Το είπε ο ώριμος άντρας έτσι ήσυχα, τους γύρισε την πλάτη και πήγε να ενωθεί με τα πιτσιρίκια που έπαιζαν το κότσι, στα πέτρινα σκαλοπάτια: ψωμία, λαδία, βασιλεία, λουρία!

Όταν δεν ήταν μπροστά τον θεωρούσαν μέχρι και γραφικό. Από βασιλική γενιά – αλλά τα παράτησε όλα σύξυλα (δόξα, χρήμα, εξουσία, καταναλωτισμό) και ασχολήθηκε αφιλοκερδώς με το πιο κουραστικό άθλημα που υπάρχει σ’ αυτόν το βίο: τη σκέψη.

«Μα την Αρτέμιδα» είπε ένας από την παρέα, «μας την είπε πάλι!»

«Πως το είπε, πως το είπε ακριβώς;»

«Ε, να. Είναι δύσκολο να αντιτάσσεται κανείς στις επιθυμίες του. Γιατί ό,τι θέλει, το αγοράζει με τίμημα την ψυχή του»

«Εδώ θα το έλεγα αλλιώς: Δύσκολο να στήνεις αμάχη ενάντια στην επιθυμία΄ γιατί ό,τι αυτή θέλει, το εξαγοράζει με την ψυχή σου».

«Εσύ τι λες, ώ ξένε;»

Ο ξένος χαμογέλασε. Μασούλισε αργά το φρέσκο κουκί που είχε βάλει στο στόμα του και μετά μίλησε, χαμηλόφωνα.

«Θαρρώ πως είπε κάτι πιο δύσκολο. Ματαιοπονία να πολεμάς το κτήνος μέσα σου. Ψωνίζει ό,τι γουστάρει και το ξοφλά υποθηκεύοντας την ψυχή σου».

Οι υπόλοιποι έτρεψαν το βλέμμα προς τα παιδιά, που χαλούσαν τον κόσμο: ο άντρας που έπαιζε μαζί τους είχε φέρει λουρία και άπλωνε χαμογελώντας το χέρι για να φάει τις ξυλιές του. Τα πιτσιρίκια χοροπηδούσαν, ενθουσιασμένα.

«Πως τον λένε;» ρώτησε ο ξένος.

«Ηράκλειτο» απάντησε ο πιο ηλικιωμένος, με μιαν ανεξήγητη νευρικότητα και άπλωσε το χέρι στο σωρό με τις κλάρες από τα κουκιά.