Ενα τραγουδι, λόγω της ημέρας
25 Μαρτίου, 2011 in σχολιαστής
Σε κοίταζα μ' όλο το φως και το σκοτάδι που έχω
25 Μαρτίου, 2011 in σχολιαστής
Theo στη Λάμπρος | |
Αφώτιστος Φιλέλλην στη Καλό 2024! | |
Αναγνώστης Αθηναίος στη Καλό 2024! | |
Πάνος στη Καλό 2024! | |
Πάνος στη Σκέψεις για το Νησί της Κ… | |
Αφώτιστος Φιλέλλην στη Σκέψεις για το Νησί της Κ… | |
Ηλίας στη Σκέψεις για το Νησί της Κ… | |
Theo στη Σκέψεις για το Νησί της Κ… | |
Theo στη Σκέψεις για το Νησί της Κ… | |
lycabettus στη Σκέψεις για το Νησί της Κ… | |
Πάνος στη Σκέψεις για το Νησί της Κ… | |
Νικόλαος Τσιμπίδης στη Θοδωρής Τσιμπίδης: στις ελληνι… | |
Πάνος στη Σημειώσεις: Διαδικτυακή παρουσ… | |
Θανάσημος στη Σημειώσεις: Διαδικτυακή παρουσ… | |
ο Θειος στη Σημειώσεις: Διαδικτυακή παρουσ… |
Blog στο WordPress.com.Ben Eastaugh and Chris Sternal-Johnson.
26 Σχόλια
Comments feed for this article
25 Μαρτίου, 2011 στις 9:21 μμ
σχολιαστης
αυτή η εκτέλεση είναι καλύτερη
25 Μαρτίου, 2011 στις 9:22 μμ
σχολιαστης
και ένα ακόμα δημοτικό
25 Μαρτίου, 2011 στις 9:24 μμ
σχολιαστης
Παιδιά γιατί είστε ανάλλαγα
25 Μαρτίου, 2011 στις 9:25 μμ
σχολιαστης
Σαν πας πουλί μου στο Μωριά
25 Μαρτίου, 2011 στις 9:26 μμ
σχολιαστης
Του Φλέσσα η μάνα
25 Μαρτίου, 2011 στις 9:29 μμ
σχολιαστης
Λάμπει ο ήλιος στα βουνα
25 Μαρτίου, 2011 στις 9:36 μμ
σχολιαστης
Ο Θούριος του Ρήγα Φερραίου Βελεστινλή – Νίκος Ξυλούρης
25 Μαρτίου, 2011 στις 9:38 μμ
σχολιαστης
Γ. ΝΤΑΛΑΡΑΣ – ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ (Live)
25 Μαρτίου, 2011 στις 10:11 μμ
Πάνος
Χμ…
25 Μαρτίου, 2011 στις 10:12 μμ
Πάνος
25 Μαρτίου, 2011 στις 10:16 μμ
Rodia
Δωρακι: Δυο ώρες δημοτική μουσική και τραγούδια http://radiobubble.gr/el/audio/8643/25
27 Μαρτίου, 2011 στις 7:33 πμ
Βασίλης
Μάθαμε και από το radiobubble μία μέα εκδοχή της δημοτικής μας μουσικής!! Δηλαδή ανάθεμα!!!!
27 Μαρτίου, 2011 στις 9:04 πμ
Πάνος
Βασίλη, τι σε πείραξε;
27 Μαρτίου, 2011 στις 9:29 πμ
σχολιαστης
Τι είχε το δώρο της Ροδιάς και πείραξε το Βασίλη; Απο αυτό που άκουσα δεν εντόπισα το …ανάθεμα.
27 Μαρτίου, 2011 στις 12:01 μμ
Βασίλης
Αυτή δεν είναι δημοτική μουσική, είναι κάτι άλλο!!! Εδώ και το ανάθεμα! Δεν έχω κάτι με την Ροδιά, μην παρεξηγηθώ, με τις επιλογές της δημοτικής μουσικής έχω.
27 Μαρτίου, 2011 στις 7:22 μμ
Πάνος
Η «άγρια τόλμη» των κλέφτικων τραγουδιών
Tου Παντελη Μπουκαλα
Το ύμνησε ο Γκαίτε. Το λάτρεψε ο Σολωμός. Το προσκύνησε ο Βαλαωρίτης. Το αγάπησε ο Παλαμάς, κι ο Μαλακάσης βέβαια κι ο Κρυστάλλης. Το εκτίμησε ιδιαίτερα ο Καβάφης, Το εκθείασε ο Σεφέρης, που το μετρούσε σαν «ατόφια ελληνική φωνή». Το σεβάστηκε ο Ελύτης, που έγραψε για τον Γκάτσο: «Αλλ’ εμείς τη δημοτική γλώσσα και την παράδοση τις εκμάθαμε. Σιγά σιγά και με πολύν κόπο. Εκείνος τις βρήκε μέσα του, έτοιμες, μαζί με τα τραγούδια των προγόνων του, τις αφομοίωσε μαζί με “το γάλα της μητρός του”, που θα έλεγε ο Σολωμός». Ο Γκάτσος, λοιπόν, μαθήτευσε σε αυτό, όπως κι ο Ρίτσος. Κι άλλοι, πολλοί, το υπηρέτησαν και το τίμησαν, με τον τρόπο του ο καθένας. Πλούσιο μέσα στην ποικιλία του το δημοτικό τραγούδι, ευαίσθητο, ελευθερωμένο από προκαταλήψεις και συμπλέγματα, άρα και συναρπαστικά ελευθερωτικό, απέσπασε κάτι βαθύτερο από τον θαυμασμό και πνευματικά γονιμότερο: το σέβας.
Οι έπαινοι που κέρδισε το δημοτικό τραγούδι δεν σχετίζονται αποκλειστικά με το καλλιτεχνικό του ύψος, τη λογοτεχνική του ευφυΐα και διαύγεια, την εκπληκτική οικονομία του. Ανταποκρίνονται σε ορισμένα θεμελιώδη γνωρίσματά του, που σπανιότατα κάμπτονται ή υποχωρούν· στην ευθύτητά του δηλαδή, στη δικαιοσύνη που το διακρίνει, στην τιμιότητα θεώρησης των ανθρωπίνων πραγμάτων που το εξυψώνει, στον τρόπο εντέλει με τον οποίο η βαθιά συγκίνηση μορφοποιείται σε λόγο χωρίς το αίσθημα να πλημμυρίζει πληθωριστικό τις λέξεις. Και στην απλότητά του βέβαια, που το σφραγίζει είτε όταν ζυγίζει και μετράει τον κόσμο είτε όταν αποδίδει τις ποικίλες εκδηλώσεις του, ευφρόσυνες ή πικρές, ειρηνικές ή πολεμικές.
Γράφοντας για το κλέφτικο, ο Κλωντ Φωριέλ, που πρώτος δημοσίευσε συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, το 1824, στο Παρίσι, σχολιάζει: «Ο, τι περισσότερο ξεχωρίζει αυτά τα βουνίσια τραγούδια από τα υπόλοιπα είναι ένα μοναδικά ρωμαλέο ύφος· είναι μια, πώς να το πω, άγρια τόλμη στη σύλληψη, στη σύνθεση και στις σκέψεις, που η απλότητα και το καθημερινό ύφος της έκφρασης τις κάνει να ξεπετάγονται πιο ζωντανές απ’ ό, τι θα πετύχαινε μια γλώσσα εμφατική και πιο στολισμένη. Υπάρχει κάποια αναλογία, κάποια αρμονία ανάμεσα στην ιδιοφυΐα των κλεφτών και σ’ εκείνη των ποιητών, που θα μας έκανε να νομίζουμε πως οι τελευταίοι θα μπορούσαν να μάχονται σαν τους πρώτους, κι αυτοί πάλι να τραγουδούν σαν τους άλλους· και δύσκολα θ’ αποφάσιζε κανείς αν βρίσκεται περισσότερος ενθουσιασμός, περισσότερο μίσος για τους Τούρκους, περισσότερη αγάπη για την ελευθερία στους στίχους των ραψωδών ή στη ζωή των ηρώων τους. Αισθάνεται κανείς σ’ όλες αυτές τις συνθέσεις την επίδραση των τόπων που τις ενέπνευσαν· αισθάνεται πως πρωτοβγήκαν στα βουνά. Αλλά αυτά τα βουνά είναι ελληνικά, και δεν έχουν καθόλου αιώνιους πάγους, και οι κορυφές τους δεν ξεπερνούν το ύψος όπου η γη παύει να νιώθει τη γλυκιά ζέστη του ήλιου, παύει να έχει πρασινάδες και λουλούδια» (βλ. το βιβλίο του Φωριέλ «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», εκδ. επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999, τόμ. Α΄).
Αυτή την «άγρια τόλμη», που φανερώνεται απολαυστική και στην εικονοποιία των δημοτικών, στην τεχνική τους, τη διακρίνουμε και στην «ιδεολογία» τους, στη στάση τους απέναντι σε όσα συμβαίνουν, μια στάση που μπορούμε να τη θεωρήσουμε φυσική και αυθόρμητη, καρπό ενός λαϊκού πολιτισμού που κρατάει τις αξίες του, και όχι προϊόν κάποιας θεωρητικής σύλληψης. Ειδικά στα κλέφτικα, η στάση αυτή αποκαλύπτεται με διάφορες μορφές. Οδηγεί πρώτα πρώτα στην ιστόρηση επεισοδίων όπου τον τόνο τον έδωσε οτιδήποτε άλλο, πάντως όχι ο ηρωισμός, γεγονός που θέτει τα τραγούδια αυτού του περιεχομένου έξω από τον κανόνα «ορθοέπειας» που εκ των υστέρων πλάστηκε. Ο καπετάν Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, λ.χ., για τον οποίο έγραφα εδώ την περασμένη Κυριακή, εμφανίζεται στο ακόλουθο δημοτικό όχι σαν ήρωας αλλά σαν κάποιος που καυχιέται μεθυσμένος από δύναμη για όσα αντεκδικούμενος έπραξε εις βάρος ενός ιερέα με τον οποίο είχε διαφορές: «Τι ’ν’ το κακό που γίνεται τούτο το καλοκαίρι, / τρία χωριά μάς κλαίονται, τρία κεφαλοχώρια, / μας κλαίγεται κι ένας παπάς από τον Αγιο Πέτρο. / Τι τόκαμα του κερατά και κλαίγετ’ από μένα; / Μήτε τα βόδια τ’ έσφαξα μήτε τα πρόβατά του· / τη μια του κόρη φίλησα, τις δυο του θυγατέρες, / το ’να παιδί του σκότωσα, τ’ άλλο το πήρα σκλάβο / και πεντακόσια δυο φλουριά για ξαγορά τού πήρα· / ούλα λουφέ τα μοίρασα, λουφέ στα παλικάρια, / κι ατός μου δεν εκράτησα τίποτα για τ’ εμένα».
Ολα τούτα ηχούν παράδοξα μόνο υπό δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ότι παραγνωρίζουμε την ηθική της δημοτικής ποίησης, που δεν της επιτρέπει την αυτολογοκρισία, και δεύτερον ότι θεωρούμε πως τα κλέφτικα αφορούν αποκλειστικά την Επανάσταση και τους ήρωές της, τα ανδραγαθήματα και τον δοξασμένο ή μαρτυρικό θάνατό τους. Αλλά τα κλέφτικα είχαν αναπτυχθεί πολύ νωρίτερα, και με την ιδρυτική τους αμεροληψία κατέγραψαν και απαθανάτισαν και περιστατικά που ίσως ενοχλούν τη σημερινή ακοή, σε άλλα εθισμένη από νωρίς. Οσο βαθιά, ας πούμε, κι αν ήταν η χριστιανική πίστη, κι όποιος κι αν υπήρξε ο σεβασμός για τους ιερωμένους, ο δημοτικός τραγουδιστής δεν έχει κανένα πρόβλημα να παραδώσει στην αιώνια χλεύη (και χωρίς καν να υψώσει τον τόνο, απλώς ιστορώντας) έναν καλόγερο που το 1806 πρόδωσε στους Τούρκους τον Γιάννη (Ζορμπά) Κολοκοτρώνη, αδερφό του Θοδωράκη, ο οποίος μαζί με έξι συγγενείς του είχε ζητήσει καταφύγιο στο μοναστήρι της Αιμυαλούς κοντά στη Δημητσάνα. «Καλόγερος δεν μαρτυρά, δε γίνεται προδότης» βεβαιώνει τον Γιάννη Κολοκοτρώνη ο μοναχός, αμέσως έπειτα όμως: «Και κάνει τον ανήφορο και πάει στη Δημητσάνα. / Ψιλή φωνίτσα έριξε, όση κι αν εδυνάστη: / “Μικροί – μεγάλοι στ’ άρματα και γέροι στα ντουφέκια, / τ’ έχω δυο ξένους στο ληνό, στ’ αμπέλι, στο Βιδόνι”». Με τη δική του απλότητα, θυμάται ο Γέρος του Μοριά στα «Απομνημονεύματά» του: «Ο Γιάννης […] επήγε εις τους Αιμυαλούς, μοναστήρι, του έδωσε ένας καλόγερος φαγί και έπειτα επήγε, έδωσε είδησιν εις τους Τούρκους, επήγαν, τον επολιόρκησαν εις τον ληνόν και τον εσκότωσαν».
Την αμεροληψία του το δημοτικό τη διατηρεί ακέραιη και στα χρόνια της Επανάστασης, όταν αναφέρεται σε εμφύλιες συγκρούσεις (λ. χ. το τραγούδι για τη μάχη του Θοδωράκη Γρίβα με τον καπετάνιο Δημήτριο Μακρή στην Κατοχή Μεσολογγίου, το 1823) αλλά κι όταν συμμερίζεται τον πόνο του εχθρού, όπως στο τραγούδι για τον πάμπλουτο Κιαμήλμπεη που αιχμαλωτίστηκε στην άλωση της Τριπολιτσάς. «Στην ελληνική δημοτική ποίηση», γράφει ο Δ. Πετρόπουλος, «υπάρχουν τραγούδια εμπνευσμένα από ηρωισμούς ή παθήματα προσώπων, που με τις πράξεις τους έβλαψαν άτομα ή το έθνος γενικότερα. Ο λαϊκός ποιητής, καθώς και ο λαϊκός ακροατής του, δοκιμάζουν συγκινήσεις από πράξεις ανθρώπων ανεξάρτητα από το ηθικό τους περιεχόμενο και από πατριωτικές ιδέες». Ποιο άλλο μεγαλείο να ζητήσουμε;
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_2_27/03/2011_1294790
27 Μαρτίου, 2011 στις 8:56 μμ
Βασίλης
Σαν ένα μικρό συμπλήρωμα στο post του Πάνου για το εξαιρετικό άρθρο του παντελή Μπουκάλα.
«Αλλά και ο απλοικός αυτοσχέδιος στιχουργός Τσοπανάκος (Παναγιώτης Κάλας), που παρών καθημερινώς εις το ελληνικόν στρατόπεδον ενίσχυε τον αγώνα των πολεμάρχων του 21, με τα αφελή έμμετρα δημιουργήματά του εξυμνών τα κατορθώματά των, αφιέρωσε και αυτός σύντομον εκ τριών στροφών ωδήν εις την άλωσιν της Τριπολιτσάς. Τρία ιστορικά στοιχεία υπόκεινται εις την ωδήν του Τσοπανάκου, εκ των οποίων το εν συζητήσιμον .»
Παραθέτω ένα απόσπασμα του Τσοπανάκου
Του Κιαμήλμπεη
Πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια,
πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα.
Κλαίνε στους δρόμους Τούρκισσες, κλαίνε εμιροπούλες,
κλαίει και μια χανούμισσα το δόλιο τον Κιαμήλη.
Άχ, πού ‘σαι και δεν φαίνεσαι, καμαρωμέν’ αφέντη,
πού ‘σουν κολώνα στο Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο,
ήσουν και στην Τριπολιτσά θεμελιωμένος πύργος,
στην Κόρθο πλιά δε φαίνεσαι, ουδέ και στα σαράγια,
ένας παπάς σού τά ‘καψε τα έρμα τα παλάτια.
Κλαίνε τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες,
κλαίει και η Καμήλαινα το δόλιο της τον άνδρα,
σκλάβος ραγιάδων έπεσε και ζη ραγιάς ραγιάδων.
«Από την Ιστορία της Τριπολιτσάς» του Τάσου Γριτσόπουλου, τόμος Β1, σελίς 243.
27 Μαρτίου, 2011 στις 9:17 μμ
Πάνος
Σε λίγο από το φέισμπουκ σατιρικά τραγούδια.
27 Μαρτίου, 2011 στις 9:53 μμ
κικη
27 Μαρτίου, 2011 στις 9:53 μμ
κικη
27 Μαρτίου, 2011 στις 9:56 μμ
κικη
27 Μαρτίου, 2011 στις 10:07 μμ
κικη
Και σύντομη ανασκόπηση των γεγονότων
για να μην ξεχνάμε ή
να μην χανόμαστε στην ανακατωσούρα που μας πετάνε, για δήθεν «μοντέρνο τρόπο ανάλυσης των γεγονότων» βάζοντάς μας να δούμε μέσα από παραμορφωτικό καθρέπτη την ιστορία μας, δικαιολογώντας έτσι όσα συμβαίνουν σήμερα
27 Μαρτίου, 2011 στις 10:25 μμ
Rodia
Αλλο ένα δωρακι με αυθεντικα ιστορήματα για κλέφτες και ληστές που έδρασαν μεταξυ 1890-1920 http://radiobubble.gr/el/taxonomy/term/4086
(σε λιγες μερες θα προσθεσω κι αλλη μια ιστορία στην ιδια ομαδα)
27 Μαρτίου, 2011 στις 10:42 μμ
κικη
ένα χαρακτηριστικό κλέφτικο τραγούδι τραγούδι ….χαχαχα……
27 Μαρτίου, 2011 στις 10:51 μμ
κικη
Πάνο
τελικά η πολύ αυτοκριτική έχει φάει τον έλληνα και αυτή τον κράτησε ψηλά.
Ξαφνικά θυμήθηκαν ότι οι κλέφτες δεν ήταν πάντα καλά παιδιά και
κάνανε βιαιότητες,
σε έναν κόσμο βίαιο
όπου ο πασας έσφαζε όταν ήθελε,
αλλά οι υπόδουλοι όταν εξεγέρθηκαν έπρεπε να είναι με αρχές.
Αυτή είναι η αρχή της αμφισβήτησης και του 1821 μήπως?
27 Μαρτίου, 2011 στις 11:08 μμ
σχολιαστης
Μπά, την αυτοκριτική τη φέρνει πάντα στα μέτρα του!