Ποιήματα του Γιάννη Βέλλη
ποιητές
Και τι είμαστε εμείς οι ποιητές,
άνθρωποι του κόσμου,
κάτι από δίπλα σας ή από μέσα σας
σε ένα παράθυρο δοσμένοι,
σε ένα δρόμο περασμένοι,
ακόμα κι άστεγοι στοχαστές σε μια καταιγίδα
σε κάποια πόλη του νότου,
μπερδεμένη σε λάθη και στιγμές,
επιπόλαιη μα και λατρεμένη
όπως και να το δεις,
με τις λέξεις μπλεχτήκαμε,
αδικηθήκαμε κι όμως πάντα επιστρέφουμε νεότεροι
*
ξημέρωμα
Τυλιγμένος,
στις τελευταίες ελεύθερες σκέψεις σου,
αναμασούσες τον χρόνο,
στο πρώτο ξημέρωμα
ένα τσιγάρο,
ένας καφές,
μια όμορφη εικόνα,
σε ανανέωναν πάλι,
πριν βγεις στο δρόμο
η μέρα ξεκινούσε πεζά,
όπως οι περισσότερες άλλωστε,
όμως διέφερες προκλητικά, σήμερα
στα τόσα καθορισμένα πλάνα,
που μας έβαζαν καθημερινά,
οι κηδεμόνες της πατρίδας μας
ίσως γιατί άλλαξες,
ίσως γιατί πραγματικά ενώθηκες,
με ό,τι αγαπούσες.
*
παράλληλες ιστορίες
Τόσες ιστορίες,
παράλληλες,
τρέχουν δίπλα με τη δικιά μας,
άλλοτε ήρεμες,
άλλοτε αναστατωμένες
γεννιούνται,
μεγαλώνουν,
ζουν,
ανασταίνονται ή απλά χάνονται,
κάποιο ξημέρωμα ή βράδυ σκοτεινό
κλάσματα του χρόνου,
οι στιγμές,
βγάζουν κερδισμένους και χαμένους,
με μαθηματική ακρίβεια
όμως εσύ,
θα σταθείς μια ημέρα,
ψηλά,
εκεί που τα ονειρά σου χορεύουν και θα φωνάξεις
έζησα, αγάπησα,
κέρδισα,
έτσι για να δείξεις στον εαυτό σου,
ότι διαφέρεις
*
η ιστορία
Η υγρασία έτρωγε,
αχόρταγα,
τα κόκαλα της ημέρας,
ο ήλιος αναστέναζε στο ανέβασμα του ουρανού,
οι άνθρωποι μπερδεμένοι σκέφτονταν,
τα γεγονότα αλληλοσπαράζονταν
αυτή η χρονιά,
όλο άλλαζε και μας φόβιζε,
τα μάτια σκούραιναν και βάθαιναν,
παράλληλα,
σε κάθε νέα λέξη,
κάποιοι αναφέρονταν στη ματαιότητα,
άλλοι θέλανε να γίνουν ήρωες
περίεργο πράγμα, να θέλεις το καλύτερο,
αυτό που ομορφαίνει τον κόσμο,
μα παράλληλα να σκοτώνεις αλύπητα,
κάθε καλή στιγμή
κι όμως έτσι γινότανε,
πάλι,
στις απάνθρωπες πόλεις και τα μικρά χωριά,
βάραινε η ιστορία,
από τις τόσες αθλιότητες,
όσο γύριζε ο κύκλος της κάθε ημέρας
*
ειρήνη
Θα ξανάρθει ειρήνη
-όπως παλιά-
και θα γελάνε τα παιδιά στους δρόμους,
μαζί με τις γυναίκες που ερωτεύονται
θα αφήσουμε τα όπλα σε κάποια σκοτεινιά,
να μη τα φωτίσει ποτέ ο ήλιος και τα θυμηθούμε πάλι
μετά θα σταθούμε στο μέλλον,
αυτό που τόσα χρόνια σκοτώναμε στα αποσπάσματα
θα το γνωρίσουμε καλύτερα,
τόσο όσο χρειάζεται να γίνει δικό μας κι αγαπημένο
*
το καλύτερο λουλούδι
Στεκόσουν προσεκτικός,
σε κάθε δεδομένη πραγματικότητα,
που επιλεκτικά σου μοιράζανε
δεν ήταν αστείο,
να διαλέγεις σε τόσα αποσπάσματα,
η ευκαιρία τελευταία
η αγιοσύνη αμφίβολη,
πολλοί στέκονταν απέναντι,
γιατί βολεύτηκαν ή έτρεμαν στις φοβίες τους
θα ξανάρθεις αύριο,
μου φώναξε ένα λουλούδι του αγρού,
μετά άρπαξε αχόρταγα τον ήλιο
δεν ξέρω ίσως,
απάντησα με βαριά ανάσα,
αν και το αγαπούσα τόσο
στις ημέρες μας,
η αγάπη κι η θυσία,
έρχονταν μαζί και στέκονταν
ένιωθα πλούσιος,
που ευτυχώς αγάπησα,
το καλύτερο λουλούδι στον φράχτη δίπλα
και ήμουν,
ήταν δικό μου,
όσο η καρδιά μου κι οι καλύτερες εικόνες μου σε αυτή την ιστορία
*
το αύριο
Τα αγάλματα στέκανε κουρασμένα,
τόσα χρόνια στα ίδια μέρη,
τα δικά μας
λεπτότητα,
ο φαγωμένος άνεμος,
εκείνος που αγκάλιαζε τις καρδιές και τα πάθη μας
ανακολουθία,
η επανάληψη των ίδιων ματωμένων λαθών,
στην τόσο μπερδεμένη γενιά μας
κάπου πάλι απλώνεται,
το γκρίζο μίσος και ο χαλασμός,
όσο επιμένουμε στην αδράνεια
ξημερώνει το αύριο,
αυτό που περιμέναμε,
διπλός ο κίνδυνος να σκοτωθεί ανάμεσα στα λάθη μας
αγάπη μου θα νικήσουμε,
δεν θα πονέσουμε,
όπως οι προγόνοι μας με τα μίση μας
ο ήλιος, θα σταθεί πάλι δίπλα μας,
ακόμα κι η νύχτα θα θέλει,
περισσότερο από ποτέ τη νίκη μας
*
δικαιολογία
Μια εικόνα άπλωνε,
χαρούμενη όσο νύχτωνε,
αστεία,
χαμόγελα,
αισιοδοξία για το μέλλον
μετά ήρθαν αυτοί και τη σκότωσαν,
σε ένα πρόσωπο,
σε μια ιδέα,
μια διαφορετικότητα
τώρα ψάχνουν τους ενόχους,
ή σπάνε τη σιωπή,
απλά τριγυρίζοντας μια δοκιμασμένη δικαιολογία
θα γυρίζει αύριο είπαν,
στις στοχευμένες ειδήσεις
κι όμως θα ξεχνιέται τι αλήθεια χάθηκε
μια ζωή,
μια αγάπη,
τόσες όμορφες στιγμές που ποτέ δεν πέρασαν
γιατί νύχτωσε τότε,
μετά ήρθαν αυτοί και τη σκότωσαν,
σε ένα πρόσωπο,
σε μια ιδέα,
μια διαφορετικότητα
*
ξημέρωσε
Με τον καφέ στο χέρι,
άκουγες βιαστικά την τελευταία νότα,
ενός τραγουδιού που έκλεινε γλυκά,
στην άκρη της σκέψης σου
ξημέρωσε,
ο ήλιος βιαστικά άρχισε να πιάνει τα στενά,
σβήνοντας κάθε ίχνος σκιάς ή υγρασίας
η μέρα ξυπνούσε,
με την ελπίδα να αλλάξει κάτι,
το καλύτερο να χτυπήσει την πόρτα μας
*
νέα εποχή
Εικόνες απλωμένες,
σε διάφορες αποστάσεις,
πραγματική αλλαγή η στάση στα καθιερωμένα πράγματα
ενδελεχής φόβος,
η σταθερότητα σε κάτι μέτριο,
δύναμη το ταξίδι στο όμορφο
παλιός καιρός χάνεται,
ανασταίνεται μόνο το καθαρό φως,
από αρχαιοτάτων χρόνων
γκρίζο φθινόπωρο,
γυρίζει κι απλώνεται,
όμως τα χαμόγελα φωτίζουν σαν άνοιξη
θα αλλάξουμε τον κόσμο,
θα το κάνουμε αλήθεια,
έστω κι αν είναι μοναδική πιθανότητα
μετά θα γιορτάσουμε,
τη νέα εποχή,
ότι καλό γεννάει το μέλλον
Σχολιάστε
Comments feed for this article