Η επιλογή πολιτικής πρότασης σήμερα, στον κόσμο που άρχισε να συνηθίζει στην ιδέα ότι πρέπει βλέπει τις αντιφάσεις του και να μην τις κουκουλώνει κάτω από ιδεολογικές πομφόλυγες, μοιάζει κάπως με την προσπάθεια για τετραγωνισμό του κύκλου. Και ο λόγος είναι ότι οι κοινωνίες και οι λαοί κινούνται με εντελώς διαφορετικές ταχύτητες, συγκριτικά μεταξύ τους. Άλλες κοινωνίες, για παράδειγμα, ζουν ήδη την εποχή της μετα-εθνικής πραγματικότητας και άλλες παλεύουν ακόμα τα προβλήματα της ταυτότητας και της εθνικής ολοκλήρωσης. Συνυπάρχουν η αντίληψη και το κεκτημένο της απόλυτης πολιτικής ελευθερίας, με την πιο βάναυση καταστολή, είτε σε πλανητικό επίπεδο (από την αυτοκρατορία) είτε σε τοπικό, από τους καθέκαστα δυνάστες. Στο εσωτερικό όλων των κοινωνιών, παρατηρούμε αντίστοιχες αντιφάσεις. Η ελληνική κοινωνία, ας πούμε, διαθέτει ταυτόχρονα και μετα- εθνική / κοσμοπολίτικη διανόηση και μεγάλα στρώματα πληθυσμού που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα (εθνικά, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά) με τους όρους της δεκαετίας του 1830 και του 1920. Και, στο σύνολό της, εξακολουθεί να εκδηλώνει σταθερά μια λογική ασυγκράτητου αποικιοκράτη για το σημαντικότερο «έχειν» της, δηλαδή τον τόπο, τη θάλασσα, τα νερά, τον αέρα της. Την ίδια ώρα που κάποιες κοινωνικές μειονότητες (πχ ομοφυλόφιλοι) κάνουν αποφασιστικά βήματα χειραφέτησης, κάποιες άλλες (πχ Ρομά) εξακολουθούν να ζουν σε συνθήκες των αρχών του προηγούμενου αιώνα.

Στη χώρα μας, τα γνωστά κόμματα, δεξιά και αριστερά, αδυνατούν να εκφράσουν τα συμφέροντα όλων των κοινωνικών ομάδων, τάξεων, μειονοτήτων. Κάθε ένα προσπαθεί, με τη δική του λογική και ευαισθησία, να βρει τρόπους ώστε να δείξει πως εκφράζει τα συνολικά και τα επιμέρους συμφέροντα , ακολουθώντας παραλλαγές τις ίδιας πολιτικής φιλοσοφίας. Κάτι τέτοιο είναι, προφανέστατα, ανέφικτο. Κι όμως, αυτές οι πολιτικές δυνάμεις κυριαρχούν απολύτως. Σε αυτές τις συνθήκες της ασφυκτικής ιδεολογικής μονοκρατορίας της «ανάπτυξης» και του καταναλωτισμού, των δεξιών και των αριστερών κομμάτων, προβάλλει η αναγκαιότητα μια άλλης, εναλλακτικής πρότασης, η οποία θα απαντάει στα προβλήματα που αποφεύγουν ή αδυνατούν να αντιμετωπίσουν οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, δεξιές και αριστερές.

Η κλιματική αλλαγή, το πρόβλημα του νερού, η ερημοποίηση μεγάλων εκτάσεων και η συνακόλουθη προσφυγοποίηση του πληθυσμού τους, η μόλυνση του περιβάλλοντος και της τροφικής αλυσίδας με ουσίες επικίνδυνες για την ίδια την ανθρώπινη ζωή – είναι προβλήματα που αφορούν όλους, πλούσιους και πένητες. Και αν, σε πρώτη φάση, οι οικονομικά ισχυροί καταφέρουν να δημιουργήσουν «υγιεινά» μικρο-περιβάλλοντα για τους εαυτούς τους, αυτό θα είναι μονάχα προσωρινό. Προβλήματα όπως η τρύπα του όζοντος, το μεγάλο νέφος που υπερίπταται της ΝΑ Ασίας, οι κίνδυνοι από τις μεταφορές τεράστιων ποσοτήτων ρυπογόνου ενέργειας σε όλο τον πλανήτη και τις όλο και αυξανόμενες σε όγκο μεταφορές προϊόντων και αγαθών σε τεράστιες αποστάσεις, που επιβάλλονται από το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι προβλήματα του μακρινού μέλλοντος, είναι προβλήματα σημερινά.

Οι δεξιές και οι αριστερές προτάσεις που ακούμε, δεν είναι πειστικές. Γιατί καμιά δεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα του: τοπική παραγωγή και διάθεση των προϊόντων, σταδιακή αντικατάσταση του πετρελαίου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ριζική αλλαγή στη λογική των μεταφορών και της αυτοκίνησης, αποφασιστική στροφή του αγροτικού τομέα και της κτηνοτροφίας σε βιολογική παραγωγή. Η «ταξική» οπτική στις προτάσεις, είτε των που εκφράζουν πρωτευόντως τα συμφέροντα του οικονομικού κατεστημένου, είτε εκείνων με μαρξιστικές καταβολές, δυσκολεύει και τα μεν και τα δε να προσεγγίσουν τα προβλήματα στις πραγματικές τους διαστάσεις.

Θα δώσω ένα παράδειγμα, από το χώρο των Υπηρεσιών Υγείας. Το κύριο πρόβλημα δεν είναι πλέον, για τη χώρα μας, να αποχτήσουμε περισσότερα νοσοκομεία και περισσότερους γιατρούς. Είναι το πώς θα απαλλαγούμε από την απόλυτη εμπορευματοποίηση της υγείας, στο ΕΣΥ και στον ιδιωτικό τομέα, πως θα προφυλαχτούμε από την αλόγιστη πολυφαρμακία, πως θα εγκαταστήσουμε επιτέλους ένα αξιόπιστο δίκτυο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, το οποίο θα επιδιώκει την πρόληψη. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν αυτό θα γίνει μέσα από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα: και οι δύο είναι εξίσου αποδεκτοί – και μπορούν να είναι συμπληρωματικοί, κατά περίπτωση. Το πρόβλημα είναι πως κάτι που θεωρείται αυτονόητο (η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας) υπήρξε αδύνατο να υλοποιηθεί, εδώ και τριάντα χρόνια, από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, γιατί θα πρέπει να θίξει πολύ συγκεκριμένα (και τεράστια) συμφέροντα εταιρειών και γιατρών. Από την άλλη μεριά, στη διαιώνιση του προβλήματος συμβάλλουν, έμμεσα, τα αριστερά κόμματα – καθώς επικεντρώνουν τις προτάσεις τους στην καταστολή του ιδιωτικού τομέα υγείας και στην περαιτέρω ενίσχυση του κρατικού. Έτσι, ο πυρήνας των πραγματικών προβλημάτων παραμένει άθικτος.

Αν είναι δύσκολη η οποιαδήποτε πραγματική αλλαγή της πολιτικής κατεύθυνσης στη διαχείρηση των υπηρεσιών υγείας, το ίδιο και περισσότερο δύσκολη είναι οποιαδήποτε στροφή σε θέματα ενέργειας, μεταφορών, αγροτικής παραγωγής κλπ. Ο μοναδικός τρόπος να γίνει κάτι είναι να διαχυθεί και να κυριαρχήσει στους πολίτες η έγνοια και η ανησυχία για τα καίρια, αντί για τα δευτερεύοντα. Στους πολίτες όλων των πολιτικών χώρων – ώστε να μπορέσουν να διαφοροποιήσουν, κατά το δυνατόν, τις πολιτικές προτεραιότητες των κομμάτων, με βάση μια «οικολογική» λογική.

Δεν είναι καθόλου απλό – και καθόλου εύκολο. Γιατί, κι αν ξεκινούν από μια μετα-ταξική (περισσότερο από υπερ-ταξική) αφετηρία, οι όποιες δράσεις / πολιτικές/ προτάσεις στην κατεύθυνση που ανέφερα παραπάνω, έχουν να αντιμετωπίσουν το ίδιο το κυρίαρχο και πανίσχυρο πλέγμα συμφερόντων και νοοτροπιών. Γιατί συνεπάγονται μεγάλες τομές και ανατροπές στην πολιτική οργάνωση της κοινωνίας – και ακόμα μεγαλύτερες στη σκέψη και στη συνείδηση των ανθρώπων. Και όλα αυτά πρέπει να γίνουν με τη λογική της μη-βίας, με την πειθώ, με το ενεργό παράδειγμα, με την επίκληση και την ενεργοποίηση της καλύτερης και πιο δημιουργικής πλευράς των ανθρώπων.

Η πολιτική οικολογία είναι εκείνος ο χώρος που προσπαθεί να αρθρώσει μιαν εναλλακτική πρόταση για την οικονομία και την ανάπτυξη, για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, για την πολιτική διάρθρωση της κοινωνίας και τους θεσμούς, για την καθημερινότητα. Όχι, δεν είναι «ώριμα» και «επεξεργασμένα» όλα αυτά – ούτε θα μπορούσαν να είναι. Δεν υπάρχουν ταυτόσημες, για όλους, αντιλήψεις, ενώ η «θεολογική σκέψη» είναι ενδημικά παρούσα και στους οικολόγους. Αυτή η παραδοχή, δεν ακυρώνει την όποια αξιοπιστία της των Οικολόγων – Πράσινων, ως αξιόλογη εναλλακτική λύση για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου;

Είναι σαφές για μένα πως οι Οικολόγοι – Πράσινοι δεν είναι ακόμα έτοιμοι για να παίξουν το ρόλο που ζητάει από αυτούς η εποχή μας, στην ελληνική κοινωνία και την ελληνική πολιτική σκηνή. Από την άλλη, είναι ο μοναδικός πολιτικός φορέας που αρθρώνει συστηματικά διαφορετικό λόγο για τη διαχείριση των νερών, τα εκατοντάδες γήπεδα γκολφ, τις μεταλλευτικές εκμεταλλεύσεις επιφανείας, τα φαραωνικά και επιζήμια δημόσια έργα, όπως η υποθαλάσσια της Θεσσαλονίκης – και τα υπόλοιπα σημεία και τέρατα που πραγματοποιούνται ή πρόκειται να ξεκινήσουν από το ένα άκρο της χώρας μέχρι το άλλο. Αυτό και μόνο θα ήταν για μένα αρκετό, για να τους ψηφίσω ευχαρίστως. Τα υπόλοιπα που ανέφερα στο πρόχειρο κείμενό μου (κυρίως η διαφορετική αντίληψη για την ανάπτυξη), έστω και ως αμυδρές πολιτικές και κοινωνικές προοπτικές, με κάνουν να τους ψηφίσω ακόμα πιο ευχαρίστως!

Τα ανθρώπινα και ατομικά δικαιώματα, οι μειονότητες, οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι, οι γυναίκες, οι μετανάστες κλπ διαθέτουν και άλλους αξιόλογους υπερασπιστές, σε όλους τους πολιτικούς χώρους (πλην ακροδεξιάς). Όσοι θεωρούμε, επιπλέον, πως είναι καλό να ζήσουμε εμείς και τα παιδιά μας σε ένα βιώσιμο, δηλαδή ανθρώπινο, περιβάλλον, έχουμε σοβαρούς λόγους να υποστηρίξουμε την πολιτική οικολογία. Με τον τρόπο που ταιριάζει στον καθένα και την καθεμιά. Ακόμα και αν επιλέξει να ψηφίσει άλλο κόμμα στις επερχόμενες εκλογές!