You are currently browsing the category archive for the ‘Λογοτεχνική καλύβα’ category.

Κουβεντιάσαμε  πολύ ώρα  για το  Νίκο Καββαδία.  Δηλαδή  τις λέξεις του, τι σημαίνει καραμοσάλι, παταράτσα. Μέχρι τα πιο μπερδεμένα, φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο.   Μετά  απ’ αυτό, σα να νιώσαμε  παλιοί γνώριμοι. Ο καπετάνιος,  άνθρωπος της παρέας και της ιστορίας, πήγαινε από το ένα μπάρκο στο άλλο, από το ένα λιμάνι στο άλλο. 

*

Μεγάλο άγχος να είσαι καπετάνιος… Σε κυνηγάει πάντα ο χρόνος, από τα κεντρικά. Να φτάσεις, να ξεφορτώσεις στην ώρα σου, να ετοιμάσεις το πλοίο για το επόμενο… Κάθε μέρα καθυστέρησης σημαίνει χιλιάδες δολάρια για την εταιρεία. 

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

“Είμαι μόνος στο σπίτι” είπε ο Χρήστος. “Οι γυναίκες  πάνε στο χωριό, η πεθερά μου δεν είναι πολύ καλά. Πέρνα, να πιούμε καμιά μπύρα”

Καθόμαστε λοιπόν με δύο παγωμένες μαύρες στο μπαλκόνι.

“Που να σου τα λέω…”

Σήκωσα ελαφρά  το δεξί φρύδι και περίμενα. 

“Μόνος στο σπίτι, δεν ήξερα τι να κάνω  και είπα να τακτοποιήσω το πατάρι… Η γυναίκα μου με είχε φάει, το πατάρι και το πατάρι!”

“Συγκλονιστικό”, είπα. 

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Στον Έβρο, ήμουν οδηγός. Πολύ δουλειά, αλλά επειδή ήταν στ’ αυτοκίνητα, δε με πείραζε. Μια μέρα ήρθε στο ΚΨΜ ένας ψηλός έφεδρος, υπεύθυνος στην αποθήκη πυρομαχικών. Χρειαζόταν μια μεταφορά, από μιαν άλλη αποθήκη. Έτσι γνωριστήκαμε. Η μεταφορά τελείωσε σε λίγα λεπτά, με ρώτησε αν γουστάρω να ρίξουμε καμιά σφαίρα.

«Έχω 140 σφαίρες πιστολιού περίσσευμα» είπε «Καλύτερα να τις μπουμπουνίσω, παρά τις εμφανίσω σε κάποια κατάσταση» Τον κοίταξα περίεργα, επειδή τα έλεγε αυτά γελαστός.

Πίσω από τον όρχο υπήρχε κάτι σαν άτυπο σκοπευτήριο. Είχα δει αξιωματικούς να πηγαίνουν και να ρίχνουν. Ο δόκιμος είχε ένα πιστόλι, υπηρεσιακό, έριξε έξι σφαίρες, οι μισές πήγαν στο κέντρο του ταλαιπωρημένου μεταλλικού στόχου.

«Σειρά σου» είπε. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Όταν μπήκε στο αμάξι δεν είχε προορισμό.  Ήθελε  να φύγει  από το νοσοκομείο, αλλά δεν ήξερε που  θα πήγαινε.

Αναρωτήθηκε μόλις άφησε τη Βέροια δεξιά και άρχισε να ανηφορίζει.

Ως τότε, οδηγούσε μηχανικά. Δε σκεφτόταν κάτι  συγκεκριμένο. Μια μικρή φρασούλα ερχόταν, έφευγε και επέστρεφε, καμιά φορά την ψιθύριζε ή την έλεγε δυνατά.

“Αυτό είναι το τέλος…”

Μια  φορά, τη δοκίμασε με ερωτηματικό:

“Αυτό είναι το τέλος;”

Θύμωσε με τον εαυτό του:

“Μη γίνεσαι μαλάκας… Αυτό είναι το τέλος, είτε σου αρέσει είτε δεν σου αρέσει!” Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Καθώς ο Βλάσης άκουγε τα κατορθώματα των άλλων με την Καίτη, γούρλωνε τα μάτια του.

Μετά άρχισε να κάνει ερωτήσεις.

  • Καίτη, ε;

-Καίτη.

-Και που ακριβώς είναι;

  • Καλά ρε πόντιε, τι σε νοιάζει εσένα; Αφού εσύ έχεις γκόμενα!

Ο Βλάσης δεν κώλωσε. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

12042679_1211846192175525_7947781334456294542_n

Η συνεδρίαση της Πλατιάς Ολομέλειας του 33 μ.Χ. ήταν έτοιμη να ξεκινήσει, στο γνωστό στενό Υπερώον. Στα Δεξιά ο Ιάκωβος, οργανωτικός υπεύθυνος, αναζητούσε εναγωνίως το βλέμμα του σκοτεινιασμένου Ιησού για να του γνέψει πως «δύσκολα τα πράγματα» αλλά Εκείνος ήταν απορροφημένος στη μελέτη της Εισήγησής Tου, την οποία χτένιζε φραστικά (στα Αραμαϊκά, σε δημοτική εννοείται). Στην Αριστερή πλευρά του Υπερώου, όπως μπαίνουμε, ήταν συγκεντρωμένοι οι αριστεριστές, γύρω από τον Ιούδα και σχεδόν δε χωρούσαν (ήταν περισσότεροι από έξι και γεματούληδες) με αποτέλεσμα να καταλαμβάνουν και μέρος του Κέντρου. Η κατάληψη του Κέντρου ήταν πολύ σημαντική – αυτή θα έκρινε το αποτέλεσμα. Άρχισαν με τη συνήθη καθυστέρηση, μία ώρα και πενήντα έξι λεπτά [1]

Μετά την εκλογή Προεδρείου (πρόεδρος της συνεδρίασης εξελέγη ο Πέτρος, τα πρακτικά ανέλαβε να κρατάει η Μαγδαληνή) ο Ιησούς πήρε το λόγο και άρχισε να μιλάει: Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Γεννηθείς το 1926, δηλαδή στα ενενήντα παρά κάτι. Ήρθε στο ιατρείο για κάποιο πρόβλημα που του δημιουργούσαν τα δόντια του (τα δικά του, τα είχε σχεδόν όλα). Εξαιρετικός αφηγητής, μου εξιστόρησε πως πήρε μέρος στη μάχη της Κρήτης όταν ήταν δεκαπέντε χρονώ, πως τον έπιασαν την άλλη χρονιά οι Γερμανοί και τον έβαλαν φυλακή, όπου περίμενε την εκτέλεση («εσείς καπούτ, μας έλεγαν»), πως του έσπασαν ένα παΐδι («πολύ ξύλο σε μένα, γιατί τους αντιμίλησα») και το ανακάλυψε σε ακτινογραφία δεκαετίες μετά, πως πολέμησε στον εμφύλιο ως το 1952 (με τους κυβερνητικούς) πως δούλεψε 42 χρόνια πουλώντας στα χωριά «είδη προικός»: δέκα χρόνια με το πόδι από χωριό σε χωριό, φορτωμένος την πραμάτεια, δέκα με μια μηχανή απ΄ αυτές με το καλάθι και 22 με μια «κλούβα φολξβάγκεν». Πως έκλεισε πριν τέσσερα χρόνια το μαγαζί στο χωριό, όχι γιατί δεν άντεχε τη δουλειά, αλλά γιατί έμπαινε κάθε μήνα μέσα – «τριάντα χιλιάρικα έχασα!». Σ’ αυτό το σημείο βούρκωσε’ «έτσι όπως μας καταντήσανε αυτά τα καθάρματα οι πολιτικοί, με συμπαθάς που μιλάω έτσι…» είπε σιγανά. Μετά είπε για τα δικά του, τα παιδιά και τα εγγόνια του και τα προβλήματά τους, που είναι όλα δικά του. «Δεν έχω ζήσει άσπρη μέρα στη ζωή μου» είπε, «βλέπεις που φοράω μαύρο πουκάμισο…».  Νόμιζα πως το έκανε από συνήθεια, αφού είναι Κρητικός. «Πριν λίγο καιρό έχασα το παιδί μου, ξαφνικά, σαράντα οχτώ χρονών», είπε και βούρκωσε για δεύτερη φορά. Με αποχαιρέτησε σε λίγο γελαστός και έφυγε με γρήγορο βήμα, να επιστρέψει στην κυρά του.

lk06m018------. ------------, --------------

Ιδού το σώμα της μέσ’ από κλαδιά στα όνειρά μου
Μέσ’ από κλαδιά ευγενικά ανεβαίνει.

Νίκος Καρούζος

(Κείμενο του Διομήδη, με ημερομηνία Απρίλιος 1986. Βρέθηκε πριν λίγα χρόνια, μετά το θάνατό του)

Τραβάω την κουρτίνα και το φως εισβάλλει ορμητικά στο δωμάτιο. Γυρνάω, κάνω δυο-τρεις εκτάσεις, για να ξεπιαστώ και κοιτάζω την ώρα. Είναι τρεις, άρα έχω κοιμηθεί εννιά ώρες συνέχεια. «Δε γουστάρω τίποτα περισσότερο από το να πίνω τον πρωινό μου καφέ αυτή την ώρα» σκέφτομαι. Ντύνομαι, βρίσκω τα νηστίσιμα που με περιμένουν στην κουζίνα, αφήνω σημείωμα για τη μάνα μου, ότι θ’ αργήσω και βγαίνω στην πλατεία του χωριού. Ανταλλάσσω κάμποσες χαιρετούρες, κάθομαι στο καφενείο, έξω στη λιακάδα. Ανάβω το πρώτο τσιγάρο της μέρας, ρουφώντας τον μέτριο ελληνικό καφέ μου.

Σιγομουρμουρίζω ένα από τα παλιά του Μητροπάνου («θα πάρω το αμάξι μου, στην τσέπη χαρτζιλίκι, κι απόψε τα μεσάνυχτα θαρθώ Θεσσαλονίκη») και γυρίζω στο χέρι το μαύρο κομπολογάκι – ολόιδιο μ’ αυτό που μου είχε χαρίσει η Ισμήνη τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας. Στο απέναντι καφενείο, δυο γεροντάκια πίνουν σιγά μα σταθερά, από το κατοστάρι και δύο κοριτσάκια χαλάνε τον κόσμο με τις φωνές τους, τσουλώντας τα τσέρκια τους στο τσιμέντο της πλατείας. Βγάζω από την τσέπη του πουκάμισου το γράμμα του Ιππόλυτου, που κάνει αυτόν τον καιρό καρδιολογία στο Παρίσι. Αποφασίζω να το ανοίξω, αλλά πάνω στην ώρα, φαίνονται δύο παλιοί μου συμμαθητές, εγκατεστημένοι στην Αθήνα, και κάθονται μαζί μου.  Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

9.htm26

Αγαπητέ και περιπόθητέ μοι εν Χριστώ αδελφέ Αβακούμ, χαίρε την αμαρτίαν φεύγων και την σωτηρίαν κερδαίνων. Ημείς, μη τα ρωτάς. Έπεσεν ὁ στέφανος ημών της κεφαλής· ουαί δη ημίν, ότι ημάρτομεν, αναφωνώ και στενάζω ως άλλος Ιερεμίας.
Αληθώς, αδελφέ Αβακούμ, ύες βορβόρω ήδονται μάλλον ή καθαρώ ύδατι, είχε δίκαιον ο ειδωλολάτρης φιλόσοφος εξ Εφέσου. Επειδή ωσάν να σε θωρώ υπομειδιώντα, υπενθυμίζω το του Χίλωνος: Τω δυστυχούντι μη επιγέλα!
Σπεύδω ουν αφηγούμενος τα της ημετέρας δυστυχίας, εν τάχει. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Black Hole comics

Μιλούσε ήρεμα και πειστικά.
«Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Μπορείς να ζήσεις φυσιολογικά τη ζωή σου από κάθε άποψη με το ένα…»
Με είδε πως δεν αποφάσιζα και συνέχισε.
«Όλα τα έξοδα της θεραπείας καλυμμένα, συν δέκα χιλιάδες δολάρια δώρο από την Κλινική…»
Τι θα γινόταν αν δεν δεχόμουν;
«Η ασθενής θα διακόψει τη θεραπεία της και θα επιστρέψει στο σπίτι και η Κλινική θα διεκδικήσει νομικά τα νοσήλια που οφείλονται…»
Αυτό μεταφραζόταν: το δίνεις ή πεθαίνει.
Συμφώνησα. Αύριο πρωί, στις εφτά. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

askitis

Επί τη ευκαιρία της συνεντεύξεως της (Οσίας) Ρένας, σπεύδω να αφιερώσω στις αγαπητές μου συριζαίες που δεν μπορούν να επισκεφτούν (για τεχνικούς λόγους) το Άγιον Όρος, ένα δικό μου οδοιπορικό, σε τρία μέρη:

Αθωνικόν έπος

Αθωνικόν έπος -μέρος δεύτερο

Αθωνικόν έπος – μέρος τρίτο

 

ford

(Φεβρουάριος 1982)

Θεά! Και τι σγουρά τα σκοτεινά της μέρη!
Και τα χείλη τι ζάχαρη βιολέτας!
Και τι κηπάκι
Τα λυτά
Νωπά
Μαλλιά
Στην απαλή κοιλιά η ανάσα τι ταξίδι!

Οδυσσέας Ελύτης

Στο άβολο αμφιθέατρο του ανατομείου, η γενική συνέλευση του Συλλόγου άρχισε, όπως πάντα, με καθυστέρηση. Στα πεδινά, οι εκπρόσωποι των παρατάξεων προσπαθούσαν να βγάλουν άκρη με τις χρονοβόρες διαδικασίες για την εκλογή του προεδρείου. Στα ορεινά, είχε ανάψει έντονη συζήτηση σχετικά με την ιθαγένεια του Χουάν Ραμόν Ρότσα. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Burberry_Autumn_Winter_2009_Advertising_105

Ως γνωστόν, εδώ και πολύ καιρό πάσχω από απόλυτη (ελπίζω όχι και αθεράπευτη) συγγραφική στειρότητα. Σκέφτηκα λοιπόν να ζητήσω τη βοήθεια των φίλων της καλύβας, για να σκαρώσουμε όλοι μαζί μια ιστορία. Σας δίνω τον τίτλο (δες αποπάνω) και την πρώτη φράση:

Την είδα να κατεβαίνει τα σκαλάκια φορώντας μια καπαρντίνα Burberry. Κι εγώ όμως φορούσα ένα ωραίο μπουφάν, από το στοκατζίδικο του Μπούλμπερη, στα Πετράλωνα… 

Χρειαζόμαστε ιλαρή σοβαρότητα και λιτότητα (όχι σεντόνια).  Λόγω της ιδιαιτερότητας του ποστ, τα άσχετα σχόλια θα εξαφανίζονται, άμα τη εμφανίσει.

Γκελ, γκέλ (καϊκτσή) 🙂

ερμιονη

(Ιούνιος 1983)

Το πρόβλημα του νερού παραμένει ανοιχτό

Τίτος Πατρίκιος

Καθόμαστε κι αγναντεύαμε. Ο Διομήδης είχε προτείνει ν’ ανεβούμε ως εδώ, τώρα έπαιρνε μικρές πέτρες από κάτω και τις εκσφενδόνιζε μακριά, λες και ήθελε να βομβαρδίσει τη Θεσσαλονίκη από την κορυφή του Χορτιάτη. Όταν κουράστηκε να πετροβολάει στάθηκε για λίγο αγναντεύοντας το δειλινό.

«Αισθάνομαι ηλίθιος» είπε κοιτάζοντας προς τα κάτω. «Ένας μαλάκας και μισός…» Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

i

…έμεινε έρημη: ούτε μια ανάρτηση, έτσι για το καλό!

Κι όμως, όταν πριν 7+ χρόνια ξεκίνησα το μπλόγκιν αυτός ήταν ο βασικός λόγος – πέρα από το ότι το νέο (τότε) μέσον με γοήτευε: ήθελα έναν τρόπο να δείξω τη δουλειά μου, χωρίς να ψάχνομαι σε εκδότες. Όπερ και εγένετο.

Αλλά, φέτος, ξηρασία. Και πέρυσι, ελάχιστα καινούρια πράγματα.

Μια απόλυτα άγονη περίοδος.

Υποθέτω ότι κάποια στιγμή, την επόμενη χρονιά…

Αλλά ας μη κάνω προβλέψεις, την επόμενη χρονιά μπορεί να την ξοδέψω… μεταναστεύοντας.

Η ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ – ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Παρόλο που έκλεισα τα πενήντα, το Νικολάκη τον θυμάμαι πάντοτε μεγάλο. Λογικό, αφού γεννήθηκε στα  1912. Τα σπίτια μας στο χωριό απέχουν λιγότερο από εκατό μέτρα.

Τις προάλλες γινόταν ένας γάμος στην Αθήνα και η οικογένεια ήταν καλεσμένη. Για να μην αφήσουν τον παππού μονάχο στο χωριό, τον πήραν μαζί τους. Εξάλλου, εγγόνια και δισέγγονα ζουν μόνιμα στην Αθήνα, εδώ και πολλά χρόνια.

Πέρασαν οι μέρες, έγινε ο γάμος, έγινε και το γλέντι. Επιστρέφοντας στο σπίτι βρήκαν τον παππού Νικολάκη στο ατσάλι.

–         Να με πάτε στο χωριό!

–         Τώρα, τέτοια ώρα;

–         Τώρα, τώρα…

Δε χαλάς χατίρι στον παππού. Τον πήραν δυο εγγόνια, τον έβαλαν στο αμάξι και σε τρεις ώρες περίπου έφτασαν στο χωριό. Οι άλλοι θα ξεκινούσαν μόλις ξημέρωνε.

Περί τις τέσσερις τα ξημερώματα άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού. Ο Νικολάκης πήγε κατευθείαν στην καρέκλα του και κάθισε. Έριξε μια καλή ματιά ένα γύρω και, χωρίς άλλη χρονοτριβή, πέθανε.

Ο παππούς Παντελής δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει. Αλλά, επειδή ήταν άνθρωπος μορφωμένος (είχε βγάλει το Σχολαρχείο, αλλά, περιέργως μετά έγινε αγρότης) και αγαπητός, οι Εαμίτες τον ήθελαν στον ΕΛΑΣ.

Ο παππούς δεν έδινε αφορμές. Μια φορά, λέει, κουβαλούσε στον ώμο ένα μαδέρι και το πήγαινε στο σπίτι του, το οποίο έχτιζε τότε. Το μαδέρι ήταν συνεταιρικό, όπως και όλη η απαραίτητη ξυλεία: με μια ξυλεία, έχτιζαν δύο σπίτια – και τη μετακινούσαν ανάλογα με τις ανάγκες.

Τον σταμάτησαν στην πλατεία του χωριού τρεις ένοπλοι Ελασίτες.

–          Συλλαμβάνεσαι!

Ο παππούς ήταν τέρας ψυχραιμίας. Ατάραχος, απαντάει: Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Λίγο μετά που έπεσε η χούντα, είχαμε δημοψήφισμα για το βασιλιά. Τον Κοκό, ντε! Εγώ νεαρός τότε, είχα πιάσει δουλειά στα μεταλλεία, προϊστάμενος – και ήμουνα από τους 2-3 που είχαν αυτοκίνητο σε ολόκληρη την περιοχή. Έναν σκαραβαίο, Θεός σχωρέστον…

Είχαν έρθει κάτι παιδιά από Αθήνα και μας έφεραν εκείνα τα σηματάκια με το σκούφο της Δημοκρατίας και κάτι αφίσες, δεν τις θυμάμαι καλά… Κυκλοφορούσα με το σηματάκι στο πέτο και το σκαραβαίο στολισμένο με τις αφίσες. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Ξυπνάω μ’ ένα ακαθόριστο συναίσθημα ανησυχίας και επικείμενης καταστροφής. Πηγαίνω προς την κουζίνα για να φτιάξω καφέ και οσμίζομαι σα λαγωνικό τον αέρα. Συνεχίζω, προς το μοναχικό δωμάτιο στο πίσω μπαλκόνι. Ανοίγω την πόρτα και οι χειρότεροι φόβοι μου επιβεβαιώνονται: Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, φοράει ένα φανελάκι κι ένα αποφασισμένο χαμόγελο. «Τι κάνεις εδώ;» Το χαμόγελο γίνεται πλατύ: «Σε πεθύμησα και ήρθα να σε δω. Δε χαίρεσαι;»

Τι να χαίρομαι; Λίγα μέτρα παραπέρα κοιμάται η γυναίκα μου, για να μην κάνουμε λόγο για τα μωρά. «Πάω να κάνω καφέ» λέω όσο πιο ψύχραιμα μπορώ «ντύσου κι εξαφανίσου!»

Ψήνω καφέ και ψήνομαι εσωτερικώς. Δεν περνάει πολλή ώρα και έρχεται ένα παιδί στην κουζίνα, να πιει νερό. Πίνει και φεύγει. Καταφθάνει και η σύζυγος, με αγκαλιάζει. Έχω εμπιστοσύνη στη μύτη της, Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Σήμερα είναι το πανηγύρι του χωριού μου, η εκκλησία του οποίου εορτάζει «της Αγιατριάδος» (ποιο Πνεύμα;).

Έχω να βρεθώ στο πανηγύρι πάνω από 30 χρόνια. Δεν ξέρω αν σήμερα γίνεται καν πανηγύρι. Θυμάμαι όμως πολύ ζωηρά εικόνες του πανηγυριού από πιο παλιά – ουσιαστικά της δεκαετίας του ’70, από την αρχή μέχρι το τέλος της. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »


Εγκριθέν υπό του παναγιοτάτου Μητροπολίτου πάσης Μπουγατσαδουπόλεως, αυτοπροσώπως.

Μόλις κυκλοφόρησε:

Η ευχή της Πορφυρίας ή ο ερωτύλος νεκροθάφτης. Μυθιστόρημα εποχής (του καιρού μας). Εκδόσεις Αγριομαραθιά, Αγουλινίτσα 2006. Σελίδες 667 (με τα εξώφυλλα). Χρυσόδετο, σε σχήμα σχεδόν ομαλού παραληλογράμμου, διακοσμημένο με ρόδακες και δικεφάλους αετούς (ένας μοιάζει με δικέφαλη πάπια, αλλά είναι στο πλάι και δε φαίνεται πολύ). Αριθμημένα αντίτυπα (1 έως 3). Τιμή, δεν έχει. Τα γνήσια αντίτυπα φέρουν την υπογραφή του συγγραφέως, ένθετο με οδηγίες χρήσεως, κατάλογο διευθύνσεων δημοσίων υπηρεσιών, αναχωρήσεις πλοίων και αεροπλάνων, θέατρα και κινηματογράφοι, τηλέφωνο κέντρου δηλητηριάσεων, διανυκτερεύοντα κτηνιατρεία. Τελείωνε, επιτέλους, ν’ αρχίσουμε! Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Γράφει ο Λεϊσάντ Τεμάχ*
1.

Είχα τις μαύρες μου εκείνες τις μέρες. Η δουλειά σπασμένη, η διάθεση στο ναδίρ. Λίγες μέρες πριν τις εκλογές, ο συνεταίρος μου έτρεχε μαζί με κάποιον υποψήφιο βουλευτή στα χωριά της Κοζάνης, όλοι είχαν αφηνιάσει. Σκότωνα τις ώρες μου πίνοντας, αλλά δε μπορούσα να σκοτώσω και τη σκέψη. Σκεφτόμουνα τη Νίνα.

Με τη Νίνα μέναμε στην ίδια γειτονιά, την είχα δει μερικές φορές να περιμένει το αστικό ή να χαζεύει τις κρεμασμένες εφημερίδες. Κάθε φορά που την έβλεπα η λέξη «γυναίκα», διαστέλλονταν στον υπερθετικό της. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Το Δεκέμβρη του ’73 ήμουν δευτεροετής φοιτητής της Νομικής. Έμενα στα Εξάρχεια, σ’ ένα ημιυπόγειο, μ΄ άλλους δυο Ηπειρώτες – δηλαδή συγχωριανούς μου, από το Τσεπέλοβο. Αυτοί ήτανε του Πολυτεχνείου και τριγυρνούσαν άσκοπα, γιατί μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη, τα μαθήματα δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Φωτογραφία: solodkin dmitriy http://500px.com/photo/21305

Με το Θωμά δουλεύουμε χρόνια μαζί. Κάθε χρόνο με καλεί στη γιορτή του, στο χωριό. Έλα, γιατρέ, θάχει και κεμετζέν. Φέτος ντράπηκα να ξαναπώ θα δούμε κι είπα θάρθω.

Φτάσαμε με τη γυναίκα μου στο χωριό, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ το Κιλκίς, αλλά στο σπίτι του Θωμά δεν ήταν κανένας. Θα ‘ναι στα μνήματα. Ωραία, πάμε.

Τα μνήματα είναι σ’ ένα όμορφο λοφάκι, αντίκρυ στο χωριό. Γεμάτα κόσμο. Δυο παπάδες έψελναν με τη σειρά, τρεις λύρες έπαιζαν εδώ κι εκεί. Οι γυναίκες κερνούσαν γλυκά, ψωμάκια και μεζέδες, οι άντρες τσίπουρο και κρασί. Εντόπισα το Θωμά και προχωρήσαμε προς το μέρος του. Μας καλωσόρισε, αλλά έμοιαζε ζεματισμένος. Ο πάππος. Ε, τι έπαθε ο πάππος; Ρεζίλ’ εγέντουνε, εκατό χρονών άνθρωπος…

Τον είδα τον πάππο- Θωμά, δυο μνήματα παρακεί. Ένα μνημείο του χρόνου. Φορούσε τραγιάσκα, μουρμούριζε λόγια ακατάληπτα σε μένα και έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια του. Ο εγγονός Θωμάς τον πλησίασε και τον έπιασε με τα δυο του χέρια. Έλα παππού, να πηγαίνομε. Φτάνει τόσο… Ο παππούς υπάκουσε και ακολούθησε ειρηνικά. Τότε είδα δυο ονόματα στον τάφο που στεκόταν: Ανάργυρος, ετών 36, 4 Νοεμβρίου 1944. Τιμόκλεια, ετών 92, 8 Αυγούστου 2007. Τότε κατάλαβα τη φούρια του εγγονού Θωμά, αλλά και τα τελευταία λόγια του πάππου Θωμά. Τιμόκλη, φέτος να σμίγουμε ξανά. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Βρισκόμουν στην έκτη ή την έβδομη έλξη όταν άκουσα το Μπόγκυ, αφεντικό στο γυμναστήριο, να φωνάζει από το βάθος της αίθουσας «Μιχάλη, τηλέφωνο!»

Ολοκλήρωσα το σετ, κρέμασα τη μπάρα στους ορθοστάτες, έκανα δυο τρεις χαλαρές εκτάσεις και πήγα προς το τηλέφωνο. Υπολόγισα πως θα ήταν η Τίνα, μια μελαχρινούλα από τον Εύοσμο. Την είχα γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ στο Σπλέντιτ, το θερινό σινεμά, και φρόντισα να βρεθούμε δίπλα δίπλα στο μπαρ. Ψωνίζοντας τσιπς και βυσσινάδα έμαθα τ’ όνομά της και της έδωσα το τηλέφωνο του Μπόγκυ, υπολογίζοντας πως θα περνούσα το επόμενο πρωινό στο γυμναστήριο. Φαινόταν κάπως άβγαλτη, αλλά γεμάτη διάθεση. «Άστηνα λοιπόν να περιμένει λίγο…»

Το γυμναστήριο δεν είχε κόσμο. Ιούλιος και όλοι την είχαν κάνει για Χαλκιδική. Δυο τρεις αρχάριοι μονάχα, παιδευόντουσαν στο μονόζυγο και τις έλξεις. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Οι παλιότερες αναμνήσεις μου είναι αγκαλιές. Μάνα, γιαγιά, θείες, γειτόνισσες. Θυμάμαι, το ίδιο ζεστό και αγαπημένο, το παλιό μας σπίτι. Το είχαν αγοράσει ο παππούς και ο πατέρας μου, στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, όταν αποφάσισαν να κατέβουν από το πατρογονικό μας χωριό, στο χωριό που γεννήθηκα. Σ’ αυτό το σπίτι έζησα εφτά χρόνια, ως το ‘68 που μετακομίσαμε στο νεόχτιστο.

Έμπαινες ανοίγοντας μια μεγάλη ξύλινη εξώπορτα, αρκετά φαρδιά για να χωράνε τα φορτωμένα ζώα, κλειστή με ζεμπερέκι (μάνταλο που άνοιγε απέξω). Αν ήταν κλειστά από μέσα, περνούσες το χέρι αποπάνω και τραβούσες το σύρτη. Ένα γάμα πετρόχτιστος τοίχος, μια πλευρά το δίπατο σπίτι των γειτόνων, από πέτρα κι αυτό, και απέναντι από την εξώπορτα, η είσοδος του σπιτιού. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Πασχαλινό αφήγημα, από το «νησί της Καλυψώς»

(Ιούνιος 2002)

Πως είναι όλα στου θεού τη διάρκεια βαλμένα
κι ο θάνατος πως είναι μια σταγόνα
επί των υδάτων.

Νίκος Καρούζος

Παλιόφιλε, σε χαιρετώ! Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

(Ιούλιος 1983)

Αδέλφιδός μου απέστειλε χείρα αυτού από της οπής
Και η κοιλία μου εθροήθη επ΄ αυτόν

Άσμα Ασμάτων

Η Σαπφώ ένοιωθε το ίδιο ακαθόριστο κενό στο στομάχι, όπως τότε που την υποχρέωναν να στριμώχνεται με τα άλλα παιδάκια, περιμένοντας να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Από τότε είχαν περάσει αρκετά χρόνια, αλλά η συμπτωματολογία παρέμενε απαράλλαχτη: Σφίξιμο στο στομάχι, ιδρώτας στις παλάμες, νευρική δίψα. Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο, πλάι στο κρεβάτι της: Πέντε παρά δέκα το πρωί – μια ώρα ακόμα.

Προσπαθούσε να σκεφθεί, αλλά ήδη είχε χάσει, από τις τρεισήμισι περίπου, κάθε δυνατότητα να επεξεργάζεται λογικά νοήματα. «Έρχεται…, έρχεται…» μονολογούσε σιωπηλά. «Τι πρέπει να κάνω; Τι πρέπει να κάνω;». Σηκώθηκε και άναψε το φως, περιεργάστηκε το δωμάτιο. Όλα ήταν στη θέση τους, καλοβαλμένα και καθαρά, τα λουλούδια φρέσκα και η φωτογραφία του ξανά πάνω στο γραφειάκι. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

(Φεβρουάριος 1982)

Κύριε, όχι μ΄ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

Γιώργος Σεφέρης

Το «οινοφροντιστήριον ο Προμηθεύς» λειτουργούσε λάθρα σε κάποιο δρομάκι της Τριανδρίας. «Προμηθεύς» ήταν το επίσημο όνομά του, αν μπορεί κανείς να μιλήσει για επισημότητες σ ένα τέτοιο υπόγειο. Οινοφροντιστής, ιδιοκτήτης, μάγειρας, γκαρσόνι και πρώτος πελάτης στα κρασιά του ήταν ο Φιλοκτήτης, ένας γεροδεμένος εξηντάρης πόντιος, έξω καρδιά. Με κατέβασε εκεί ο Οδυσσέας, ανώτατο στέλεχος μιας μικρής ακροαριστερής σέχτας, με σκοπό να με δελεάσει πολιτικά και δια του αλκοόλ. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Με λένε Αχμέτ Λιόσα. Κάποτε ήμουν Αλβανός και ήμουν περήφανος γι’ αυτό. Κάποτε ήμουν Μουσουλμάνος και ευτυχής που πίστευα στο Θεό. Κάποτε ήμουν καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων και απολάμβανα το παιγνίδι με τη γνώση, καθώς και τη συμμετοχή  μου σ’ ένα κύκλο εκλεκτών.  Κάποτε ταξίδευα με τη γυναίκα και τα παιδιά μου στην Ευρώπη και επέστρεφα, καμιά φορά μετά από μήνες, χαρούμενος στην ασφάλεια των ανθρώπων και του περιβάλλοντος που γνώριζα. Τώρα δεν υπάρχει Αλβανία κι αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο κακό. Τώρα δεν υπάρχει Θεός, κι αν υπάρχει δε θέλω να τον ξέρω. Δεν υπάρχει πια Φυσική, δεν υπάρχει γνώση, δεν υπάρχουν Τίρανα, δεν υπάρχει Ευρώπη. Δεν υπάρχουν πια η γυναίκα και τα παιδιά μου κι εγώ δεν έχω κανένα μέρος για να λαχταράω τη  επιστροφή μου. Το μόνο που έμεινε είναι αυτή η στενή Κοιλάδα με τα Νερά. Μια φυλακή στην πραγματικότητα, από την οποία δε μπορούμε να φύγουμε, γιατί έξω από αυτήν η ζωή είναι δραματική. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά πρέπει να την υπερασπιζόμαστε κιόλας μέρα και νύχτα, με νύχια και με δόντια, από αυτούς που φτάνουν ως τα σύνορα της Κοιλάδας μας αναζητώντας το πολυτιμότερο στοιχείο για την επιβίωση, το νερό. Αυτό που απόμεινε σ’ εμάς τους τυχερούς, αν έχει νόημα η λέξη, της Καταστροφής. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

woman1
Έλα ρε… Όχι, είμαι βάρδια. Τα ίδια… Δηλαδή, είμαι σε δύσκολη φάση. Οι θεωρίες μου τόσα χρόνια τα πήγαιναν μια χαρά στο δοκιμαστικό σωλήνα, τώρα στα σαράντα πέντε πρέπει να βγουν στην πιάτσα, να δοκιμαστούν στην πράξη κι αυτό δημιουργεί μια αξεπέραστη κρίση…

Γιατί, καλά τα λέμε για αγάπες και έρωτες, θεωρητικά. Φτάνει όμως κάποια στιγμή ο κόμπος στο χτένι και πρέπει να πάρεις αποφάσεις. Σκληρές οι πουτάνες οι αποφάσεις, μεγάλα τα διλήμματα… και κανείς δεν ξέρει τι είναι το καλό και τι είναι το κακό, να έχει τουλάχιστο ένα μπούσουλα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

circo 002
Σε μια στιγμή ανάβουν τα φώτα
κι η μουσική μας φέρνει τους μάγους στη σκηνή
αρχίσαν πάλι τ’ αστεία οι παλιάτσοι
κι ο σκοινοβάτης ιδρώνει, ιδρώνει στο σκοινί…

Αυτό το τραγουδάκι είχα στο μυαλό μου (αμφιβάλλω αν το θυμάται κι ο ίδιος ο Σαββόπουλος…) – σκυλοπόπ μας υποδέχτηκε:

Προδοσίιιιια δεν υπάρχει
σαν και τη δική σου άλληηηη…

πες μου τι κυλάει στο αίιιιιιμα σου
πέτ-ριιινη καρδιάαααα…

(Αγνώστων. Δηλαδή αυτός που το γαυγίζει είναι άγνωστος σε μένα, όπως και οι ιδιοφυείς στιχουργός και συνθέτης. Επακολούθησε ό,τι εκλεκτότερο – από την ανάποδη: Άννα Βίσση)

«Κι αυτό θα περάσει…» βόγκηξα και προχώρησα με τα εισιτήρια στα χέρια προς τη μεγάλη τέντα, με τη φαμίλια να ακολουθεί. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

l10- nikos markou

(Φωτογραφία: Νίκος Μάρκου)

Πάντοβα, Ιταλία, 1978

Κελί μικρό και γεμάτο υγρασία. Ο αέρας τόσο κρύος που γδέρνει τα ρουθούνια και τα λαιμά. Πάγκος στον τοίχο, απέναντι από την πόρτα, κι ένας ακόμα στον άλλο – από τη δεξιά μεριά. Στον πρώτο κάθονται ο Βαγγέλης και ο Τάκης, στο δεύτερο ο Χάρης και ο Χρήστος.

Προσπαθούν να ζεσταθούν χτυπώντας που και που τα χέρια και σφίγγοντας τα πέτα των μπουφάν ανάμεσα στο σαγόνι και το στήθος. Οι ώρες δεν περνούν.

«Τι θα μας κάνουν» Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

(Με μια καινούρια ονειρική ιστορία – στα σχόλια)

moment

Αρχές δεκαετίας του ’80. Άνοιξη, λίγο πριν το χάραμα. Στέκομαι στη στάση του αστικού που θα με πάει στο ΚΤΕΛ, καθ’ οδόν από Θεσσαλονίκη για Καλαμάτα, σε μια πάροδο της Αγίου Κωνσταντίνου. Ελάχιστοι άνθρωποι, ψύχρα, σκοτάδια ακόμα. Και ξαφνικά, μια ζεστή αντρική φωνή γεμίζει τα πάντα. Τραγουδάει έναν αμανέ, στα τούρκικα ή τα αράβικα, δεν κατάλαβα. Γυρνάω το βλέμμα στις πολυκατοικίες γύρω, χωρίς να δω τίποτα. Το τραγούδι συνεχίζεται για ώρα, θριαμβικό και αθέατο, μετά βίας μπαίνω στο λεωφορείο και φεύγω.

*

Δέκα χρόνια αργότερα, Μεγάλη Παρασκευή. Οδηγώ το μικρό σιτροέν και πλησιάζω προς το χωριό μου, όπου οι δικοί μου με περιμένουν για το Πάσχα. Έχει βραδιάσει πια όταν περνάω τα σύνορα της Μεσσηνίας. Συναντάω τα χωριά, το ένα μετά το άλλο, σε μια απίστευτη παγανιστική τελετουργία: Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

(Ιούλιος 1975)

Η πλατεία της Καρυάς ήταν γεμάτη κόσμο. Καλοκαιριάτικο δειλινό, καφέδες, λεμονάδες, πορτοκαλάδες αλλά και μπύρες «Κορόνα» και «FIX». Οι μεγαλύτεροι προτιμούσαν τα κατοσταράκια με το κόκκινο λευκαδίτικο κρασί και μεζέ κρύο, δηλαδή ντόπιο σαλάμι ή ζεστό, τουτέστιν λουκάνικα στο τηγάνι. Κάθε καφενείο και κάθε ταβέρνα είχαν δικό της μουσικό πρόγραμμα, που το διαμόρφωναν αποκλειστικά οι θαμώνες: Όλοι διέθεταν από ένα τζουκ μπόξ, που έπαιζε ασταμάτητα Καζαντζίδη, Βοσκόπουλο, Μπιθικώτση, Μοσχολιού και άλλους λαϊκούς τραγουδιστές.

Στη δυτική άκρη της πλατείας ήταν οι περισσότεροι νέοι, στο καφενείο του Καζαμία. Δεν έπεφτε καρφίτσα, οι πελάτες καθόντουσαν και σε όσα άδεια καφάσια μπύρες είχαν βρεθεί πίσω από το μαγαζί – ακόμα και χάμω, στο πλακόστρωτο. Γύρω σχηματιζόταν ένα τριπλό στεφάνι ορθίων, οι οποίοι συμμετείχαν εξίσου ενθουσιωδώς. Αιτία της λαοσύναξης ήταν ο Λυσίας, ο γιος του καφετζή. Είχε εγκαταστήσει ένα σύστημα δικής του κατασκευής – ήταν τεχνίτης ηλεκτρολόγος – όπου ένας ενισχυτής έδινε ήχο σε δυο τεράστια ξύλινα ηχεία ισχύος σκάρτα εκατό βατ έκαστο, τοποθετημένα αμφοτεροπλεύρως της εισόδου του καφενείου. Πάνω στον ενισχυτή βρισκόταν το πικάπ και η βελόνα γύριζε στα αυλάκια των δίσκων που προκαλούσαν τον ενθουσιασμό των νεαρών της Καρυάς. Οι περισσότεροι τραγουδούσαν, όσοι δεν ήξεραν τα τραγούδια τα μάθαιναν γρήγορα και τα έλεγαν όταν ο δίσκος που τα περιείχε έπαιρνε πάλι τις στροφές του. Ένα χρόνο πριν, ελάχιστοι τα είχαν ακούσει. Εκείνο το δειλινό, αν η ισχύς των ηχείων το επέτρεπε, ολόκληρη η πλατεία της Καρυάς θα άκουγε και θα τραγουδούσε Θεοδωράκη – έστω και αν ορισμένοι θα τα άκουγαν εξ ανάγκης και δεν θα άνοιγαν το στόμα τους. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Η στάθμη του δεκαοχτάχρονου Bushmills malt κατέβαινε γοργά. Το λαμπερό κρανίο του Κριτία και η ευμεγέθης μύτη του στολιζόντουσαν συνεχώς με φρέσκα σταγονίδια ιδρώτα. Ο Θεύδης – ίσως για πρώτη φορά στα χρονικά – έπινε σιωπηλός. Κι εγώ ένοιωθα μια γλυκιά ζέστη να με κυκλώνει πειστικά και να με χαλαρώνει. Ο Κριτίας πίεσε ένα κουμπί κρυμμένο από τις στοίβες τους φακέλους πάνω στο δρύινο γραφείο του και η γραμματέας του εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας.

«Ιόλη! Πετάξου απέναντι και πάρε τρία μπουκάλια απ’ αυτό… Μερικά μπουκάλια παγωμένο Perier… και ξηρούς καρπούς»

Έστρεψε το βλέμμα του προς τον Θεύδη, ώστε η Ιόλη να μη μπορέσει να πει λέξη, ούτε να διασταυρωθούν τα βλέμματά τους, πριν βγει από το γραφείο.

«Εσύ αδελφέ, συνάδελφε, σύντροφε, έχεις σκεφτεί ποτέ το θάνατο, δηλαδή το χρόνο και τον τρόπο του θανάτου;» Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Ο άντρας της Γεωργίας ήτανε εξορία, κουμμουνιστής. Η Γεωργία όχι, δεν ήτανε… και είχε κάνει μια εγχείρηση σκωληκοειδίτη και της είχε πει ο γιατρός να μην κάνει έρωτα για ένα χρονικό διάστημα, οπότε μου λέει όχι από μπροστά, από πίσω… εγώ τότες ήμουνα  δεκαπέντε, δεκάξι χρονώ και τρελάθηκα, ήτανε μια γυναικάρα ίσαμε κει πάνω και γονατίζει… Λέω, η ζωή τελειώνει εδώ… ή αρχίζει…

Το οποίον, φορτηγατζής. Δούλευα σαν το σκυλί, είκοσι ώρες, έπαιρνα υπερωρίες, πολλά λεφτά…. και μετά, τα έτρωγα με τις κυρίες. Γιατί να μην έρθουνε; Τρώγανε, πίνανε, ωραίος τύπος ήμουνα, λεφτά υπήρχανε… Μέχρι που συνάντησα τη γυναίκα μου, αυτή ήτανε δεκαεφτά, εγώ εικοσιεννιά… Μόλις κάναμε τα παιδιά και ξεπετάχτηκαν λιγάκι, λέω να με συγχωρείτε, εγώ λέω να την κάνω… και την έκανα!

Βγαίνανε και τότες οι  γυναίκες, αλλά πιο δύσκολα, πιο μαζεμένα, έπρεπε να έχεις μεγάλη υπομονή και να έχεις και τον τρόπο σου… Και ήτανε άμαθες. Ας πούμε την πιπίλα, τρόμαζαν να τη μάθουν… αλλά και πάλι, χωρίς μεράκι… εκτός από τις ανατολίτισσες… πήγα προσφάτως, Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Αφιερωμένο στο Θανάσημο

Θέλει κανείς να ασχοληθεί με αυτά που πρέπει (τη συνέχεια της χελιδόνας που πορπατεί δηλαδή) και δεν τον αφήνει η τρέχουσα επικαιρότητα.

Να, σήμερα στη δουλειά. Μόλις έχω ξεμπερδέψει από το πρώτο κύμα των ασθενών και ανοίγω το laptop – νάσου ο Περικλής και η Ανδρομάχη, μπουκάρουν στο ιατρείο κόκκινοι από τα γέλια.

«Τι πάθατε, ρε;»

«Που να σου τα λέω…» (ο ένας)

«χι χι χι χι…» (η άλλη)

Ο Περικλής εξηγεί. Ήταν στην Γραμματεία με την Βαγγελιώ – την ετέρα γραμματέα. Τους μπήκε η ιδέα να κάνουν πλάκα στην Ανδρομάχη. Να τι σκέφτηκαν: Πιάνει ο Περικλής δυο μικρά πλαστικά ποτηράκια και τα βάζει μέσα από το τζην, μπροστά του. Όποιος τον έβλεπε νόμιζε ότι είχε μια υπερήφανη στύση. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

(Φεβρουάριος 1973, Αθήνα)

Ω περιττά όλα μην κλαίτε.
Στον κόσμο αυτόν μονάχα εσείς ζείτε αιώνια.

Κική Δημουλά

Η Άρτεμις ρουφούσε το ζεστό τσάι έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Κάθε τόσο έβγαζε από την τσέπη της ζακέτας της ένα μαντηλάκι και φυσούσε τη μύτη της. Έξι μέρες τώρα ο μοναδικός επισκέπτης της έκθεσης της, εκτός από τη μαμά τον μπαμπά τις δύο αδελφές και τρεις στενές της φίλες, ήταν ο καφετζής του μεγάρου που της έφερνε το τσάι. Μιας και δεν υπήρχε τηλέφωνο στην αίθουσα, η καλλιτέχνις ανέβαινε κάθε απόγευμα, ώρα πέντε παρά δέκα, ως τον ημιόροφο, παράγγελνε το τσάι της, κατέβαινε τα σκαλιά και ξεκλείδωνε την αίθουσα με τα γλυπτά της. Και καλά οι υπόλοιποι, ούτε εκείνα τα γαϊδούρια οι συνάδελφοί της στην Καλών Τεχνών είχαν μπει στον κόπο να περάσουν, έτσι για τα μάτια.

Η Άρτεμις αμφέβαλε αν τελικά θα ερχόντουσαν: είχε οργανώσει την έκθεση χωρίς την έγκριση του καθηγητή και συνειδητοποιούσε σιγά σιγά ότι θα ήταν προτιμότερο να είχε διαπράξει ληστεία μετά φόνου η να βγει για βίζιτες στη Βουκουρεστίου, παρά να κάνει κάτι τέτοιο. Ο εγωισμός της δεν της επέτρεπε να τηλεφωνήσει στους «βοηθούς» και τους «επιμελητές» – ο εγωισμός και ο φόβος. Φοβόταν ότι θα άκουγε τη μοιραία φράση «αφού δεν ενέκρινε ο κ. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Kατηγορίες

Αρχείο

Enter your email address to subscribe to this blog and receive notifications of new posts by email.

Προστεθείτε στους 528 εγγεγραμμένους.
Follow Η καλύβα ψηλά στο βουνό on WordPress.com

Blog Stats

  • 9.586.715 hits