Όποιος νομίζει ότι η πρόσφατη είδηση για το κάμπινγκ των νεολαίων του σύριζα που το ξημέρωναν με σκυλάδικα (στη διαπασών) είναι τυχαίο ή πρόσφατο φαινόμενο, κάνει μεγάλο λάθος. Κι όποιος νομίζει ότι οι πρόσφατες ομορφιές δεν έχουν την ιδεολογική κάλυψη του Αριστερού Ρεύματος και του Παναγιώτη Λαφαζάνη προσωπικά, κάνει ακόμα μεγαλύτερο λάθος!
Ως γνωστόν (;) οι εξαιρετικοί ισχυρισμοί απαιτούν εξαιρετικές αποδείξεις! Σπεύδω λοιπόν να αποδείξω τον ισχυρισμό της εισαγωγής, αναρτώντας μια επιστολή (δική μου) που στάλθηκε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης εν έτει1984 (και φυσικά ΔΕΝ δημοσιεύτηκε – αυτό δα έλειπε!). Τέικ ε λουκ – και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποστ είναι εν μέρει σοβαρό και εν μέρει… μη σοβαρό 😉
*
(Ίσως το κείμενο που ταχυδρομήθηκε στην εφημερίδα να έχει κάποιες διαφορές από το αρχαίο χειρόγραφο που ανακάλυψα, γραμμένο με μαύρο λεπτό μαρκαδοράκι στις αρίγωτες πίσω σελίδες της εξέτασης «ΟΜΙΛΗΤΙΚΟ ΑΚΟΥΟΓΡΑΜΜΑ» από την ΩΡΛ κλινική του ΑΧΕΠΑ)
Διάβασα προσεκτικά και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το κείμενο του Π. Λαφαζάνη για το λαϊκό τραγούδι με αφορμή τα «Πικροσάββατα». Βρίσκω θετικό το γεγονός ότι ένας «μη ειδικός» ασχολείται με το λαϊκό τραγούδι μέσα από τις στήλες του «Ρ».
Ωστόσο, όντας κι εγώ «μη ειδικός» πρέπει να σημειώσω πως σχεδόν όλες οι θέσεις που διατυπώνει ο Π.Λ. με βρίσκουν αντίθετο ή έστω επιφυλακτικό.
Και πρώτα πρώτα η εκτίμηση για τα «Πικροσάββατα», μια άνιση και άτυχη κατά τη γνώμη μου προσπάθεια του Θεοδωράκη και του Παπαδόπουλου, μια δουλειά που δεν δικαιώνει το παρελθόν τους στο λαϊκό τραγούδι και – κυρίως – δε φωτίζει έναν καινούριο δρόμο γι’ αυτό.
Δεν είναι όμως η άποψή μου για τα «Πικροσάββατα» που θέλω να σταθώ. Κι αυτό γιατί το κύριο μέρος του άρθρου του ο Π.Λ. το αφιερώνει στο «σύγχρονο «εμπορικό» τραγούδι», όπως θέλει να χαρακτηρίζει εκείνο το είδος του τραγουδιού που είναι γνωστό σα «σκυλάδικο».
Ο Π.Λ. δέχεται την «αντιφατικότητα» αυτού του είδους, παράλληλα όμως επισημαίνει πως διαθέτει «πρωτογενές υλικό τεράστιας εμβέλειας», «λαϊκότητα», «ενστιχτώδη ειλικρίνεια», «πηγαία λαϊκή κραυγή», «ανελέητο μαστίγωμα της συμβατικότητας». Είναι λογικό και επόμενο στη συνέχεια να κακίζει αυτούς που το καταδικάζουν. Κάνει μάλιστα έναν τολμηρό παραλληλισμό της αντιμετώπισης που λαβαίνει το «σκυλάδικο», μ’ αυτήν που έλαβε η δημοτική, το δημοτικό τραγούδι, ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, η λαϊκή τέχνη και ο Καραγκιόζης…
Να ‘ναι άραγε έτσι;
Δε νομίζω πως χρειάζεται να επιμείνει κανείς για ν’ αποδείξει πως ο παραλληλισμός του Π.Λ. είναι τουλάχιστον άστοχος. Χρειάζεται ίσως να υπενθυμίσει κανείς μερικά στοιχεία απ’ την ιστορία της «τέχνης» αυτής με την οποία ασχολήθηκε ο Π.Λ. – εντελώς επιγραμματικά γιατί ο χώρος είναι πολύτιμος. Το είδος γνώρισε μεγάλη άνθιση τα χρόνια της χούντας – που τη βόλευε η κακογουστιά, η αφέλεια, η ψευτομαγκιά, τα γλυκανάλατα «ερωτικά» του θέματα και ο τρόπος ζωής (σκυλάδικα, γήπεδα, αποβλάκωση) που το συνόδευε. Μετά τη χούντα το σκυλάδικο δεν έπαψε να υπάρχει, έδωσε όμως λίγο «χώρο» στο έντεχνο λαϊκό και στο «πολιτικό» (αν είναι δόκιμος ο όρος) τραγούδι. Μέχρι πρόσφατα (’79-’81), που μετά την άμπωτη της ρεμπετομανίας ξαναπλημμυρίζει το σύμπαν, απειλητικό και ισοπεδωτικό, σε μια χαρακτηριστική συνέργεια με τη ντίσκο και το «ελαφρολαϊκό» τραγούδι.
Κάποιοι το προωθούν, προσπαθώντας να το «χρίσουν» τέχνη και να το καταξιώσουν στη συνείδηση των πλατιών μαζών (και της Αριστεράς) σα «νόμιμο και ελπιδοφόρο» τρόπο έκφρασης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πολλές εκπομπές του Β’ Προγράμματος της ΕΡΤ, οι τελευταίες δισκογραφικές ενασχολήσεις του Δ. Σαββόπουλου, οι συναυλίες εκπροσώπων του είδους στο Λυκαβηττό με τηλεοπτική κάλυψη, οι «θεωρητικές» ακροβασίες διάφορων προσώπων σε μουσικά περιοδικά κλπ. Αυτοί έχουν τις απόψεις ή τις επιδιώξεις τους. Άλλη όμως πρέπει να ‘ναι – επί του προκειμένου- των μαρξιστών ή (πιο σωστά) όλων όσων ενδιαφέρονται για το λαϊκό τραγούδι γιατί το βλέπουν σαν τον καθρέφτη του πολιτιστικού επιπέδου του ελληνικού λαού.
Το φαινόμενο «σκυλάδικο» χρειάζεται βαθιά και σοβαρή ανάλυση, όπως και ο «χουλιγκανισμός» και ο «εμπορικός» κινηματογράφος και πλήθος άλλα φαινόμενα της εποχής. Παράλληλα χρειάζεται επίμονη προσπάθεια για να δοθεί ένα άλλο πολιτιστικό στίγμα στις δύσκολες εποχές που ζούμε.
Το «σκυλάδικο» ως είδος «λαϊκού» τραγουδιού είναι οπισθοδρόμηση πολιτιστική και από πολιτική άποψη βαθιά και πολύπλευρα αντιδραστικό.
Έχοντας αυτή τη γνώμη, μου προξενεί απορία ο τρόπος με τον οποίο ο Π.Λ. το αντιμετωπίζει. Γιατί πράγματι «το τραγούδι για μας είναι το ψωμί του λαού». Μόνο που το «σκυλάδικο» είναι ψωμί μουχλιασμένο. Δεν πρέπει, ακόμα, να φοβάται κανείς πως «σβήνοντάς το» θα χάσουμε «μαζί με τα παλιόνερα της σκάφης και το παιδί». Αν το παιδί μείνει στα «παλιόνερα» έτσι κι αλλιώς δεν έχει ευοίωνο μέλλον.
Χάριν συντομίας σταματώ εδώ και δε σχολιάζω τις ενδιαφέρουσες – πλην κατά τη γνώμη μου λαθεμένες – απόψεις του Π.Λ. που αναπτύσσει στις τρεις τελευταίες παραγράφους του κειμένου του.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
*
Εικονογράφηση: http://www.newsbeast.gr/weird/arthro/281104/stihoi-pou-afisan-istoria-stis-pistes/
30 Σχόλια
Comments feed for this article
12 Αυγούστου, 2014 στις 10:29 πμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
Αν καποιος κοινωνιολογος ειχε κανει αναλυση της καταστασης του προλεταριατου και του λουμπεν προλεταριατου, την εποχη της χουντας και κατα την πρωτη δεκαετια της μεταπολιτευσης, σε συνδυασμο με τις αποψεις του ΠΛ για την περιμαντρωση των στρωματων αυτων στο Κομμα, ισως η εικονα που ο ΠΛ εχει, (ή υποκρινεται οτι εχει) για το «σκυλαδικο τραγουδι», να μην ξαφνιαζει τοσο οσο τον Πανο του 1984.
Ηδη, το 1984, αρκετοι/ες φοιτητες/τριες, ψηφοφοροι της Πανσπουδαστικης ή μελη της ΚΝΕ της ηλικιας μου ειχαν διοριστει στο Δημοσιο, ΔΕΚΟ,γεμιζαν τα νεο-ρεμπεταδικα οπου επαιζαν οι διαφορες κομπανιες, τα θεατρα, τους κινηματογραφους, τα γηπεδα και τα σταδια με τις μεγαλες λαικες συναυλιες, ειχαν ενα χαρακτικο(κατα προτιμηση Τασο ή Β.Κατρακη) στο σπιτι τους.
Λιγο μετα επι Γκορμπατζωφ, απελευθερωθηκαν και αυτοι, λ.χ. φορωντας γιουνισεξ γυαλια, αλλαζοντας το ντυσιμο τους,….
Επρεπε να γινει η εκρηξη της εκδικησης της γυφτιας των αξεχαστων Μ.Ρασουλη και Ν.Παπαζογλου, για να ανανεωθει το αλικο τραγουδι….
12 Αυγούστου, 2014 στις 11:12 πμ
Πάνος
Περασαν κιολας 30 χρονια απο το 1984, γμτ… Η «εκδικηση της γυφτιας» ομως ειναι ακομα παλιοτερη.
12 Αυγούστου, 2014 στις 11:43 πμ
xberliner
Δυστυχώς δεν έχουμε το αρχικό άρθρο του Λαφαζάνη. Με γέμισες περιέργεια.
Και για να κάνω το συνήγορο του διαβόλου, το σκυλάδικο έχει βγάλει και καταπληκτικά τραγούδια και καταπληκτικές φωνές ενώ το έντεχνο έχει παίξει και το ρόλο του φερετζέ για ατάλαντους και παράφωνους να κάνουν καριέρα. Άσε που μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι για να κάνει κάποιος καριέρα στο έντεχνο πρέπει να τραγουδήσει σε φεστιβάλ της κνε.
Αυτό το διαχωρισμό πάντως σε έντεχνο – σκυλάδικο, ποιοτικό – εμπορικό κτλ κτλ το θεωρώ μια μαλακία που βολεύει μόνο τους ατάλαντους να πάρουν την ταμπέλα του ποιοτικού. Εγώ ακούω ότι μ’ αρέσει την κάθε στιγμή αδιαφορώντας για την ταμπέλα.
12 Αυγούστου, 2014 στις 11:57 πμ
δεξιος
1984… Παράλληλοι κόσμοι.
12 Αυγούστου, 2014 στις 12:29 μμ
Πάνος
berliner,
το έψαξα το άρθρο του Λαφαζάνη, αλλά δεν το βρήκα στο δίκτυο. Θα το είχα αν είχα κρατήσει ακόμα τις εφημερίδες της εποχής (διατηρούσα αρχείο) αλλά όταν άρχισαν να ξεχειλίζουν τα έντυπα από τα παράθυρα έκανα αποφασιστικές εκκαθαρίσεις 😉
Ανέβασα όμως το ποστ γιατί οι φράσεις στα εισαγωγικά και η έμμεση παρουσίαση δίνουν με σχετική ακρίβεια το πνεύμα του αρθρογράφου, ο οποίος τότε ήταν πολλά υποσχόμενο κομματικό στέλεχος παρά τω Χαριλάω.
Όσο γι’ αυτά που λες (για το σκυλάδικο), ισχύουν ως εξαιρέσεις (που επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Σε γενικές γραμμές επιβεβαιώνω και σήμερα αυτά που έγραφα πριν 30 χρόνια. Εννοείται ότι στους εκτός σκυλάδικου χώρους κυκλοφορούν η Σάρα, η Μάρα και το Κακό Συναπάντεμα – και το παίζουν Τέχνη. Αυτό όμως είναι θέμα άλλου ποστ 😉
ΥΓ. Το καλύτερο το είπε η Αρλέτα: δεν υπάρχουν πια σκυλάδικα. Υπάρχουν πεκινουάδικα.
12 Αυγούστου, 2014 στις 12:35 μμ
Πάνος
δεξιέ,
παράλληλοι αλλά και τεμνόμενοι κόσμοι. Στα 1984 άκουγα ροκ, αλλά ως τρίτη / τέταρτη επιλογή, μετά τη τζαζ, την κλασσική, το εντόπιο έντεχνο (και λαϊκό) τραγούδι κλπ: είχε προηγηθεί η πολυετής μουσική εκπαίδευση (εξ απαλών ονύχων…) στο Γ’ Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι. Μια εμπειρία ζωής… κυριολεκτικά!
(Ένας από τους λόγους που δεν πρόκειται να χωνέψω ποτέ το κλείσιμο της ΕΡΤ με… ουκάζιο) 😉
12 Αυγούστου, 2014 στις 12:45 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
«ΜΕ ΑΠΟΨΗ
Πέμπτη, 26 Σεπτεμβρίου 2013 – 07:08
Το λούμπεν προλεταριάτο εκδικείται
Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Το «λούμπεν προλεταριάτο» προέρχεται ετυμολογικά από τη γερμανική λέξη Lumpen (κουρέλια)και δηλώνει τα άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση απόλυτης ένδειας ή έσχατης κοινωνικής εξαθλίωσης. Ο όρος χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τον Μαρξ στο βιβλίο του «Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία» (1848), όπου διακρίνει εφτά κοινωνικές τάξεις και στρώματα: την αστική τάξη, τη βιομηχανική αστική τάξη, την εμπορική αστική τάξη, τους μικροαστούς, τους αγρότες, το προλεταριάτο και τέλος το λούμπεν προλεταριάτο.
Σύμφωνα με τον Ένγκελς, ο καπιταλισμός νομοτελειακά έχει ανάγκη από ένα απόθεμα εργαζομένων δίχως απασχόληση. Αυτή ακριβώς η περιοδική απασχόληση δημιουργεί τον εφεδρικό στρατό εργασίας και αναπόφευκτα μια εξαθλίωση περιστασιακή (για τα μεμονωμένα άτομα) και διαρκή (για την εργατική τάξη).
Στη δική μας μεταπρατική κοινωνία, δεν βιώσαμε ποτέ την εξαθλίωση της βιομηχανικής κοινωνίας, παρά μόνο στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και κυρίως, στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ποτέ δεν αναπτύξαμε σοβαρό καπιταλισμό για να μολυνθούμε από τις αρρώστιες του. Άλλα είναι τα δικά μας «λούμπεν» και οι παθογένειες που η ηγέτιδα τάξη εξέθρεψε για να συντηρήσει τα κεκτημένα της. Πέρασαν όμως οι δεκαετίες κι ήρθε πλέον η ώρα να βγούν στη επιφάνεια τα «ζόμπι» των «προλετάριων» που ένα σωρό μηχανισμοί και κρατικά συστήματα μεγάλωναν στα νοσηρά «εκτροφεία» τους.
Ας βάλουμε όμως σε μία σειρά τις περιπτώσεις των ελληνικών «λούμπεν» κι ας δούμε ποιος βολεύεται από την «εκτροφή» τους. Όλα τα χρόνια της μεταπολίτευσης οικονομική, πολιτική, πνευματική και πολιτιστική εξουσία φρόντισαν να διογκώσουν ή να κατασκευάσουν μόνες τους, μειοψηφίες «περιθωρίου». Αυτό έγινε στους χώρους που, παραδοσιακά, είχαν στον έλεγχο τους. Στην οικονομία, κράτησαν εξαρτημένο και ανειδίκευτο το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού και ημιαστικού πληθυσμού, χωρίς παιδεία και προοπτικές υγιούς ανάπτυξης. Στην πολιτική, συντήρησαν τις ιδεολογικές φαντασιώσεις, μέσα από τη δημιουργία μιας «λαϊκίστικης νομενκλατούρας». Αυτή χειραγώγησε τη μικροαστική σκέψη, σε κόμματα, σε σωματεία και συνδικάτα. Στον πνευματικό χώρο, η επιστημονική κοινότητα, «ναρκωμένη» από τον κρατισμό και την ερευνητική αδράνεια, επώασε μειοψηφίες που σπρώχθηκαν στο περιθώριο και εγκλωβίστηκαν σε ουτοπικές και εμμονικές ιδεοληψίες άλλων εποχών. Τέλος, ο «ολοκληρωτισμός» της μιντιακής υποκουλτούρας, μετά το 1990, καλλιέργησε το μοντέλο του «υπανθρώπου» που βαυκαλίζεται και επαίρεται μέσα στον αμοραλισμό του, στην ψοφοδεή συμπεριφορά και στην εξαθλίωση της προσωπικής του ζωής. Ακραία δείγματα ήταν οι καλεσμένοι στα τηλεοπτικά σόου της Πάνια…
Όλοι αυτοί έχουν κοινά χαρακτηριστικά την ανέχεια ή τουλάχιστον, την οικονομική δυσπραγία, την αδιαφορία για πνευματική καλλιέργεια, την αποδοχή των πελατειακών δικτύων, το ένστικτο του λαϊκισμού, την παραίτηση από την παραγωγική προσπάθεια και την επαναλαμβανόμενη στοχοποίηση άλλων προσώπων που τους μισούν και τους θεωρούν υπεύθυνους για την περιθωριοποίηση τους. Όποιος τους «χρηματοδοτεί» ή τους εκτρέφει, τους θέλει για «μαγιά» και «πρώτη ύλη» για να «μολύνει» τους άλλους, αυτούς που δεν είναι ακραίοι αλλά ιδιαίτερα πρόθυμοι για χειραγώγηση. Παράδειγμα, η «αριστεροσύνη», η «θρησκεία» στα γήπεδα, η «βάρβαρη γλύκα» της «υποκουλτούρας», η γοητεία της «αεργίας» και του «παρασιτικού βίου» και τώρα, η ωμή βία που «σαγηνεύει» πάνω από 500.000 Έλληνες. Οι αφελέστατοι πιστεύουν πως κάποιος άλλος θα δείρει, για χάρη τους, του «δικτατορίσκους» της αποτυχημένης τους δημοκρατίας. Μόνο που μέχρι τώρα, το ξύλο και τα μαχαιρώματα άλλοι «λούμπεν» τα υφίστανται και όχι το κατεστημένο. Το θέατρο της παράκρουσης προκαλεί και δηλητηριάζει με μίσος ολόκληρη την κοινωνία. Ούτε τιμωρεί ούτε διορθώνει τίποτα!
Ήταν λοιπόν, επόμενο, μετά από τόση προσπάθεια του συστήματος, να χειραγωγήσει τη δημοκρατία δια μέσου των «λούμπεν», η κατάσταση να ξεφύγει. Και από δεξιά και από αριστερά. Όσοι πιστεύουν ότι η «Χρυσή Αυγή», πετάχτηκε ξαφνικά από το πουθενά και έγινε τρίτο κόμμα, θα πρέπει να ψάξουν λίγο καλύτερα τις χρηματοδοτήσεις της. Όσοι νομίζουν ότι οι εξτρεμιστικές οργανώσεις στα πανεπιστήμια συντηρούνται μόνες τους, «χτίζοντας» γραφεία και προπηλακίζοντας ομιλητές, να ρωτήσουν τους πρυτάνεις γιατί τους «ανέχονται», τόσο απροκάλυπτα και χυδαία. Τέλος, όσοι σκέφτονται πως γίνεται υπουργοί πολιτισμού και τύπου να επιτρέπουν την «εκπαίδευση» δύσμοιρων «προλετάριων» της τηλεοπτικής βλακείας, να μετρήσουν ποια «κρίσιμη μάζα» τους εκλέγει και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της.
Ξύπνησαν όμως, όλα τα «λούμπεν» μαζί, αφηνίασαν και βγήκαν απ΄τα υπόγεια. Οργανώθηκαν, αυτονομήθηκαν και δίνουν τη μάχη για επικράτηση. Δεν έχει να κάνει με τη Χρυσή Αυγή μόνο. Και οι άλλοι, αν εύρισκαν την ανάλογη «στήριξη» τα ίδια και χειρότερα θα έκαναν. Στρατολογούνται από παντού, «όλης της γης οι κολασμένοι…», μπας και βρούν δρόμο για εκδίκηση και νέο αίμα. Άντε να δούμε τώρα, πως θα μαζευτεί η κατάσταση και πως θα μπει τάξη σε μια κοινωνία που μέρα με τη μέρα, πολλαπλασιάζονται τα θύματα της κρίσης και μεγαλώνει η ανασφάλεια και ο φόβος. Το ελληνικό «λουμπέν προλεταριάτο» είναι πονηρά και υποχθόνια κατασκευασμένο στα «εργαστήρια»… Αν ήταν απλά, τα «απόβλητα» του καπιταλισμού θα υπήρχε ελπίδα να ελεγχθεί. Τώρα, διψάει για αίμα και σκοτώνει, δίνοντας υλικό στους κρυμμένους «ινστρούκτορες» να πουλήσουν ιδεολογία, επανάσταση και πολλά πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες τους…!
* Ο κ. Ανδρέας Ζαμπούκας είναι Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας
http://www.capital.gr/Articles.asp?id=1877737
ΥΓ Δεν συμφωνω πληρως κατ’ αναγκη με τον ΑΖ. Στον βαλκανικο καπιταλισμο πρεπει να προστεθει οτι το ελληνικο προλεταριατο και λουμπεν προλεταριατο, εβρισκε πολυ συχνα διεξοδο στο λαθρεμποριο, την προστασια καταστηματων και εκδιδομενων, την ελαφρα εγκληματικοτητα,……, στην ποντοπορα ναυτιλια, ακομη και σε περιστασιακες εργασιες στην οικοδομη, …..
12 Αυγούστου, 2014 στις 12:46 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
Επι του θεματος με ακουστικα δειγματα-video απο λουμπεν λαϊκα
«Μουσική – Videos – Μουσικοδρόμιο
Μια ιχνηλασία στα μονοπάτια της ιστορίας της μουσικής, των συνθετών και των τραγουδιών
Τρίτη, 9 Απριλίου 2013
Λούμπεν παλιά τραγούδια στη λούμπεν εποχή μας
Σύμφωνα με τα λεξικά, η λέξη λούμπεν σημαίνει αυτόν που έχει χάσει τα προνόμια της τάξης στην οποία ανήκε, έχοντας χάσει ταυτόχρονα και όλα τα δικαιώματά του. Υπό τον όρο «λούμπεν προλεταριάτο» τη συναντάμε στον Mαρξ και ύστερα από αυτόν σε πολλά άλλα έργα της κομμουνιστικής γραμματολογίας. «Λούμπεν προλεταριάτο» ο Mαρξ εννοούσε το εξαθλιωμένο και περιθωριακό τμήμα της εργατικής τάξης, που είχε χάσει την ταξική του συνείδηση και τον ρόλο του στην κοινωνία. Προσπαθούσε να επιβιώσει με ευκαιριακές εργασίες μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας.
Ο όρος αποδείχθηκε εξαιρετικά εύστοχος και χρήσιμος για να περιγράψει μερικά φαινόμενα της ρωμαίικης πορείας, που προχωράει στον χρόνο και φτάνει ως το δύσκολα να χαρακτηριστεί σήμερα και ούτω καθ’ εξής.
Τα τελευταία χρόνια η «λούμπεν κατάσταση» και η κρίση αξιών είναι περισσότερο εκτεταμένες από ποτέ. Πέρα από την οικονομική, ζούμε στην έξαρσή τους και άλλες κρίσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται φυσικά και η καλλιτεχνική.
Όσον αφορά το τραγούδι, συνθέσεις που εμφανίστηκαν κυρίως κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970 τοποθετήθηκαν στη… λούμπεν περιοχή. Ήταν η εποχή που το λαϊκό τραγούδι έσφυζε από έμπνευση, με πολλούς και μεγάλους συνθέτες, αλλά και από ευτέλεια, φυσικά, με σωρεία τραγουδιών χαμηλής ποιότητας… Εκεί, σε όλον αυτό τον συρφετό ξεφύτρωσε και πλειάδα τραγουδιών που ήθελε να παρουσιάσει πολύ «γλαφυρά», θα λέγαμε, την τότε σκληρή καθημερινότητα του λαού, αγγίζοντας και εγείροντας το αίσθημά του! Δημιουργήθηκε έτσι ένα πολύ συγκεκριμένο είδος και ύφος, πολλές φορές βαρύ, ασήκωτο και σπαραξικάρδιο, που στόχο είχε, με «ταξική συνείδηση», να περιγράψει ανείπωτους καημούς και πίκρες. Να στηλιτεύσει με περιτύλιγμα «καλλιτεχνικής φλέβας» τα κακώς κείμενα για τους δημιουργούς τους, και μάλιστα με γόνιμο διάλογο μεταξύ των ερμηνευτών, όλων των ηλικιών, είτε διά του τηλεφώνου είτε διά ζώσης, του μικροφώνου.
Άλλες πάλι φορές είχε πρόθεση και να διακωμωδήσει, εν γένει, τα τεκταινόμενα και τα δρώμενα που ταλάνιζαν την τότε κοινωνία. Επίσης, πολλάκις, ήθελε να μιμηθεί επάξια τον ελληνικό λαϊκό κινηματογράφο που βασίλευε τα χρόνια εκείνα και που έπρεπε να πας με μαντίλια για τα άφθονα δάκρυα που θα έχυνες οσονούπω, όταν συνέπασχες με την πλούσια όμορφη, τροφαντή τότε, κυρία και τον φτωχό εργάτη, που κακοί άνθρωποι με συγγενικούς δεσμούς. τους εμπόδιζαν να χαρούν τον έρωτά τους με παπά και με κουφέτα. Σημειωτέον όμως ότι αυτοί οι παλιάνθρωποι μετά, αντιλαμβανόμενοι το λάθος τους, δήλωναν μεταμέλεια. Το τέλος πάντα ήταν αίσιο…
Σήμερα, δυστυχώς, δεν είναι πολύ γνωστά αυτά τα τραγούδια, ενώ είναι πράγματι απολαυστικά και έχουν τη δική τους ιστορική αξία, εφόσον απεικονίζουν μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Βέβαια, αν τώρα τα βάλεις δίπλα δίπλα με πολλά από τα σύγχρονα λαϊκά άσματα –οι συντελεστές των οποίων ως πρόσφατα θησαύριζαν– πολλά από αυτά ίσως σήμερα μπορούσαν και να κερδίσουν «χρυσές» και «πλατινένιες» διακρίσεις.»
http://videosmusicview.blogspot.gr/2013/04/blog-post_9.html
12 Αυγούστου, 2014 στις 12:56 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
«9.1.14
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος: Οι λούμπεν εξοχότητες του ελληνικού χρηματιστηρίου
πηγή: http://www.lifo.gr
Ο Λύκος της Wall Street δεν είναι μεγάλη ταινία αλλά είναι η ταινία της στιγμής. Δεν μπορεί παρά να σε αφορά. Βγαίνει σε διαβολικό timing, όταν ο πλανήτης ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του και συνειδητοποιεί ότι το χτύπημα που δέχτηκε από τις αγορές παρά λίγο να του πάρει τη ζωή. Και ότι σε πολλούς την πήρε. Συμφωνώ με τον Κουτσογιαννόπουλο: δεν προσθέτει τίποτα στη φιλμογραφία του Σκορσέζε. Αλλά συγκεφαλαιώνει μια εποποιία ντροπής, καταδεικνύει με την απλούστευση ενός κόμιξ τον μηχανισμό της χρηματιστηριακής φούσκας – και φιλοτεχνεί με εφιαλτικό τρόπο τον παρακμιακό τρόπο ζωής όσων πλουτίζουν γρήγορα και πρόστυχα.
Όλος ο πλανήτης πληρώνει τα σπασμένα αυτής της ιστορίας. Αλλά ο καθένας κάνει τους δικούς του συνειρμούς όταν τη βλέπει να γίνεται σινεμά. Και νιώθει πολύ ενοχλημένος. Εάν δεν είναι κτήνος από γεννησιμιού του.
Τις ξέρουμε κι εμείς τις εισηγμένες που είναι ανύπαρκτες παράγκες της επαρχίας, δήθεν εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας που δεν λειτούργησαν ποτέ, λεφτά που αντί για επενδύσεις γίνανε προσωπικές βίλες στη Μύκονο — το λεγόμενο έγκλημα του Χρηματιστηρίου.
Την ξέρουμε κι εμείς την αφελή μαρίδα που πειθαναγκάστηκε να παίξει στον στημένο τζόγο, ηλικιωμένους που έχασαν σε μια απονενοημένη ζαριά την εξασφάλιση μιας ζωής, τα θολωμένα μειράκια που επιζήτησαν να γίνουν μεγιστάνες σε μια νύχτα. Ξέρουμε το επιθετικό παιδί της επαρχίας που γίνεται ζάπλουτο μέσα σε μια αλλόκοσμη φλασιά και δεν ξέρει τι να τα κάνει τα λεφτά του, αφού ευτυχία χωρίς αίσθηση μέτρου δεν υπάρχει — και σε dt κόβει τη δυστυχία του φέτες, με την πιστωτική που κόβει και την κόκα του.
Με μια διαφορά. Εδώ δεν ξέρουμε κανένα FBI — τουλάχιστον κανένα που να προτίθεται να τιμωρήσει τους εγκληματίες. Το δικό μας εθνικό έγκλημα μπήκε στο αρχείο. Είκοσι άνθρωποι μπήκαν φυλακή, χιλιάδες άλλοι εξακολουθούν να απολαμβάνουν εν κρυπτώ τα κλεμμένα — πρόσωπα γνωστά, σε θώκους και κοσμικές στήλες, παράγοντες με λερωμένα χέρια – οι λούμπεν εξοχότητες.
Κι αυτό είναι που δημιουργεί στους Έλληνες τόση δυσανεξία, καχυποψία και επιθετικότητα. Οι εγκληματίες είναι ακόμα πρώτο τραπέζι πίστα, εκτός από τους εγκληματικότερους που ανακάλυψαν τη χάρη τον επαρχιών και του Μανχάταν — οι Κιγκινάτοι του lifestyle.
Και μόνο για τον τρόπο που δείχνει την ντέκα αυτών των πλούσιων και με ένα χολερικό ακροβατικό την προσγειώνει στην τηλεόραση των ριάλιτι και των ρεπορτάζ για πλούσιους και διάσημους, ο Σκορσέζε είναι μετρ. Δείχνει ότι υπάρχει πολύ πρόθυμο κρέας που επιθυμεί συνειδητά να γίνει αμοράλ και να πλουτίσει ανέντιμα – αρκεί κάποιος να του δείξει τα κόλπα. Ότι κάτι άπληστο μέσα στην ανθρώπινη φύση έλκεται και μεθάει από την υπερβολή, ότι υπάρχει ένα μακρύ περιδέραιο από media που θα καταγράψουν ευχαρίστως τις προστυχιές κάθε πλούσιου αλήτη, με αζημίωτα ωσαννά και ερεθισμένα γελάκια. Πάντα η Κόλαση ήταν ελκυστική για τους φτωχοδιάβολους.
Απορώ, βέβαια, πού ξέρει τόσο καλά αυτούς τους ζόρικους κόσμους ο Σκορσέζε. Εκτιμώ πολύ το πρότζεκτ που ξεκίνησε με το παγκόσμιο σινεμά (έβγαλε πρόσφατα το πρώτο εκπληκτικό μποξ στην Criterion), ασχολείται πια με πάθος ιστορικού με την αποκατάσταση μικρών και σπάνιων διαμαντιών, γράφει, μιλά, βοηθά — και τον δικό μας Βούλγαρη.
Δεν έχει σημασία. Είναι μια μεγάλη μορφή –και ίσως θα ’πρεπε να σκεφτούν δυο φορές όσοι τον κατακρίνουν με αναλφάβητα επιχειρήματα.»
http://entefktirio.blogspot.gr/2014/01/blog-post_3103.html
12 Αυγούστου, 2014 στις 1:02 μμ
xberliner
Πάνο συμφωνώ ότι καταπληκτικές δουλειές από το χώρο του σκυλάδικου είναι εξαιρέσεις.
Το άρθρο δεν περίμενα να το έχεις και μόνο σε κάποιο αρχείο πιθανόν να μπορεί να βρεθεί.
12 Αυγούστου, 2014 στις 2:48 μμ
j95
12 Αυγούστου, 2014 στις 4:17 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ – ΠΡΩΤΟ ΣΟΥ ΦΙΛΙ
ΣΤΙΧΟΙ – ΜΟΥΣΙΚΗ : ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΔΙΣΚΟΣ : ΤΗΝ ΛΕΝΕ ΛΟΛΑ(1993)
«Δείτε τη Ζέτα Μακρυπούλια αγνώριστη σε videoclip του Γιάννη Βασιλείου
Η γλυκιά καστανή δεσποινίδα που υποδύεται την κοπέλα που είναι ερωτευμένος ο Γιάννης Βασιλείου σε videoclip του, δεν θυμίζει σχεδόν καθόλου τη Ζέτα Μακρυπούλια του σήμερα.
Πραγματικά αγνώριστη η τότε γλυκιά Ζέτα έκανε τα πρώτα της βήματα στο χώρο του μόντελινγκ και συμμετείχε στο videoclip «Πρώτο σου φιλί». Άλλοτε φορώντας ένα ροζ μαγιό χόρευε και άλλοτε με ρούχα φαρδιά της εποχής γελούσε με τον «καλό» της Γιάννη Βασιλείου. Βλέποντας κάποιος το videoclip δύσκολα μπορεί να αναγνωρίσει ότι η χαριτωμένη καστανή νεαρά είναι η πανέμορφη ξανθιά Ζέτα. Το μόνο σίγουρο είναι πως έχει το ίδιο λαμπερό γέλιο με σήμερα. Δείτε τη Ζέτα του χθες αν και σίγουρα θα επιλέξετε τη Ζέτα του σήμερα!
Πηγή: http://www.gossip-tv.gr/showbiz/story/160120/Deite-ti-Zeta-Makrypoylia-agnoristi-se-videoclip-toy-Gianni-Basileioy#ixzz3ABQg056A
12 Αυγούστου, 2014 στις 4:20 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
ΑΝΤΥΠΑΣ – ΕΙΜΑΙ ΣΤΑ ΧΑΙ ΜΟΥ
12 Αυγούστου, 2014 στις 4:25 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
Κατερίνα Στανίση – Συγνώμη κύριε, ποιος είστε
…
Συγγνώμη, κύριε, ποιος είστε;
Τι θέλεις από μένανε
εγώ είμαι πια μια ξένη,
τράβα στη γυναίκα σου
που σε περιμένει.
…..
Μην απορείς που σου μιλάω τόσο τυπικά
μη μου το παίζεις τάχα τόσο πληγωμένος.
Εσύ για χρόνια που δεν ρώτησες
αν πέθανα ή αν ζω
τώρα μου έρχεσαι ξανά μετανιωμένος.
……….
12 Αυγούστου, 2014 στις 4:30 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ…ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ
ΥΓ Τραγουδα η Μαριαννα Λοη!
12 Αυγούστου, 2014 στις 4:38 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
Τραγουδα επισης η Μαρια Κατιναρη (η μελαγχροινη με τις αφελειες)
(Απο το Κ.29 ( Κανάλι 29).
«Το Κανάλι 29 ήταν τηλεοπτικός σταθμός που ανήκε στον όμιλο Κουρή και ήταν από τα πρώτα κανάλια που απέκτησαν άδεια πανελλαδικής εμβέλειας. Το όνομα το πήρε από την συχνότητα που εξέπεμπε (29 UHF). Το Κανάλι 29 υποστήριζε ένθερμα το πολιτικό κίνημα του ΠΑΣΟΚ. Ξεκίνησε να λειτουργεί τον Ιανουάριο του 1990. Τον πρώτο καιρό οι εκπομπές του περιορίζονταν σε πολιτικές συζητήσεις αντιπολιτευτικού χαρακτήρα με στελέχη του ΠΑΣΟΚ, με πιο δημοφιλή την εκπομπή Επί του πιεστηρίου με παρουσιαστή τον ιδιοκτήτη του καναλιού τον Μάκη Κουρή. Η εκπομπή που άφησε εποχή στο κανάλι, επίσης πολιτικού περιεχομένου ήταν Η άλλη όψη που την παρουσίαζε ο αείμνηστος πρώην βουλευτής και υπουργός επί κυβερνήσεως του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Γιαννόπουλος. Άλλη γνωστή εκπομπή ήταν η Κάμερα Αλήθεια με τον ηθοποιό Βασίλη Μπουγιουκλάκη σε ζωντανό ρεπορτάζ, κυρίως σε λαϊκές αγορές. Το κανάλι επίσης πρόβαλε και ζωντανό τηλεπαιχνίδι με τηλεφωνική συμμετοχή των τηλεθεατών με τον τίτλο Όποιος προλάβει πρώτος με παρουσιαστή τον Όμηρο Αθηναίο το οποίο μοίραζε για δώρα οικιακές συσκευές. …» Βικιπαίδεια
12 Αυγούστου, 2014 στις 4:47 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
Η πιστα γεμισε. Τσιφτετελληνες ανατολιτες ειμαστε οι μισοι !!!
12 Αυγούστου, 2014 στις 4:58 μμ
sodoma&gomora
…Μνημονεύουμε Κωστή Παπαγιώργη
Χωρίς παλαβωμάρες δε βάζει κανείς μυαλό, για τον Ίδιο λόγο πού ένας νέος μονίμως σοβαρός δεν εμπνέει σε κανέναν εμπιστοσύνη. Κάθε ψυχική διαμόρφωση, καθώς δείχνει ή πείρα, έχει ανάγκη από δόσεις αλόγιστου πρωτογονισμού οι όποιες, καιρού θέλοντας και παρέας έπιτρεπούσης, μπορεί κάποτε να αποτελέσουν αποθέματα ηθικότητας. «Άλλωστε ο Κένταυρός Χείρωνας, θηρίο και σοφός εν ταυτώ, αποτελεί μυθικό παιδαγωγικό πρότυπο. Αυτό βέβαια δεν ισοδυναμεί με παρότρυνση για να πηγαίνει κανείς στα σκυλάδικα – πού να τα βρει κιόλας; – αλλά στην περίπτωση πού τύχει να δουλέψει (πελάτης) επί χρόνια σε παρόμοια μαγαζιά, δεν αποκλείεται να φτάσει σε ανάλογα συμπεράσματα.
Ή άποψη ότι τα καλύτερα πράγματα συμβαίνουν έξω, στο δρόμο, στα κέντρα, στα γήπεδα, στις αλλοπρόσαλλες μαζώξεις έχει βάση. Ή ζωή κατ’ οίκον ταιριάζει σε μωρά, σε γέρους, σε άρρωστους ή σε ηλικίες πού ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς τους με την αυθόρμητη κοινωνικότητα. Ειδικά στη ζωή της πρωτεύουσας, ή πολυκέφαλη και παράταιρη συντροφιά πού παίρνει σβάρνα ταβερνεία, μπαρ, ξενυχτάδικα, κολάδικα και τραβάει το διάβολο από την ουρά έχει αναδειχτεί σε μεγάλο παιδαγωγό. Ή διασκέδαση κρατάει το νόημα της από το σκόρπισμα (σκεδάννυμι) κι αν δεν σκορπίσεις το εγώ σου και το χρόνο σου μέσα στην νυχτερινή πόλη πού άλλου θα βρεις να το σπείρεις;
Μιλάμε για την πιωμένη συντροφιά και όχι για παρέες περιπατητών πού κάνουν τον κύκλο της πλατείας άναψύχοντας τα σώψυχά τους. Βασικό γνώρισμα της παρέας είναι ο εθισμός στο ποτήρι. «Όταν σου λένε (πιές για νά’ ρθεις στα Ίσια σου.) δεν τους καίγεται καρφί αν θα πιεις, αλλά αν θα ξεκλειδωθείς και αν θα παραμείνεις διάπλατος, με άναπεπταμένας θύρας όλη τη νύχτα. Αμίλητοι και συγκρατημένοι συνδαιτημόνες δε στηρίζουν τις παρέες- χρειάζεται πολυλογία και λογοτριβή για να ζεσταθεί ή ατμόσφαιρα, ακατάσχετη φλυαρία για να διεγερθούν όλες οι περιέργειες. Οι πάντες πρέπει να ξομολογιούνται. Κατά συνέπεια την συντροφιά πού πάει κατευθείαν στο σκυλάδικο χωρίς να περάσει πρώτα από την ταβέρνα – αν υποθέσουμε πώς υπάρχει – δύσκολα μπορείς να την καταλάβεις.
Δεν αποκλείεται ο (φίλος) κάποιας τραγουδίστριας πού κάνει ένα βιαστικό πέρασμα για να πιει ένα και να ακούσει μερικά τραγούδια· ούτε ο (γνωστός) κάποιου μουσικού πού θέλει να τον τιμήσει για λίγο με την παρουσία του. Άλλα οποίος δεν ανοίγει μπουκάλι δεν υπολογίζεται. Ή συντροφιά πού μετράει για τον καταστηματάρχη είναι αυτή πού φτάνει τους δέκα, πού πιάνει δυο τραπέζια, ανοίγει δυο και τρία μπουκάλια και είναι προδιατεθειμένη να κάνει (καλή) ζημιά στο μαγαζί (να σπάσει πιάτα, να ρίξει λουλούδια, να γυρίσει κανένα τραπέζι και τα παρόμοια). Ό καλός πελάτης είναι λίγο (χάλια) – εδώ βρίσκεται το μυστικό. Και κατά κανόνα είναι χάλια από (καλοπέραση).
‘Αλλά πριν από τους πελάτες και τα άθλα τους, καλό είναι να έχει κανείς μια εποπτεία του χώρου. Το σκυλάδικο, στη διαρύθμισή του, υπακούει κομμάτι στην αρχιτεκτονική του θεάτρου. Υπάρχει σκηνή (δηλαδή πίστα), πλατεία (οπού κάθονται οι ακροατές και οι κατά βούληση χορευτές), ορχήστρα πού αποσύρεται μόνο τα ξημερώματα, παρασκήνια, ταξιθέτες (οι γνωστοί (φουσκωτοί) πού φέρονται όπως οι Σκύθες στα αρχαία θέατρα), κορίτσια πού πάνε από τραπέζι σε τραπέζι για τη μαλάγρα, και βέβαια οι εκτελεστές των ασμάτων πού αναγράφονται ονομαστί πάνω από την είσοδο του μαγαζιού. Συνήθως ο χώρος δεν αξίζει δυάρα χωρίς τον κόσμο (γυφτιά και προχειρότητα σε όλα)· αντίθετα όταν λειτουργεί χωρίς να φαίνεται, αποκτά ανυπολόγιστη σημασία.
Όπου συρρέει κόσμος είναι βέβαιο ότι κάποιο ήθος υποβαστάζει το πλήθος – το Ίδιο ήθος πού διαφθείρεται κιόλας. Στα σκυλάδικα είναι ολοφάνερο· είναι το παλιό πανηγύρι πού ξεθύμανε στην επαρχία και μετακόμισε στις πόλεις μασκαρεμένο, ή παλιά φυλετική σύναξη πού εξέπεσε, ή παρωχημένη ευωχία της γιορτής πού στράφηκε ύποκοσμικά και ενίοτε ληθαργικά προς τα καμώματα των θαμώνων. Παρόμοια κέντρα οπού ο κόσμος προσέρχεται αυθόρμητα δεν μπορείς να τα επινοήσεις. Το πατρόν υπάρχει – κι όσο πιο ποδοπατημένο τόσο πιο ισχυρό. Ποτό, ξενύχτι, χορός, τραγούδι, ζοριλίκια, γυναικοδουλειές συνιστούν περίπου μια σύνοψη της ανθρωπότητας. Και οι πιστοί είναι πολλοί.
*
Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς πώς περνάει μια νύχτα στο σκυλάδικο· τα στερεότυπα Ισχύουν : τραγούδια, χοροί, έξωστρέφιες, τσάμπα κέφι και τσάμπα παρεξηγήσεις, ζαλάδες και ξεσπάσματα. Άλλα σε ένα κέντρο οπού δεν πας με την οικογένεια σου για να διασκεδάσεις, είναι βέβαιο ότι υπάρχουν ειδικοί κανόνες συμπεριφοράς και προπάντων ειδικό φύραμα ανθρώπων πού το συντηρούν.
Ή βασική αρχή είναι ότι αποκλείεται το φαγητό. Ενώ στα παλιά έργα του ελληνικού κινηματογράφου βλέπουμε τον Χατζηχρήστο να κάνει καταγκιοζιλίκια ανάμεσα σε τραπέζια με ριγέ τραπεζομάντηλο και γκαρσόνια πού μεταφέρουν πιάτα, προϊόντος του χρόνου το φαγητό δραπέτευσε. Ή ταβέρνα ξεκόλλησε από το μπουζουκάδικο. Όσοι πρόλαβαν να πάνε στα παλαιά θρυλικά μαγαζιά, όπως του Τζίμη του Χοντρού, θα θυμούνται ότι ο πελάτης άκουγε, χόρευε αλλά έτρωγε κιόλας μέσα σε ατμόσφαιρα φιλική και ενίοτε οικογενειακή. Αντίθετα αφότου το μαγαζί περιορίστηκε σε ουίσκι, παγάκια και ξυροκάρπια, αυτόματα μειώθηκε και ή κλίμακα των πελατών.
Ό κλασικός θαμώνας επελέγη από μονός του· συνήθως μαγκούφης ή οικογενειάρχης πού έχει το βράδυ ελεύθερο. Μικροήρωες του υπόκοσμου, (σκληροί) κατά τεκμήριο, αρέσκονται να έχουν ειδική ώρα εισόδου και μάλιστα με ειδικά προνόμια. Πριν άπ’ όλα (τραπέζι πίστα). Ό παλιός δεν ανέχεται να θαφτεί στα ενδότερα του μαγαζιού, σάμπως να είναι τυχαίος· αν δεν είναι σε απόσταση αναπνοής από την τραγουδίστρια νιώθει υποτιμημένος. Συνάμα θέλει πρόθυμο γκαρσόνι και τα πιάτα του (ή τις σαμπάνιες) στο λεπτό πάνω στο τραπέζι. Σε αυτές τις περιπτώσεις ή ταχύτητα ισοδυναμεί με την εκτίμηση προς το πρόσωπο του. Είπα και έγένετο.
Μολονότι οι τακτικοί θαμώνες έχουν υφός άνθρωπου πού έχει χεσμένους τους άλλους, είναι προφανές ότι ή ατμόσφαιρα δε γίνεται αν δεν υπάρχει κόσμος στο μαγαζί. Απλώς πρέπει να τηρούνται οι διαχωριστικές γραμμές και να αναγνωρίζεται ή προϋπηρεσία – χρόνια ολόκληρα – και το άπουσιολογιο.
Μετά τη γνωστή ιστορία του Κοεμτζή άλλαξε δυστυχώς ριζικά ή καθιερωμένη (παραγγελιά). Πριν από τους φόνους ο υποψήφιος χορευτής ανέβαινε μονός – κατάμονος -στην πίστα και εκτελούσε το τραγούδι του χωρίς κανέναν στα πόδια του. Τώρα ή πίστα έχει καταντήσει αλώνι για όλους. Εντούτοις στα σκληρά μαγαζιά ή παραγγελιά Ισχύει ακόμα ατύπως. Δηλαδή μεταφέρεται ή (έπιθυμία) στον τραγουδιστή, εκείνος γνέφει καταφατικά, και κατόπιν τα γκαρσόνια πιάνουν δήθεν αδιάφορα τις διόδους πού οδηγούν στην πίστα. Ή κεντρική φιγούρα ανέρχεται, κάνει τις πρώτες γυροβολιές και όλο του το κύρος συναρτάται με την επιμονή των γκαρσονιών να αποθαρρύνουν τους υπόλοιπους χορευτές. Αν κάποιος καταφέρει να ξεφύγει, ο προσβληθείς συνήθως κατεβαίνει αμέσως σεκλετισμένος· δεδομένου δε ότι κάθε παραγγελιά συνοδεύεται και με σωρούς σπασμένων πιάτων, είναι χαζό να άνέβεις για να χορέψεις πάνω στα πιάτα του αλλού.
Συμβαίνει συχνά μια παρέα να έχει μπει στο μαγαζί από νωρίς – σχεδόν με τις καθαρίστριες – και να έχει κεφάρει προτού καν οι άλλοι να πιουν το πρώτο ουίσκι. Αυτή ή παρέα είναι καλή για το μαγαζί, διότι ο πιωμένος χαλάει λεφτά, αλλά πολύ αρνητική για τους άλλους. Μπαίνοντας σε ένα μαγαζί πού το θεωρείς δικό σου, αποξενώνεσαι όταν βλέπεις άγνωστους να χορεύουν και να χαριεντίζονται σαν παλιοί γνωστοί με τους τραγουδιστές επαληθεύοντας το βαρύ (παραγνωριστήκαμε).
*
Ή καλή γνωριμία με το μαγαζί θέλει συστάσεις. Αν και σπάνιος, ο πλούσιος πελάτης πάντα έχει ξεχωριστή μεταχείριση. Άλλα αφού κατά κανόνα τα βαλάντια των περισσότερων είναι φτωχά, οι διακρίσεις υπακούουν στην επετηρίδα. Μια φορά δε λεει τίποτα. Δεύτερη και τρίτη Ίσως να είναι και σύμπτωση. Άλλα όταν μια συντροφιά έχει ρίξει κάβο και περνάει εκεί μήνες και χρόνια, τα πράγματα αλλάζουν. Γνωρίζεσαι με τον καταστηματάρχη (Δικός σου το μαγαζί!), σε μαθαίνουν τα γκαρσόνια (πού δεν αργούν να αρχίσουν τα χοντρά αστεία), αλλά κυρίως βάζουν πια πλώρη για το τραπέζι σου οι φίρμες του μαγαζιού. Γυναίκες και άντρες.
Τότε τα πράγματα αρχίζουν να σοβαρεύουν. Μαθαίνεις τα οικογενειακά τους, τις αμοιβές τους, τις επαγγελματικές φαγωμάρες και συνάμα – αφού κάθε μυστικό ενοχοποιεί τον εξομολογητή – αρχίζεις να είσαι συνένοχος. Ξέρεις πλέον την ιεραρχία του μαγαζιού. Ποιος είναι ο επιχειρηματίας, ποιος κλαίει για τα άδεια τραπέζια, γιατί ο τάδε βγαίνει πριν από τα μεσάνυχτα ενώ ο άλλος δικαιούται τις καλύτερες ώρες – από τις δύο μέχρι τις τρεις. Κι εδώ οι αντιζηλίες είναι στο φόρτε τους – έτσι για να μη χάνει ή ζωή τη νοστιμιά της.
Άλλωστε κανείς από τους τραγουδιστές δεν είναι συμφιλιωμένος με την κατάσταση του μέτριου και παραπεταμένου. Οι χαμηλές βαθμίδες έχουν αυξημένο αίσθημα του προσωρινού. «Όλοι λίγο πολύ έχουν να διηγηθούν μια ιστορία με εταιρείες, σαθρές υποσχέσεις, ατυχίες και τα παρόμοια. Αυτό δε σημαίνει ότι λείπουν οι καλές φωνές και κείνο το ιδιαίτερο χρώμα πού κάνει το καλό (σκύλο) να διαπρέπει στην πίστα (όπως ο Παναγιώτης Μιχαηλιδης, καλή του ώρα).
Οι τραγουδίστριες – και τα κορίτσια του μπαλέτου – είναι γλέντι. Χαίρονται όταν υπάρχουν επιφανείς στην παρέα (κανένας γιατρός, δικηγόρος, διαφημιστής, ηθοποιός, δημοσιογράφος) και δεν εκτιμούν καθόλου τους ανθρώπους των γραμμάτων (Βγαίνει μεροκάματο;) Κάποτε πού είχα κατεβάσει στο υπόγειο τον Νίκο Ξυδάκη και τραγουδούσαν ένα τραγούδι του, όταν είπα στην τραγουδίστρια πού καθόταν στο τραπέζι μας ότι ο τύπος με το μαλλί είναι ο Ξυδάκης, μου απάντησε ξερά: ) Ένα χαριτωμένο κορίτσι από το μπαλέτο με προσκαλούσε επίμονα να πάνω να τη δω στο τάδε θέατρο σε ένα ρόλο του Μπέκετ…
Ένα άλλο βασικό γνώρισμα του μαγαζιού είναι ότι ή μουσική είναι στο τέρμα και για μιλάς στα τραπέζια πρέπει να βάζεις τα χείλια σου πολύ κοντά στο αυτί του διπλανού. Όπως περίπου στα κατάμεστα γήπεδα. Με τον απέναντι σου είναι αδύνατο να συνεννοηθείς. Άλλωστε τα περάσματα πού κάνουν οι τραγουδιστές και τα κορίτσια από τα τραπέζια δεν διαρκούν πολύ· πρέπει να εναλλάσσονται και να μη μένει κανείς παραπονεμένος. Ούτε και όλες οι ώρες επιτρέπουν τις ίδιες ανέσεις. Ειδικά μετά τις μία ή ώρα, όταν τα τραπέζια έχουν γεμίσει και το ποτό έχει βάλει το χεράκι του, οι ταχύτητες αλλάζουν.
Οι παλιές καραβάνες, τους πανηγυρτζίδες μουσικούς – κλαρινιτζίδες και τα λοιπά τους λένε (ακτινολόγους) γιατί ή ματιά τους φτάνει βαθιά στο πορτοφόλι σου. .Αυτό σημαίνει ότι ο οργανοπαίχτης σε κόβει από φάτσα (αν έχεις λεφτά) και σου παίζει ό,τι ζητάει το ντέρτι σου για να σε μαδήσει. Φυσικά στο κέντρο σπανίως κολλάνε χαρτονομίσματα στο κούτελο του τραγουδιστή, αλλά υπάρχουν άλλα μέσα για να βάζεις το χέρι στην τσέπη. Τα ^καλά)> τραγούδια δεν τα χαραμίζουνε στην αρχή. Πρέπει πρώτα να κάνεις κεφάλι, να ξεμυαλιστείς πίνοντας, και κατόπιν να σε φέρουν στο τσακίρ κέφι.
Είναι λυπηρό πού απαγόρευσαν τα σπασίματα των πιάτων. Έκτος από παγκόσμια πάτεντα, ήταν και ένας πολύ αθώος τρόπος να εξωτερικεύεις τη χαρά σου και να επιδεικνύεσαι. Δέκα στοίβες πιάτα μπροστά στην τραγουδίστρια, πανέρια με λουλούδια και σαμπάνιες πού ανοίγονται με τα δόντια, είναι κανονική τελετή. «Άμα συνηθίσεις σε αυτό το κλίμα, κατόπιν αδυνατείς να ακούσεις τραγούδια από δίσκο ή κασέτα· που είναι τα πιάτα; Πού είναι τα γκαρσόνια πού τρέχουν να προλάβουν προτού τελειώσει το τραγούδι;
Ή καλή ώρα του κέντρου είναι μετά τις δύο· τα μπουκάλια έχουν αδειάσει, τα τασάκια έχουν γεμίσει δεκάκις, οι πελάτες έχουν μπει στο παραμύθι και όλο το σκυλάδικο αρμενίζει σαν ακυβέρνητη γαλέρα στα βάθη όλων των κρανίων. Εκείνη την ώρα ή πίστα έχει τσιτωθεί κομμάτι, γιατί οι (έπιθυμίες) δίνουν και παίρνουν και οι υποψήφιοι χορευτές πληθαίνουν απρόβλεπτα. «Όσοι βλέπουν μόνο το τουρλουμπούκι καλά κάνουν. ‘Αλλά δεν τα βλέπουν όλα. θυμάμαι πού κατεβάσαμε κάποτε έναν -ψυχαναλυτή στην ύπόγα καί μόλις είδε τα πιάτα – καθώς φαίνεται δεν τα είχε ξαναδεί – άφησε στο τραπέζι μια χιλιαροπούλα και έφυγε προτροπάδην.
Αυτή ή λαϊκή έξωστρέφια – καθώς το ουίσκι έχει αλώσει εσωτερικά τον δϊψομανή -ισοδυναμεί με ανασύνδεση με τον βαθύτερο χρόνο. Κάθε Γερμανός, έλεγε ο Μπίσμαρκ, με δυο κανάτες μπύρα στέκεται στο ύψος του. Πραγματικά δε χρειάζεται πάνω από μια μπουκάλα ουίσκι για να επιτευχθεί ή εσωτερική ανάταξη. Ό φτιαγμένος έχει διπλά σπλάχνα και τρύπιο κεφάλι. Ακούει ακόμα και τα νύχια του να μακραίνουν.
Εκείνη τη στιγμή της μεγάλες ευφορίας δεν αργεί να κάνει και την επίσημη εμφάνιση του ο καβγάς. Στα κέντρα ισχύουν απολύτως οι νόμοι της ζούγκλας. Γιατί άραγε το λιοντάρι κάθεται πάντα βαρύθυμο και κανείς δεν το πειράζει; Επειδή όλοι το φοβούνται. Αντίθετα όσο μικραίνει ή κλίμακα τα ζώα είναι ανήσυχα, ταραγμένα και συχνά δηλητηριώδη. Το δηλητήριο είναι σήμα αδυναμίας. Γι’ αυτό και μαχαιροβγάλτες δεν είναι οι κρεμαντάλάδες ούτε οι ρωμαλέοι, αλλά κάτι ανθρωπάρια πού δεν τα πιάνει το μάτι σου. Μία από τις χειρότερες επιθέσεις πού είδα – με σπασμένο ποτήρι στα μάτια ενός φίλου – είχε πρωταγωνιστή έναν σπιθαμιαΐο κομμωτή. Οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι είναι οι αδύναμοι -φίδια μοναχά.
*
Σαν σπαραξικάρδια στρούγκα, το μαγαζί έχει τις αυστηρές διακρίσεις του. Άλλου ο τσοπάνος, άλλου τα πρόβατα. Τα λίγα τραπέζια γύρω από την πίστα – το βασιλικό θεωρείο ας πούμε – ανήκει συνήθως στους παλιούς και στους άυγομένους. «Έρχονται πάντα αργά, με ύφος άνθρωπου πού έχει κάνει σοβαρές δουλειές (κομπίνες, χαρτοπαιξία, μιροαπάτες) και πηγαίνει (σπίτι) του για να πιει κανένα ποτήρι. Αυτοί, όπως μαθαίναμε, είχαν πάντα και κάποιο (κούφιο) στην τσέπη τους. Τότε ακουγόταν και ή φοβερή φράση : (το περίστροφο ζυγίζει μισό κιλό, ή σκανδάλη έναν τόνο).
Τα γκαρσόνια σκοτώνονταν να τους περιποιηθούν και κυρίως προειδοποιούσαν εμάς τους αθώους να μην κάνουμε αστεία κοντά στα τραπέζια τους. Στις στιγμές της μεγάλης έξαρσης, ως γνωστόν, ο πελάτης δεν σπάζει μόνο πιάτα. Με ένα κράμα οργής και εγωκεντρισμού, γυρίζει το τραπέζι ανάποδα με όλα τα συμπράγκαλα. Ή κίνηση εκτιμάται τα μάλα από το μαγαζί γιατί έχει καθορισμένο κοστολόγιο. Στη στιγμή τα γκαρσόνια πρέπει να αποκαταστήσουν την τάξη (νέο τραπεζομάντηλο, νέα μπουκάλι, νέα ξηροκάρπια, κόκες κόλες και κάτι μακρόστενα άγγουράκια για τους εκλεκτούς). Κάποιος πελάτης είχε ενδώσει σε δεκαπέντε ανατροπές μέσα σε μια νύχτα.
Άλλα στα τραπέζια της πίστας ή ανατροπή έθετε προβλήματα. Μοιραία το τραπέζι έπρεπε να σκάσει πάνω στην πίστα, όποτε κινδύνευε ή ακεραιότητα των τραγουδιστών και ίδιαίτερα των κοριτσιών. Οι ιθύνοντες του μαγαζιού συνήθως φροντίζουν να καρφώνουν στο πάτωμα αυτά τα λίγα τραπέζια. Ό πελάτης βάζει τα δυνατά του, γουρλώνει τα μάτια, αλλά παραιτείται. Εντούτοις, οι σκληροί αποκλειόταν να παραιτηθούν. Περίπου επί ένα τέταρτο πάλευε κάποια νύχτα ένας κοντόχοντρος – πάντα με το τσαντάκι στη μασχάλη – να ξεριζώσει ένα καρφωμένο τραπέζι. Τα γκαρσόνια όχι μόνο δεν πάσχισαν να τον αποθαρρύνουν – αλλά είχαν συγκεντρωθεί γύρω του χειροκροτώντας.
Στο άλλο άκρο τα ξεσπάσματα των φουκαράδων είχαν κι αυτά τη νοστιμιά τους. Λίγα λουλούδια στις τραγουδίστριες αλλά πολλές φωνές, ελάχιστα πιάτα αλλά με πολύ θέατρο, κι όλα αυτά με τη γνωστή δριμύτητα του φτωχοδιάβολου πού θυμίζει την παροιμία (θύμωσε ο μπάκακας κι ή λίμνη δεν το ξέρει)
Μια άλλη βασική διάκριση μέσα στους κόλπους της μικρής σκυλάδικης αδελφότητας είναι ανάμεσα στους πιωμένους και στους απέχοντες. Το μαγαζί δεν πίνει· αυτό είναι νόμος. Καταστηματάρχης, γκαρσόνια, Σκύθες και φουσκωτοί, τραγουδίστριες απέχουν. Εξαιρούνται μόνο κάποιοι τραγουδιστές. Ή όλη μηχανή του ενθουσιασμού στήνεται από νηφάλιους πού εισπράττουν τα νοίκια της ξένης ευωχίας. Αν κατά λάθος και παρ’ ελπίδα συμβεί να αθετηθεί ο κανόνας, το κέντρο γίνεται παρανάλωμα.
Μιλάμε για (μηχανή) ενώ στην πραγματικότητα ή μέθοδος είναι πανάρχαια. «Άνθρωπος πού πίνει και βομβαρδίζεται επί ώρες με τραγούδια, αποκλείεται να μη φτάσει σιγά σιγά στο σημείο οπού παθαίνει μια εσωτερική έκρηξη, σάμπως να πήρε φωτιά το μέσα του και θέλει να κάνει ζημιές και καταστροφές. Τα αποθέματα δυστυχίας πού διαθέτει ο καθένας καταχωνιασμένα, εκείνες τις στιγμές θέλουν να κάνουν παρέλαση. Πού άλλου μπορεί ο περιθωριακός να θεατριστεί ατιμωρητί και ενίοτε άναιμωτί;
Όποιος πίνει, αργά ή γρήγορα γίνεται βλαχοδήμαρχος. Κερδίζει πλασματικό μπόι και έχει τη βεβαιότητα ότι ή νύχτα είναι δική του και ο χώρος του ανήκει. Ύπ’ αυτή την έννοια το σκυλάδικο κρατάει τον θεραπευτικό ρολό ένα ψυχιατρικού παραρτήματος. Ή κατάσταση είναι σοβαρή και συχνά επικίνδυνη γιατί – βασικό αυτό – ο πιεσμένος άνθρωπος πού παίρνει διαβατήριο από το ουίσκι, πριν άπ’ όλα πρέπει να παροξυνθεί, να βουτήξει μέσα του για να βγει μετά απαιτητικός και θρασύστομος. Οι περισσότεροι καβγάδες ξεσπούν σε κείνες ακριβώς τις στιγμές. Όταν ή φυγόκεντρη διάθεση πάει με χίλια και ο μεθυσμένος βλέπει παντού εχθρούς πού θέλουν να του πατήσουν την πορφύρα.
Ανάλογα πράγματα μπορεί να Ισχύουν στα ρεμπετάδικα, στα μπουζουκάδικα με τις κομπανίες ή ακόμα και στα σημερινά ορθάδικα ή τα χαώδη μαγαζιά οπού χάνει ή μάνα το παιδί. Άλλα το καίριο γνώρισμα του σκυλάδικου είναι ο περιορισμένος χώρος. Πάνω από εκατό νοματαίοι δε μαζεύονται. Ή ολιγανθρωπία αντί να αμβλύνει τις αντιδράσεις (μεταξύ μας τώρα…) τις διογκώνει γιατί – όπως στις μικρές κοινότητες – οι λίγοι (βλέπουν) ενώ οι πολλοί είναι αόμματοι. Το θέμα δεν είναι τι θα πάθεις, αλλά τι θα φτάσει στα μάτια των άλλων. «Άλλωστε για τα μάτια του κόσμου γίνεται όλο το νταραβέρι.
Ή πανίδα των ξεπεσμένων πού ακροβολίζονται στην πίστα έχει ενδιαφέρον. Μικρομεροκαματιέρηδες, μπατίρηδες, κρυφοπρεζόνια, άνεργοι και άεργοι, στερημένοι και φουκαράδες από κούνια καταφθάνουν με ίσα δικαιώματα. Αυτοί ειδικά είναι Ιδιαίτερα εύθιχτοι εδώ είναι σπίτι μας και θα γλεντήσουμε όπως μας γουστάρει. Όντως έχουν δίκιο και συχνά το βρίσκουν.
*
Το θλιβερό στα σκυλάδικα είναι οι μπόμπες και το ξυλόπνευμα. Είχα δει αρκετές φορές νέα παιδιά, πού έβαζαν κόκα κόλα στο ουίσκι και το έπιναν γλού γλού γλού, να πέφτουν λιπόθυμα και να τα παίρνουν στα χέρια για το νοσοκομείο. Το σκέτο οινόπνευμα δε χαρίζεται σε κανένανε. Κάποτε πού έφυγε νωρίς μια εύπορη παρέα και άφησε ένα Ντίμπλ πάνω στο τραπέζι, ζήτησα από τον Οδυσσέα – τον επικεφαλής του σκυθικού τμήματος – να μας το δώσει. Τι ήταν αυτό; Κατέβαινε σαν γάλα. Τότε κατάλαβα ότι εκεί είχαμε καταδικαστεί σε χρόνιο (άπογαλακτισμό) Μια φορά πού είχα πάρει μαζί μου τον συχωρεμένο Σταμάτη Μιχαηλίδη με την παρέα του – κάτι επαγγελματίες ποτές – την άλλη μέρα μου τηλεφώνησε με κεφάλι καζάνι : (Πρόσεξε μαλάκα, εκεί σας πάνε για φούντο)
Τέλος πάντων πέρασα έξη περίπου χρόνια – κάθε βράδυ, άνελιπώς – σε ένα σκυλάδικο στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν και το μόνο πανεπιστήμιο από το όποιο αποφοίτησα και μάλιστα με λίαν καλώς.
Στον Τάσο Μπάνο 1980-86
12 Αυγούστου, 2014 στις 5:33 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
Ολα καλα, αλλα ποικιλια στην σκεδαση, το σκορπισμα.
Καλο ειναι να τα δοκιμαζεις ολα. Πιοτο στο σπιτι, το γραφειο, σε παρτυ*, καφενεια, μπαρ, παμπ, ροκαδικα, τζαζοκλαμπα,….κολομπαρα, μπουζουκια, σκυλαδικα,,…Μελαχροινες, καστανες, ξανθες (οριντζιναλ και βαμενες),….
«Ντίμπλ … Τι ήταν αυτό; Κατέβαινε σαν γάλα. Τότε κατάλαβα ότι εκεί είχαμε καταδικαστεί σε χρόνιο (άπογαλακτισμό) »
Το κρασι ειναι το γαλα των μεγαλων ελεγε ο εγκρατης γερος μου. Ο γιος του, επι μια εξαετια μπαροβιος, ανακαλυψε οτι το καλης ποιοτητας πιοτο ειναι το γαλα των μεγαλων.
*καναμε κοκτειλ με λικερ και σπασμενο παγο (μεσα σε πετσετα) για να ζαλιστουμε και να πεσει γελιο….
12 Αυγούστου, 2014 στις 6:18 μμ
Πάνος
Είναι άλλο το σκυλάδικο μαγαζί (ο χώρος + οι λειτουργίες του) και άλλο το σκυλάδικο ως μουσικό είδος.
Το πρώτο έχει περιγραφεί άριστα, πχ από τον Παπαγιώργη (ευχαριστούμε για την υπενθύμιση) 😉
Το δεύτερο παραμένει α-πε-ρί-γρα-πτο.
Κι όμως, έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί επί σειρά δεκαετιών, πριν τα σκυλάδικα (οι χώροι + τα τραγούδια) μεταλλαχθούν/ εκφυλιστούν σε πεκινουάδικα και κυριαρχήσουν μαζικά (είναι το είδος που τραγουδάει σήμερα ο Ρέμος και η Δέσποινα Βανδή – για να συνεννοούμαστε – και το οποίο κυριαρχεί… στις μάζες) έγραψε κυριολεκτικά Ιστορία.
Θλιβερή, από κάθε άποψη. Οι ελάχιστες άξιες λόγου μουσικές επιτεύξεις που πράγματι υπήρξαν σε μια διαδρομή δεκαετιών, δεν αποτελούν άλλοθι.
Κάποιες ψηφίδες αυτής της Ιστορίας τις έγραψαν αριστεροί κουλτουριάρηδες, καλλιτέχνες και πολιτικοί. Συμβάλλοντας το κατά δύναμιν στο να μετατραπεί ο ελλαδικός πληθυσμός στον ομοιόμορφο αηδιαστικό χυλό που είναι σήμερα.
Γιατί το σκυλάδικο, ως ήθος και τρόπος ζωής, στη λάιτ εκδοχή του (που δεν έχει καν τη γοητεία και το γούστο του περιθωριακού) κυριαρχεί παντού – και στα πάντα όλα. Από την αρχιτεκτονική του σύγχρονου Ελλαδικού χώρου (δυνατά γέλια…), μέχρι την πολιτική του ζωή. Των θρησκευτικών εκδηλώσεων μη εξαιρουμένων.
12 Αυγούστου, 2014 στις 6:31 μμ
Πάνος
παίδες (και κόρες, ενδεχομένως)
όχι άλλα παραδείγματα σκυλάδικων από το γιουτιούμπ, πληζ. Μαζεύονται και στο τέλος κρεμάει η σελίδα και γίνεται δύσχρηστη (έως και άχρηστη) 😉
*
σαλέ, σόρυ – περιμένουμε κάτι σε κειμενάκι! 🙂
12 Αυγούστου, 2014 στις 6:41 μμ
Πάνος
(Από το φ/μπ)
Stella Tsartsara Επειδή έτυχε να πάω κάποιες νύχτες το ’80 μαζί με τον Κωστή Παπαγιώργη σε σκυλάδικο που τώρα δεν υπάρχει καν, δεν λες κάτι Πάνο. Οτι τότε και στο τελευταίο καταγώγι, δεν υπήρχε η τσάμπα μαγκιά – τιμωρούνταν όταν έσκαγε με καζούρες χοντρές ή και προγκήγματα (στελνόταν σπίτι του δηλαδή). Τώρα όμως είναι παντού: στα σκυλάδικα, στα πεκινουάδικα και στο πάρτυ του σύριζα συμπεριλαμβανομένου. Το πρόβλημα προχτές ήταν ότι μετρημένοι άντρες (και γυναίκες) δεν θα τα κάνανε αυτά τα ξεφτιλίκια. Και οι σκυλάδες τότε μετρημένοι άντρες ήταν. Ασε που η τσάμπα μαγκιά κάνει και ξεχαρβαλωμένο ζειμπέκικο…
12 Αυγούστου, 2014 στις 6:42 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
Ωραια, πλην μονοπλευρα, το ανελυσε βιωματικα ο Παπαγιωργης, διοτι σκυλε καταστασεις εχω δει και σε παρτυ στο Π.Ψυχικο, σε ωραια μπαρ του Κολωνακιου, σαρανταρες σε αυτοκινητο να καμακωνουν 20ρηδες +,… κ.λ.π. Δεν ειχα πολλες παρεες στα δυτικα προαστεια και οσες ειχα ερχονταν στο κεντρο, αρα εχω ελλειψεις στο θεμα…
Ο πρωτος διδαξας ειναι ο Τολης, του οποιου φαν ηταν σχεδον ολα τα αγορια και κοριτσια των δυτικων προαστειων.
Πιο ωραια το εθεσε ο Καλυβαρχης.
«..το σκυλάδικο, ως ήθος και τρόπος ζωής, στη λάιτ εκδοχή του (που δεν έχει καν τη γοητεία και το γούστο του περιθωριακού) κυριαρχεί παντού – και στα πάντα όλα….»
12 Αυγούστου, 2014 στις 6:53 μμ
Πάνος
Πολύ, πολύ, πολύ, πολύ πολύ πριν εμφανιστουνε τα Ελληναδικα στου Αρτεμη γινοτανε της πουτανας τα. Μια μπαντα από γυφτους παιζανε τα μεσημερια και μαζευοτανε καφε καρυδιας καρυδι: Λιμενεργατες, μαναβηδες, ιχθυεμποροι, πουτανες, παρανοηκοι, ζητουλες….
Το καταστημα βρισκεται μεσα στην αγορα του Πειραια διπλα στα ψαρομαναβικα και τα κρεαταδικα και το πρωι λειτουργουσε σα σουβλατζιδικομεζεδωπολειο,. Το μεσημερι βανανε μπροστα τα οργανα, μαζευοντουσαν ολοι και γινοτανε κολαση.
Το μαγαζι ειχε να βαφτει και να καθαριστει από τοτε που χτηστικε. Συχαινοσουνα να μπεις μεσα αλλα ητανε και αδυνατο να μην εμπεις.
Για πολλα χρονια επαιζε ο Μακης ο Δανδίλης ,ο γυφτος και η παρεα του.
https://panosz.wordpress.com/2010/02/14/isidoros-31/
12 Αυγούστου, 2014 στις 9:12 μμ
karampas
συντροφοι,ο Γιαννης Βασιλειου τα ειπε ολα.Μπες μες στο γκαμπριολε κανε κοπανα παμε παραλια.Εκει ειμαστε ολοι.Αυτοι ειμαστε.Τα δειχνει ολα και τι βιντεο.Ο αλαθητος και πανσοφος ηγετης δημητρης καζακης περιμενει απο αυτο το ταπεινο 20%, δηλαδη το 20% της αθηνας, στην οποια εκει μονο γινονται τα πολιτικα συμβαντα ,η αθηνα ειναι στην πραγματικοτητα ολη η ελλαδα,να κανει το πατριωτικο του χρεος και να ανατρεψει την κατοχη και τη χουντα του σαμαροτσιπρα,αυτα δηλαδη τα 800.000 ατομα να σωσουν την πατριδα ,το εθνος, τη φυλη ,με την ειρηνικη τους επανασταση-εξεγερση.Εδω λοιπον ερχεται ο Βασιλειου και καλει τη μαθητρια να μπει μες στο γκαμπριολε.Και εδω επισης πεφτουν οι τιτλοι του τελους της πατριδας του εθνους της φυλης.Δεν υπαρχει αυτο το ολιγαριθμο 20% που θα ανατρεψει τη γενοκτονια του ελληνικου λαου.Αντιθετα 4.000.000 αθηναιοι θα καθομαστε στους καναπεδες μας και θα παρακολουθουμε το ολοκαυτωμα μας μεσω του vice tou internet toy russia tv ka.Αντιθετα αλλες φυλες θα επιβιωσσουν,οι κουρδοι που πολεμανε στο ιρακ και τη συρια,οι παλαιστηνιοι και οι ρωσσοι της ουκρανιας στο ντονετσκ και στο λουκανσκ.Αυτοι θα επιβιωσουν.Εμεις,οχι
12 Αυγούστου, 2014 στις 9:54 μμ
Αφώτιστος Φιλέλλην
Καλα το ειπε ο συντροφος καραμπας. Ο γειτονας μου ο ανεργος παει με το καμπριολε με κουκουλα για μπανιο με την γυναικα του. Οι αλλοι με το… αισθημα τους. Πριν απο μερικες μερες εκλεψαν απο τον δρομο μας ενα BMW που ανηκε σε παιδι οικογενειας ασφαλιστη στην Β.Ελλαδα (Κοζανη, πτωχοι υπαλληλοι ΔΕΗ,…).
Ενα απο τα τα 18 σκυλοτραγουδα της φτωχευμενης πατριδας
Φτωχός λαός και πολεμά
σε παραλιες και χωρια
για όλου του κόσμου απο κορμι φωναρες
το ντερντι σβηνει με το ντιμπλ και με τις σκυλοτραγουδιαρες.
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί
βρισιες για τον συνενοχο πολιτευτη
κι αν κάνει πως μεγαλεια ξαναζητεί
τους παιρνουν με τις πετρες…
12 Αυγούστου, 2014 στις 10:59 μμ
bas
All time classic:
12 Αυγούστου, 2014 στις 11:06 μμ
Πάνος
bas,
είπαμε, όχι βιντεάκια – κρεμάει η σελίδα!
12 Αυγούστου, 2014 στις 11:10 μμ
bas
Σόρυ Πάνο. Τώρα το είδα.
29 Απριλίου, 2022 στις 6:50 πμ
Άδεια για γεμάτα στο σκυλάδικο - Χάρης Μεταλλίδης
[…] που συνοδεύει το σημερινό άρθρο είναι παρμένη από παλιό άρθρο της Καλύβας του Πάνου, στο οποίο ο Πάνος Ζέρβας παραθέτει επίσης […]