, περισσότερο: την κοινωνική θέσμιση της θρησκείας, την δημιουργία ιστορικών δομών, όπως οι Εκκλησίες, οι οποίες στηρίζονται σε ένα σύνολο θεολογικών επεξεργασιών (το δόγμα). Μετά την επέκταση αυτή, η προσωπική μόνωση μετατρέπεται αποφασιστικά σε πολιτική πράξη: Η ύπαρξη και δράση, μέσα στις κοινωνίες, ενός μόνιμου και εδραιωμένου ιδρυματικού -πνευματικού θεσμού, ο οποίος επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο σκέψης, είναι προφανές ότι συνιστά κατ’ εξοχήν πολιτική λειτουργία και παράγει συνεχώς πολιτική πράξη.

Έχουν καταγραφεί[14] δεκαπέντε προχριστιανικοί θεοί, οι οποίοι πάσχουν, σταυρώνονται ή θανατώνονται μαρτυρικά, για να αναστηθούν, ορισμένοι, στη συνέχεια[15]. (Ανάμεσά τους και ο Μίθρα, που είχε γενέθλια στις 24 Δεκεμβρίου). Το γεγονός αυτό μας οδηγεί στο σχήμα: Ο φόβος του θανάτου δημιουργεί και γιγαντώνει το αίσθημα του κακού και της αμαρτίας, άρα είναι απαραίτητος κάποιος θεός ή και ήρωας (όν με δύναμη ανώτερη του ανθρώπου) που θα πεθάνει μαρτυρικά για να εξαγοράσει τις αμαρτίες, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος της σωτηρίας και της αιώνιας ευτυχισμένης ζωής. Είναι χαρακτηριστικό, σχεδόν σε όλες αυτές τις μυθικές περιπτώσεις, ότι ο θεός αυτός δεν αρκεί να πεθάνει, πρέπει πρώτα να βασανιστεί άγρια -ο σωματικός πόνος του θεού μοιάζει απαραίτητος για τον εξαγνισμό των ανθρώπων. Το σχήμα επαναλήφθηκε, για πολλοστή φορά, στην περίπτωση του Ιησού. Μόνο που, επειδή εκείνο τον καιρό η ανθρωπότητα είχε πλέον περάσει στην περίοδο της Ιστορίας, ο μύθος χρειάστηκε να εκφραστεί με απολύτως ιστορικό τρόπο.

Η ιστορία έχει γραφτεί κι αλλιώς: Έχοντας όλα τα χαρακτηριστικά ενός πολιτισμικού ήρωα των ντόπιων φυλών της περιοχής, η μορφή του Κοετζαλκοάτλ συνδέθηκε με μια ολόκληρη μυθολογία σχετικά με τη θαυμαστή του γέννηση, τα πολεμικά κατορθώματα, την ιερατική και βασιλική εξουσία, την αποπομπή από τη χώρα και την αναμενόμενη επιστροφή του θεού, προς αποκατάσταση της κοσμικής τάξης. Τόσο ισχυρή ήταν η προσδοκία αυτής της επιστροφής του Κοετζαλκοάτλ από τον ανατολικό ωκεανό, ώστε ο τελευταίος Αζτέκος αυτοκράτορας Μοντεζούμα ο Β’ τον ταύτισε με τον Χερνάνδο Κορτέζ[16]. Και του παραδόθηκε.
Το γεγονός ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται για αιώνες, ως τις μέρες μας, μήπως σημαίνει ότι πράγματι οι άνθρωποι έχουν οντολογική ανάγκη στην πίστη; Η πρόταση θα μπορούσε να ισχύσει αν αντί για οντολογική ανάγκη λέγαμε πως οι άνθρωποι έχουν μια πανίσχυρη ροπή να παρηγορήσουν την αδυναμία τους, μέσω της πίστης, μπροστά στο αναπότρεπτο μέλλον που προδιαγράφεται για την ύπαρξή τους. Επειδή αυτό δεν είναι υποχρεωτικό για όλους – δεν μπορεί να είναι ανάγκη του (όντος) ανθρώπου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ισχύει ο νόμος όλον ή ουδέν: η πρόταση ή θα ισχύει για όλους ανεξαίρετα ή θα είναι απλά μια αυθαίρετη, εμπειρική κατασκευή.


[1] Γιώργος Καραμπελιάς. Η θεμελιώδης παρέκκλιση. Ρομαντισμός και Διαφωτισμός στον εικοστό πρώτο αιώνα. ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ/ΘΕΩΡΙΑ 21, 2004, σελ. 255[2] Irvin Yalom. Θρησκεία και Ψυχιατρική. Εκδ. ΑΓΡΑ, 2003, σελ. 23-4[3] Irvin Yalom. Θρησκεία και Ψυχιατρική. Εκδ. ΑΓΡΑ, 2003, σελ. 11[4] Irvin Yalom. Θρησκεία και Ψυχιατρική. Εκδ. ΑΓΡΑ, 2003, σελ. 26-7[5] Irvin Yalom. Θρησκεία και Ψυχιατρική. Εκδ. ΑΓΡΑ, 2003, σελ. 36

[6] Irvin Yalom. Θρησκεία και Ψυχιατρική. Εκδ. ΑΓΡΑ, 2003, σελ. 42

[7] Κορνήλιος Καστοριάδης. Κοινωνική δημιουργία και πολιτική. Συνέντευξη στο περιοδικό Esprit (1979). Μτφ. Σπύρου Γεωργαντά. Στο Διαδίκτυο: www.meta.gr

[8] Τάκης Φωτόπουλος. Απάντηση στους θιασώτες του θρησκευτικού ανορθολογισμού. Στο Διαδίκτυο: www.inclucivedemocracy.org

[9] Κώστας Αξελός. Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία. Εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ, 1976, σελ. 162

[10] Δες την αναφορά (και την ανάλυση που κάνει ο συγγραφέας) στο: Κωστής Παπαγιώργης. Ντοστογιέφσκι. 2η έκδοση. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 1990, σελ. 383-4

[11] Γιώργος Σιακαντάρης. Η ηγεμονία της διάνοιας, η αμφισβήτησή της και οι πολιτικές συνέπειες. «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 8/4/2004.

[12] Irvin Yalom. Θρησκεία και Ψυχιατρική. Εκδ. ΑΓΡΑ, 2003, σελ. 42-3

[13] Αναφέρεται από: Dodds ER. Εθνικοί και χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας. Από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Αθήνα, 1995, σελ. 21, υποσημ. 2)

[14] Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης, 15 Εσταυρωμένοι και Αναστημένοι Σωτήρες, ΔΑΔΟΥΧΟΣ, σελ. 88-105

[15] Υπάρχουν αρκετοί ακόμα, πέραν των 15, αν δεν ληφθεί αυστηρά υπόψη το κριτήριο της σταύρωσης.

[16] Δημήτρης Μπεκριδάκης, Θάνατος και μεταθανάτιο ταξίδι στους υψηλούς πολιτισμούς της Κεντρικής Αμερικής. Στο: ΘΑΝΑΤΟΣ και εσχατολογικά οράματα. Θρησκειοϊστορικές προοπτικές. Επιμέλεια – εισαγωγή: Φώτης Τερζάκης. ΑΡΧΕΤΥΠΟ, 2003, σελ. 105)

*

Repost, ενόψει του θέρους. Πρώτη ανάρτηση στην καλύβα, Οκτώβριος 2007