Είναι λιγάκι δύσκολο, βέβαια, να μιλάω για μένα όταν με ξεχωρίζουν. Εν πάση περιπτώσει, εγώ είμαι γέννημα μιας εποχής, μάλλον είμαι ένας καθυστερημένος εκπρόσωπος της μουσικής σε μια ομάδα ανθρώπων που ήδη είχαν δώσει ένα σημαντικό έργο και σφραγίσανε τον τόπο μας για μια μεγάλη περίοδο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Γκάτσος, ο Χατζηκυριάκος – Γκίκας, Ο Τσαρούχης, ο Πικιώνης, ο Μόραλης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος. Σ’ αυτή την ομάδα ανήκω. Και αν μπορούσα να το πω, είμαι ο βενιαμίν και συγχρόνως ο μαθητής. Και εκπροσωπώ, βέβαια, τη μουσική. Που την εποχή εκείνη είχε μια τεράστια απόσταση από την ελληνική ποίηση, την ελληνική ζωγραφική, την ελληνική αρχιτεκτονική.

Η μουσική ήταν εντελώς άσχετη με την ποίηση και με την ελληνική παιδεία. Τον καιρό εκείνο το όνομα του Σεφέρη δεν το ήξερε ουδείς μουσικός εν Ελλάδι! Οι αληθινά πρωτογενείς φυσιογνωμίες, όπως ο Σκαλκώτας, ζούσαν κάτω από μια τέτοια καταδίωξη, μέσα σε μια τέτοια απομόνωση, που δε μπορούσαν να ενεργήσουν σαν προσωπικότητες του τόπου. Ο Σκαλκώτας… Γι’ αυτό πέθανε ο άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο. Ο δε Μητρόπουλος, που θα μπορούσε να είναι ακόμα και αρχηγός αυτών που προανέφερα, έλειπε στο εξωτερικό και πέθανε εξόριστος. Λοιπόν, οι ντόποιοι κάθε άλλο παρά ήταν του αναστήματος του Σεφέρη, του Μόραλη ή του Πικιώνη. Οι μουσικοί εννοώ.

Όσο για τον Σεφέρη και τους άλλους, εκπροσωπούσαν τον ελληνικό χώρο μια πολύ κρίσιμη εποχή. Η Ελλάς είχε χάσει τον πόλεμο. Ο τόπος μας είχε ανάγκη να σκύψει στον εαυτό του. Όταν λέω είχε χάσει τον πόλεμο, θέλω να τονίσω ότι η Ελλάς είχε νικήσει κατ’ επιφάνειαν, αλλά είχε χάσει κατ’ ουσίαν. Δηλαδή, ονειρεύτηκε μια διαφορετική μετέπειτα τοποθέτηση των πραγμάτων και η πραγματικότητα την απογοήτευσε. Την απογήτευσε ακόμα και στα πρόσωπα που την κυβέρνησαν. Ηχούσε το γκονγκ στο ραδιόφωνο και ακουγόταν μια φωνή που μιλούσε για τους πάνω από 3.000 ετών Έλληνες!

‘Ηρθαν, λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν πάρα πολύ σημαντικοί, και σκύψανε στον κορμό του τόπου και ανακαλύψανε το στοιχείο εκείνο το χαρακτηριστικό που έδινε ταυτότητα στον τόπο, έξω από αυτές τις αυθαίρετες συνδέσεις με το παρελθόν. Η ταυτότητα του τόπου, δηλαδή, δεν ήταν το ότι ήμασταν οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, που είναι μια εντελώς αφελής και ηλίθια άποψη. Ήταν κάτι άλλο. Και το ‘φεραν στην επιφάνεια αυτοί οι άνθρωποι.

Έτσι ανακαλύψαμε το Αιγαίο, τον Θεόφιλο, τον Μακρυγιάννη, τον Καραγκιόζη – ό,τι θα μας έδινε μια ταυτότητα αληθινή. Αγνοώντας τα μεγαλεία, αυτά τα αυθαίρετα και αφελή μεγαλεία του επίσημου κράτους. Και αυτά τα στοιχεία, τα αληθινά, δημιουργούσαν τη νεότερη Ελλάδα. Μέσα σ’ αυτή την υπόθεση της ανευρέσεως της ταυτότητάς μας, ένας βενιαμίν, ένας μαθητής υπήρξα και του λόγου μου. Το αποτέλεσμα της δουλειάς μου είναι ακριβώς αυτό.

Τώρα είναι γεγονός ότι έγινε μια πολύ σημαντική τομή σ’ αυτόν τον τόπο. Την εποχή που θα μεταφερόμασταν από το γραφικό στο ουσιαστικό και θα παύαμε να ασχολούμεθα με το γραφικό, γιατί ό,τι είχαμε να πάρουμε το είχαμε πάρει. Την εποχή αυτή που θα πηγαίναμε σε ουσιαστικότερες ανακαλύψεις του εαυτού μας, ήρθε η δικτατορία και ανέτρεψε τα πάντα. Η δικτατορία, που εκμεταλλεύτηκε τουριστικώς το γραφικό. Και έτσι, η απαραίτητη μετάβαση πιο πέρα, για να αποκτήσουμε την αληθινή πνευματική μας υπόσταση, δεν έγινε ποτέ.

*

Συνέντευξη στον Λ. Παπαδόπουλο. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 27 Μαρτίου 1978. Από το βιβλίο Ζω από περιέργεια, εκδ. Καστανιώτης, 2001