Για τον Ανδρέα Κάλβο έχουν γράψει ήδη πολλοί – και θα γράψουν κι άλλοι στο μέλλον. Αλλά, απ’ όλα τα σχετικά κείμενα, ένα είναι που ξεχωρίζει: Πρόκειται για την εργασία του τρίτου μεγάλου της ελληνικής ποίησης, του Οδυσσέα Ελύτη.  Η ανακοίνωση του Ελύτη έγινε στα 1942, σε συγκέντρωση του Κύκλου Παλαμά, μέσα στην Κατοχή. Δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τα Χριστούγεννα του 1946, σε πανηγυρικό τεύχος, που ήταν αφιερωμένο στον Ανδρέα Κάλβο. Τίποτα απ’ όσα διάβασα για τον Κάλβο, γραμμένο είτε πριν είτε μετά, δεν πλησιάζει καν και δεν συγκρίνεται με το κείμενο του Ελύτη σε πληρότητα, ερμηνευτική προσέγγιση και ποιητική πνοή – παρ’ όλα τα αδύνατα σημεία του, που θα τα θίξω ευθύς αμέσως.

Τα πιο σημαντικά αδύνατα σημεία της εργασίας του Ελύτη πηγάζουν από τα ανεπαρκή ή λανθασμένα στοιχεία που είχε ο ποιητής όταν έγραφε για τον  Κάλβο: Δεν αναφέρει τίποτε, για παράδειγμα,  για τον καθοριστικό ρόλο του καρβοναρισμού στη ζωή, άρα και την ποίηση, του Κάλβου. Αναπαράγει ορισμένες ψευδείς εικόνες, όπως ότι τάχα ο Κάλβος παραιτήθηκε από την Ακαδημία επειδή οι σπουδαστές χειροκροτούσαν πιο δυνατά ένα άλλο καθηγητή ή τη δήθεν μισανθρωπία του Κάλβου. Πέρα από τις Ωδές, δεν ασχολείται καθόλου με το υπόλοιπο ποιητικό έργο του Κάλβου, στα ιταλικά – ένα σοβαρό έλλειμμα, για μια μελέτη αυτού του επιπέδου. Φυσικά είναι αστείο να ισχυρίζεται κανείς ότι τάχα ο Ελύτης δε γνώριζε το ιταλικό έργο του Κάλβου – λες και ο Ελύτης δεν είχε διαβάσει την πρωταρχική παρουσίαση του Παλαμά, που το αναφέρει… Όσο για την άποψη ότι ο Ελύτης ερμηνεύει τον Κάλβο φορμαλιστικά – μάλλον δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.

Μήπως αυτές οι ελλείψεις ακυρώνουν τα βασικά κλειδιά – ερμηνείες που δίνει ο Ελύτης για την ποίηση του Κάλβου; Η άποψή μου είναι πως όχι – θα πρέπει όμως ο σημερινός αναγνώστης, που έχει υπόψη του περισσότερα δεδομένα, να τα συνθέσει με το βασικό καμβά των απόψεων του Ελύτη. Γιατί του Ελύτη και όχι κάποιου κατοπινού συγγραφέα, περισσότερο ενημερωμένου και (κατά προτίμηση) πανεπιστημιακού με περγαμηνές; Επιτρέψτε μου να απαντήσω με έναν παμπάλαιο στίχο:

Μηκεθ’ αλίου σκόπει άλλο θαλπνότερον εν αμέρα φαεινόν άστρον ερήμας δι’ αιθέρος (Ο ήλιος ερημώνει με το φως του τον ουρανό από τα άλλα αστέρια. Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος 1, 5-7)

Ο Ελύτης, για πρώτη φορά, μέσα στα σκοτάδια της Κατοχής, συνδέει με τόλμη, αλλά και σημαντική τεκμηρίωση,  την ποίηση του Κάλβου με την πρωτοπορία της σύγχρονης ποίησης. Για πρώτη φορά προτείνει ένα ερμηνευτικό σχήμα για τις τεκτονικές μεταμορφώσεις στη ζωή του Κάλβου και τις επιδράσεις τους στην ποίησή του. Για πρώτη φορά φωτίζει με οξυδέρκεια τα στοιχεία που οι παλαιότεροι θεωρούσαν ως ιδιομορφίες και αδυναμίες – και τα εμφανίζει ως σημεία υπεροχής.

Αξίζει λοιπόν τον κόπο, να σταθούμε κάπως παραπάνω στην εργασία του Οδυσσέα Ελύτη.

Ο Ελύτης ξεκινάει με μια εξομολόγηση για την πρώτη επαφή του με τις Ωδές, δείχνοντας ότι θα επιχειρήσει -επιτέλους! – να δει την ποίηση του Κάλβου χωρίς τις παρωπίδες της δήθεν αποκλειστικά πατριωτικής ή στρατευμένης ποίησης:

Μέσα στην έρημο των καθαρευουσιάνων και στην ξερολιθιά των πρώτων δημοτικιστών, απάνω κι από των δυο το θεματογραφικό και  ασυγκίνητο νανούρισμα, η μορφή του Κάλβου ανέβαινε μπροστά στα μάτια μου ανεξήγητα τυλιγμένη μ’ ένα μυστήριο (…) Κάτω από τις σπαθιές του Εικοσιένα, πίσω από την επίμονη λάμψη της Αρετής, μέσα στην ίδια την υπεργλυκυτάτην ελευθερίαν μου έκανε νόημα κάτι άλλο πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό, πιο πονεμένο.

Φέρνει λοιπόν μπροστά του την εικόνα του ποιητή, όπως την είχαν σκιαγραφήσει οι βιογράφοι, τη συσχετίζει με τα στοιχεία της ποίησης των Ωδών – αλλά δεν μένει ικανοποιημένος:

Γιατί να έχω τη συναίσθηση ότι αφήνω απέξω ένα μέρος της βαθύτερης σημασίας του, ότι παραμορφώνω κάτι από την πραγματικότητά του; (…) κάτι μου λέει πως δε στέκομαι σωστά απέναντί του, πως ίσως-ίσως μάλιστα και να τον προδίδω.

Αρχίζει λοιπόν να παρατηρεί πολύ προσεκτικά την εικόνα του Κάλβου και το αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση κι άλλων μορφών της ίδιας εικόνας:

(…) πλάι από τη γνωστή και παραδομένη μορφή του Κάλβου που κρατάω μπρος και πολύ κοντά στα μάτια μου, αρχίζουν να παρουσιάζονται, αριστερά και δεξιά, κάποιες άλλες μορφές που, τη φορά τούτη ωστόσο δεν είναι πανομοιότυπες. Μέσα τους ενσαρκώνονται άραγε οι αγνοημένες πρώτες φύσεις του ποιητή που η ελεύθερη παρατήρησή μου, επιχειρώντας μιαν αναδρομή μέσα από τη δεύτερη ή την τρίτη σημασία του έργου και της ζωής του, επίστεψε ότι βρήκε; Να βρίσκομαι μπροστά σε μια πρωταρχική φυσιογνωμία που οι συνθήκες της ζωής και ο χρόνος συνωμότησαν για να μεταμορφώσουν;

Το πρώτο ερώτημα που θέτει ο Ελύτης είναι για τη σημασία της Επανάστασης του ’21 στη διαμόρφωση του ποιητή Κάλβου. Σημειώνει ότι ο Παλαμάς έθιξε το θέμα, αλλά χωρίς να προχωρήσει όσο θα έπρεπε:

Παρουσιάζει έτσι έναν βαρύθυμο  και απαισιόδοξο ποιητή δίχως ν’ αναλογιστεί ότι στη διαμόρφωσή του αυτή ο Αγώνας του ’21 δεσμεύοντας τα πάντα, δεσμεύοντας ακόμα και την ποίηση, τον απότρεψε από την πρώτη φύση του, τον συμμόρφωσε κάτω από τα εμβλήματα της Αρετής  μέσα σε σπαρτιατικά ιδανικά, ιδανικά που, ακριβώς επειδή δεν άρμοζαν στις άλλες γραμμές της εύπλαστης νεανικής του ιδιοσυγκρασίας, γέννησαν μέσα του τη νοσταλγία, συντελεστή ασφαλέστατο της βαρυθυμίας.

Ο Ελύτης κάνει διάνα στη διάγνωση, αλλά λάθος στην αιτία της μεταμόρφωσης του Κάλβου: εκείνο που τον μεταμόρφωσε, όντως, δεν ήταν η Επανάσταση του 1821, αλλά ο καρβοναρισμός και η εμπλοκή του στα ιταλικά δρώμενα της ίδιας εποχής, σε συνδυασμό με τις τραγικές πτυχές του βίου του – που τον οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψει το Λονδίνο και να επανέλθει στην Ιταλία.

Ας δούμε όμως την εκδοχή του Ελύτη:

(…) η αρχική φύση του Κάλβου είναι ριζικά διαφορετική. Δε δυσκολεύομαι διόλου να μακρύνω από το μαυροφορεμένο γεροντάκι (σημ: από τις μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεσή μας, η εμφάνιση του Κάλβου μάλλον απέχει από το να μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Και, σε κάθε περίπτωση, ο ποιητής Κάλβος είναι νεότατος: το ποιητικό του έργο, αυτό που γνωρίζουμε, είχε ήδη ολοκληρωθεί στα 1826, όταν ο ποιητής ήταν μόλις λίγο πάνω απ’ τα τριάντα) για να δω μπροστά μου ένα νέο ζωηρόν και αντάρτη, γεμάτον από ελπίδες συγκεκριμένες και έρωτα για τη ζωή, ένα νέο που η δύναμή του δεν έχει ίσως υπολογίσει καλά τις αντιξοότητες του καθημερινού βίου. Αυτός ο νέος (…) στηλώνει πάντοτε τα ορθάνοιχτα και αχόρταγα μάτια του επί το μέγα πρόσωπον της γης πολυβοτάνου’ ‘κει οπού ο καθαρός αέρας πάντα γελάει’  ‘κει οπού ο ήλιος φαίνεται στον ορίζοντα ωσάν χαράς ιδέα και τα πολλά νησία δείχνει του Αιγαίου.

Ο Ελύτης φαντάζεται το νεαρό ποιητή να λαχταράει

μια ζωή ελεύθερη, πάνω στα ευτυχισμένα χώματα, μέσα σε πλούσια περιβόλια, μαζί με κοράσια οπ’ είχαν ψυχή ‘σαν φλόγα, χείλη ΄σαν δροσισμένα ρόδα, λαιμόν ‘σαν γάλα.

Τον φαντάζεται, όταν το εσπέριον άστρον ο ουρανός ανάπτη, να αναζητά μέσα στα γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών θαλάσσια ξύλα (σημ: τα καράβια),  το σώμα και το στήθος λαμπρών Ζακυνθίων – άνθος παρθένων.

Να γείρει πίσω το κεφάλι του ευτυχισμένος ενώ μες από τη μεγάλη καρδιά της θάλασσας θα ΄φτανε από πολύ μακριά των πλεόντων το έια-μάλα… Θα μπορούσε… Γι’ αυτό και με κόπο συγκρατεί μια κραυγή που έπνιγε από καιρό τα στήθη του: ά! μόνον ας ζήση ο άνθρωπος’ ότι είναι η γη παράδεισος και η ζωή μία!

Αυτή είναι η εικόνα που σχηματίζει ο Ελύτης, με τη βοήθεια των στίχων του Κάλβου, για το νεαρό ποιητή, το νεαρό άντρα που ονειρευόταν και αυτός, όπως όλοι οι νέοι, ελεύθερη και πλούσια ζωή – και η πραγματικότητα του έκοψε νωρίς νωρίς τα φτερά. Αλλά, η πρωταρχική αυτή φυσιογνωμία του Ανδρέα Κάλβου είναι ζωγραφισμένη αριστουργηματικά και με κάθε λεπτομέρεια, από τον ίδιον, σε ένα και μόνο ποίημα, στις στροφές α’ έως θ’ της ωδής Εις Ψαρά:

Ερατεινή, γλυκεία θυγάτηρ Υπερίονος,   πόσον, ω χρυσοβλέφαρος,   πόσον δεκτή και νόστιμη φέγγεις, ω ημέρα.

Ελεύθερος ή δούλος τι χρησιμεύει αν είναι, μόνον αν ζήσει ο άνθρωπος, ότι είναι η γη παράδεισος, και η ζωή μία. (Αυτό περίπου είπε και ο Αχιλλέας, βασιλέας των νεκρών, στον Οδυσσέα, κατά την ομηρική Νέκυια)

Δείτε, εν ώ τα της Κύπριδος δάκτυλα μυρισμένα τας χορδάς κολακεύωσιν και η τρυφερά κιθάρα τον κόσμον θέλγη,

Τρέξατε σεις, ω αμέριμνα πλήθη λαών’ τον μέγαν μελίφρονα αμφορέα του Βασσαρέως (του Διονύσου – για να πιούμε κρασί) αδράξατε, νέοι και παρθένοι.

Με χιτώνα σιδώνιον (από τη Σιδώνα της Φοινίκης), με σανδάλια χρυσόδετα, χωροβατούντες ψάλατε ή την στροφήν την λέσβιον ή τέιον μέλος. (από τη Λέσβο καταγόταν η Σαπφώ και από την Τέο ο Ανακρέων – ο Γιώργος Ζαμπέτας της αρχαιότητας. Ο ποιητής μιλάει λοιπόν για Σαπφικά και Ανακρεόντεια άσματα)

Φθάνει τώρα το κέρασμα, φθάνει ο χορός και τ’ άσμα’ κάθε ηδονή το μέτριον αν αγαπά, ας προσφύγωμεν εις χαράν άλλην.

Εδώ, υπό τον πολύφυλλον και δροσερόν κεδρώνα, ελάτε, ας αναπαύσωμεν το κορμί μας και ας έχωμεν τ’  άνθη δια στρώμα.

Ένα φιλί… κι έν’ άλλο… Έρωτα, τρέξε, εξάπλωσον αιώνια τα πτερά σου, σκέπασον το μυστήριον της εορτής σου.

Ούτω, καθό η ταχύπους Ίρις λάμπει και αβίαστος με τα ζεφύρια πνεύματα φεύγει, δι εμάς αδάκρυτοι φεύγουν οι ημέραι.

Στο σημείο αυτό ο Κάλβος δίνει μια και ανατρέπει βίαια το χαρούμενο σκηνικό, σα να εισέβαλε ξαφνικά ο Αυγουστίνος Καντιώτης σε πάρτυ γυμνιστών. Τώρα μιλά ο προφήτης της Αρετής, ο ταγμένος στην Ελευθερία, ο μουτζαχεντίν. Όλα τα προηγούμενα γράφτηκαν ως παράδειγμα προς αποφυγήν:

Αναίσχυντα φρονήματα των αγενέων ανθρώπων’ ύμνοι μανίας που εφύγατε από τα οδόντια του άδου, στίχοι Ερινύων.

Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι ο Κάλβος δεν υποδύθηκε ένα ρόλο, εκείνον του επικούρειου ηδονιστή, τον οποίον μισούσε και καταδίκαζε εξ  αρχής. Εδώ έχουμε μια ξεκάθαρη περίπτωση διχασμού – γιατί ο Κάλβος που επικράτησε δεν είναι μετεξέλιξη, ωρίμανση, ομαλή συνέχεια του πρώτου Κάλβου, που δεν έχει εξαφανιστεί ακόμα εντελώς, αφού μπορεί και αφήνει τέτοια ίχνη… Ο νέος Κάλβος δεν είναι προϊόν ωρίμανσης, είναι αποτέλεσμα βίαιης τομής ή μιας έντονης εσωτερικής πυρκαγιάς. Αλλά, πόσο δραματική πρέπει να ήταν αυτή η εσωτερική διεργασία! Και, όπως όλα τα πραγματικά δράματα, δεν είχε ως κινούσα αιτία μια ψυχρή  λογική επεξεργασία: ο χαμός γυναίκας και κόρης, η ερωτική αποτυχία, η επαγγελματική ανασφάλεια, η επιλογή του καρβοναρισμού ως (αναποτελεσματικής, βέβαια) απάντησης στα πιεστικά ερωτήματα της πολιτικής δράσης, η προδοσία των συντρόφων, η προσφυγιά, η ανέχεια, η αδυναμία πραγματοποίησης του ποιητικώς υπάρχειν – όλα αυτά είναι γεγονότα και καταστάσεις που έζησε αλληλοδιαδόχως ο ποιητής, όσο περνούσε από τη νεότητα στην αντρική ηλικία. Ίσως και άλλα ακόμα, που δε γνωρίζουμε επακριβώς, αλλά μπορούμε να πιθανολογήσουμε: το κενό που άφησε για πάντα ο πρόωρος αποχωρισμός από τη μητέρα, η ντροπή για την πατρική επαγγελματική αποτυχία, η επίμονη παρακολούθηση από τις αστυνομίες όλων των καθεστώτων της Ευρώπης, οι απανωτοί θάνατοι ή αποχωρισμοί φίλων και συντρόφων, η απόλυτη αποτυχία των καρβοναρικών επαναστατικών ονείρων…

Οι στίχοι που εντοπίζει και παρουσιάζει ο Ελύτης, διάσπαρτοι μέσα στις Ωδές,  μας υποδεικνύουν ότι ο νεανικός Κάλβος, ο νεαρός συμποσιαστής και του έρωτος θεράπων – δεν εξαλείφθηκε ποτέ οριστικά. Πέρασε βέβαια σε δεύτερο πλάνο, αλλά εξακολούθησε να υπάρχει. Έτσι εξηγούνται και οι αδελφικοί συμποσιασμοί, των χρόνων της Κέρκυρας (τους οποίους προφανώς δεν είχε υπ’  όψη ο Ελύτης) αλλά και το κλείσιμο του βίου με τη θετική επιλογή του έρωτα και του ζην, αντί της εύλογης άρνησης, δηλαδή ενός πρόωρου τέλους.

Συνήθως οι φιλόλογοι ερμηνεύουν τις μοναδικές αυτές εννέα στροφές ως τέχνασμα, που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να υπογραμμίσει με την αντίθεση τον λόγο του υπέρ Αρετής και Ελευθερίας που ακολουθεί. Δε νομίζω. Πολύ πιο ταιριαστό μου φαίνεται ότι ο Κάλβος επινοεί αυτόν τον τρόπο για να μας παρουσιάσει το σπαραγμένο κομμάτι της ψυχής του. Αλλά, η συνέχεια που δίνει είναι τίμια – είναι η πραγματική του επιλογή: τέλος σε όλα όσα δεν υπηρετούν την Αρετή γενικά – και την ελληνική επανάσταση, ειδικά… Γιατί αυτή είναι η έσχατη σανίδα σωτηρίας που διαθέτει ο νέος ακόμα Κάλβος προκειμένου να υποστηρίξει την ίδια την ύπαρξή του. Η ατομική του προσπάθεια και αγωνία κορυφώνεται στα 1826, με την έκδοση του δεύτερου μέρους των Ωδών και την κάθοδό του στην Ελλάδα. Ακολουθεί μια περίοδος αποφόρτισης, για την οποία μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε…

Ας επιστρέψουμε στον Ελύτη, που έχει πολλά ακόμα να μας πει:

Χρειάζεται αμερόληπτο πνεύμα και προσοχή, για να βρεθούν τ’ αχνάρια της πρώτης αυτής φύσης του ποιητή μέσα σ’ ένα έργο διαμορφωμένο κάτω από τη συνειδητή προσπάθεια να θαφτεί οριστικά ό,τι ζωντανό έμενε ακόμα από την απομακρυσμένη εκείνη περίοδο της ζωής του, ό,τι απωθημένο με πείσμα δεν κατόρθωνε ν’ αναδυθεί με τη μορφή μιας νοσταλγικής επιστροφής.

Ο Ελύτης επισημαίνει ότι αυτή η νοσταλγική επιστροφή απαντάται όχι μόνο στον Φιλόπατρι, αλλά και στην Εις θάνατον ωδή:

Μητέρα ή Φύσις, Ζάκυνθος  ή Ζωή είναι οι φωνές των καταπιεσμένων ενστίκτων που κατορθώνουν, στην αρχή ακόμα, να ξεφύγουν από τη σιδερένια πανοπλία της Αρετής και να διαχυθούνε  με κάποια ψευδαίσθηση ελευθερίας. Αργότερα, ένα τέτοιο πράγμα θα ‘ναι αδύνατο (…) Όμως αν κάτι με κάνει να σταματώ και να επανέρχομαι στον Φιλόπατρι είναι ότι μέσα του διαγράφεται ολοκάθαρα η θέση που ζητώ εδώ πέρα να υποστηρίξω.

(…) η ευτυχία δεν αποκτάει ποτέ της οντότητα δίχως μια ορισμένη (…) προϋπόθεση. Αν (…) υπάρχει, δεν έχει κανείς παρά να τραβήξει το δρόμο του, ρίχνοντας ή μεταμορφώνοντας όσα εμπόδια βρεθούνε μπροστά του. Αν όμως δεν υπάρχει, τότε -αλίμονο – πρέπει να βάλει τα δυνατά του για να τη δημιουργήσει. Και να που ο νεαρός ακόμα τότε Ζακύνθιος είδε,  μες από μια διαύγεια ουσιαστικά ελληνική, το σχήμα της δύσκολης πραγματικότητας. Έτσι, όταν φωνάζει προς τη γενέτειρά του:

Είσαι ευτυχής’ και πλέον σε λέγω ευτυχεστέραν, ότι συ δεν εγνώρισας ποτέ την σκληράν μάστιγα εχθρών, τυράννων.

τι άλλο ομολογεί; Ότι με την προϋπόθεση της ελευθερίας (…) το μόνο που ζητάει, το μόνο που πιστεύει ότι μπορεί να δώσει μια πληρότητα στον άνθρωπο είναι η αίσθηση της ζωής μες τη φύση (…)

Ο Ελύτης, καθώς το συνηθίζει, παραθέτει στίχους του Κάλβου, που ενισχύουν τη θέση που διατύπωσε και καταλήγει πως θεωρεί τη Ζάκυνθο

σα χαρά που κατέχει αυτή το μοναδικό τρόπο να ενσαρκώνει τα όνειρά του:

συ είσαι των ονείρων μου η χαρά μόνη.

Στη συνέχεια ο Ελύτης ανιχνεύει την ταύτιση της φύσης (Ζακύνθου) με τη μορφή της μητέρας του ποιητή,

οι μόνες περιπτώσεις που είχαν τη δύναμη να γίνουν εξαιρέσεις στα ηρωολατρικά του θέματα  (…) ωσάν (…) να υποβάλανε υποσυνείδητα στον ποιητή μια συνένωση με την ίδια του την πρωταρχική φύση.

Η πρωταρχική φύση  όμως εγκαταλείπεται ή περνάει σε δεύτερο πλάνο, γιατί έρχεται πολύ γρήγορα η εκδήλωση της δεύτερης φύσης, του δεύτερου τύπου του Κάλβου, με κύρια χαρακτηριστικά την ιδιορρυθμία και την ανταρσία. Γράφει ο Ελύτης:

Αυτή τη στάση της ιδιορρυθμίας και ανταρσίας, αυτόν τον μη- συμβιβασμό (…) θα μπορούσαμε να τον ερμηνεύσουμε σαν την ενσυνείδητη θέληση του καλλιτέχνη να μη συμμορφώνει τον εαυτό του στις απαιτήσεις μιας καλοκαθισμένης πλειοψηφίας, μήτε να αποδέχεται ανεξέλεγκτα την παράδοση, μήτε να ξεθωριάζει τη ζωή του αφήνοντάς τη μέσα στους χλιαρούς ανέμους της καθημερινής συναλλαγής (…) η ενάσκηση μιας παρόμοιας αρετής ως τις έσχατες συνέπειές της (…) δεν πραγματοποιήθηκε ως τώρα παρά ελάχιστες φορές, από μερικές μονάχα, εξαιρετικά ισχυρές ιδιοσυγκρασίες. (…) Οι συνέπειες είναι πολύμορφες και χαρακτηριστικές: η μοναξιά’ η πικρία’ η θεοποίηση της υπερηφάνειας’ η σύγκρουση με άλλες προσωπικότητες’ η επιθετικότητα’ και, στο βάθος, η απελπισία.

Ο Ελύτης προσπαθεί να τεκμηριώσει τις αποφάνσεις του αυτές για τον Κάλβο, εύστοχες σε γενικές γραμμές, με αναφορές σε περιστατικά του βίου του ποιητή – κι εδώ δεν αποφεύγει ορισμένα σοβαρά λάθη, που πηγάζουν από λανθασμένες πληροφορίες που περιέχουν οι πηγές του 19ου αιώνα. Ο Ελύτης καταλήγει:

Κι έπρεπε να περάσει αλήθεια ένας αιώνας και περισσότερο, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να δουν στις ωδές του ό,τι ο ίδιος, τόσο μάταια ζήτησε να καταπνίξει: τη δύναμη που ανατρέπει τα καθιερωμένα.

Ίσως και σήμερα ένα τέτοιο πράγμα να φαίνεται παράξενο σε πολλούς. Αλλ’ ας προσέξουν πόσο αιχμηρές κι επιθετικές π.χ. γίνονται άξαφνα οι επιλογές του, όταν διαλέγουν για στόχο τους βασιλιάδες και τυράννους.

Η βιολογική ανταρσία του Κάλβου, σύμφωνα με τον Ελύτη, ταυτίζεται με τη φυλετική και περνάει στο επίπεδο της υπερηφάνειας:

Προτιμάει αυτός να υποστεί τα πάντα, προτιμάει ακόμα και την ήττα στην πάλη που έχει αναλάβει, παρά να μη στηριχθεί αποκλειστικά στη δύναμη τη δική του, παρά να προστρέξει σε μια οποιαδήποτε ξένη προστασία που θ’ απαιτούσε, μοιραία, κάποιο συμβιβασμό και κάποια δουλικότητα. (…) Σε τέτοιες στιγμές μπορεί να παρατηρήσει κανείς πόσο σπάει η συνηθισμένη ψυχρότητα του Κάλβειου ύφους, για να χρωματισθεί με πάθος, πόσο συνενώνεται η γενική γραμμή της ιδέας με τη στενή, την ιδιωτική, την προσωπική περίπτωση της ιδιοσυγκρασίας του (…):

Όμως, διατί εάν έσπειρε παντού εις την οικουμένην την χαράν με’  την θλίψην του επουρανίου πατρός το δίκαιον χέρι’

Διατί κ’ εδώ όπου μ’ έρριψεν  εις την αέριον σφαίραν, μίαν ‘να μην έυρω τρέχουσαν δια με, μίαν μόνην βρύσην παρηγορίας; (σημ: οι υπογραμμίσεις  είναι του Ελύτη)

Μια και μοναδική βρύση παρηγοριάς δεν είχε ο Κάλβος, ο νεαρός ακόμα ποιητής, λόγιος, καρβονάρος… Αλλά, ας ακούσουμε καλύτερα τον Ελύτη:

Στο Λιβόρνο, στη Φλωρεντία, στο Λονδίνο, όπου περνά τα περισσότερα χρόνια της νεότητάς του, ταλαντεύεται πάντοτε ανάμεσα στις δύο φύσεις του εαυτού του, αντιμετωπίζει ασυνείδητα την ευτυχισμένη πιθανότητα να τις συνδυάσει και να τις θέσει στην υπηρεσία της μεγάλης του μόρφωσης και της λυρικής του ιδιοφυίας. Γιατί αυτά τα δυο (το έμφυτο και το επίκτητο) προσόντα, κανείς δεν θα μπορέσει να του τ’  αρνηθεί. (…) Ριγμένος από μικρό παιδί στα γράμματα, μεγαλωμένος μέσα στην ατμόσφαιρα μιας εξαιρετικά φιλόμαθης εποχής, ταξιδεμένος στα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της Ευρώπης, αδερφωμένος για αρκετό χρονικό διάστημα μ’ έναν ποιητή της ολκής του Φώσκολου, θα ήταν αδύνατο να μη δικαιολογεί τους χαρακτηρισμούς που του δώσαμε. Αν δεν υπήρχε μάλιστα φόβος να προσβάλλω τα πατριωτικά αισθήματα των θαυμαστών του, θα τολμούσα να υποθέσω ότι, αν ο Ανδρέας Κάλβος είχε στη διάθεσή του μια περιουσία ικανή να του επιτρέψει μια ζωή ανεξάρτητη, κι αν δεν έπεφτε πάνω στην ιστορική στιγμή της απελευθέρωσης της φυλής του, με τα προσόντα που είχε, με την αγάπη της ζωής, με την  αισθητική τόλμη, την ιδιορρυθμία και τη θέληση ανταρσίας που τον διακρίνανε, θα γινόταν σε οικουμενικό επίπεδο, ένας ποιητής -σταθμός, για την πρωτογνώριστη αίσθηση που θα ‘δινε στα ποιητικά εκφραστικά μέσα της εποχής του.

Τι έφταιξε; Τι δεν πήγε καλά;

Η φτώχεια όμως (…) προκάλεσε τους πρώτους χαρακτηριστικούς εκτροχιασμούς, όρθωσε τα πρώτα εμπόδια στην ανάπτυξη των ορμέμφυτών του επιδιώξεων. Η πολύχυμη και τολμηρή απόλαυση της νεότητας (τόσο αντίθετη με την έννοια της αμαρτίας που επιμένουν οι περισσότεροι να της δίνουν), η θαρραλέα χειρονομία που θα σημείωνε την κατάφαση της ζωής, σταματάει μπροστά στον κίνδυνο μιας υποταγής στις μικροπρέπειες της τρεχάμενης κοινωνίας. Από δω άλλωστε αρχίζει και η ιστορία της πικρίας που, πριν καν προφτάσει να διαγράψει την τροχιά της, μεταμορφώνεται, από την εφευρετικότητα της ψυχικής ανταρσίας σε μια sui generis υπερηφάνεια. Υπερηφάνεια φανατική, επιθετική, καρποφόρα. Στην ίδια υπερηφάνεια καταλήγει από άλλο δρόμο και η επαναστατικότητα που, συντροφευμένη από την ιδιορρυθμία, τον αποξενώνει από την πολυάριθμη κοινωνική αναγνώριση και του δημιουργεί, από τότε κιόλας, ένα έντονο συναίσθημα μοναξιάς.

Παρ’ όλα αυτά και πάλι θα μπορούσαμε ν΄ ακούσουμε, ταιριασμένη σε διαφορετικό τόνο, τη λυρική του φωνή (…) αν δεν άστραφτε (…) η Επανάσταση 

Κατά τον Ελύτη, ο Κάλβος

(…) βρήκε άξαφνα, μέσα σ’ εκείνη την ηρωική εξόρμηση, την ευκαιρία να διοχετέψει ολάκερο τον επαναστατημένο του εαυτό. (…) Η προσαρμογή αυτή γίνεται σιγά σιγά  και χωρίς ο ίδιος να την επιβάλει συνειδητά, επιφέρει όμως τη βαθμιαία αλλοίωση των αρχικών του επιδιώξεων και, βάζοντάς τον να υμνήσει τη θρησκεία χωρίς να είναι θρήσκος, την περιφρόνηση της αισθησιακής πλευράς της ζωής χωρίς να είναι ηθικολόγος, τον παρουσιάζει στα μάτια των πολλών σαν άνθρωπο συντηρητικό και δεισιδαίμονα.

Η λυδία λίθος, όπως ήδη τονίστηκε, δεν ήταν η ελληνική Επανάσταση, ήταν οι ιταλικές καρβονάρικες επαναστάσεις στην Ιταλία, την ίδια εποχή. Όταν αποτυγχάνουν, ο Κάλβος στρέφεται πια προς την Ελλάδα, όντας εξόριστος στη Γενεύη. Η Αρετή και η Δόξα, που περνούν  σαν κόκκινα νήματα τις Ωδές, δεν έγιναν σημεία αναφοράς του Κάλβου επ΄ ευκαιρία  του ελληνικού, αλλά του ιταλικού επαναστατικού, καρβονάρικου 1821. Όταν χρεοκόπησε το ιταλικό όνειρο, τότε μονάχα ο Κάλβος στράφηκε προς το ελληνικό. Όχι ότι η επαφή έγινε για πρώτη φορά – αδιάψευστος μάρτυρας η ωδή Ελπίς Πατρίδος, που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο, στα 1919.

Ανακεφαλαιώνοντας,  ο Ελύτης σημειώνει:

Η αγάπη της ζωής και η ελεύθερη ερμηνεία της πήγε χαμένη, αφήνοντας στη θέση της την πικρία και τη μια όψη της υπερηφάνειας. Η βιολογική του ανταρσία διοχετεύτηκε στη φυλετική, δίνοντας συνάμα την άλλη όψη της υπερηφάνειας. Κι έμεινα να σωθεί μονάχα η αίσθηση της φύσης (περιορισμένη, δυστυχώς, κι αυτή) και η ιδιορρυθμία του που, ετούτη, κάτω και από τις δύο μορφές της – βιογραφική και αισθητική- τεκμηριώνεται από άφθονα παραδείγματα. Τη δεύτερη, την αισθητική, που έγινε αιτία να γεννηθεί μια πρόωρα καινούρια ποίηση, μια ποίηση που είναι άρση και ξανά θέση όλων των προβλημάτων που πρόβαλε ο Λυρισμός από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα, στίχο, μέτρο, ρίμα, εικόνα, γλώσσα, ρυθμό, τόνο, ύφος, χρήση επιθέτου κλπ και που, σα σύνολο επαναστατικών του λόγου πράξεων, τις περισσότερες φορές είναι προάγγελος μιας ποίησης όπως τη νοούμε σήμερα, θα την ονομάσω Λυρική τόλμη (…)

Μιλώντας για τα νέα στοιχεία που έφερε η ποίηση του Κάλβου, ο Ελύτης γράφει:

Η καινούρια έκφραση που πέτυχε ο Κάλβος, ανταποκρίνεται στην αλήθεια ενός καινούριου κόσμου. Κάθε του εικόνα, παρουσιασμένη σα μια δύναμη του πνεύματος, προκαλεί μια νέα εικόνα μέσα στην πραγματικότητα, μια νέα ουσιαστική δύναμη (…) το προσωπικό ύφος του Κάλβου δεν οφείλεται μονάχα στη γλώσσα που μεταχειρίστηκε. 

Ο Ελύτης υποστηρίζει πως μια ανάλυση των τρόπων του ποιητή, δηλαδή: η γλώσσα που απαιτεί το ειδικό βάρος του ύφους, η χρήση των πρωτότυπων επιθέτων για την ενάργεια της μεταφοράς, η ρύθμιση του μέτρου της ταχύτητας των εικόνων και της αισθητικής τους υφής και τέλος το ανάλογον ενός ρυθμού, που του επιβάλλεται από το θέαμα του εξωτερικού κόσμου, μια τέτοια ανάλυση μας δίνει το δικαίωμα να ονομάσουμε τον Κάλβο

ποιητής λυρικής τόλμης και προάγγελο, πολλές φορές, των σημερινών τρόπων, που μας μαγεύουν αλλά -όχι μόνον αυτό- και μας πείθουν για τις άπειρες δυνατότητες που περικλείνουν.

Ας κάνουμε στο σημείο αυτό μια σύγκριση του ποιητικού τρόπου που προσεγγίζει ο Ελύτης τον Κάλβο, μ’ εκείνη τη δημοσιοϋπαλληλική μιζέρια, με τη την οποία προσπαθεί να τον παρουσιάσει ο Σεφέρης…

Ο Ελύτης κάνει, στη συνέχεια της εργασίας του μια παρέκβαση, αναφέροντας το σχόλιο του Τέλλου Άγρα ότι

η άνοδος της καθαυτό λυρικής ποίησης μόλις σήμερα αρχίζει (…) Στο μέλλον η ποίηση που μπορεί να πραγματοποιηθεί, θα σαλέψει σύσσωμο τον όγκο της ανθρώπινης ψυχής ως τις πιο επώδυνες ρίζες της.

Στην Ευρώπη, μας λέει ο Ελύτης, έχει ήδη παραχθεί έργο που αποτελεί τις βάσεις της αυριανής λυρικής τέχνης (υπενθύμιση: η ομιλία είναι του 1942). Για τη Γαλλία, οι πηγές προσδιορίζονται κάπου στα 1870-1880. Και στην Ελλάδα;

Για μας, που θα θέλαμε να κάνουμε μια παράλληλη αναδρομή στον τόπο μας, το συγκεκριμένο αυτό έργο που θα επεξηγούσε το ξεκίνημά μας ίσως είναι ανύπαρκτο. Περιορισμένοι στην αναζήτηση υπαινιγμών ή κρυμμένων στοιχείων από τη μακραίωνη πνευματική μας κληρονομία, θα στεκόμασταν πολλές φορές στους αρχαίους λυρικούς, στους Αλεξανδρινούς επιγραμματοποιούς, στους Βυζαντινούς υμνωδούς, στα δημοτικά μας, προ πάντων, τραγούδια. Μα έργο άμεσα συνδεμένο χρονικά μαζί μας, έργο ενός λυρικού, που θα μπορούσε περισσότερο απ΄ όλα τ’ άλλα να χαρακτηρισθεί ότι, σχετικά πάντοτε με την εποχή του, κλείνει τις περισσότερες αναλογίες με τα αισθητικά εξαγόμενα της σημερινής ποίησης, τέτοιο έργο, χωρίς αμφιβολία, θα έπρεπε τότε να χαρακτηρίσουμε το έργο του Ανδρέα Κάλβου (…) Πάντως, για μας, η χρονολογία είναι παλαιότερη από την Ευρωπαϊκή τουλάχιστον  κατά μισόν αιώνα: είναι το 1830.

O Ελύτης τεκμηριώνει τη θέση του: Θεωρεί ότι τα δυο πρώτα στοιχεία της σύγχρονης ποίησης είναι το ασυμβίβαστο της ψυχής και η ιρρασιοναλιστική ερμηνεία του κόσμου. Με τους όρους αυτούς ο Ελύτης περιγράφει την υπεροχή της φαντασίας και των έμφυτων προσόντων απέναντι στη φωτογραφική μέθοδο της αντιγραμμένης ζωής. Την ύπαρξη μιας ικανότητας που να επιβάλλει την περιφρόνηση των μιμητικών μεθόδων και την πεποίθηση στις δημιουργικές δυνάμεις του πνεύματος. Και καταλήγει:

Κανονικά βρίσκεται στους αντίποδες της στειρότητας και του μόχθου του άκαρπου των εργαστηρίων’ ταυτίζεται με τη γενναιοδωρία’ και δε νομίζω να έχει σημασία το γεγονός ότι ο Κάλβος μας άφησε ένα τόσο στενό και περιορισμένο έργο. Αρκεί ότι κατόρθωσε μέσα στις λιγοστές σελίδες της Λύρας του να βρει μια καινούρια οπτική γωνία, να δημιουργήσει δικούς του ρυθμούς, δική του αντίληψη του κόσμου κι έφτασε ως το σημείο να καταπατήσει τη γραμματική και το συντακτικό, ν’ αντισταθεί στην ευκολία άλλων μέτρων που σίγουρα θα τον έκαναν δημοφιλέστερο, μόνο και μόνο για να ΄ναι συνεπέστερος με το δικό του νόημα της τέχνης και για να ‘χει αδιάκοπα τη συνείδηση της ψυχικής του επάρκειας (…)

Όχι μονάχα ο τρόπος που φτιάχνει μιαν  εικόνα, μα και που ζευγαρώνει δυο εικόνες, αρκεί για να βιάσει την πτωχευμένη εμπειρική αντίληψη της πραγματικότητας. Αν μερικές εκφράσεις του σκανδαλίσανε βαθιά την εποχή του, υπάρχουν άλλες τόσες που, ακόμα και σήμερα, βρίσκουνε αντιστάσεις, γεγονός ικανό να δείξει την οξύτητα μιας τόλμης που, αργότερα από τους μεταγενέστερους, έμελλε να ρίξει τόσες σπορές στο χώμα του μέλλοντος. Ίσως μάλιστα αν η συναισθηματική εμπλοκή (…) δεν είχε μεταλλάξει τόσο νωρίς τη βιολογική του ανταρσία σε φυλετική (πράγμα πάλι που, μέσον της Αρετής, τον οδήγησε στο όραμα μιας αρχαιόπρεπης αισθητικής, αναγκάζοντας την εικονοπλαστική του φαντασία να τρέφεται δυστυχώς, με πολλά κλισέ της παλιάς μυθολογίας) θα βρισκόμασταν μπροστά σε μια ποίηση καθαρά υπερπραγματική, πάντοτε βέβαια μέσα στα πλαίσια και τις δυνατότητες της εποχής εκείνης.

Ο Ελύτης, καθώς το συνηθίζει, σπεύδει να δώσει μερικά παραδείγματα της λυρικής τόλμης του Κάλβου:

η πλάτη των υδάτων

τ’ άστρα αχνύζουσι

από δροσιάν αστράπτει

η γνώμη ρέει

όπου τας τρίχας πλύνουσι

των φοιβηΐων η Ώραι

ο άνεμος σχισμένος

Και συνεχίζει:

Η ανθρωποποίηση των στοιχείων της φύσης, η υλοποίηση των αΰλων, ο έμψυχος ρόλος των αψύχων, η αμοιβαία μετάθεση ουσιαστικών κι επιθέτων, η λεκτική ευκινησία, η παράλειψη ενός ακέραιου ελιγμού σκέψης, υπάρχουν κιόλας διασπαρμένα μέσα στις περιεκτικές στροφές των Ωδών. Μονάχα ο Κάλβος ή ένας σημερινός ποιητής π.χ. θα μπορούσαν να πουν ότι

η νύχτα

Κόπτη τας βρύσεις

αντί να πουν ότι το νυχτερινό ψύχος παγώνει τα νερά’ και μονάχα οι ίδιοι θα μπορούσαν να αιφνιδιάσουν το λυρικό εύρημα επάνω στην καμπή της μεταμορφωτικής του δύναμης:

Βροχή έτι εναέριος

εν ω κοιμώνται οι άνεμοι

της οικουμένης

η τιμωρός συνείδησις

με ΄σε πλαγιάζει αλλάζουσα

τα χόρτα εις δράκοντας

(…)

Χρυσά, φλογώδη, καίουσι

τους δρόμους του αέρος

τα αμιλλητήρια πέταλα

Αυτά τα «αμιλλητήρια» πέταλα, μαρτυρούν ότι το πρωτότυπο επίθετο βρίσκεται στο κέντρο της ποιητικής του προσπάθειας. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα ουσιαστικό: το χέρι. Στους μέτριους ποιητές τα χέρια απαντούνε απαλά, κρινοδάχτυλα, αβρά, ωραία, λιγνά, δεητικά, κοντυλένια. Στον Κάλβο, έξι φορές όπου απαντιούνται, είναι και τις έξι φορές πρωτότυπα: χείρες κεραυνοφόροι, χείρες πρόνοοι, χέρια άφθονα, χείρα επουράνιον, χείρα εύστοχον, χέριο χάλκεον. Κι η πιο πρόχειρη ματιά συγκομίζει άφθαρτα, παρθενικά επίθετα: τα σύννεφα είναι βροντέα, τα φύλλα ατρέμητα, τα δάση ευάνεμα, η βροχή ηδυόνειρος, ο ναύτης αυθάδης, η βροντή πτερωτή, η γη πολυβότανος, η ομίχλη αργυρέα, το δρέπανον αχόρταστον. Κι όταν ακόμα μεταχειρίζεται αρχαϊκά επίθετα, ξέρει να τα διαλέγει και να τα τοποθετεί με τη μέριμνα του αυστηρά προσωπικού ύφους: τα ρόδα είναι αβροσίοδμα, το σπήλαιον δίκρανον, λιγύφθογγον, η ξηρά αλίκτυπος, το ξύλον μελίφρονον, οι χάριτες ζεφυρόποδες. Πολλές φορές δεν είναι τόσο από το ωρίμασμα ενός μακροχρόνιου στοχασμού, όσο από την απαίτηση μιας ένστικτης βιολογικής ανάγκης που το στόμα ζητάει να κολπωθεί επάνω σε μια καινούρια, όχι μουσική, αλλά καθαυτό απροσδόκητη φθογγολογικά, άρθρωση:

Έχεον πολυάριθμα μελλισών έθνοι οι σίμβλοι της Πάργας, βομβηδόν εις τον πολύν επέταον καρπόν λυαίον.

Εδώ πια οι λέξεις προχωρούν πέρα κι από την καθιερωμένη σημασία τους, συζούνε με μιαν αλληλουχία τόσο σπάνια, που η κίνηση της γλώσσας πρωτοδοκιμάζεται σε άγνωστες, ως τη στιγμή εκείνη, περιοχές. Η έμφυτη ποιητική νοημοσύνη του Κάλβου αβίαστα φτάνει σε τεχνικά ευρήματα που θα τα ζήλευαν και οι πιο μεγάλοι ξένοι πρωτοπόροι, αν ήταν σε θέση να γευτούν τις δυσκολίες και τα μυστικά της ελληνικής γλώσσας. Για μένα, π.χ., δεν είναι μικρό πράγμα το ότι τοποθέτησε μεμιάς και αδίστακτα το επίθετο ύστερα από το ουσιαστικό, καταργώντας συνάμα τη διπλή επανάληψη του άρθρου:

τους θαλάμους νυφικούς

επί τους βράχους αλβιονείους

του Κερκετέως δενδρόεντος

το κύμα ιώνιον πρώτον

Λύσεις,  όλες αυτές, υπαγορευμένες από μιαν ανάγκη ευγένειας και συντομίας ελλειπτικής, που συνειδητοποιήθηκε στις τελευταίες μόλις δεκαετηρίδες του αιώνα μας. Πως την ένοιωσε λοιπόν από την εποχή εκείνη ο Κάλβος; Αφήνοντας συχνότατα μια έννοια να ξεδιπλωθεί σε δύο, σε τρεις, σε τέσσερις άλλους στίχους, κατορθώνει να διατηρεί τη λεκτική ομορφιά έστω και ανεξάρτητα ή παράλληλα με το νόημα, σε σύντομες φράσεις που θυμίζουν από μακριά όλα όσα ο ελεύθερος στίχος επέτυχε, αργότερα, στο κεφάλαιο της παρθενικής αφιλοκέρδιας:

ω χρυσόν ρόδον χάρμα

των τυρράνων αναστε-

μελίφρονον, υακίνθινον

χαράς, ελείου φύσημα

μέτρον της Αχαΐδας

Και άλλοτε πάλι καταλύοντας μ’ έναν οποιονδήποτε τρόπο, με μια παρένθεση πχ την πεζολογία, κατορθώνει σε μια κοινότατη κατά τα άλλα απαρίθμηση, να χύσει τη μαγεία του λυρισμού:

Χαίρετε σεις τα καυχήματα των θαυμασίων (Σπετζίας, Ύδρας, Ψαρών) σκοπέλων, όπου ποτέ δεν άραξε φόβος κινδύνου.

Είναι σχεδόν βέβαιο πως, εκεί που ο Κάλβος έβαλε σ’ εφαρμογή το μυστικό της πρωτοτυπίας του, κόβοντας απροσδόκητα το δεύτερο στίχο με την παράθεση των νησιών:

των θαυμασίων (Σπετζίας

ένας κοινός ποιητής, θα έμενε ικανοποιημένος μ’ ένα ηχηρότατο και ουδέτερο δεκατρισύλλαβο:

χαίρετε σεις ω Ύδρα, ω Σπέτσες, ω Ψαρά

για να τον συμπληρώσει πιθανόν με κάτι εξίσου τετριμμένο:

στα βράχια σας δε φώλιασε ποτέ του ο φόβος.

Ο Ελύτης δικαιολογεί το υποθετικό του παράδειγμα επικαλούμενος την επιθυμία του να αποδείξει

πόσο ελάχιστη σημασία έχει το νόημα και πόσο τεράστια η έκφραση του νοήματος. Το προτέρημα του Ανδρέα Κάλβου είναι, ακριβώς, ότι το λεκτικό του αναπτύσσεται μαζί και μέσα από τη φαντασία του, φαντασία που είναι όχι μόνο μεγάλη, αλλά και γεμάτη από τη συναίσθηση της υπεροχής της απέναντι στην ορθολογιστική αποτίμηση της ζωής.

Η πρωτοπορία του Κάλβου, για τον Ελύτη, δεν είναι μονάχα ελληνική, αλλά και Ευρωπαϊκή:

Έναν αιώνα πριν από την ομάδα των ποιητών που έδωσε το χαρακτηριστικό τόνο στην Ευρωπαϊκή ποίηση υποστηρίζοντας ότι «η φαντασία δεν έχει το ένστικτο της μίμησης», ο παράξενος αυτός Ζακύνθιος επιβεβαίωνε τις πεποιθήσεις τους. Αλλά γι’  αυτό ήτανε ποιητής. Και γι’  αυτό, έναν αιώνα πριν, είχε βεβαιωθεί κιόλας για την ανεπάρκεια μερικών φράσεων που προσπαθούν να στήσουν απλά διακοσμητικά σχήματα μέσα στο κενό. Όλος εκείνος ο κούφιος βερμπαλισμός που βρήκε θέση στην ογκωδέστατη παραγωγή των καθαρευουσιάνων, όλος εκείνος ο νεοβερμπαλισμός των μέτριων ποιητών της δημοτικής, να συλλογιέται κανένας ότι γεννήθηκαν ύστερα από την ποίηση του Κάλβου που, από τότε, παρουσιάστηκε πυκνή, ουσιαστική, και με αποκλειστική σχεδόν χρησιμοποίηση εικόνων. Μα είναι ακριβώς αυτή η εικονοπλαστική ερμηνεία του κόσμου που χρησιμοποίησαν αργότερα οι ποιητές (…)

Δηλαδή, ο Ελύτης δεν βρίσκει ψεγάδι, στην ποίηση του Κάλβου;

Βέβαια υπάρχουνε στιγμές όπου δεν κατορθώνει ν’ αποφύγει τον καθαρευουσιανισμό (σα νοοτροπία, όχι σαν τύπο) αφήνοντας τον εαυτό του να γίνει θύμα της ρητορείας (…) ή θύμα του μελοδραματικού ύφους και της άσκοπης χειρονομίας (…) Οι άτυχες όμως αυτές στιγμές, τόσο δυσανάλογες με το λυρικό ύψος των άλλων, είναι σπάνιες, και δεν έχει κανείς παρά να γυρίσει τη σελίδα για να βρεθεί πάλι μπροστά στη γνώριμη, ιδιότυπη φωνή που γοητευτικά συμπαρασύρει ένα χείμαρρο μεγαλόπρεπων παραστάσεων.

Τις παραστάσεις ή εικόνες της Καλβικής ποίησης ο Ελύτης τις διακρίνει σε δύο κατηγορίες:

Τις ζωγραφικές, δηλαδή εκείνες που συγκροτούν ένα θέαμα ικανό ν’ απεικονιστεί πάνω – κάτω και από ένα ζωγράφο.

Και τις λυρικές που, αυτές, στηρίζονται σ’ ένα βιασμό της πραγματικότητας και που η απροσδόκητη και αστραφτοβόλα παρουσία τους δεν είναι ικανή να συλληφθεί παρά μονάχα από την ποιητική νοημοσύνη.

Μιλώντας για τις ζωγραφικές εικόνες, ο Ελύτης λέει πως

βρίσκονται πιο κοντά στον περιγραφικό τρόπο της παράδοσης. Είναι όμως κι εδώ αξιοπρόσεκτο με πόση ανανεωτική δροσιά και ένταση μας παρουσιάζονται (…) Επειδή το κύριο γνώρισμα των εικόνων αυτών είναι η μεγαλοπρέπεια, υπάρχει παντού σχεδόν, αδιάκοπα, μια τάση ανυψωτική προς τον ουρανό, ένας μετεωρισμός των οραμάτων, πότε ανάμεσα στα δύο γλαυκά του ουρανού και της θάλασσας, πότε ανάμεσα στα σύννεφα και στ’ αγριεμένα κύματα τ’ ουρανού και της θάλασσας.

Τα ίδια γνωρίσματα χαρακτηρίζουν και τις εικόνες της δεύτερης κατηγορίας, εικόνες πολύ πιο ενδιαφέρουσες, γιατί μέσα τους το πραγματικό στοιχείο, το reel, διευρύνεται ως τ’ ακρότατα σημεία της ανταρσίας του πνεύματος. Εδώ, οι φυσικές διαστάσεις των πραγμάτων καταλύουνε τη δουλεία τους και η υλική και πνευματική τους συνάμα υπόσταση, αξεχώριστα, ζει στο επίπεδο της ανώτερης πραγματικότητας, της μόνης ικανής να εκφράσει τον άνθρωπο ακεραιωμένο, παρμένο στο σύνολο των συναισθηματικών του εκδηλώσεων και των σχέσεών του με τη γύρω φύση. Όλη η ουσία του αληθινού λυρισμού, όλη του η διαφορά από την πεζογραφία, έγκειται σ’ αυτό το γεγονός. Από το ένα μέρος μια αλήθεια διατυπωμένη στο ύφος του Αστικού Κώδικα: «ο χρόνος παρέρχεται ανεπιστρεπτί» και από την άλλη, η ίδια περίπου αλήθεια, πιο αισθητή, χάρη στη δύναμη της μεταφοράς:

Ούτως υπό τον ήλιον, ωσάν πυρός σταλάγματα, πέφτουσιν εις την θάλασσαν των αιώνων’ και χάνονται για πάντα οι ώραι.

Η συγκίνηση, προικίζοντας με ικανότητες ηθοποιίας τα στοιχεία της φύσης, με οργανικές ιδιότητες τα στοιχεία του ανόργανου κόσμου, βρίσκει από μόνη της και μέσα από μιαν αδιάκοπη κίνηση το ανάλογον της ίδιας αλήθειας, φτάνοντας στο αποτέλεσμα μιας εικόνας που, αν ήθελε τυχόν εξετασθεί επιστημονικά (αδιάφορα αν στον ψυχικό χώρο του ποιητή ξεπήδησε αυτόματα και αναπόσπαστα με το κύμα της έμπνευσης) θα παρουσίαζε ένα ολόκληρο σύστημα πολλαπλής αναγωγής, γεμάτο από παρομοιώσεις, μεταφορές και μεταβολές, σύστημα που εκ των υστέρων έχει πετύχει την ανατροπή του φαινομενολογικού καθεστώτος, σε όφελος της βαθύτερης αλήθειας του ανθρωπίνου  πνεύματος.

Έτσι οι ώρες «ωσάν σταλάγματα πέφτουν από τον ήλιον εις την θάλασσαν των αιώνων», έτσι:

Τα μυρισμένα χείλη της ημέρας φιλούσι το αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης’

Έτσι:

Όπου τρέμουσιν άπειρα τα φώτα της νυκτός, εκεί υψηλά πλατύνεται ο γαλαξίας και χύνει δρόσου σταγόνας’

Έτσι:

…επί την άπειρον θάλασσαν των ονέιρων, ολίγαι, απηλπισμέναι ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι με’ δίχως βίαν’

Έτσι:

…εις το χάος αμέτρητον των ουρανίων ερήμων, νυκτερινός εξάπλωσεν έρεβος τα πλατέα πένθιμα εμβόλια

*

(…) Τότε θα βλέπαμε το μεγάλο ρόλο που παίζει στην υποβλητικότητα του έργου του η ακουστική φαντασία. Ένα μουρμούρισμα, ένα θρόισμα, μια οργισμένη θύελλα, ένας πόντος αναταραγμένος, συνοδεύουν αδιάκοπα τις πράξεις των αγωνιστών του Εικοσιένα (…)

*

Ωστόσο η αξία ενός ποιητή δεν είναι να βρίσκει σπάνιες και απροσδόκητες εικόνες’ είναι και να τις τοποθετεί με τέτοιον τρόπο μέσα στο σώμα του ποιήματος, που να μη χάνεται τίποτα από την ευρηματική της αίγλη. Στο κεφάλαιο αυτό καινοτόμησε ο Ανδρέας Κάλβος με δύο τρόπους, εκφράζοντας ή μάλλον, προοιωνίζοντας και τις δυο φορές, από την εποχή εκείνη, αρχές που τους έμελλε, μετά έναν ολόκληρο αιώνα, να περάσουν ωριμασμένες πια στα χέρια των νέων και ν’ αποτελέσουν τους θεμέλιους λίθους μιας νέας ποιητικής.

Ο πρώτος τρόπος (…) αποσκοπούσε να κλείνει παρατακτικά και χωρίς μεσολάβηση στιχουργημάτων, τις περισσότερες φορές, σκέψεων, μέσα σ’ ένα και το ίδιο ποίημα, πολλές και ποικίλες, σύντομες και αυτόνομες, εικόνες που, σαν αστραπές, να φωτίζουν κάποιο θέαμα που να  ‘ναι συνάμα και ιδέα,  πετυχαίνοντας έτσι ταυτόχρονα ένα ενιαίο και ισόρροπο σύνολο.

Η δεύτερη πάλι καινοτομία του Ανδρέα Κάλβου, που έγινε και το περισσότερο η αιτία να μείνει σα μοναδική η φυσιογνωμία του, είναι η εντελώς πρωτότυπη, και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη μετρική του.

Γράφει ο Κάλβος:

…Αποφεύγοντες ούτω το μονότονον των Κρητικών Επών, μιμούμεθα τα κινήματα της ψυχής και χαρακτηρίζομεν τα όσα ο νους ή αι του ανθρώπου αισθήσεις απαντώσιν εις την φυσικήν και εις την φανταστήν οικουμένην.

Σχολιάζει ο Ελύτης:

(…) Ο Κάλβος είχε πει λόγο μεγάλο. Είχε, πολύ πίσω στην ιστορία της ψυχής μας, χαράξει σημάδια που οι συνέπειές τους θα έβγαιναν, αργά ή γρήγορα, μια μέρα στο φως.

Το μέτρο που είχε πλάσει, όντας σαν επιδίωξη, πολύ πιο κοντά στον ελεύθερο στίχο απ’ όσο το φαντάζονταν οι περισσότεροι, κατάφερνε να ξαναοδηγήσει τον παραπλανημένο από το νανούρισμα του ομοειδούς ρυθμού στο κέντρο της σημασίας του ποιήματος, κεντώντας τη νοημοσύνη του με την ουσιαστική αξία μιας εικόνας και όχι με την επιφανειακή ηδονή μιας αναμενόμενης ομοιοκαταληξίας (…) 

(…) Αντάρτης από τη φύση του, ο Κάλβος, έπρεπε οπωσδήποτε να βρει έναν καινούριο ρυθμό κατάλληλο να προβάλει με αυτάρκεια τα εικονοπλαστικά του συγκροτήματα, ένα σύστημα μετρικό ιδιοφυές που να επιτρέπει την προσήλωση του αναγνώστη στην υπερήφανη ουσία της φράσης του. Εκεί πολύ περισσότερο παρά στο παράξενο γλωσσικό του ιδίωμα βρίσκεται η πρωτοτυπία του. Δοκιμάζοντας π.χ. να μεταγράψει κανείς τους στίχους του στην καθαρή  δημοτική, βλέπει ότι δεν παύουν αυτοί (…) να διατηρούν εκείνο το «κάτι» ξεχωριστό που τους σφραγίζει:

Της θάλασσας καλύτερα φουσκωμένα τα κύματα να πνίξουν την πατρίδα μου ωσάν απελπισμένη έρημη βάρκα

Στη στεριά, στα νησιά καλύτερα μια φλόγα να ιδώ παντού χυμένη τρώγοντας πόλεις, δάση λαούς κι ελπίδες

 

Καλύτερα καλύτερα σκορπισμένοι οι Έλληνες να τρέχουνε τον κόσμο με τεντωμένο χέρι ψωμοζητώντας…

(…) στην περίπτωση του Κάλβου, σα δευτερεύοντα συντελεστή της προσωπικής του γοητείας αναγνωρίζω την ιδιότυπη γλώσσα του. Οι νεολογισμοί του, η περιφρόνησή του (αλλά είναι περιφρόνηση; ) σε μερικούς τύπους της γραμματικής, οι συντακτικές του αυθαιρεσίες, δε βρίσκω ότι μπορούν ποτέ να ενοχλήσουν όποιον ενδιαφέρεται αληθινά και μόνον για το ποιητικό αποτέλεσμα.

Αλλ’ ας ρίξουμε μια ματιά σ’  αυτές τις περίφημες αμαρτίες του Κάλβου που, ίσως ίσως, να είναι και τα μικρά μυστικά του ύφους του.

  • ένα μικρό ποσοστό από εντελώς αρχαΐζουσες κι εντελώς δημοτικές λέξεις: εχθαίρουσιν, αμαυρότατον, επέραστος, αλλάζον, υψήνορα – από τη μια’ κι από την άλλη: αγώνας, περιβόλια, ούτ’ ένα χέρι, ξεφυτρώνουν, αστέρας, αστάχυα.
  • Ο πληθυντικός του θηλυκού αι, που γίνεται η (οι)
  • Ο αναδιπλασιασμός του παρακειμένου της μετοχής: λελυπημένος, πεποτισμένη
  • Λέξεις σε τύπο που κανένας δε μεταχειρίζεται και που καμιά γραμματική δεν περιέχει: ανθρωπικήν, σεβάζων, μειδίασμα, σωσμέναι, ζεστάσωμεν, καταβάσω.
  • Τα ασυναίρετα σχεδόν χωρίς καμιάν εξαίρεση: γηγενέων, επέτεον, αποσπάουσιν, βροντάουσιν, σιγάουσιν, αργυρέα.
  • Η αλλαγή του γένους: ο έρεβος
  • Η αλλαγή του τόνου: τα ευωδή, έαν
  • Η μετάθεση του συνδέσμου στο τέλος: αμάχητόν με
  • Λέξεις «των οποίων βιάζει την εύχρηστον σημασίαν εγκαθιστών την απωτέραν» (Παλαμάς)

Όλες αυτές οι μυστηριακές μεταθέσεις, που για λογαριασμό τους μονάχα η χειρονομία της έμπνευσης θα μπορούσε να απολογηθεί, εξαγιάζονται από τόσο ευνοϊκά αποτελέσματα, ώστε ν’ αποτελούνε για μας τους νεότερους, παραδείγματα ενθαρρυντικά.

*

(…) πραγματικά, ο Κάλβος είναι ο πρώτος νεοέλληνας ποιητής με συνείδηση θαλασσινή (…) Ποιος να του έλεγε ότι μετά εκατό ολόκληρα χρόνια θα συναντιότανε απάνω του με τη νέα Ελληνική γενιά και, μες απ’ αυτή, με τη νέα αισθητική αντίληψη της Ευρώπης;

*

Ο Ελύτης παρουσιάζει στη συνέχεια μια κατάταξη των εποχών σε

  • προκλασική, όπου η τέχνη βαίνοντας προς την κατάκτηση γίνεται πιο δυναμική και πιο τολμηρή
  • κλασική, όπου συμπληρώνοντας την κατάκτηση γίνεται ισόρροπη και μετρημένη
  • μετακλασική, όπου προσπαθεί να κρατηθεί από τα περασμένα και γίνεται συντηρητική ή ακαδημαϊκή.

Η αντίληψη του ωραίου στον Κάλβο, αν αναλογιστούμε το ποσοστό των καινοτομιών του, βρίσκεται μακριά απ’ την κλασική. Το αποτέλεσμα της έκφρασής του βρίσκεται μακριά απ’ την ιδανική ισορρόπηση και καμιά δική του ωδή δε μπορεί να διαφιλονικήσει τη μορφική τελειότητα. Κλασικός είναι ο Σολωμός. Ο Κάλβος είναι προκλασικός.

*

Ο Ελύτης στη συνέχεια της εργασίας του μελετά αναλυτικά την τεχνική του Κάλβου, αρμό με αρμό. Θα ήταν υπερβολή να μεταφέρω εδώ τις σχετικές σελίδες.

*

ΚΑΗΜΕΝΕ ΜΕΓΑΛΕ ΑΝΘΡΩΠΕ μας χώρισαν οι καιροί

Ήρθες πολύ  νωρίς για την Ελλάδα και εμείς ήρθαμε πολύ αργά

                                                                     για σένα     

και δε θα μπορούμε πια να σου πούμε πόσο μεγάλος είσαι

δε θα μάθεις ποτέ πως βρέθηκαν μερικοί για να σ’ αγαπήσουν

πως βρέθηκε στον κόσμο και για σένα λίγη αγάπη.

*

Κρατημένοι από τις λυρικές μονάχα εξομολογήσεις του Ανδρέα Κάλβου και ακολουθώντας ένα δρόμο αντίστροφο μέσα στα βάθη της ποιητικής του χώρας, προκαλούμε, συνδυάζοντας τις δυο πιο γνήσιες φωνές του, μια τελειωτική τρίτη φωνή, που αυτή δε διστάζει επί τέλους να παραβιάσει τις πύλες του θαύματος. Μ’ αυτή βρισκόμαστε κιόλας μέσα στην υπερπραγματικότητα. Η κίνηση των εγκοσμίων συμφωνεί με τον άνθρωπο που θα απολυτρωθεί από τη δουλεία της γης στον ουρανό, από τη δουλεία της γης και τ’  ουρανού στις αντιφάσεις της ζωής και του θανάτου: «Θαυματουργοί φυσήσατε πνοαί του παραδείσου! Ανοίγονται σωτήριαι θύραι. Σπήλαιον είναι ή χάσμα του Άδου; Ματαίως συσσωρεύονται τριγύρω νύκτες αιώνων. Ελύθησαν οι άνεμοι κι ένα χέρι εκβαίνει μέσα από  σύγνεφα ολόχρυσα και δείχνει. Τ’ άστρα αχνύζουσιν, στάζουσιν αίμα. Ο γαλαξίας πλατύνεται και χύνει δρόσου σταγόνας. Η φωνή της δικαιοσύνης χάνεται, ως τα χαράγματα χάνεται ο ύπνος ή ως λεπτόν βόλι εις άπειρον βάθος θαλάσσης. Λείπει ο καιρός. Μας φεύγει η ώρα. Σπήλαια και δένδρα, των ποταμών βαθέα λαγκάδια, έρημα μονοπάτια, δάση, βουνά, χωράφια, φεύγουν οπίσω. Ημείς όμως χηρεύομεν. Όμως… δια ποίον οι δούλοι πίνουσι τον αέρα; Που μ’ έφερεν ο πόνος μου; Τι λέγω; Που είναι οι τόσαι γλώσσαι των ακτινοβολούντων; Ζεφυρόποδες χάριτες ψάλλουν μέσα εις δάση ευάνεμα και οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι. Ελάτε να ζεστάνωμεν τα χέρια μας ‘ στα σπλάχνα, ελάτε ν’ ακούσωμεν τον εύτολμον λειτουργόν των παρθένων Ελικωνίων. Αρπάξετε την πτερωτήν βροντήν, κατά σκοπόν βαρέσατε μ’ εύστοχον χείρα»

Και μετά από αυτό τον εντυπωσιακό φόρο τιμής, ο Ελύτης κλείνει την σπουδαία εργασία του, εργασία – σταθμό, ως εξής:

Αλλά μήπως και τι άλλο κάνουμε στ’ αλήθεια; Γι’ αυτό αγαπούμε τόσο αυτή τη φωνή, γι’ αυτό αγαπούμε δηλαδή την Ποίηση. Μπορεί να χτυπάει σαν το σφυγμό στο χέρι μας, κάθε φορά με τόσο διαφορετικό τρόπο. Μπορεί να μας μαγεύει, να μας τυραννεί

Αλλ’ η ζωή και τότε δεν είναι δια τον βλέποντα άνθρωπον τους αστέρας άλλο παρά προοίμιον αθανασίας.

*

To σκίτσο του Ελύτη (και το αρνητικό του) είναι προσφορά του δ-κ. Θένξ!