Του Όμηρου Ταχμαζίδη

[Τρεις αρνητικές ψήφοι ενάντια στην έκδοση ψηφίσματος για την υποτιθέμενη γενοκτονία παρά τις σημαντικές αλλαγές και προσθήκες στο αρχικό κείμενο. Η πράξη, σε σχέση  και με το 2012, μπορεί να σηματοδοτήσει τον απεγκλωβισμό από τη μονοσήμαντη θεώρηση του παρελθόντος και την απαλλαγή κάθε συζήτησης γι΄ αυτό από ιδεολογήματα και εθνικιστικές παρωπίδες. Επιστημονικώς η υποτιθέμενη γενοκτονία μένει να αποδειχθεί ή να απορριφθεί. Προς στιγμή μόνο ως υπόθεση εργασίας έχει κάποια σημασία]

Η κατασκευασμένη γενοκτονία: Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 αναδύεται το αντιδραστικό  ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα του νεοποντισμού, οι εκπρόσωποι του οποίου ισχυρίζονται ότι στον Οθωμανικό Πόντο τελέστηκε το έγκλημα της γενοκτονίας. Επινοητής του ιδεολογήματος και κινητήρια δύναμη  προώθησής του ήταν ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης.

Ο στιγματισμός του αντιπάλου: Η επίκληση της κατασκευασμένης γενοκτονίας ήταν ένα μέσο για το διαχρονικό στιγματισμό του  τουρκικού κράτους και την ενίσχυση της κουρδικής υπόθεσης. Από το επιθετικό γλωσσικό ύφος των νεοποντιστών επιβεβαιώνεται, η παρατήρηση του Jaques Semelin ότι: “ο όρος <γενοκτονία> μπορεί να είναι το κυρίαρχο μέρος μιας πολύ επιθετικής ρητορικής ενάντια σε κάποιον αντίπαλο”.

Ιστορικές παρερμηνείες: Οι νεοποντιστές αποδίδουν την ευθύνη για την απώλεια της ιστορικής μνήμης στους “Ποντίους” σε δύο γεγονότα: στην υπογραφή   του συμφώνου φιλίας Ελλάδας- Τουρκίας από τον Ε. Βενιζέλο και τον Μ. Κεμάλ και στην ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε από τις μελέτες των γενοκτονιών, ότι η αντίδραση στο τραύμα διαρκεί τουλάχιστον μια γενιά. Κατά συνέπεια δεν υπήρξε καμία απώλεια μνήμης στους ποντιακούς πληθυσμούς την οποία “αποκατέστησαν” οι νεοποντιστές. Αντιθέτως η κατασκευή της γενοκτονίας στηρίζεται εξ  αρχής σε μια κατασκευασμένη συλλογική μνήμη: τη μνήμη του λαού θύματος.

Η εντεταλμένη επιστήμη: Ο ισχυρισμός περί γενοκτονίας διατυπώθηκε πριν συλλεχθεί, αξιολογηθεί και “ερμηνευθεί” το ιστορικό υλικό. Η Βουλή “αποφάνθηκε” ενώ δεν υπήρχε ούτε μια επιστημονική μελέτη για την υποτιθέμενη γενοκτονία. Στη συνέχεια προέκυψε ένα είδος εντεταλμένης επιστήμης  η οποία κλήθηκε να “πιστοποιήσει” επιστημονικώς τη “βεβαιότητα” του Μ. Χαραλαμπίδη . Στο περιβάλλον των νεοποντιστών ποτέ δεν έκρυψαν ότι την γενοκτονία “την ανέδειξε και την τεκμηρίωσε με στοιχεία  και αποδεικτικό υλικό” ο συγκεκριμένος πολιτικός. Αλλά το επιστημονικό κενό ήταν γνωστό στα μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου. Ο Χάρης Καστανίδης επ΄ αυτού (1992): “Χρειάζεται να γίνει μια επιτροπή επιστημόνων. Υπάρχουν πολλοί άξιοι άνθρωποι και κυρίως ιστορικοί, που σε συνεργασία με το Ελληνικό Κοινοβούλιο πρέπει να καταγράψουν ιστορικές μαρτυρίες, να συλλέξουν όλα τα ιστορικά στοιχεία που σκόρπια υπάρχουν και να βοηθήσουν το Ελληνικό Κοινοβούλιο να καταλήξει σε μια πρόταση ουσιαστικά για τη διεθνοποίηση του ζητήματος …” Δυστυχώς στη χώρα μας είναι ακόμη και σήμερα άγνωστες οι “σπουδές των γενοκτονιών” (genocide studies) και είναι επόμενο να αλωνίζουν διάφοροι ιδεοληπτικοί και να θεωρούν ότι επιτελούν “εθνοκοινωνικό” έργο φανατίζοντας τις νέες γενιές  με το ιδεολόγημα της διατήρησης κάποιας “φανταστικής κοινότητας” Ποντίων.

Οι πολιτικές σκοπιμότητες: Ο κυριότερος λόγος υπέρ της αναγνώρισης μιας “άγνωστης” γενοκτονίας ήταν η εργαλειοποίηση του λεγόμενου “ποντιακού ζητήματος” στην αντιπαράθεση με την Τουρκία. Η Ελλάδα όφειλε, σύμφωνα με τον Χάρη Καστανίδη να αποκτήσει, μέσα στα πλαίσια ενός αναβιούντος εθνικισμού στα Βαλκάνια, μειονοτική πολιτική…”, ώστε “να προκαλεί προβλήματα ανάλογα με αυτά που άλλοι επιχειρούν να της προκαλέσουν» και ο ίδιος πρότεινε την αξιοποίηση των “κρυπτοχριστιανών” της Τουρκίας.

Η εύνοια της συγκυρίας: Οι νεοποντιστές ευνοήθηκαν από τις κοσμογονικές αλλαγές της περιόδου (αρχές δεκαετίας1990) και από την επακόλουθη αναδιάταξη των διεθνών σχέσεων. Κοντά στα άλλα προστέθηκαν και τα κονδύλια της Ε.Ε. για την αποκατάσταση των νεοπροσφύγων από την πρώην Σ.Ε., με τα οποία οι επιτήδειοι “πατριώτες» ξανοίχτηκαν σε νέα πεδία δραστηριοποίησης. Γύρω από το αίτημα για αναγνώριση της γενοκτονίας δημιουργήθηκε ένα κραταιό “θεσμικό παρακράτος” με σημαντικό ρόλο, όπως έδειξε αργότερα και η “υπόθεση Οτσαλάν”.

Οι αντιδράσεις: Οι επιφυλάξεις κατά του ισχυρισμού περί γενοκτονίας είναι σχεδόν τόσο παλιές όσο και η κατασκευή του. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση (1992) του πρώην αντιπροέδρου της Βουλής των Ελλήνων Ισαάκ Λαυρεντίδη: «… μολονότι το θέμα συγκινεί και αναμφισβητήτως ενδιαφέρει, διότι μαζεύεις κοινή γνώμη εναντίον εχθρού του έθνους … η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να στοιχειοθετήσω αυτό που λέγεται γενοκτονία …». Την ίδια περίπου περίοδο ο διδάκτορας νομικής και λαογράφος Στάθης Ευσταθιάδης, επεσήμανε το ενδεχόμενο να υπάρχουν και από την πλευρά της Τουρκίας «αιτιάσεις για γενοκτονία σε βάρος του δικού της λαού…».  Τέλος, τα πρακτικά της Βουλής μαρτυρούν την  πλήρη άγνοια των κοινοβουλευτικών της εποχής για το τι εστί γενοκτονία. Πάραυτα αποφάνθηκαν με την ψήφο τους. Στη συνέχεια όλες οι κυβερνήσεις αντιμετώπισαν τις συνέπειες αυτής της ανευθυνότητας, αλλά οι αντιδράσεις τους ήσαν σπασμωδικές και χλιαρές. Μια αξιοσημείωτη κίνηση απαξίωσης του όλου εγχειρήματος έγινε από τον πρόεδρο της Βουλής Δ. Σιούφα, ο οποίος αρνήθηκε να ανατυπώσει τον τόμο του Κ. Φωτιάδη “Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου” και να προχωρήσει σε έκδοση της αγγλικής μετάφρασής του, διαμηνύοντας στον ιστοριοδίφη ότι: «Η αγγλική  μετάφραση είναι στη διάθεσή σας, αν νομίζετε ότι μπορείτε να την αξιοποιήσετε»! Αλλά ο Κ. Φωτιάδης επιζητούσε μια έκδοση με ενισχυμένο “συμβολικό κεφάλαιο”, όπως φαίνεται από την απάντησή του προς τον Δ. Σιούφα: « … πιστεύετε ότι η μετάφραση μάς έλειπε για να προχωρήσουμε στην έκδοση ή το κύρος του Κοινοβουλίου;» Χωρίς το κύρος του Κοινοβουλίου το συγκεκριμένο βιβλίο έχει μηδενική πολιτική αξία. Επιστημονική δεν είχε ποτέ!

Όμηρος Ταχμαζίδης

Αυτοαπασχολούμενος δημοσιογράφος

Magister Artium

Φιλοσοφίας- Ιστορίας