184CA23380A03AD17FF08537CE34A41F

Όποιος νομίζει ότι η πρόσφατη είδηση για το κάμπινγκ των νεολαίων του σύριζα που το ξημέρωναν με σκυλάδικα (στη διαπασών) είναι τυχαίο ή πρόσφατο φαινόμενο, κάνει μεγάλο λάθος. Κι όποιος νομίζει ότι οι πρόσφατες ομορφιές δεν έχουν την ιδεολογική κάλυψη του Αριστερού Ρεύματος και του Παναγιώτη Λαφαζάνη προσωπικά, κάνει ακόμα μεγαλύτερο λάθος!

Ως γνωστόν (;) οι εξαιρετικοί ισχυρισμοί απαιτούν εξαιρετικές αποδείξεις! Σπεύδω λοιπόν να αποδείξω τον ισχυρισμό της εισαγωγής, αναρτώντας μια επιστολή (δική μου) που στάλθηκε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης εν έτει1984 (και φυσικά ΔΕΝ δημοσιεύτηκε – αυτό δα έλειπε!). Τέικ ε λουκ – και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποστ είναι εν μέρει σοβαρό και εν μέρει… μη σοβαρό 😉

*

(Ίσως το κείμενο που ταχυδρομήθηκε στην εφημερίδα να έχει κάποιες διαφορές από το αρχαίο χειρόγραφο που ανακάλυψα, γραμμένο με μαύρο λεπτό μαρκαδοράκι στις αρίγωτες πίσω σελίδες της εξέτασης «ΟΜΙΛΗΤΙΚΟ ΑΚΟΥΟΓΡΑΜΜΑ» από την ΩΡΛ κλινική του ΑΧΕΠΑ)

Διάβασα προσεκτικά και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το κείμενο του Π. Λαφαζάνη για το λαϊκό τραγούδι με αφορμή τα «Πικροσάββατα». Βρίσκω θετικό το γεγονός ότι ένας «μη ειδικός» ασχολείται με το λαϊκό τραγούδι μέσα από τις στήλες του «Ρ».

Ωστόσο, όντας κι εγώ «μη ειδικός» πρέπει να σημειώσω πως σχεδόν όλες οι θέσεις που διατυπώνει ο Π.Λ. με βρίσκουν αντίθετο ή έστω επιφυλακτικό.

Και πρώτα πρώτα η εκτίμηση για τα «Πικροσάββατα», μια άνιση και άτυχη κατά τη γνώμη μου προσπάθεια του Θεοδωράκη και του Παπαδόπουλου, μια δουλειά που δεν δικαιώνει το παρελθόν τους στο λαϊκό τραγούδι και – κυρίως – δε φωτίζει έναν καινούριο δρόμο γι’ αυτό.

Δεν είναι όμως η άποψή μου για τα «Πικροσάββατα» που θέλω να σταθώ. Κι αυτό γιατί το κύριο μέρος του άρθρου του ο Π.Λ. το αφιερώνει στο «σύγχρονο «εμπορικό» τραγούδι», όπως θέλει να χαρακτηρίζει εκείνο το είδος του τραγουδιού που είναι γνωστό σα «σκυλάδικο».

Ο Π.Λ. δέχεται την «αντιφατικότητα» αυτού του είδους, παράλληλα όμως επισημαίνει πως διαθέτει «πρωτογενές υλικό τεράστιας εμβέλειας», «λαϊκότητα», «ενστιχτώδη ειλικρίνεια», «πηγαία λαϊκή κραυγή», «ανελέητο μαστίγωμα της συμβατικότητας». Είναι λογικό και επόμενο στη συνέχεια να κακίζει αυτούς που το καταδικάζουν. Κάνει μάλιστα έναν τολμηρό παραλληλισμό της αντιμετώπισης που λαβαίνει το «σκυλάδικο», μ’ αυτήν που έλαβε η δημοτική, το δημοτικό τραγούδι, ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, η λαϊκή τέχνη και ο Καραγκιόζης…

Να ‘ναι άραγε έτσι;

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επιμείνει κανείς για ν’ αποδείξει πως ο παραλληλισμός του Π.Λ. είναι τουλάχιστον άστοχος. Χρειάζεται ίσως να υπενθυμίσει κανείς μερικά στοιχεία απ’ την ιστορία της «τέχνης» αυτής με την οποία ασχολήθηκε ο Π.Λ. – εντελώς επιγραμματικά γιατί ο χώρος είναι πολύτιμος. Το είδος γνώρισε μεγάλη άνθιση τα χρόνια της χούντας – που τη βόλευε η κακογουστιά, η αφέλεια, η ψευτομαγκιά, τα γλυκανάλατα «ερωτικά» του θέματα και ο τρόπος ζωής (σκυλάδικα, γήπεδα, αποβλάκωση) που το συνόδευε. Μετά τη χούντα το σκυλάδικο δεν έπαψε να υπάρχει, έδωσε όμως λίγο «χώρο» στο έντεχνο λαϊκό και στο «πολιτικό» (αν είναι δόκιμος ο όρος) τραγούδι. Μέχρι πρόσφατα (’79-’81), που μετά την άμπωτη της ρεμπετομανίας ξαναπλημμυρίζει το σύμπαν, απειλητικό και ισοπεδωτικό, σε μια χαρακτηριστική συνέργεια με τη ντίσκο και το «ελαφρολαϊκό» τραγούδι.

Κάποιοι το προωθούν, προσπαθώντας να το «χρίσουν» τέχνη και να το καταξιώσουν στη συνείδηση των πλατιών μαζών (και της Αριστεράς) σα «νόμιμο και ελπιδοφόρο» τρόπο έκφρασης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πολλές εκπομπές του Β’ Προγράμματος της ΕΡΤ, οι τελευταίες δισκογραφικές ενασχολήσεις του Δ. Σαββόπουλου, οι συναυλίες εκπροσώπων του είδους στο Λυκαβηττό με τηλεοπτική κάλυψη, οι «θεωρητικές» ακροβασίες διάφορων προσώπων σε μουσικά περιοδικά κλπ. Αυτοί έχουν τις απόψεις ή τις επιδιώξεις τους. Άλλη όμως πρέπει να ‘ναι – επί του προκειμένου- των μαρξιστών ή (πιο σωστά) όλων όσων ενδιαφέρονται για το λαϊκό τραγούδι γιατί το βλέπουν σαν τον καθρέφτη του πολιτιστικού επιπέδου του ελληνικού λαού.

Το φαινόμενο «σκυλάδικο» χρειάζεται βαθιά και σοβαρή ανάλυση, όπως και ο «χουλιγκανισμός» και ο «εμπορικός» κινηματογράφος και πλήθος άλλα φαινόμενα της εποχής. Παράλληλα χρειάζεται επίμονη προσπάθεια για να δοθεί ένα άλλο πολιτιστικό στίγμα στις δύσκολες εποχές που ζούμε.

Το «σκυλάδικο» ως είδος «λαϊκού» τραγουδιού είναι οπισθοδρόμηση πολιτιστική και από πολιτική άποψη βαθιά και πολύπλευρα αντιδραστικό.

Έχοντας αυτή τη γνώμη, μου προξενεί απορία ο τρόπος με τον οποίο ο Π.Λ. το αντιμετωπίζει. Γιατί πράγματι «το τραγούδι για μας είναι το ψωμί του λαού». Μόνο που το «σκυλάδικο» είναι ψωμί μουχλιασμένο. Δεν πρέπει, ακόμα, να φοβάται κανείς πως «σβήνοντάς το» θα χάσουμε «μαζί με τα παλιόνερα της σκάφης και το παιδί». Αν το παιδί μείνει στα «παλιόνερα» έτσι κι αλλιώς δεν έχει ευοίωνο μέλλον.

Χάριν συντομίας σταματώ εδώ και δε σχολιάζω τις ενδιαφέρουσες – πλην κατά τη γνώμη μου λαθεμένες – απόψεις του Π.Λ. που αναπτύσσει στις τρεις τελευταίες παραγράφους του κειμένου του.

Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.

*

Εικονογράφηση: http://www.newsbeast.gr/weird/arthro/281104/stihoi-pou-afisan-istoria-stis-pistes/