ship_lg1.jpg

Το πλοίο ξεκίνησε, η Μπουγατσαδούπολη έμεινε πίσω.

Σε λίγο άρχιζε η μεγάλη αναμονή, στο σαλόνι και στα καταστρώματα του ταχύτατου (αν συγκριθεί με γάιδαρο που πάσχει από αρθριτικά) πλεούμενου. Η Λέσβος ήταν ακόμα πολύ μακριά…

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δε σε σώζει τίποτα – ούτε η μουσική από το walkman, ούτε η εμβριθής παρατήρηση των νεαρών γυναικείων ζευγών, που κατευθύνονται προς την αμαρτωλή Ερεσσό.

Το μόνο που σε σώζει είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο.

Το είχα!

Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, οι έμποροι των Εθνών.

Σε μια παλαιική έκδοση (Πέλλα) αγνώστου χρονολογίας.

*

Το ύφος, το στυλ του συγγραφέα σε κερδίζει από τις πρώτες κιόλας γραμμές:

Εν έτει σωτηρίω 1199 ουδείς καθ΄όλον το Αιγαίον πέλαγος είχεν ωραιοτέραν σύζυγον της του Ιωάννου Μούχρα, πλουσίου ευπατρίδου, κατοικούντος εν Νάξω. Αλλά τούτο δεν εκώλυε αυτόν του να εκτελή παραβόλους εκδρομάς κατά των Γενουαίων Πειρατών, των ενοχλούντων αδιαλείπτως τους Βενετούς επιδρομείς και τους φιλησύχους νησιώτας.

Ουάου! Με 45 μονάχα λέξεις, πόσα πράγματα λέγονται – άσε το απαράμιλλον του ύφους!

Και ξεκινάει ένα γοητευτικό ταξίδι στον ύστερο 12ο αιώνα – που είναι στην πραγματικότητα μια κατάδυση στον ερωτικό ίλιγγο της Αυγούστας, δηλαδή στο ερωτικό πάθος του ιδίου του συγγραφέα.

Ο Παπαδιαμάντης είναι πολυδιαβασμένος, πανέξυπνος, διεισδυτικότατος στις κοινωνικές και πολιτικές του παρατηρήσεις. Όταν γράφει, σε συνέχειες για μια εφημερίδα της εποχής- τους εμπόρους των εθνών είναι ήδη τριάντα ενός ετών, στην κορύφωση του ερωτικού δράματος που ζούσε – δηλαδή την απουσία της γυναίκας από τη ζωή του.

Σ’ αυτό το φτωχό ποστ δεν θα ασχοληθούμε καθόλου με αλλότρια θέματα, πλην του ερωτικού πάθους της Αυγούστας, όπως εκφράζεται από τον Παπαδιαμάντη σ’ αυτό το πρώιμο μυθιστόρημα. Άλλωστε, έχουν ανέβει ήδη στην καλύβα αρκετά θέματα βγαλμένα από το βιβλίο αυτό, που το τελείωσα λίγο πριν φτάσουμε στο νησί.

Ανοίγει παρένθεση –

Οι ερυθρές κλειτορίδες των χελιδονιών:

https://panosz.wordpress.com/2007/11/30/papadiamandis-3/

Η ανθρωπίνη καρδία αγαπά παν το μισητόν:

https://panosz.wordpress.com/2007/09/25/papadiamandis-4/

Ο ουρανός και η απελπισία:

https://panosz.wordpress.com/2008/06/04/papadiamandis-6/

Καθάρσια και κλύσματα: η βία της ιατρικής ή η ιατρική της βίας:

https://panosz.wordpress.com/2007/12/03/papadiamandis-7/

Οι πρωτοκαπιταλιστικές κατακτήσεις της Βενετίας και η γέννηση της πολιτικής:

https://panosz.wordpress.com/2007/09/03/papadiamandis-5/

– κλείνει παρένθεση.

Για το ερωτικό πάθος της Αυγούστας (και του Αλέξανδρου) τίποτα – εκτός από ένα σαρκαστικό κομμάτι του Παπαδιαμάντη για τον εξορκισμό που έκανε στην ηρωίδα του ο αββάς Αμμούν-

Ο αββάς Αμμούν εξορκίζει το δαιμόνιον του έρωτος, το κατοικούν εντός της αδελφής Αγάπης:

https://panosz.wordpress.com/2007/08/01/papadiamandis-2/

*

Από τη στιγμή που η Αυγούστα συνομίλησε με τον τυχοδιώκτη Μάρκο Σανούτο, εκείνο το μοιραίο βράδυ στον Πύργο του Πραγότση, έχασε τα μυαλά της και δεν μπορούσε πια να θαυμάσει τη …θέα:

Μεγαλοπρεπής ήτο η θέα από του ύψους τούτου. Το ύψος του κατηφερούς κρημνού, η κυανή θάλασσα, μειδιώσα και παίζουσα ενίοτε επί των βράχων παρά τον αιγιαλόν, μυστηριώδης, βαθεία και ακαταμέτρητος εν τω πελάγει. Η απορρώξ και τραχεία ακτή, εξαπλουμένη παρά την βάσιν του πύργου, κατάφυτοι και χλοάζοντες λόφοι πέριξ και αντικρύ. Εντεύθεν το δάσος, εκείθεν τα όρη, εκατέρωθεν η θάλασσα, άνωθεν ο ουρανός, πανταχόθεν το άπειρον! Ήτο το υψηλόν μεμιγμένον εν συμπλέγματι μετά του χαρίεντος και αγρίου. Και όμως η Αυγούστα δεν είχεν πλέον βλέμματα ίνα ίδη ταύτα. Ήτο προφανές, ότι δεν ηδύνατο να εξαληφθεί από του πνεύματός της η εντύπωσις της προλαβούσης νυκτός.

Ο Παπαδιαμάντης τη φαντάζεται ως εξόχως ωραία γυναίκα:

Εν τούτοις η Αυγούστα είχεν εγερθεί, ως είπομεν. Εκάθισε παρά την λυχνίαν και στήριξε την καφαλήν επί της χειρός. Είχε συμμέτρους τους χαρακτήρας του προσώπου, μέλανας μεγάλους οφθαλμούς και λίαν συμπαθή την έκφρασιν. Εφόρει λευκήν αισθήτα, κομβωμένη αυστηρώς μέχρι του τραχήλου. Αλλ’ όσον εφαίνετο εκ του λαιμού της, ηδύνατο να προκαλέση ασφαλώς τα κρίνα και το γάλα και πάσας τας εκδεδομένας παρομοιώσεις.

Και πάλι:

Ούτος εστάθη επί μίαν στιγμήν παρατηρών αυτήν με βαθύ και θαυμαστικόν βλέμμα. Ενδεδυμένη λευκά, ως ήτο και ωχραινομένη υπό το φως της σελήνης, είχε τι το χαριέντως φανταστικόν.

Αλλαχού:

Η μοναχή ανεκάθισεν επί της κλίνης και δια του κινήματος τούτου έδειξε γυμνάς τας ωλένας της, περικαλλείς ως προς μοναχήν.

Και ξανά, περί το τέλος της αφηγήσεως:

Η πάσχουσα γυνή ανέωξε τους οφθαλμούς και τον παρατήρησε με συμπαθές βλέμμα. Είχε κατάμαυρον τον χιτώνα και τα σκεπάσματα της κλίνης. Αλλ’ εν μέσω του πενθίμου τούτου χρώματος ηκτινοβόλει πρόσωπον, όπερ πεισματωδώς επέμεν να είναι ωραίον.

Ήτο γυνή έως τριάκοντα και πέντε ετών. Ηδύνατο να είναι μόνον τριάκοντα. Η καλλονή της είχεν ωχρόν τι και ασθενικόν, όπερ διηγείτο βασάνους και μαρτύρια. Το μέτωπόν της ήτο, ως στεφάνη αγίου, ωχρόν και κυανόφλεβον περί τους κροτάφους. Το όμμα της αντέλαμπε μυστικά ακτίνας και αυγάς όπτου (visionnaire). Δυσκόλως ηδύνατο να μαντεύσει τις αν το σχήμα τούτο και το ήθος προήρχοντο εκ βασάνων βιωτικών ή τύψεων συνειδήσεως. Η μέλαινα μανδήλα, ήν εφόρει περί την κόμην, δεν ηδύνατο εντελώς να αποκρύψη τα χρυσόξανθά της μαλλία.

Κι άλλη μια φορά, μέσω του φλύαρου βαρκάρη της Πάτμου, καθώς αυτός εκφωνεί αντικαλογερικό μανιφέστο, στον αγαθό(;) Μηνά – τον πιστό ακόλουθο του Μούχρα (του συζύγου, ντε!):

– Μα την πίστιν μου δεν είδα άλλον επιβάτην, ειμή μίαν καλογραίαν, απήντησεν ο άνθρωπος, συγκινηθείς εκ της ελευθεριότητος του Μηνά. Και οποία καλογραία! Ωραίον πρόσωπον, σας ορκίζομαι, αυθέντα. Δεν είναι αμαρτία, όλα τα ωραία φρούτα να πέφτουν εις το στόμα αυτών των μαύρων, των καλογέρων! Αυτοί έχουν τας λειτουργίας, αυτοί τα ψυχικά, αυτοί τα γλυκά κρασιά, αυτοπί και τας ωραίας γυναίκας! Τι κακά γράμματα είχεν αυτός ο τόπος εδώ εις το κεφάλι του, δια να έχει αυτούς τους μαυροκόρακας να τον καταμαυρίζουν. Ήμαρτον Κύριέ μου! Και ένας πτωχός άνθρωπος, αφού δουλεύσει όλην την ημέραν και έλθη η ψυχή του εις τα δόντια, να μην έχει το βράδυ μισήν οκά κρασί να βρέξει τα χείλη του! Και να μην έχεις γυναίκα εις την υποταγήν σου, να σου λέγη η ιδία η γυναίκα σου ότι θα κολασθής αν πλαγιάσης μαζύ της, και να τρέχει εις τον καλόγερον να του κουβαλή κάθε ημέραν προσφοράς και ευλογούδια και κόλλυβα! Τούτο είναι που με ξεθεώνει!

Αλλά ωραία (= επιθυμητή ερωτικά) δεν είναι μονάχα η Αυγούστα, σ’ αυτό το βιβλίο. Ιδού πως περιγράφει ο Σκιαθίτης νέος την ωραιότητα των καλεσμένων γυναικών, στο μέγαρο του Μάρκου Σανούτου, στη Βενετία:

Εν τη αιθούση του κόμητος, όλη καταφώτω και απαστραπτούση, είχε παρατεθεί τράπεζα. Περί αυτήν ένδεκα γυναίκες και τρεις ή τέσσερις άνδρες είχον καθίσει (…) Αι γυναίκες αύται είχον ημιγύμνους τους ώμους και τα στήθη, έφερον τινες εξ αυτών προσωπίδας μελαίνας ως σκότος επί της μορφής, εφόρουν επισήμους αισθήτας, ήσαν ωραίαι και είχον υποκύανον κύκλον περί τους οφθαλμούς και διαυγή ωχρότητα περί τους κροτάφους. (…)

Επί των νεαρών τούτων προσώπων επεφαίνοντο μειδιάματα προκαλούντα την επιθυμίαν και την ηδονήν, ηκούοντο ενίοτε καγχασμοί γαργαλίζοντες ως στεναγμοί ηδυπαθείας

Μήπως εξαιρούνται οι καλογριές – ή έστω οι ηλικιωμένες Ηγουμένισσες; Ουχί. Για δείτε πως περιγράφεται η (εξηντάρα) Ηγουμένη Φηλικίτη…

Διότι η επιδερμίς του προσώπου της ήτο λευκοτάτη, λειοτάτη και ροδόχρους. Η γυνή αύτη ήτο ίσως εξηκοντούτις. Αλλ’ ηδύνατο ακόμη να κολάσει άνθρωπον. Εφαίνετο μόλις τεσσαρακονταετής’ εκάθητο εκεί, αλλ’ αν την έβλεπε τις περιπαθούσαν (σημ. προφανώς: περιπατούσαν), ήθελεν εκπλαγή πόσον αρμονικώς εκίνει το σώμα της. Το σώμα τούτο ήτο όλως σύμμετρον και στρογγύλον, και το ανάστημα μεγαλοπρεπές. Αλλ’ ως είπομεν τέλος, ότι η γυνή αύτη ήτο η Ηγουμένη της Μονής του Αγίου Κοσμά, και δεν έχρηζεν των κοινών τύπων της γυναικείας φιλαρεσκείας. Και όμως πάντες οι τρόποι της ενέφαινον ηδυπάθειαν και απέπνεον επιθυμίαν.

Η οποία Ηγουμένη Φιλικίτη είχε ξεκάθαρη άποψη περί του σαρκικού έρωτος, εδραιωμένη επί των διαδαχών του οσίου Εφραίμ του Σύρου:

– Δεν αμφιβάλλω, ότι ο ξένος έβαλε διαβολικόν έρωτα δια σε, κόρη μου. Αλλά φοβούμαι προσέτι μήπως και συ εισέλθεις εις πειρασμόν και σχηματίσεις συνδυασμόν αμαρτίας.

– Τι λέγεις, μήτερ μου!

– Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος μας παρακινεί να φυλάττωμεν τας αισθήσεις μας κατά του πονηρού. Είναι καλόν, ενώ περιπατούμεν, να προσέχωμεν μη πέσωμεν. Εξ όλων των παθών ο σαρκικός έρως είναι το τυραννικώτατον. Διότι έχει παγίδα, εις την οποίαν μας κρατεί, το ίδιον σώμα μας.

– Μήτερ μου, μήτερ!

– Και εξ όλων των καρπών ο μόνος όστις δεν χρήζει ούτε καιρού, ούτε ώρας δια να ωριμάση είναι ο σατανικός έρως, τέκνο μου. Οι άλλοι καρποί ωριμάζουν εν ώρα και χρόνω. Και είναι ωσαύτως ο μόνος καρπός, όστις δεν έχει ανάγκην ουδέ της θερμότητος του ηλίου, αλλ’ αναπτύσσει θερμότητα αφ’ εαυτού. Και υπό την δρόσον και εν τω σκότει, και επί του ανδήρου και επί της στέγης, πάντοτε ωριμάζει εις μίαν στιγμήν. Όστις δεν προσέχει, παραπατεί’ όστις υπςρηφανεύεται, προσκρούει. Οι καιροί είναι χαλεποί. Το ανωφερές έχει κατάβασιν και η πτήσις έχει πτώσιν. Είπα.

– Ω, Θεέ μου, λυπήσου με!

Διαβάστε τώρα προσεκτικά την πολυσήμαντη εξομολόγηση της ιδίας της Αυγούστας, σχετικά με το πάθος της:

– Πολλάκις σοι διηγήθην τον βίον μου, πάτερ. Αλλ’ η εξωτερική όψις των συμβάντων δεν είναι η αυτή προς την εσωτερικήν κατάστασιν της ψυχής, και όστις διηγείται τον βίον του και κάμνει μακρόν λόγον περί των παθημάτων αυτού ή και περί των αμαρτιών του, ψεύδεται, διότι περιαυτολογεί εξ ανάγκης. Εκείνο, όπερ προς τύψιν μου δεν ετόλμησα ποτέ να σας είπω και προς αίσχος μου θα σας ομολογήσω τώρα δια πρώτην φοράν είναι τούτο’ αν και δια της βίας και του δόλου με απήγαγεν ο Βενετός ευπατρίδης εκ της οικίας του συζύγου μου, ουχ ήττον από της πρώτης ημέρας ευτύχημα ενόμισα το να συζώ με τον Βενετόν και να είμαι ερωμένη του. Διότι είχεν τι λίαν επιβάλλον και εωσφορικόν, όπερ με καθυπέταξε και ανέτρεψεν εντελώς τη συνείδησήν μου. Ουδέποτε είχον αγαπήσει με νεανικόν πάθος τον σύζυγόν μου. Μοί εφαίνετο βαρύς και οχληρός, αν και αυτός με ηγάπα. Και ενώπιον του Θεού μάλλον ένοχος είμαι εγώ, ήτις ακολούθησα τον Βενετόν ή ούτος, όστις με απήγαγε. Διότι αυτός με ήρπασε ενδούς εις μέθην παροδικήν, εις πάθος βίαιον και τυρανικόν. Ενώ εγώ, οίμοι! Ηπάτων εμαυτήν και τους πάντας. Διότι υπεκρινόμην θλίψιν βαθείαν και η καρδία μου εν παραβύστω έχαιρε και εμεθύσκετο εξ αγαλλιάσεως ερωτικής.

(…)

– Ουδέποτε μετενόησα ειλικρινώς, απήντησεν η μοναχή στενάζουσα. Αν εγκατέλιπον τον κόμητα, έπραξα τούτο εξ ερωτικού πείσματος και μανιώδους ζυλοτυπίας και ουχί εκ της επιθυμίας του αν σώσω την ψυχήν μου.

– (…) Αλλ’ η στιγμή ταύτη παρέρχεται, ως παρέρχονται πάσαι αι στιγμαί, και μετά ταύτην επανίσταται η σαρξ και ζητεί τα εαυτής (…) Συχνάκις καταβαίνει εις τα χείλη μου ασεβής λογισμός και αναβαίνει εναγής επιθυμία (…) Αγαπώ εκείνον, όστις κατέστρεψε την οικιακήν μου ευδαιμονίαν και κατεσπάραξεν την καρδίαν του συζύγου μου, τον αγαπώ τοσούτον διαπύρως και τοσούτον εμμανώς, ώστε ο έρως ούτος είναι δαιμόνιον, κατοικούν εις την σάρκαν μου, είναι λεγεών όλη δαιμόνων εξηπολωμένη, ως πολύπους με τους πλοκάμους του, εις τας φλέβας μου, εκμυζώσα το άιμα μου κα απορροφώσα την πνοήν μου (…) Η σαρξ δεν δύναται να καταβληθεί, ο έρως δεν δύναται να υποχωρήση. (…)

Αλλά, με τα πολλά, την πήρε χαμπάρι ακόμα και ο δυστυχής σύζυγος – εκείνος ο Ιωάννης Μούχρας, ο οποίος αφού δεν εκτελούσε πλέον «παραβόλους εκδρομάς κατά των Γενουαίων Πειρατών» μπόρεσε να υποθέσει τι συνέβη μέσα στο όμορφο κεφάλι και την ψυχή της γυναίκας του – αν και τα λέει κάπως υπερβολικά, δι’ ευνοήτους λόγους:

(…) Η εκδίκησις είναι το τελευταίον άσυλον, όπερ μένει εις άνθρωπον προδοθέντα, εγκαταλειφθέντα και γηράσαντα. Δύναμαι άρα να ελπίσω ότι θα επανέλθει δι’ εμέ η νεότης, ο έρως και η οικιακή ειρήνη; Ταύτα είναι αδύνατα. Και αν ζη εκείνη, δύναται να επανέλθει προς εμέ αγνή, ως άλλοτε; Τις ηξεύρει, αν δεν ηγάπησε τον Βενετόν, και αν δεν τον αγαπά ακόμη; Εκείνος είναι γόης. Είναι φαρμακεύς και δαιμονολάτρης. Πως θα επανέλθει αύτη προς εμέ; Δύναται γυνή γευθείσα των ακολάστων ηδονών του ασώτου βίου να επανέλθει εις την εστίαν του συζύγου της: Μη το πιστεύσης. Όσον ενάρετος και αν ήτο η δυστυχής εκείνη, δεν ηδύνατο, ειμή να διαστραφεί η θέλησίς της, και να πορωθεί η καρδία της, εκ της μετά του Βενετού επαφής. Τις ηξεύρει ποία όργια της εδίδαξεν εκείνος! Την επότισεν το ποτήριον της πόρνης, ως λέγει η Αποκάλυψις! (…)

Εκτός από αγνές σύζυγοι, άγιες καλόγριες και αγαθοί (ούτε γι’ αστείο στον πρώιμο Παπαδιαμάντη!) λαϊκοί άνθρωποι, στο μυθιστόρημα παρεμβάλλονται και συβαρίτες / ηδονιστές/ σκεπτικιστές της …πλουτοκρατίας – ήτοι ευπατρίδες (λέμε τώρα) Βενετοί. Με μιαν εκπληκτική τρίπλα ο νεαρός ακόμα και άπραγος στη ζωή Αλέξανδρος αφήνει την οργιάζουσα φαντασία του να εκδηλωθεί – με δικά τους έξοδα…

Εις πόσας θέσεις, κόμη, την επόρθησες; (…)

– Ούτω λοιπόν’ μέσα εις την γόδολαν! Και δεν σας είδεν ο κωπηλάτης;

– Έβλεπε προς την πρώραν.

– Πολύ βεβιασμένη διασκέδασιν έκαμες. Θα ηναγκάζεσο να κρατείς την αναπνοήν σου, ως κλέπτης, δια να μη σε ακούση.

– Μοι αρέσουν τα έκτακτα. Και άλλην μίαν φοράν καθ΄οδόν.

– Πώς καθ’ οδόν;

– Εις μίαν γωνίαν, μη αρκούντως φωτισμένην’ υπήρχε πλαγία τις λιθίνη αντηρίς, ήτις εχρησίμευσε αντί ορθίας παστάδος.

– Υπάρχουσι λοιπόν και όρθιοι παστάδες;

– Αυτά είναι μικρά, είμεθα οπίσω. Εις φίλος μου Ούγγρος μοι διηγήθη ακόμα καλλίτερα.

– Δηλαδή;

– Αυτή ήτο ποιμενίς φυλάττουσα εις την παραλίαν τας αμνάδας της. Άμα ως τον είδε πλησιάσαντα με την λέμβον εις την ξηράν, δια να σωθή, διότι η ωραιότης της, και η κακή ιδέα, ήν είχε περί των ναυτών, τη επροξένουν ανησυχίαν, κατέφυγεν εις υψηλόν τι δένδρον, συκήν νομίζω, όπου επίστευεν, ότι αυτός δεν ηδύνατο ν’ αναβή.

– Λοιπόν;

– Αυτός είχε γαμψούς όνυχας, με τους οποίους ευκόλως ανερριχάτο. Λοιπόν την έφθασε, και τα είπαν επάνω εις το δένδρον.

– Επάνω εις το δένδρον;

– Μάλιστα. Με την μίαν χείραν εκράτει εν κλωνίον.

– Και με την άλλην;

*

Το ποστάκι αυτό πρέπει να τελειώσει εδώ – ο Παπαδιαμάντης είναι ατελείωτος. Οι έμποροι των εθνών είναι ένα στυλιστικά εκπληκτικό, συναρπαστικό μυθιστόρημα, με βασικό αντικείμενο τη μελέτη του ερωτικού πάθους, της σαρκικής επιθυμίας, του πόθου. Αν είμαστε καλά, θα τα ξαναπούμε για τον ερωτικό Παπαδιαμάντη – που δίνει απίστευτα ερωτικές εικόνες μέσα στα αξεπέραστα διηγήματα της αγίας και κοσμο-καλογερίστικης, κατά τα λοιπά, συγγραφικής του ωριμότητας.